O Xάρης Γραμμός άνοιξε το σεντούκι του Παναθηναϊκού
Το πρώτο μεγάλο 7άρι του Παναθηναϊκού και μέλος της ομάδας του τελικού του Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ ζει μόνιμα στη Μυτιλήνη και μας διαβάζει κεφάλαιο κεφάλαιο τη σύγχρονη ιστορία των 'πρασίνων'. Ο Πούσκας, ο Όσιμ, ο Ζαμπέτας, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Δομάζος, ο Σαραβάκος, ο Δώνης σε μια συνέντευξη γεμάτη εικόνες.
“Δεν είναι ο Εουσέμπιο, δεν είναι ο Αλταφίνι, είναι ο Χάρης ο Γραμμός από τη Μυτιλήνη”. Οι 16 λέξεις του συνθήματος που εμπνεύστηκαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού για να τον τιμήσουν, αρκούν για τις αρχικές συστάσεις. Σε βοηθούν να κατανοήσεις πόσο σπουδαίος ποδοσφαιριστής ήταν. Πρόκειται για το πρώτο μεγάλο 7άρι του ‘τριφυλλιού’, μέλος της θρυλικής ενδεκάδας του Γουέμπλεϊ και βοηθός του Ίβιτσα Όσιμ, αργότερα.
Απ’ όλες τις μπάλες της ακαδημίας ποδοσφαίρου ‘Τριφυλλάκια’ -που διατηρεί στη Βαρειά της Λέσβου- διάλεξε την πράσινη. Χαμογέλασε με την παρατήρηση, είπε “όλη μας η ζωή είναι ο Παναθηναϊκός” και ακολούθησε η στιγμή που διακρίνεις το μεγάλο τεχνίτη από τον ερασιτέχνη. Ο Χάρης Γραμμός, που έχει ‘πατήσει’ πια τα 70 (γεννήθηκε στις 11/12/48), όριζε όπως επιθυμούσε τις κινήσεις της μπάλας. Δεν ακούμπησε στο χορτάρι, δεν ξεκόλλησε από το πόδι του μέχρι να της το επιτρέψει.
Στις 14/04/1971, έπειτα από δική του ασίστ-λόμπα, ο Αριστείδης Καμάρας πέτυχε το σωτήριο γκολ του Παναθηναϊκού, στον πρώτο ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα για το Κύπελλο Πρωταθλητριών (4-1), στο ‘Μαρακανά’ του Βελιγραδίου. Ακολούθησε το 3-0 της Λεωφόρου κι ύστερα το σημαντικότερο παιχνίδι του ελληνικού ποδοσφαίρου σε διασυλλογικό επίπεδο. Ο τελικός με τον Άγιαξ ήταν η κορυφαία, αλλά και η πιο δύσκολη στιγμή στην καριέρα του Χάρη Γραμμού.
“Είχα ήδη πρόβλημα από άλλα χτυπήματα και το σοβαρότερο συνέβη στον τελικό του Γουέμπλεϊ. Είχα περάσει 3-4 παίχτες, όταν μ’ έκοψε ο αριστερός μπακ, Βιμ Σουρμπίρ. Έβαλε το πόδι του. Ο Παναθηναϊκός με πήγε στον καλύτερο καθηγητή στον κόσμο με ειδίκευση στο γόνατο, στο Νταντί. Αφού με εξέτασε είπε: ‘Δεν μπορείς να ξαναπαίξεις ποδόσφαιρο’. Ήμουν 22 ετών. Αυτοί τα λένε έτσι ωμά. Μου έφυγε η μισή ζωή. Ξέρεις τι είναι να ακούς σ’ αυτή την ηλικία ότι δεν μπορείς να ξαναπαίξεις μπάλα; Πήγα στο γιατρό της Άρσεναλ, στο Λονδίνο. Εκείνος μου εξήγησε ότι ήμουν τυχερός επειδή είχα χτυπήσει στον πρόσθιο χιαστό.
Ο γιατρός αυτός είχε τριβή με το ποδόσφαιρο και μπορούσε να με κατευθύνει πιο σωστά. Καθαρίσαμε το μηνίσκο στο St. Mary Hospital κι ύστερα πήγαινα κάθε μέρα για φυσικοθεραπεία στο γήπεδο της Άρσεναλ. Φώναξε ο γιατρός έναν παίχτη της ομάδας, Ρόμπσον λεγόταν. Μου λέει: ‘Κοίτα! Έχει το ίδιο πρόβλημα με ‘σένα. Δες ένα πόδι που έχει!’. Είχε έναν τεράστιο τετρακέφαλο. Μου έδειξε -εν ολίγοις- ότι πρέπει να κάνω ενδυνάμωση. Δούλεψα πάρα πολύ και έπαιξα ακόμη 6-7 χρόνια, μόνο με την ενδυνάμωση. Αλλιώς, θα είχα τελειώσει στα 22 το ποδόσφαιρο”.
“Ο Γραμμός ήταν σαν τον Σαλάχ”
Ο Βιμ Σουρμπίρ είναι προσωπικός φίλος του σπουδαίου δημοσιογράφου, Χρήστου Σωτηρακόπουλου, ο οποίος συνέδραμε με τις αναρίθμητες ποδοσφαιρικές γνώσεις του και την ‘μπετόν αρμέ’ μνήμη του στη σκιαγράφηση του προφίλ του κ. Γραμμού: “Ήταν ένα δυνατό μαρκάρισμα αυτό του Σουρμπίρ. Σήμερα, θα μπορούσε να βγει κάρτα. Αν έδιναν κάρτες εκείνη την εποχή, δεν θα έμεναν μέσα παίχτες για να παίξουν. Ο Χάρης Γραμμός ήταν σαν τον Σαλάχ, ένα πολύ γρήγορο εξτρέμ με πολλά προσόντα. Έκανε πολλά πράγματα, έπαιζε σημερινό ποδόσφαιρο. Σύγχρονο. Δεν ήταν για εκείνη την εποχή που ήθελαν σέντρες από τα εξτρέμ! Είναι εξαιρετικός άνθρωπος, επίσης. Ένας κύριος με όλη τη σημασία της λέξης”.
Το κοινό σημείο αναφοράς όσων μιλούν για τον Μυτιληνιό παλαίμαχο είναι ο καλός χαρακτήρας του.
Ο κ. Γραμμός τον Σουρμπίρ τον ανέφερε λόγω του τραυματισμού, τον Κρόιφ από θαυμασμό: “Ένας από τους 3-4 κορυφαίους του προηγούμενου αιώνα ήταν. Τεράστιος. Δεν θα ξεχάσω ότι κάπνιζε ασταμάτητα στο ημίχρονο του τελικού και μετά, στη δεξίωση”.
(ολόκληρος ο τελικός του ’71 στο Γουέμπλεϊ, μεταξύ Παναθηναϊκού και Άγιαξ)
“Με έκρυβε στο σπίτι του ο Θανάσης Μπέμπης”
Ο Χάρης Γραμμός άρχισε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 11-12 ετών στον Αχιλλέα. “Έπειτα από συγχωνεύσεις προέκυψε ο Απόλλων, ο σημερινός Αιολικός. Έπαιξα 16 ετών στη Β’ Εθνική και τη δεύτερη χρονιά που αγωνίστηκα στην κατηγορία, ήμασταν στον ίδιο όμιλο με τον Ιωνικό και την Προοδευτική. Τότε, ήταν πρώτος σκόρερ ο Γιάννης Καλαϊτζίδης, δεύτερος ο Γιάννης Φραντζής και τρίτος εγώ. Την επόμενη σεζόν, το 1966, πήγα στον Παναθηναϊκό”.
Ήταν η εποχή της περιβόητης ‘ανανέωσης του Μπόμπεκ’. Έμειναν τέσσερις ποδοσφαιριστές από τους παλιούς: ο Δομάζος, ο Οικονομόπουλος, ο Σούρπης και ο Καμάρας. “Πήραν παίχτες από τη Β’ Εθνική και τη Γ’ Εθνική. Ήμουν 17,5 ετών και είχα έρθει στην Αθήνα για κάνω φροντιστήριο στην Κάνιγγος και να δώσω εξετάσεις στα αγωνίσματα. Ήθελα να μπω στη Γυμναστική Ακαδημία. Τότε, άρχισε το σίριαλ της μεταγραφής μου. Πρώτα με δοκίμασε η ΑΕΚ. Ήθελε να με πάρει, αλλά ήταν απαγορευτικά τα χρήματα που ζητούσε ο Απόλλων Μυτιλήνης. Ακολούθησε ο Ολυμπιακός. Ο συγχωρεμένος ο Θανάσης Μπέμπης με είχε πέντε ημέρες στο σπίτι του. Με έκρυβαν για να γίνει η μεταγραφή! Και ήμουν και Ολυμπιακός, τότε. Με ήθελαν, όλοι με ήξεραν από τη Β’ Εθνική. Χάλασε η μεταγραφή, πάλι λόγω χρημάτων.
Τον Ιούλιο του 1966 πήγαμε μαζί με άλλα παιδιά να μας δοκιμάσει ο Παναθηναϊκός, στο γήπεδο του Ηλυσιακού. Μας έβαλαν να παίξουμε δίτερμα. Ήταν και ο Δομάζος εκεί, με τη Βίκυ Μοσχολιού. Έκανα κάτι πράγματα που ήταν πάρα πολύ ωραία. Στο πρώτο τέταρτο με έβγαλαν έξω και με πήρε ο Δομάζος. Με πήγαν σ’ ένα ξενοδοχείο στο Κεφαλάρι. Οριακά πρόλαβα να υπογράψω στον Παναθηναϊκό. Η μεταγραφική περίοδος έληγε σε μία ώρα, όταν πήγα στη Λ. Αλεξάνδρας. Ο Απόλλων ζητούσε 800.000 δραχμές, ήταν πάρα πολλά λεφτά. Η ακριβότερη μεταγραφή έως τότε είχε στοιχίσει 1.000.000 δρχ., νομίζω του Κυπριανίδη”.
Το 1963, ο επιθετικός Γιώτης Κυπριανίδης έφυγε από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς για τον Ολυμπιακό. Από το εν λόγω ποσό ο παίχτης είχε πάρει 150.000 δρχ. κι ο Απόλλων 850 χιλιάδες. Έκτοτε αποκαλούσαν τον Κυπριανίδη, ‘Εκατομμύριο’.
“Λένε ότι κι ο Δομάζος έβαλε λεφτά για τη μεταγραφή μου”
“Για μένα που ήμουν άσημος ήταν πολλά τα χρήματα. Τελικά, συμφώνησαν στις 600.000 δρχ.. Λένε ότι κι ο Μίμης (Δομάζος) έδωσε κάποια χρήματα, αλλά και ο Σούρπης. Ο Μίμης ήταν αυτός που ήθελε να πάω στον Παναθηναϊκό”, επεσήμανε ο κ. Γραμμός και ερωτηθείς αν ο μεγάλος αρχηγός του ‘τριφυλλιού’ εκτελούσε και χρέη σκάουτ, απάντησε: “Το έκανε από τη μεγάλη αγάπη του για την ομάδα. Ο Παναθηναϊκός στην ανανέωση βασίστηκε πάνω στους τέσσερις παλιούς”, και ο κορυφαίος μεσοεπιθετικός είχε βάλει το… δαχτυλάκι του για να κλείσει η μεταγραφή. “Πολλά από τα δάχτυλά του έβαλε ο Μίμης, όχι ένα”, επεσήμανε γελώντας.
Η ομάδα είχε χάσει το πρωτάθλημα, ξαναχτιζόταν και ο Δομάζος είχε πάρει προσωπικά το θέμα. Αγωνιούσε για το μέλλον του Παναθηναϊκού. Εκείνη την εποχή είχε στηρίξει τον Στέφαν Μπόμπεκ (προπονητής μαζί με τον Λάκη Πετρόπουλο) και τον Λουκά Πανουργιά. Συνεπώς, ήταν αντίθετος με τον Αντώνη Μαντζεβελάκη στη διοικητική κρίση. Ερωτηθείς για τους λόγους που οδήγησαν τον Παναθηναϊκό στην ιστορική ανανέωση απάντησε ότι ήταν διάφοροι και περιγράφοντας το κλίμα εκείνων των χρόνων πρόσθεσε:
“Ήταν εποχές που έλεγε διάφορα ο κόσμος, ότι κάποια παιχνίδια ήταν φτιαχτά. Σ’ ένα ματς με τον Ολυμπιακό μπήκαν οι οπαδοί μέσα κι έκαναν επεισόδια στη Λεωφόρο”. Ο αγώνας εκείνος ήταν για τον ημιτελικό του Κυπέλλου του 1964 (17 Ιουλίου) και διεκόπη, λόγω εκτεταμένων επεισοδίων. Οπαδοί του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού συμμάχησαν και στράφηκαν εναντίον των ομάδων. Το σκορ ήταν 1-1. Όσοι βρίσκονταν στις κερκίδες θεώρησαν ότι οι σύλλογοι είχαν στήσει το ματς, για να διεξαχθεί και ρεβάνς και να κοπούν επιπλέον εισιτήρια. Έσπασαν τα κιγκλιδώματα, όμως δεν συνεπλάκησαν μεταξύ τους. Αργότερα κυκλοφορούσαν με τα σπασμένα τουρνικέ, στην Ομόνοια.
Ο Χάρης Γραμμός δεν πήρε χρήματα από τη μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό. Όταν ρώτησε τους ανθρώπους του Απόλλωνα αν θα κερδίσει κι αυτός κάτι, του απάντησαν: “Καλά είσαι στη Μυτιλήνη. Θα μείνεις εδώ!”. “Τότε, πήγαν να φύγουν. Τους φώναξα πίσω και τους είπα ‘δεν θέλω τίποτε’. Υπογράψαμε και ο πρόεδρος του Παναθηναϊκού, Λουκάς Πανουργιάς έβγαλε από την τσέπη του 5.000 δρχ. Μου είπε: ‘Πάρα αυτά μικρέ να ράψεις δυο κοστουμάκια και να έχεις για τα έξοδά σου. Δεν θα το μετανιώσεις αυτό που έκανες, σήμερα’. Και δεν το μετάνιωσα.
Ήμουν 17,5 και σήμερα είμαι 71. Είχαμε την τύχη -διότι τύχη είναι αυτό- να παίξουμε στο ‘Γουέμπλεϊ’. Ο κόσμος, αλλά κι εσείς τα παιδιά που δεν το ζήσατε, μας θυμάστε γι’ αυτό το γεγονός”.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας και… οι λόρδοι!
Στις 2 Ιουνίου του 1971 το καρδιοχτύπι όλων των Ελλήνων, όχι μόνο των ‘πράσινων’ στα αισθήματα, ακουγόταν έως το Λονδίνο. ‘Αστέρια’ του κινηματογράφου και του πενταγράμμου μπήκαν στο αεροπλάνο για την Αγγλία και παρακολούθησαν από κοντά τον τελικό του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ. Πρώτη και καλύτερη η Βίκυ Μοσχολιού, σύζυγος του Μίμη Δομάζου.
“Η αγαπημένη Βίκυ. Φανατική Παναθηναϊκός, εννοείται! Στο Γουέμπλεϊ, ήταν μαζί μας. Είχε έρθει με τις δυο της κόρες, τη Βαγγελίτσα και τη Ράνια. Με τις σημαίες της κλπ. Αυτές οι εικόνες μου έχουν μείνει από τη Βίκυ. Αξέχαστη σαν τραγουδίστρια και σαν άνθρωπος. Και ποιος δεν ήταν μαζί μας στο Λονδίνο. Τραγουδιστές, ηθοποιοί… Η Βίκυ με τον Ζαμπέτα ήταν συνεργάτες πολλά χρόνια. Μας έχει μείνει ένα περιστατικό στο μυαλό από τότε. Μέναμε στο Royal Garden Hotel, δίπλα στο Χάιντ Παρκ. Πολυτελέστατο ξενοδοχείο. Ήταν κοντά μας ο Ζαμπέτας. Εμείς τρώγαμε στο εστιατόριο κι εκείνος έπινε καφέ”.
Η πενιά από το Αιγάλεω με το τραχύ χιούμορ, ανάμεσα στους καθώς πρέπει πελάτες του ακριβού ξενοδοχείου. Ιδανικό περιβάλλον για να αστειευτεί ο βιρτουόζος του μπουζουκιού. Μόλις φτιάξετε την εικόνα συνεχίζουμε.
Σκέψου, είχε απόλυτη ησυχία. Έτρωγαν όλοι. Οι πάντες ήταν σοβαροί. Ο Ζαμπέτας κάνει την κίνηση, για να πιει μια γουλιά. Ένα δυνατό και επίμονο ‘φρρρρ’ ακούστηκε όσο ρούφαγε τον καφέ και σήκωνε παράλληλα το κεφάλι του! Όλοι τον κοίταζαν. Τι γέλιο έπεσε…
Θυμήθηκε και τον Νίκο Κούρκουλο που έπαιζε στη δεύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού: “Είχε το γιο του τον Άλκη στο κολύμπι του Παναθηναϊκού. Μιλούσαμε όταν ερχόταν να πάρει τον μικρό. Το ίδιο και ο Στράτος Διονυσίου. Έφερνε τον Άγγελο, τον γιο του, στις μικρές ομάδες του ποδοσφαίρου”.
Το κεφάλαιο Πούσκας και η ψησταριά στο Χαλάνδρι
(φωτογραφία: Eurokinissi)
Ο κ. Γραμμός μου έδειχνε παλιές φωτογραφίες στο κινητό του. “Ο γιος μου τις βρίσκει. Μου έστειλε προχθές μια φωτογραφία της ομάδας με μια φανέλα, την οποία δεν θυμόμουν καν. Εκπληκτική εμφάνιση. Δες εδώ τον Βερόν, τον πατέρα του γνωστού Βερόν της Ίντερ. Κοίτα τη Λεωφόρο! Γεμάτα τα γήπεδα τότε, βρε Μαρία. Όχι όπως είναι σήμερα. Να μια γελοιογραφία του Φέρεντς Πούσκας. Δεν ξέρω αν ήταν καλός ή κακός προπονητής. Όμως, ήταν ένας άνθρωπος που μας έδωσε αυτοπεποίθηση. Δεν μας άγχωσε ποτέ.
Να φέρουμε παράδειγμα την Ευρώπη, που είναι το σημαντικό. Ύστερα από τα πρώτα παιχνίδια, όταν πια φτάσαμε στα ημιτελικά με τον Ερυθρό Αστέρα και μετά στον τελικό του Γουέμπλεϊ μας έλεγε ένα απλό πράγμα: ‘Έχετε κάνει πάρα πολλά. Ο κόσμος μιλάει για εσάς. Η Ευρώπη όλη. Αν χάσετε δεν τρέχει και τίποτε. Όμως, αν κερδίσετε τον Ερυθρό Αστέρα, τον Άγιαξ θα έχετε πολλά οφέλη’. Και το σπουδαιότερο -το γνωστό- που έλεγε συχνά και λέει πάντα κι ο Αντωνιάδης: ’11 αυτοί, 11 εσείς. Παίξτε για την πλάκα σας, ίδιοι είστε’.
Όταν κάναμε προπόνηση – δίτερμα, καθόταν στον πάγκο, έτρωγε σποράκια και μας έκανε πλάκα. Χαρακτηριστικό του ήταν αυτό. Από το άγχος και την πίεση της προηγούμενης χρονιάς με τον Λάκη Πετρόπουλο -που μας είχε βγάλει το λάδι-, πέσαμε σε μια εντελώς αντίθετη περίπτωση κι αυτό λειτούργησε υπέρ μας. Μια φορά την εβδομάδα, αυτοί που έχαναν στο δίτερμα έκαναν στους νικητές το τραπέζι. Πηγαίναμε σε μια ψησταριά στα ‘Γουρουνάκια’, στο Χαλάνδρι. Πίναμε και μπίρες, τρώγαμε και γουρουνάκια. Ήταν φαινόμενο ο Πούσκας. Ήμασταν στο εξωτερικό και τον σταματούσαν στο δρόμο, τον προσκυνούσαν, τον αγκάλιαζαν και έκλαιγαν. Παγκόσμια φυσιογνωμία”.
Πώς επέλεξε μια παγκόσμια φυσιογνωμία την Ελλάδα ως ποδοσφαιρικό προορισμό είναι η απορία: “Μάλλον, επειδή τότε άρχιζε την προπονητική του καριέρα. Και πήγε τελικό. Βέβαια, καριέρα προπονητή δεν έκανε έπειτα από εμάς. Ωστόσο, αυτός μας ξεμπλόκαρε. Πάντως, όσο και να σε απελευθερώσει κάποιος, αν δεν είσαι καλός παίχτης δεν θα πετύχεις κάτι. Εμείς ήμασταν καλοί και είχαμε δεμένη ομάδα”.
Το καλοκαίρι του 1967, η δικτατορία των Συνταγματαρχών είχε ‘τελειώσει’ τον Κροάτη, Στέφαν Μπόμπεκ από τον Παναθηναϊκό. Δήθεν ήταν ‘πράκτορας’. Η χούντα διόριζε τους ‘δικούς’ της στις διοικήσεις των ομάδων κι είχε αρχίσει την υπονόμευση του κομμουνιστή Μπούκοβι, προκειμένου να φύγει από τον Ολυμπιακό. “Εκ των πραγμάτων, η ομάδα είχε επαφή με τη χούντα. Στη διοίκησή μας ήταν στρατιωτικοί. Τότε, πρόεδρος στον Παναθηναϊκό ήταν ο Μιχάλης Κίτσιος. Το δεξί χέρι του Ιωαννίδη ήταν ο Μιχάλης Πηλιχός, δηλαδή ο γενικός αρχηγός. Άντι να κερδίζουμε χρήματα, ο Κίτσιος με το παραμικρό μας έβαζε πρόστιμα! Χρέωνε τις καρτέλες μας, αν δεν είχαμε κάποιο καλό αποτέλεσμα. Δίναμε και λεφτά από πάνω. Αλλά δεν μπορούσες να μιλήσεις, καθόλου.
Όμως, δεν ισχύει ότι πλήρωσαν τη ρεβάνς του ημιτελικού με τον Ερυθρό Αστέρα, για να παίξουμε στον τελικό του Γουέμπλεϊ. Σε καμία περίπτωση δεν είναι αλήθεια αυτό για δυο λόγους, όπως λέω πάντα. Στο ’87, ο Κωνσταντίνου έπιασε ένα σουτ που δεν πιάνεται. Αν είχε μπει γκολ θα ήμασταν εκτός τελικού
Γιατί να πουλήσουν το παιχνίδι οι Γιουγκοσλάβοι από τη στιγμή που θα έπαιρνε τεράστιο μπόνους όποιος προκρινόταν στον τελικό; Δεν μπορούσε να δώσει τόσα λεφτά η χούντα”.
“Πγόοοβατα; Φγίκη! Φγίκη!”
Του ζητήσαμε να θυμηθεί ξεχωριστά χαρακτηριστικά κάποιων συμπαιχτών του ή και στιγμές μαζί τους. “Είναι ορισμένα που δεν λέγονται”, πρόλαβε να πει. Οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού έμαθαν πολύ αργότερα για την καλλιτεχνική φλέβα του Τάκη Οικονομόπουλου: “Τότε, δεν ξέραμε ότι ζωγράφιζε. Το ανακαλύψαμε εκ των υστέρων. Κάνει καταπληκτικές εκθέσεις”.
Ο ορθοπεδικός, Φραγκίσκος Σούρπης ήταν απολύτως προσηλωμένος στο στόχο του: “Ως γιατρός μας πρόσεχε επιπλέον. Καταπληκτικό παιδί. Είχε σκοπό να φύγει στην Αγγλία, για την ειδικότητα του. Όπου πηγαίναμε είχε μαζί του το μαγνητοφωνάκι και μάθαινε αγγλικά. Όλοι κάναμε πλάκα κι εκείνος ήταν με το μαγνητοφωνάκι του στο ξενοδοχείο”.
Σκέφτηκε διπλά, αν έπρεπε να μαρτυρήσει τα αστεία που έκαναν με τον Αριστείδη Καμάρα. Τον παρακάλεσα να μου πει: “Ήταν ο μορφωμένος της παρέας. Συνέχεια έβγαζε λόγους. Είχε νυμφευθεί την Αμαλία, της οποίας η οικογένεια ήταν από το Κολωνάκι(;), δεν είμαι θυμάμαι. Ο Αριστείδης ήταν από απλή οικογένεια. Τους ρώτησαν λοιπόν (τα πεθερικά): ‘Ο μπαμπάς σας τι δουλειά κάνει;’. ‘Βόσκει πρόβατα’, τους απάντησαν. Τώρα, αστεία τους είχαν απαντήσει έτσι; Σοβαρά; Θα σε γελάσω. Κι ο πεθερός του είπε: “Πγόοοβατα; Φγίκη! Φγίκη!”. Ήταν το ρο που μας έκανε να γελάμε.
Αποκαλούσαμε ‘χασάπη’ τον Γιάννη Τομάρα, καθώς οι δικοί του ήταν έμποροι κρεάτων. Ήταν ο σοβαρός και δυναμικός της παρέας και ο Ελευθεράκης ήταν ο ωραίος μας. Ήταν ο γκόμενος του Παναθηναϊκού και εννοείται καλός μπαλαδόρος και καλό παιδί. Ο Άνθιμος Καψής και ο Αντώνης Αντωνιάδης δούλεψαν πάρα πολύ για να φτάσουν τόσο ψηλά. Οι δυο τους έκαναν έξτρα προπόνηση. Μιλάμε συχνά με τον Αντώνη. Δεν είχε ταλέντο, το λέει κι ο ίδιος. Όταν ήρθε στον Παναθηναϊκό δεν μπορούσε -που λέμε- να περπατήσει ποδοσφαιρικά. Δεν ήταν ο τεχνίτης, αλλά έγινε αυτός που χρειάζεται μια ομάδα: ο άνθρωπος που μετουσιώνει το γκολ. Και αυτός είναι ο πιο χρήσιμος.
Ο Δομάζος ήταν ο Δομάζος. Δεν χρειάζεται να πεις κάτι παραπάνω. Το όνομά του λες και τελειώνουν όλα. Ο Βασιλάκης Κωνσταντίνου ήταν πολύ καλός τερματοφύλακας, αλλά είχε την ατυχία να πέσει πάνω στον τεράστιο Οικονομόπουλο. Ο Βασίλης πέρασε και όλη τη διοικητική μπόρα στον Παναθηναϊκό, τελευταία”.
“Πήγα στον Ολυμπιακό για να πικάρω τον Μαντζαβελάκη”
Ο Χάρης Γραμμός φόρεσε και τη φανέλα του Ολυμπιακού. “Έχουν πει πολλές φορές ότι ο Παναθηναϊκός ‘τρώει’ τα παιδιά του. Το 1968, γύρισε ο Μαντζαβελάκης, ο οποίος ποτέ δεν δέχθηκε εμάς που πήγαμε με την ανανέωση στον Παναθηναϊκό. Το 1976 (με την έλευση του Γκόρσκι), βρήκε την ευκαιρία και μ’ έδιωξε. Μετά την επέμβαση δεν μπόρεσα να φτάσω στο επίπεδο που ήμουν. Είπαν ότι ‘δεν κάνω’. Ήθελα να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Όμως, ήμουν μικρός και παρόλο που είχα το πόδι μου μπορούσα να παίξω. Τότε, ο Λάκης Πετρόπουλος -που είχε περάσει από τον Ολυμπιακό- έκανε τον μεσάζοντα. Μου είπε ‘θες να πας στον Ολυμπιακό;’. Απάντησα: ‘Δεν μου έρχεται καλά’.
Πράγματι, δεν ένιωθα καλά να πάω στον Ολυμπιακό. Είπα ‘ναι’ και περισσότερο το έκανα για να πικάρω τον άλλο, που με έδιωξε. Ποτέ δεν προσαρμόστηκα, αλλά και ο Ολυμπιακός δεν ήταν στις καλές του. Βέβαια, είχε πολύ μεγάλους παίχτες: Κελεσίδης, Γκαϊτατζής, Λοσάντα, Υβ Τριαντάφυλλος. Μεγάλα ονόματα όλοι. Σταμάτησα, δεν μπόρεσα να προσαρμοστώ. Δεν ταίριαξα. Σε άλλη νοοτροπία είχα συνηθίσει”.
Ερωτηθείς αν σταμάτησε επειδή ήταν στον Ολυμπιακό και είχε στην καρδιά του τον Παναθηναϊκό, αποκρίθηκε: “Όχι, όχι. Καμία σχέση. Δεν προσαρμόστηκα. Αποσύρθηκα λόγω του ποδιού μου. Αν ήταν καλά το πόδι μου θα προλάβαινα και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Θα έκανα συμβόλαιο, θα έπαιζα ως τα 35 μου. Όμως, δεν μπορούσα. Όταν νιώθεις ότι δεν μπορείς να δώσεις αυτό που πρέπει, σταματάς. Δεν γίνεται να ξεφτιλίζεσαι”.
Στην ερώτηση αν μάλωσε με τον Μαντζαβελάκη, απάντησε: “Δεν μπορούσες να τσακωθείς με τον Μαντζεβελάκη. Δεν τον έβλεπες. Ήταν καταχθόνιος. Κινούσε τα νήματα υπόγεια από το ξενοδοχείο του, στον Λυκαβηττό. Αυτός κανόνιζε ποιος θα φύγει και ποιος θα έρθει. Έδιωξε τον Αντωνιάδη (Ολυμπιακό) και τον Δομάζο (ΑΕΚ). Μας διέλυσε!”. Ο Αντώνης Μαντζαβελάκης πέθανε το 1979. Διαβάζοντας τις εφημερίδες της εποχής παρατηρείς ότι σχολιάστηκε αρκετά η απουσία του Μίμη Δομάζου από την κηδεία του, αλλά και η θλίψη του πρώην ‘ερυθρόλευκου’, Γιώργου Δεληκάρη που είχε αντικαταστήσει τον ‘Στρατηγό’ στο ‘τριφύλλι’.
“Πιείτε!”, μας έλεγε. “Ρε μίστερ, δεν θέλουμε!”
Ο Χάρης Γραμμός, πριν φύγει για το νησί του (1984), δούλεψε ως καθηγητής φυσικής αγωγής σε σχολείο και στην Εστία της Ν. Σμύρνης. Εκεί, είχε μαθητή τον Δημήτρη Σαραβάκο, το άλλο μεγάλο 7άρι του ‘τριφυλλιού’.
“Εγώ αρχικά φορούσα το ’11’ και έπαιζα έξω αριστερά. Με τον Πούσκας πήγα έξω δεξιά και πήρα το ‘7’. Ο Δημήτρης ήταν μαθητής στο γυμνάσιο. Κάναμε γυμναστική και παίζαμε ποδόσφαιρο στην περιφραγμένη ταράτσα της Εστίας. Φαινόταν -από τότε- το παιδί. Εκείνη την περίοδο, έπαιζε στους μικρούς του Πανιωνίου. Το 1991, δέχθηκα πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ήθελε ν’ αναλάβω γυμναστής στην ομάδα. Προπονητής ήταν ο Βασίλης Δανιήλ και ήταν μαζί και ο Μάικ Γαλάκος.
Δυσκολεύτηκα να πω ‘ναι’, επειδή η οικογένειά μου είχε εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη. Έφυγα μόνος μου κι έμενα μέσα στην Παιανία. Μετά ήμουν μαζί με τον Όσιμ κι έξι μήνες με τον Ρότσα. Όταν επέστρεψα στον Παναθηναϊκό, βρήκα ξανά τον Σαραβάκο ως ποδοσφαιριστή και μάλιστα φίρμα! Γίναμε ‘κολλητοί’. Ήμουν ο μόνος που εμπιστευόταν, κάναμε παρέα, μου έδινε το αυτοκίνητό του και το πήγαινα στο γήπεδο. Ό,τι ήθελε το έλεγε σε ‘μένα. Καταπληκτικό παιδί, κλειστός χαρακτήρας, χωρίς να λέει πολλές κουβέντες”.
Η δεύτερη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική στιγμή του Παναθηναϊκού ήταν επίσης με αντίπαλο τον Άγιαξ, για τα ημιτελικά του Champions League το 1996. “Υπάρχει μια διχογνωμία. Η ομάδα εκείνη ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς τ…”. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την ερώτηση και ο κ. Γραμμός απάντησε: “Δεν το συζητάμε! Με απόλυτη σιγουριά λέω ότι ήταν η δουλειά του Όσιμ. Χωρίς να θέλω να μειώσω τον Χουάν, όλοι βάζουν το λιθαράκι τους. Όμως, ήταν η δουλειά του Όσιμ. Σπουδαίος προπονητής, αλλά δεν ταίριαξε με τη νοοτροπία του Έλληνα.
Ήταν ερωτευμένος με το ποδόσφαιρο. Τώρα, να το πω αυτό; Είχε μια συνήθεια. Όταν τελείωνε η προπόνηση έπινε λίγο περισσότερο, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη δουλειά του. Όμως, είχε και τα προβλήματά του. Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας ήταν σε εξέλιξη και είχαν εγκλωβιστεί οι δικοί του. Για πολύ καιρό δεν είχε νέα τους. Τελειώναμε -λοιπόν- την προπόνηση, πηγαίναμε στο γραφείο του με τον Γαλάκο και μιλούσαμε για το ποδόσφαιρο. Ήθελε να πίνουμε κι εμείς, μόνο που εγώ με τον Μάικ δεν πίναμε. ‘Πιείτε!’ μας έλεγε. ‘Ρε μίστερ, δεν θέλουμε!’, του απαντούσαμε εμείς. Ώρες ήθελε να μιλάει για το ποδόσφαιρο.
Όσα εφάρμοζε ο Όσιμ εκείνη την εποχή ήταν πρωτοποριακά και τα κάνουν σήμερα. Όπως οι πιεστικές ασκήσεις. Πιο παλιά μας έβαζαν και τρέχαμε στα βουνά και στα λαγκάδια (στην προετοιμασία). Ο Όσιμ ό,τι έκανε χρησιμοποιούσε την μπάλα κι έλεγε πως ‘όλα γίνονται στο χώρο της δουλειάς, με το εργαλείο της δουλειάς’, δηλαδή στο γήπεδο με την μπάλα
Επίσης, δεν ήθελε να κάνουμε βάρη. Έδινε αρμοδιότητες στον Γαλάκο και σε ‘μένα. Ήθελε να μιλάμε στα παιδιά και να περνάμε τα δικά του μηνύματα. Εκείνος κρατούσε αποστάσεις. Εγώ ήμουν πιο κοντά στους παίκτες. Μου είχαν αδυναμία, με αγαπούσαν. Μιλάμε για περιπτώσεις όπως ο Βάντσικ, ο Βαζέχα, ο Σαραβάκος, ο Αποστολάκης, ο Καλιτζάκης, ο Γεωργακόπουλος, ο Γεωργαμλής… Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Προσωπικότητες και παιχταράδες, δύσκολο να τους χειριστείς και να τους έχεις όλους κοντά.
Τα παιδιά με σεβόντουσαν. Όταν έφυγα από τον Παναθηναϊκό -επειδή ήθελα να επιστρέψω στη Μυτιλήνη- με φώναξαν στ’ αποδυτήρια. Μου έκαναν δώρο ένα χρυσό κομπολόι! ‘Στο φίλο μας Χάρη’, έγραφε. Πριν από τρία χρόνια μου άνοιξαν το σπίτι μου εδώ και με έκλεψαν. Για το μόνο που λυπήθηκα ήταν αυτό το κομπολόι. Είχα παίχτες τον Γιώργο Δώνη και τον Μαρίνο Ουζουνίδη, εξαιρετικά παιδιά και οι δύο. Ο Γιώργος προσπαθεί πολύ, όπως και ο Μαρίνος προσπάθησε. Όμως, ο Παναθηναϊκός δεν έπρεπε να φτάσει σε τέτοια κατάσταση. Είναι υποχρεωμένος από την ιστορία του να πρωταγωνιστεί. Εντάξει, μια χρονιά ας πάει. Δυο χρονιές ας πάνε… Με στεναχωρεί αυτό.
Δεν μπορώ να βλέπω τον Παναθηναϊκό να είναι 4ος και 5ος. Θέλω να είναι ψηλά. Δεν γίνεται! Ο Παναθηναϊκός πρέπει να πρωταγωνιστήσει, όχι να κάνει αμάν!”
“Ο Παναθηναϊκός είναι δράμα, τώρα”
Ο κ. Γραμμός λέει ότι δεν θα ήθελε να ασχοληθεί κι αυτός με τη διοίκηση του Παναθηναϊκού, όπως οι παλιοί συμπαίχτες του. Έτσι κι αλλιώς, ζει στη Μυτιλήνη, όπου στο παρελθόν υπήρξε και αντινομάρχης. Προτιμάει να ψαρεύει και να ασχολείται με τις ελιές του. “Τα βλέπεις… Όσοι ασχολήθηκαν έφυγαν άρον άρον. Ο Σούρπης πληγώθηκε από το σύλλογο. Ο Ελευθεράκης, ο Αντωνιάδης… Είναι δράμα ο Παναθηναϊκός, τώρα. Από την ακαδημία ‘Τριφυλλάκια’ έχει στείλει παίχτη στους ‘πράσινους’.
“Τον Ζεϊμπέκη και τρία μικρά παιδάκια να δοκιμαστούν. Πριν από 15 χρόνια δημιουργήθηκε η ακαδημία. Έκανα μια συνεργασία με τον Παναθηναϊκό. Στέλνεις παιδιά και δοκιμάζονται στο σύλλογο. Παλιά, έλεγαν ότι αν βγάλεις κάποιον θα έχεις κι ένα δώρο. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά, εδώ δεν μπορούν να συντηρηθούν! Η φιλοσοφία μου στις ακαδημίες είναι τελείως διαφορετική. Δεν μ’ αρέσει ούτε ο ανταγωνισμός, ούτε ο πρωταθλητισμός. Θέλω να έρχονται τα παιδιά και να περνάνε καλά, να αποκτούν αξίες, να ξεφεύγουν από τα κινητά που ασχολούνται όλη τη μέρα και να γυμνάζονται. Αν κάποιο παιδί είναι ταλέντο, θα το προωθήσουμε”.
Ο Χάρης Γραμμός έπαιξε σε 215 παιχνίδια με τον Παναθηναϊκό. Κατέκτησε 3 πρωταθλήματα (1969, 1970, 1972), 2 κύπελλα (1967, 1969) και πέτυχε 56 γκολ.
(φωτογραφίες: Contra.gr / Eurokinissi / Ηλίας Μάρκου)