Ο Πέτρος Μαρινάκης δεν έπρεπε να αφήσει τη Σεβίλλη
Ο Σταύρος Καραΐνδρος συνάντησε τον Πέτρο Μαρινάκη στην καρδιά του Ηρακλείου και συζήτησαν για τον μυθικό Γκέραρντ, τα χρόνια στον ΟΦΗ, τη μεγάλη μεταγραφή στον Ολυμπιακό, το όνειρο της Σεβίλλης και τη χαζομάρα της επιστροφής στην Ελλάδα, πολύ πριν τελειώσει το συμβόλαιό τους με τους Ισπανούς.
Στα λίγα λεπτά που τον έστησα (ναι, έφτασε πρώτος στο ραντεβού), σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία του Ηρακλείου, δίπλα στα Λιοντάρια, στις καφετέριες που καθημερινά ασφυκτιούν από κόσμο και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια ‘έντυναν’ τη γιορτινή ατμόσφαιρα των ημερών στην πόλη, καθόταν στην άκρη. Να μη φαίνεται πολύ.
Έδειξε εξ αρχής από τους ανθρώπους που δεν του αρέσει η δημοσιότητα, δεν την κυνηγούν. Ακόμα και στο πρώτο τηλεφώνημα δεν έκρυψε την έκπληξή του που του ζήτησα να κάνουμε συνέντευξη. Έτσι είναι ο Πέτρος Μαρινάκης. Δεν έγινε. Προτιμά τα έργα από τις πράξεις.
(φωτογραφίες: Νίκος Χαλκιαδάκης)
“Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι άνθρωπος των συνεντεύξεων, δεν έχω δώσει πολλές. Είμαι της άποψης πως καλύτερα να δουλεύεις παρά να μιλάς. Κοίτα το παράδειγμα του Γιάννη Σαμαρά που για μένα είναι προς μίμηση. Μιλάει ελάχιστα και δουλεύει πολύ. Αυτό είναι το σωστό και αυτή είναι και η δική μου αντίληψη. Δεν είναι θέμα σνομπισμού.
Πολλές φορές παρεξηγούμαι γιατί δεν είμαι ιδιαίτερα κοινωνικός. Πάω, ας πούμε, για έναν καφέ με ένα φίλο μου και μου κάνουν παράπονα που δεν χαιρετάω όσους περνούν. Κάτσε ρε φίλε, είναι μια προσωπική μου στιγμή. Θέλω και την ησυχία μου, δεν μπορείς να σεβαστείς τον προσωπικό μου χρόνο;”
Για να μιλήσεις με τον Πέτρο Μαρινάκη πρέπει πρώτα να τον γνωρίσεις. Τα περισσότερα τα γνωρίζουμε. ΟΦΗ, Γκέραρντ, Ολυμπιακός, Σεβίλλη. Τώρα είναι προπονητής στην Νίκη Σητείας, στο τοπικό και κάνει πρωταθλητισμό. Όπως τον έμαθαν να κάνει από την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του σε χορτάρι.
“Εγώ είμαι παιδί του ΟΦΗ, στους Ερασιτέχνες, στις αλάνες, από εκεί άρχισα. Ήταν τότε ο Γκέραρντ, με είδε μαζί με τον Άρη τον Βασιλείου και τον Γιώργο Παρασύρη και με ανέβασαν στην πρώτη ομάδα. Ο Βασιλείου ήταν βοηθός και ο Παρασύρης γυμναστής. Από νωρίς στα δύσκολα”.
Οφείλω τα πάντα στον Γκέραρντ. Να ‘ναι καλά εκεί που βρίσκεται
“Έπαιξαν σημαντικό ρόλο και οι Βασιλείου και Παρασύρης, αλλά ο Μίστερ ήταν αυτός που όρισε την ποδοσφαιρική μου καριέρα. Τους ευχαριστώ όλους και πιστεύω ότι ανταπέδωσα την εμπιστοσύνη τους. Ο Γκέραρντ μάς επηρέασε. Ήταν πρότυπο και όταν έχεις κάποιον πρότυπο προσπαθείς να του μοιάσεις. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί ποδοσφαιριστές που δούλεψαν με τον Μίστερ έγιναν στη συνέχεια προπονητές”.
“Πέτρο, έχεις ουίσκι; Έρχομαι”
(ο Πέτρος Μαρινάκης μαρκάρει τον Βασίλη Καραπιάλη, Eurokinissi)
Για τον Μαρινάκη, ο Ευγένιος Γκέραρντ είναι το ιερό Τοτέμ, ο δεύτερος πατέρας, προσθέστε ό,τι κλισέ θέλετε. Δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη και τον σεβασμό για τον Ολλανδό, τον ‘Μίστερ’ όπως τον αποκάλεσε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας.
Στις 20 Νοεμβρίου του 2017, το Ηράκλειο και δη το Γεντί Κουλέ έζησε συγκινητικές στιγμές. Τόσο για αυτούς που ήξεραν, ζούσαν, είχαν εικόνες και αναμνήσεις όσο και για τους υπόλοιπους, σαν κι εμένα, φρέσκος τότε στο Ηράκλειο, δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος του Γκέραρντ. Την αγάπη που είχαν γι’ αυτόν. Το κατάλαβα όταν είδα σχεδόν όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο να παρελαύνει από το Γεντί Κουλέ προς τιμήν του, το ένιωσα στο πετσί μου όταν είδα τον Ολλανδό να βγαίνει στο χορτάρι με το αναπηρικό καροτσάκι.
Τα δάκρυα γέμισαν τα μάτια όλων, δεν υπήρχε κάποιος που να μη λύγισε. Ο Μαρινάκης ακόμα περισσότερο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί, απομακρύνθηκε από το σημείο και πήγε στη σέντρα του γηπέδου, σε μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές εκείνης της βραδιάς.
“Δεν μπορώ να βλέπω ποδοσφαιριστές να κλαίνε. Αυτά τα θεωρώ χαζά και δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψεις. Ίσως να μην ακούγεται ωραίο αυτό, αλλά όταν βλέπω έναν ποδοσφαιριστή να κλαίει είτε από χαρά είτε από λύπη δεν το θεωρώ ειλικρινές. Άποψη μου είναι αυτή. Κι όμως, με τον Μίστερ ξέσπασα! Ήταν η μοναδική φορά στην καριέρα μου που έκλαψα και έκλαψα πολύ. Όταν τον είδα, έβαλα τα κλάματα, απομακρύνθηκα. Δεν μπορούσα να συνέλθω!
Ο Γκέραρντ ήταν οικογένεια, ήταν δεύτερος πατέρας μου. Όχι μόνο για μένα, αλλά για πολλούς ποδοσφαιριστές. Ήταν προπονητής και ψυχολόγος. Ήξερε πότε θα σου μιλήσει, ήξερε πότε θα σε αγνοήσει, ήξερε πότε θα σε πιέσει, πότε θα σε αφήσει εκτός αποστολής. Γνώριζε τι σε απασχολούσε χωρίς να του το πεις! Πολλές φορές πριν προλάβουμε να πάμε στο γραφείο του για να του πούμε κάτι που μας απασχολούσε, ερχόταν και μας έπιανε αυτός!
Ήξερε τα πάντα για κάθε παίκτη ξεχωριστά. Θα το έχεις ακούσει ξανά ότι πήγαινε τα βράδια στα σπίτια των παικτών όχι για να κάνει έφοδο, αλλά για να μιλήσουν. Ένα βράδυ με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει “Πέτρο, έχεις ουίσκι να περάσω; Έρχομαι”. Υπάρχουν τόσα πράγματα που μου έχει πει, τόσες συμβουλές και δεν τις έχω κρατήσει δυστυχώς. Πολλά θα έπρεπε να έχω κρατήσει από αυτά που μου έλεγε”.
Ίσως ο Γκέραρντ να του άλλαζε γνώμη τότε που στον πρώτο του χρόνο στη Σεβίλλη, αποφάσισε να φύγει και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Σε μία εποχή που μεταγραφή Έλληνα στο εξωτερικό αποτελούσε μεγάλη είδηση, ο Πέτρος Μαρινάκης απαρνήθηκε τη δόξα και τα λεφτά και γύρισε στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Η Σεβίλλη ήταν άλλη κλάση, άλλη εμπειρία. Τι να σου λέω. Έπαιξα με ποδοσφαιριστές όπως ο Μπεμπέτο, ο Ματίας Αλμέιδα, ο Ρονάλντο, ο Ρεντόντο, ο Ρομπέρτο Κάρλος, ο Προσινέτσκι, μπορώ να σου αραδιάζω ονόματα μία ώρα. Όλα αυτά δεν συγκρίνονται με 10 τίτλους
“Το ενδιαφέρον προέκυψε από τον αγώνα του Ολυμπιακού με τη Σεβίλλη το 1995. Με είδαν σε αυτά τα δύο παιχνίδια, τους άρεσα και μετά με είδαν σε ακόμη 5 παιχνίδια για να έχουν ολοκληρωμένη άποψη. Είχα την κίνηση στον κενό χώρο που με έκανε να ξεχωρίζω και αυτό τους άρεσε σε μένα. Ήρθε ο τεχνικός διευθυντής της Σεβίλλης, συζητήσαμε και συμφωνήσαμε. Δεν είχαν θέμα επειδή ήμουν Έλληνας, δεν με είδαν με διαφορετικό μάτι οι συμπαίκτες μου. Άσε που με φώναζαν “Ινδιάνο” λόγω του λουκ μου. Δεν έμοιαζα με Ελληνας (γέλια).
Έπαιξα μαζί με τον Τσιάρτα. Υπέγραψα για τρία χρόνια, αλλά έκατσα ένα χρόνο. Χαζομάρα μου, ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έχω κάνει. Και τώρα που είμαι 50 χρονών, το σκέφτομαι ακόμα και γι’ αυτό είμαι ανοιχτός στο να επιστρέψω στο εξωτερικό. Οποιαδήποτε στιγμή μου έρθει πρόταση απ’ έξω έφυγα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήμουν από αυτούς που τους λείπει η πατρίδα, βασικός ήμουν στη Σεβίλλη. Απλά μου ήρθε να γυρίσω στην Ελλάδα και το έκανα. Δεν μετανιώνω σχεδόν για τίποτα στη ζωή μου, αλλά αυτό το έχω σαν πληγή, το έχω μετανιώσει. Αλλά δεν είχα τότε κάποιον δίπλα μου να μου δώσει μία συμβουλή, να μου πει ότι αυτό που κάνω είναι λάθος. Δεν είχα μιλήσει με τον Γκέραρντ, ήταν ένας άνθρωπος που ίσως να μου άλλαζε γνώμη.
Όταν μου καρφωθεί κάτι στο μυαλό, το κάνω, έτσι είμαι σαν άνθρωπος. Αν τότε μιλούσα με κάποιον και του έλεγα ότι θέλω να φύγω από τη Σεβίλλη μπορεί να μου άλλαζε γνώμη”.
(Πέτρος Μαρινάκης και Βασίλης Τσιάρτας με τα χρώματα της Σεβίλλης, Eurokinissi)
Το μαράζι του εξωτερικού το έχει ακόμα. Και τώρα αν του έρθει πρόταση μακριά από την Ελλάδα, θα φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη. “Πριν κάποια χρόνια, όταν ήμουν στον ΟΦΗ μαζί με τον Τζενάρο Γκατούζο, είχαν γίνει κάποιες συζητήσεις από εξωτερικό, αλλά δεν προχώρησε κάτι. Κρατάω επαφές, βέβαια, με την Ιταλία και είναι μία χώρα που θα ήθελα να ζήσω. Και με τη Σεβίλλη υπάρχουν επαφές, όχι συχνές, αλλά υπάρχουν. Είχα πάει το 2011 με τα παιδιά μου, ήθελα να τους δείξω που έπαιζα. Είχα μείνει μία εβδομάδα παρακολουθώντας τις προπονήσεις και τον τρόπο λειτουργίας από τις Ακαδημίες μέχρι την πρώτη ομάδα. Ήθελα να δω πώς δουλεύουν. Καμία σχέση με όσα έζησα εγώ το 1996. Και τότε ήταν προχωρημένα τα πράγματα, αλλά φαντάσου 15 χρόνια μετά.
Για να καταλάβεις, όταν πήγα στη Σεβίλλη σαν ποδοσφαιριστής το αθλητικό της κέντρο είχε τρία γήπεδα και το 2011 ήταν έντεκα! Με αγαπάνε ακόμα, με σέβονται και πάντα με υποδέχονται με τον καλύτερο τρόπο. Δεν με έχουν ξεχάσει”.
“O Γκατούζο το έλεγε ότι θα πάει στη Μίλαν”
“Η συνεργασία με τον Γκατούζο ήταν άψογη. Ήταν λίγο οξύθυμος, αλλά ποιος προπονητής δεν είναι; Το περίμενα ότι θα πάει στη Μίλαν. Το ήθελε και το είχε θέσει ως στόχο. Το έλεγε τότε ότι κάποια στιγμή θα αναλάβει την Μίλαν. Απλά θέλει χρόνο, έχει μεγάλη πίεση. Δεν μπορείς από τη μία στιγμή στην άλλη να διώχνεις τον προπονητή χωρίς να του έχεις δώσει χρόνο να δουλέψει”.
Για να επιστρέψουμε στα ποδοσφαιρικά του χρόνια, πριν τη Σεβίλλη ήταν ο Ολυμπιακός. Θα μπορούσε να επιλέξει την ΑΕΚ του Μπάγεβιτς που μεσουρανούσε τότε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά επέλεξε τον Ολυμπιακό των ‘πέτρινων χρόνων’. Και δεν το μετάνιωσε, ήταν μία σημαντική εμπειρία στη ‘βαλίτσα’ των αναμνήσεων.
“Εκείνη την εποχή με ήθελε και η ΑΕΚ του Μπάγεβιτς, αλλά εγώ προτίμησα τον Ολυμπιακό. Όταν έχεις πρόταση από μία μεγάλη ομάδα, δεν το σκέφτεσαι. Όλοι οι ποδοσφαιριστές θέλουν να κάνουν το κάτι παραπάνω και κακά τα ψέματα ο Ολυμπιακός είναι μεγαλύτερη ομάδα από τον ΟΦΗ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ΟΦΗ δεν είναι ένας μεγάλος σύλλογος. Στον Ολυμπιακό υπήρχε πίεση. Λογικό είναι γιατί μεγάλωσαν οι απαιτήσεις.
Ο Ολυμπιακός ήταν στα πέτρινα χρόνια, αλλά εγώ δεν τα σκεφτόμουν αυτά. Μου άρεσε το ποδόσφαιρο και αυτό είχα πάντα στο μυαλό μου. Από τη θητεία μου εκεί έχω τις καλύτερες εντυπώσεις και κρατάω τα θετικά. Δεν μετανιώνω που επέλεξα τον Ολυμπιακό”.
Για να φτάσει στον Ολυμπιακό έχτισε την ποδοσφαιρική του καριέρα στον ΟΦΗ. Τον μεγάλο ΟΦΗ του Ευγένιου Γκέραρντ, του Θόδωρα Βαρδινογιάννη, της μεγαλύτερης ομάδας της Κρήτης που δημιούργησε την αυτόνομη ιστορία της στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μακριά από τα κλισέ των επαρχιακών ομάδων. Έφτιαξε το δικό του μοντέλο, έγινε ο ΟΦΗ του Γκέραρντ. Ο Πέτρος Μαρινάκης έζησε τον ΟΦΗ των επιτυχιών, των διακρίσεων, αλλά και της μεμψιμοιρίας λόγω Παναθηναϊκού. Έζησε τον ΟΦΗ της καχυποψίας από τους ‘τρίτους’.
“Ποτέ δεν μας είπε κανείς τίποτα πριν από κάποιο παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό. Ούτε φυσικά ο Μίστερ. Εντάξει, γνωρίζαμε τη σχέση των δύο ομάδων από τη στιγμή που υπήρχε κοινός χρηματοδότης, αλλά ουδέποτε ήρθε κάποιος να μας πει το οτιδήποτε. Κάθε ποδοσφαιριστής έχει προσωπικότητα. Αν, για παράδειγμα, ερχόταν κάποιος σε μένα να μου πει κάτι, δεν υπήρχε περίπτωση να του έδινα σημασία. Θα έπαιζα για την ομάδα μου.
Ο θάνατος του Θόδωρα Βαρδινογιάννη επηρέασε τον ΟΦΗ, σίγουρα ο σύλλογος έχασε την ασφάλειά του, αλλά δεν χρειάζεται να μεγαλοποιούμε τα πράγματα”.
Θέλω να πω πως με τον αείμνηστο τον Θόδωρα, ο ΟΦΗ δεν έδινε τρελά λεφτά στις μεταγραφές, δεν ξόδευε ασύστολα. Σίγουρα πλήρωνε στην ώρα του, είχε προπονητικό κέντρο, είχε σιγουριά, αλλά δεν ήταν η ομάδα που έκανε υπερβάσεις στο μπάτζετ
“Βέβαια, είναι καθήκον του εργοδότη να πληρώνει στην ώρα του, πρέπει να είναι αυτονόητο, όχι όπως τώρα που όταν συμβαίνει το τονίζουμε σαν κάτι τρομερό. Ο ΟΦΗ τότε είχε ένα συγκεκριμένο μπάτζετ. Δούλευε πάνω σε ένα μοντέλο με νεαρούς παίκτες που προέρχονταν από τον ΟΦΗ, με καλούς ξένους, γιατί τότε επιτρέπονταν μόνο δύο και με καλά παιδιά. Ο ΟΦΗ είχε, εκτός από καλούς ποδοσφαιριστές, καλά παιδιά, καλούς χαρακτήρες. Αυτό για τον σύλλογο τότε ήταν σημαντικό”.
Στα χνάρια του Θόδωρα βαδίζει και ο σημερινός ΟΦΗ, του Μιχάλη Μπούση. “Ο Μιχάλης Μπούσης θα κινηθεί σε λογικά πλαίσια. Δεν θα κάνει σπατάλες. Θα προσπαθήσει με ένα νορμάλ μπάτζετ να φτιάξει μια καλή ομάδα, όπως τότε. Και φυσικά ελπίζω να το κάνει. Όλο αυτό το πρότζεκτ φαίνεται καλό. Μπήκαν παιδιά που ξέρουν από ποδόσφαιρο και εννοείται πως χρειάζονται εμπιστοσύνη και χρόνο. Και ο Ηλίας Πουρσανίδης και οι Σαμαράδες είναι άνθρωποι που ξέρουν.
Ο Γιάννης Σαμαράς έχει δείξει στο παρελθόν τι μπορεί να κάνει στις Ακαδημίες. Έχει και ένα μεγάλο προσόν που σου είπα πριν, δεν μιλάει πολύ. Του αρέσει να δουλεύει και να αποφεύγει τα μεγάλα λόγια. Φυσικά και θα ήμουν ανοιχτός να συμμετάσχω σε αυτή τη νέα προσπάθεια. Ο ΟΦΗ είναι κομμάτι της καρδιάς μου, πάντα είμαι ανοιχτός να βοηθήσω”.
Ελληνικό ποδόσφαιρο, Έλληνας ποδοσφαιριστής
(Eurokinissi)
“Η Ελλάδα έχει πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, αλλά δεν έχουμε νοοτροπία. Δες τη δική μου περίπτωση. Μου δίνεται μία τεράστια ευκαιρία να αγωνιστώ σε ένα από τα καλύτερα πρωταθλήματα του κόσμου και αντί να το εκμεταλλευτώ γυρίζω πίσω μετά από ένα χρόνο. Είναι θέμα νοοτροπίας. Πιστεύω ότι σαν ταλέντο υπερτερούμε από πολλές χώρες. Απλά πρέπει να μάθουμε, επιτέλους, να παίζουμε και λίγο πιο επιθετικά. Να αρχίσουμε σιγά-σιγά να αποκτάμε νοοτροπία που να ξεφεύγει από τα όρια της άμυνας. Αυτό, βέβαια, πρέπει να ξεκινά από τις μικρές ηλικίες. Να μαθαίνουν στα παιδιά να βάζουν γκολ.
Ο ποδοσφαιριστής είναι επαγγελματίας, αλλά είναι και άνθρωπος. Εσύ, δηλαδή, που είσαι εργαζόμενος δεν θα βγεις ένα βράδυ να διασκεδάσεις, να πιεις ένα ποτό; Κι εμείς το κάναμε”.
Μπορεί να έβγαινα κάποιες μέρες πριν από τον αγώνα και την ημέρα του αγώνα να έτρωγα σίδερα. Είναι θέμα ψυχής
“Εγώ έβγαινα κάποιες φορές και μετά από παιχνίδια. Ήθελα να ξεσκάσω, δεν με ενδιέφερε τι θα έλεγαν. Άνθρωπος είμαι, δεν είχα το δικαίωμα να το κάνω; Δεν κρυβόμουν. Μάλιστα είχα παρεξηγηθεί γιατί όταν χάναμε πολλοί μου έλεγαν ‘καλά ρε Πέτρο, δεν στενοχωριέσαι; Πώς μπορείς και βγαίνεις;’ Φυσικά και στενοχωριόμουν, αλλά ήθελα να βγω και το έκανα. Δηλαδή να βγαίνω μόνο μετά από νίκες; Δεν αισθανόμουν καλά σπίτι και βγήκα. Δεν με ενδιέφερε να τσαλακωθώ”.
Απωθημένα και… μακρύ μαλλί
Για το τέλος, τα απωθημένα του. Γυρίζει πίσω, με το μυαλό του ταξιδεύει στο παρελθόν, αλλά δεν μένει εκεί. Ο Πέτρος Μαρινάκης δεν έχει απωθημένα γιατί τα έζησε όλα και -το σημαντικότερο- τα έζησε όλα όπως εκείνος ήθελε. Δεν του όρισαν την καριέρα, την όρισε ο ίδιος και βάδισε πάνω σε αυτή.
“Δεν έχω κανένα απωθημένο από το ποδόσφαιρο. Το ξέρεις ότι δεν έχω πάρει τίτλο; Δεν με νοιάζει. Δεν το σκέφτομαι καν! Για μένα το ποδόσφαιρο είναι χαρά, με ένοιαζε να παίζω, να χαίρομαι το ποδόσφαιρο. Λεφτά πάντα βγάζεις από το ποδόσφαιρο. Ειδικά αν κάνεις καλό κουμάντο. Δεν υπάρχει ποδοσφαιριστής που να μην έχει βγάλει λεφτά. Το θέμα είναι να τα κρατάς. Εγώ πήρα πολύ καλά λεφτά από τη Σεβίλλη, ήμουν από τους τυχερούς της γενιάς μου”.
Δεν ήμουν ροκάς, ακούω όλα τα είδη της μουσικής. Είχα ίσιο μαλλί, έφτιαχνε εύκολα και μου άρεσε να το βλέπω μακρύ
“Ένας σύμβουλος από την ομάδα του ΟΦΗ μου είχε πει κάποτε να το κόψω. Μου το είχε πει και ο Λίμπρεχτς όταν ήταν στον Ολυμπιακό. Ποτέ, όμως, δεν μου το είπε ο Γκέραρντ. Κοίτα, κατά μία βάση είχαν δίκιο γιατί το μαλλί εμποδίζει, αλλά αυτοί θεωρώ ότι δεν μου το είπαν γι’ αυτό το λόγο. Το μαλλί είναι κάτι προσωπικό και ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει αυτό που θέλει για να αισθάνεται καλύτερα. Εγώ δεν έχω θέμα με την εξωτερική εμφάνιση. Δεν με ενδιαφέρει αν ο ποδοσφαιριστής έχει μακρύ μαλλί, ή τατουάζ ή φορά σκουλαρίκι. Αν αυτός νιώθει καλά με τον εαυτό του, εμένα δεν μου πέφτει λόγος”.