“Ο Ντράζεν Πέτροβιτς δεν είπε ποτέ ότι διάλεξε τον Παναθηναϊκό”
Ο Κώστας Παπαδάκης είναι η κοινή συνισταμένη της ελληνικής αθλητικής δημοσιογραφίας, σε ό,τι αφορά το μπάσκετ και κάποιων εκ των μεγαλύτερων ονομάτων που έπαιξαν ποτέ στην Ελλάδα -και στην Ευρώπη. Ήλθε η ώρα να θυμηθούμε τα καλύτερα χρόνια του σπορ στη χώρα μας.
Η συνάντηση με τον Κώστα Παπαδάκη ήταν ανάγκη για δύο λόγους. Είναι ο πρώτος δημοσιογράφος που ασχολήθηκε με όσα γίνονταν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Μετά, έγινε εκείνος που έφερε παίκτες όπως οι Έντι Τζόνσον, Έντγκαρ Τζόουνς, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Ντίνο Ράτζα, Ντέγιαν Μποντιρόγκα, Μίτσελ Ουίγκινς, Πι Τζέι Μπράουν, Θερλ Μπέιλι, Ρίκι Πιρς για να αγωνιστούν στην Ελλάδα. Που συνεργάστηκε με Έλληνες όπως ο Γιάννης Μπουρούσης και ο Φραγκίσκος Αλβέρτης. Και που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας διηγηθεί πολλές ιστορίες. Με πρώτη τη δική του. Είναι αυτή του μπάσκετ στη χώρα μας και της δημοσιογραφίας. Από μπροστά σου θα περάσουν όλοι οι ήρωες (εντός κι εκτός εισαγωγικών) εκείνης της εποχής. Θα διαβάσεις πολλά. Ιδού κάποια.
✔ Η αλήθεια για την απόφαση του Ντράζεν Πέτροβιτς πριν από το μοιραίο βράδυ
✔ Οι διαπραγματεύσεις του Ροντ Στρίκλαντ και του Λατρέλ Σπριούελ με τον Ολυμπιακό
✔ Το φρίξιμο του Μπράουν με τον Βλάντο Τζούροβιτς
✔ Τα μαθήματα του Σλόμπονταν Ίβκοβιτς στον Ντούσαν, πριν από τα ΠΑΟΚ-Άρης
✔ Το “μένεις” του κόουτς του Παναθηναϊκού στον Βράνκοβιτς, ενώ μιλούσε με τον Ράτζα
✔ Η πρόταση της Φορτιτούντο στον Αλβέρτη
✔ Το συμβόλαιο του Μπάνε Πρέλιεβιτς που ήταν μεγαλύτερο του Ντένις Ρόντμαν
✔ Η πτήση κατά την οποία πήγε ο Λουκάς Μαυροκεφαλίδης από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό
✔ Η συμφωνία του Γιώργου Πρίντεζη με τον Πανιώνιο, πριν καταλήξει στον Ολυμπιακό
✔ Η πρόταση των Ουόριορς στον Μπουρούση, τη χρονιά που πήγε στον Παναθηναϊκό -κι έχασε το δαχτυλίδι του πρωταθλητή ΝΒΑ
✔ Η απόδραση του Πιρς, για να μη χτυπήσει τον Γιάννη Ιωαννίδη
✔ Οι βόλτες του θηριώδους Ντέρικ Τσίβιους με μπλε περούκα και rollers, στην παραλιακή του Φαλήρου για να φοβίζει τις ηλικιωμένες κυρίες
Τώρα διαβάζεις ΝΒΑ παντού. Πριν εμφανιστεί ο Κώστας στο δημοσιογραφικό χάρτη της Ελλάδας, οι αναγνώστες των εφημερίδων ενημερώνονταν -στην καλύτερη- για τα αποτελέσματα της λίγκας που υπήρχε στις ΗΠΑ “στο τέλος ενός μονόστηλου”. Και όχι με τον πιο έγκυρο τρόπο. “Έγραφαν για παράδειγμα, ‘οι Πετεινοί του Σαν Αντόνιο’, γιατί υπήρχε αναφορά στους Σπερς της ποδοσφαιρικής Τότεναμ. Δηλαδή, ήξεραν το Tottenham Hotspur και τη Wolves, όχι όμως, ό,τι δεν υπήρχε και στο ποδόσφαιρο. Επίσης, υπήρχαν λάθη. Για παράδειγμα σκορ 101-43 που δεν υπήρχαν (γελάει)”.
Το αγαπημένο ‘τρία’ της μοίρας
Η μοίρα, λέει, κάνει το πρώτο βήμα όταν εσύ ακόμα δεν έχεις δει ολόκληρη τη σκάλα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το ‘χε πει. Ο Κώστας το έζησε. Μεγάλωσε στην Αθήνα, τη δεκαετία του ’70 (έχει γεννηθεί το 1963) όταν θα έλεγες πως το μπάσκετ δεν ήταν το πιο διαδεδομένο σπορ στην Ελλάδα. Πάμε τώρα, στο πώς έγινε το πρώτο βήμα -πώς καλύφθηκε το πρώτο σκαλοπάτι.
“Είχα την τύχη να ‘χω γυμναστή στο σχολείο -το 1972- τον Αντώνη Λάνθιμο -τον πατέρα του σκηνοθέτη. Ήταν ο πρώτος που μας έδειξε πώς παίζεται αυτό το σπορ. Επίσης, ο πατέρας μου είχε φίλο έναν άλλον μπασκετμπολίστα, τον Παράσχο Τσάνταλη, ο οποίος είχε παίξει στον Πανελλήνιο, τον Πανιώνιο, τον Μίλωνα και τον Ολυμπιακό, με τον οποίο αναδείχθηκε νταμπλούχος το 1976. Εξυπακούεται πως η ΑΕΚ του ’68 είχε κάνει τον κόσμο να μάθει το μπάσκετ και να το αγαπήσει. Γνώρισα το μπάσκετ σε ηλικία 6-7 χρόνων, σε εποχή που δεν υπήρχε πολύ ως σπορ. Το ανέφερε ο Γιάννης Διακογιάννης στην ‘Αθλητική Κυριακή’ -έλεγε τα αποτελέσματα- και μέχρι εκεί. Όπως παρακολουθούσαμε τον Αντώνη να παίζει, έγινε το role model μας. Φαντάζομαι το ίδιο θα ίσχυε αν ο γυμναστής μας ήταν παίκτης της ποδοσφαιρικής λίγκας. Έπαιζε ωστόσο, μπάσκετ. Κι έγινε η πρώτη μου επιρροή”.
Η δεύτερη ήταν ο Βασίλης Γεωργίου. “Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επί ΥΕΝΕΔ, υπήρχε μια εκπομπή που λεγόταν το ‘Αθλητικό Απόγευμα’ που ‘έπαιζε’ κάθε Σάββατο. Τότε δεν υπήρχαν videos. Υπήρχαν super8 (μπομπίνες). Ο Γεωργίου προέβαλε λοιπόν για δυο χρόνια super8 από αγώνες του ΝΒΑ. Σου μιλάω για απίθανες εκπομπές. Πραγματικά cult. Την ώρα που γινόταν η εκπομπή, κάπνιζαν πούρα στο στούντιο. Όταν τελείωνε ένα θέμα και η κάμερα επέστρεφε σε εκείνους, δεν φαίνονταν από τον καπνό. Κουνούσαν τα χέρια τους για να διαλύσουν το ‘σύννεφο‘”.
Η τρίτη επιρροή -που ‘κούμπωσε’ το θέλημα της μοίρας, η οποία λατρεύει τις 3 ‘συμπτώσεις’ για να ενημερώνει επί της ύπαρξης της- ήταν ο παππούς του. “Είχε φύγει για τις ΗΠΑ -στα τέλη του 1900. Έκανε δουλειές στο Στόκτον και στο Σαν Φρανσίσκο. Επέστρεψε στην Ελλάδα λίγο πριν τον Πόλεμο, παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, έκανε τα παιδιά του και έμεινε εδώ. Είχε γίνει φιλοαμερικανός. Τον θυμάμαι να μου μιλάει για το μπάσκετ. Να σημειωθεί πως ήδη γνώριζα αγγλικά. Με τους φίλους μου, όταν παίζαμε Subbuteo, ακούγαμε στο ραδιόφωνο North Carolina-Duke”.
Το κυνηγητό από τον Φίλιππα Συρίγο
Όταν τελείωσε το σχολείο “επειδή είχα κλίση προς τα οικονομικά -χωρίς να είμαι ο πιο συνεπής και ο πιο μελετηρός μαθητής- οι γονείς μου με έστειλαν στις ΗΠΑ, να σπουδάσω αυτό το αντικείμενο. Εξακολούθησα να μην είμαι πολύ συνεπής και στον 1,5 χρόνο επέστρεψα στην Ελλάδα. Όσο έμεινα στη Νέα Υόρκη, είχα κάνει γνωριμίες σχετικές με το μπάσκετ και είχα δημιουργήσει κύκλο δημοσιογράφων, οι οποίοι εν συνεχεία με βοήθησαν. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, έκοψα την αναβολή και πήγα στον στρατό”.
Απολύθηκε το 1986. Είχε αρχίσει ήδη συνεργασίες με μηνιαία έντυπα της εποχής, για το μπάσκετ (από το 1984). Ήταν όπως λέει, ένας από τους 10 που είχαν ξεκινήσει τότε να κάνουν ρεπορτάζ μπάσκετ, όπως ο Βασίλης Σκουντής, ο Μάνος Μανουσέλης, ο Δημήτρης Καρύδας, ο Γιάννης Ντεντόπουλος, ο Γιάννης Φιλέρης, ο Γιάννης Αντωνόπουλος και άλλοι.“Έγραφα και ΝΒΑ, όπως έκανα και συνεντεύξεις με παίκτες αντιπάλων ελληνικών ομάδων, σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις”.
Μετά, έζησε το ‘κυνηγητό’ του αείμνηστου Φίλιππα Συρίγου, για να συνεργαστεί με το ‘Τρίποντο‘, μέσω του οποίου όλοι -οι φίλα προσκείμενοι στο σπορ- έβαλαν το ΝΒΑ στη ζωή τους.“Έως ότου πάω στο ‘Τρίποντο’ ήμουν στο ‘Επταήμερο του Μπάσκετ’. Ο Συρίγος με κυνηγούσε δυο μήνες για να πω το ‘ναι’, ωστόσο δεν είχα χρόνο, γιατί δούλευα 18 ώρες την ημέρα. Πέντε ως δημοσιογράφος και τις υπόλοιπες ώστε να ‘χτίσω’ τις σχέσεις μου. Είχε βάλει έναν κοινό μας γνωστό, τον Ντίνο Ντέρη να με ζαλίσει. Το περιοδικό ‘βγήκε’ το Νοέμβριο του ’88. Εγώ έγραψα πρώτη φορά, στο 3ο τεύχος”.
Το τσίρκο του Γκομέλσκι και το άγαλμα στον ΟΤΕ
Το καλοκαίρι του 1987 ήταν που είχε φέρει στην Ελλάδα τον Μάικλ Πέιν για τον Παναθηναϊκό. H όλη διαδικασία λειτούργησε πειραματικά. “Τσέκαρα πώς γίνεται η δουλειά, χρησιμοποιώντας τις σχέσεις μου προς αυτήν την κατεύθυνση -και όχι εκείνη του ρεπορτάζ”. Η επιβεβαίωση ότι μπορεί να τα καταφέρει ήλθε από έναν Αμερικανό προπονητή που δούλευε στην Ελλάδα και τον είχε εμπιστευτεί. Εκείνη την εποχή υπήρχαν εκπρόσωποι παικτών στην Ιταλία και την Ισπανία, όπου έπαιζαν δυο ξένοι από τη δεκαετία του ’60. Δεν ήταν πολλοί. Οι μόνοι ενεργοί αυτής της λίστας, τη σήμερον ημέρα είναι ο Λουτσιάνο Καπικιόνι και ο… Παπαδάκης.
Οι Ουοριορς ηθελαν τον Μπουρουση, για τη θεση του Πατσουλια, το 2016
“Οι μισοί Έλληνες ατζέντηδες έχουν περάσει από το γραφείο μου. Έχουν υπάρξει συνεργάτες μου. Αν ήταν τακτική η επικοινωνία μου με το εξωτερικό; Είχα ‘χτίσει’ τον μισό ΟΤΕ. Ό,τι έβγαζα από τη δημοσιογραφία, εκεί το έδινα. Να σημειώσω δε, πως ό,τι συνέβαινε προ 30ετίας ουδεμία σχέση έχει με το τώρα. Για να πάρεις στη Ρωσία ή στις ΗΠΑ, έπρεπε να προσπαθείς 3 ώρες -με το περιστροφικό καντράν τηλεφώνου- και αφού ‘έβγαζες’ γραμμή, κοβόταν στο δίλεπτο. Ήταν περίεργες εποχές. Προς τα τέλη του ’80, με ξύπνησε στις 8 το πρωί ένα τηλέφωνο -προφανώς δεν υπήρχε αναγνώριση κλήσης. Το σήκωσα και άκουσα ‘Κώστας, Κώστας, κόουτς Γκομέλσκι’. Μέσα στον ύπνο μου, νόμισα πως μου κάνουν πλάκα. Επέμεινε όμως, να μου λέει ‘yes me, coach Gomelsky’. Κατάλαβα ότι ήταν εκείνος, τον ρώτησα τι ήθελε και μου είπε ‘χρειάζομαι τη βοήθεια σου. Έχω ένα τσίρκο και θέλω να με βοηθήσεις να το φέρω στην Ελλάδα’. Αυτό είναι ένα από τα πιο τρελά που μου ‘χουν συμβεί”.
Να θυμίσω πως ακόμα τότε το μπάσκετ δεν ήταν αυτό που έγινε προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. “Αυτή η δεκαετία μπήκε νωθρά και βγήκε πολύ γερά για το σπορ στην Ελλάδα. Έπαιξαν ρόλο ο Άρης, η Εθνική Ελλάδας, ο Νίκος Γκάλης όπως κι η τηλεόραση -τα ιδιωτικά κανάλια και οι μεταδόσεις. Βέβαια, τη δεκαετία του ’90 έγινε υπερκατανάλωση του σπορ, σε ό,τι αφορά την προβολή του. Ήθελε, δεν ήθελε ακόμα κι η τελευταία γιαγιά έβλεπε μπάσκετ, αφού υπήρχε μια μετάδοση κάθε μέρα”.
Πώς έφερε τον Τζόουνς στην Ελλάδα
Από το 1987, όταν επιτράπηκε ένας ξένος στις ομάδες της ελληνικής λίγκας, έγινε πιο εντατική η δουλειά του και σε αυτό το ‘κομμάτι’.“Ο πρώτος full time ξένος που έφερα ήταν ο Έντγκαρ Τζόουνς”, το 1988 για τον Παναθηναϊκό. Ήταν ο 1ος σκόρερ του Nevada University, είχε παίξει σε Νετς, Πίστονς, Σπερς και Καβαλίερς και πήρε μέρος στον πρώτο διαγωνισμό καρφωμάτων, σε All-Star Game των ΗΠΑ -καθώς είχε γίνει ήδη γνωστός ως ‘ελικόπτερο’ για τα τρελά καρφώματά του. Μεταξύ των αντιπάλων του, στο event του 1984, ήταν ο Τζούλιους Έρβινγκ, ο Ντόμινικ Ουίλκινς και ο Κλάιντ Ντρέξλερ.
“Όταν ο Τζόουνς ήταν στο πικ του στο ΝΒΑ, είχε πάθει μηνίσκο. Τραυματισμός που πια, δεν είναι τίποτα. Ο παίκτης μένει ένα μήνα εκτός. Τότε απειλούσε καριέρες. Ήξερα πως έχει τραυματιστεί και για έναν χρόνο τον είχα ‘χάσει’ από το ΝΒΑ. Μια μέρα, όπως διάβαζα τα πρωταθλήματα της Ευρώπης στο ιταλικό περιοδικό Superbasket, είδα πως ένας Ε. Τζόουνς είχε σκοράρει 50 πόντους, στην Ελβετία. Ύστερα από λίγες ημέρες, ο ίδιος είχε βάλει 56. Στο επόμενο τεύχος είχε 52 πόντους. Αναρωτήθηκα ποιος είναι αυτός ο Έψιλον Τζόουνς, ώσπου σε ένα τεύχος είχε και το μικρό του. Ήταν ο Έντγκαρ. Σκέφτηκα ‘είναι δυνατόν να είναι το ‘ελικόπτερο’ στην Ελβετία;’ Όντως ήταν. Έπαιρνε 50.000 δολάρια. Το 1988, όταν επιτράπηκε ο ένας ξένος στην Ελλάδα, έγινε ο πρώτος ξένος που ήλθε στη χώρα από Έλληνα ατζέντη”.
Ο Παταβούκας και ο Μπάνε
Τη σεζόν 1989-1990 είχε τον Τζόουνς στον Παναθηναϊκό, τον Τοντ Μίτσελ στον Ολυμπιακό και τον Τζιμ Γιούσεβιτς στην ΑΕΚ και μια χρονιά μετά τον Μπραντ Σέλερς στον Άρη και τον Κένεθ Μπάρλοου στον ΠΑΟΚ. Το 1992 αποφάσισε να αφήσει τη δημοσιογραφία και να αφοσιωθεί στη δουλειά του ατζέντη -και για ηθικούς λόγους, ενώ έπαιξε ρόλο ότι στην Ελλάδα επιτράπηκαν οι δύο ξένοι σε κάθε ομάδα. “Οι Έλληνες ήταν με δελτία και οι ξένοι με συμβόλαια. Ο πρώτος Έλληνας πελάτης μου ήταν ο Κώστας Παταβούκας, το 1991. Το 1992 προστέθηκε ο Πρέλιεβιτς. Το 1993 καθιερώθηκαν πια, τα συμβόλαια -μετά την απεργία- και έγινε επαγγελματική η λίγκα, άρα υπήρξε ένα πλαίσιο για να μπορείς να κινηθείς. Έως τότε ήταν, όλα στο φλου”.
Έδωσε κι ένα παράδειγμα. Αφορούσε τον Παταβούκα, την εποχή που ήταν πρόεδρος της ερασιτεχνικής ΑΕΚ (1989-1990) ο αείμνηστος Τάκης Δημητρακόπουλος, ιδιοκτήτης της ΣΥΡΤΕΞ. “Ο Κώστας είχε συμφωνήσει για 10 εκατομμύρια και είχε πάρει τα δύο. Δεν υπήρχε τρόπος ή αρχή για να πάει να διεκδικήσει τα χρωστούμενα”. Θυμήθηκε τη σεζόν 1990-1991 και την παρουσία του Κρέζιμιρ Τσόσιτς στον πάγκο της Ένωσης. “Ο Τσόσιτς ήταν υπέροχος άνθρωπος. Με είχε βοηθήσει πάρα πολύ. Γνωριστήκαμε όταν ήταν προπονητής της Μπολόνια και του είχα κάνει συνέντευξη. Έτσι γνώρισα και τον Μάικ Ντ’ Αντόνι, όταν ήταν παίκτης στο Μιλάνο”. Σύντομα, ξημέρωσε η μέρα που κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μαζί.
Επέλεξε την εκπροσώπηση παικτών. Η λίστα όσων έχει διαχειριστεί από τότε έως σήμερα είναι ατελείωτη. Του ζήτησα να αναφέρει κάποια ονόματα και να τα συνοδεύσει με μια ιστορία. Για αρχή κράτα αυτό:“Γενικώς, έχω πολλά πικρά συναισθήματα από αυτήν τη δουλειά. Από πολλούς. Έχω νιώσει πολύ μεγάλη αχαριστία από ανθρώπους που βοήθησα οφθαλμοφανώς. Ο ατζέντης -στη συντριπτική πλειονότητα- δεν πληρώνεται από τον παίκτη, αλλά από την ομάδα. Τον παίκτη δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις. Όσα περισσότερα πάρει εκείνος, τόσα περισσότερα θα πάρεις κι εσύ. Άρα σε ενδιαφέρει. Όπως και ο κάθε παίκτης μπορεί να δει αν παλεύεις για εκείνον, αν τον προστατεύεις. Στην Ελλάδα έχω το καλύτερο ποσοστό σε αποπληρωμές παικτών στα συμφωνηθέντα, μακράν του δεύτερου. Δεν ‘κλέβω’ παίκτες από άλλους. Έχω κάποια στάνταρ, που δεν είναι απαραίτητα προς δικό μου όφελος. Και παρ’ όλα αυτά, έχω εισπράξει μεγαλύτερη αχαριστία από ό,τι ευγνωμοσύνη και δη από εκείνους που έκανα το δικό τους πρόβλημα, δικό μου”. Πάμε τώρα, στις ιστορίες.
Η απόφαση που δεν αποκάλυψε ποτέ ο Πέτροβιτς
“Ο Σωκράτης Κόκκαλης με είχε καλέσει το 1993, για να συζητήσουμε για τον Πέτροβιτς. Τον ήθελε πάρα πολύ. Όπως τον ήθελε και ο Παύλος Γιαννακόπουλος. Είχαν κάνει κι οι δυο τις προσφορές τους και έμενε να αποφασίσει ο παίκτης. Ήταν αμφίβολο αν θα έλθει στην Ευρώπη. Το μοιραίο βράδυ της 7ης Ιουνίου περιμέναμε -ο μάνατζέρ του στο Σαν Φρανσίσκο κι εγώ εδώ, στην Αθήνα- να μάθουμε τι έχει αποφασίσει. Στις 11 το βράδυ, τηλεφώνησε στη μητέρα του. Δεν της είπε τι έχει επιλέξει. Κοιμηθήκαμε έτσι. Ξύπνησα από φωνές στον τηλεφωνητή. Ήταν ο Γιαννακόπουλος, ο οποίος ούρλιαζε ‘το χάσαμε το παιδί, Κώστα, ξύπνα’. Θεωρούσαμε όλοι πως λόγω και της φιλίας που είχε με τον Στόικο, θα πήγαινε στον Παναθηναϊκό. Μπορεί και να μην πήγαινε. Ή να έμενε στο ΝΒΑ. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ. Στη ψυχή μου έχω ακόμα τον Κόνραντ ΜακΡέι, ο οποίος πέθανε σε προπόνηση της ομάδας των Μάτζικ, στο Summer League του 2000 και τον Γκριγκόρι Χίζνιακ, ο οποίος πέθανε το 2018 από ανακοπή καρδιάς. Ήταν συμβάντα που με σημάδεψαν”.
Έντγκαρ Τζόουνς
“Είχε έλθει σε εποχή που ήταν πολύ διαφορετική, το 1988. Όπως ο Παναθηναϊκός ήταν πολύ διαφορετικός. Η ομάδα έπαιζε στον ‘Τάφο του Ινδού’ και ο παίκτης έμενε στη γωνία Πανόρμου και Αλεξάνδρας, σε ένα δυάρι, στο οποίο όταν μπήκε, είχε ένα κρεβάτι -για κανονικό άνθρωπο, όχι για έναν ύψους 2,08μ.- και πολλές καρέκλες. Μάλλον άνηκε σε σωματείο. Ο κύριος Παύλος βρισκόταν σε σε μια εποχή που ήταν ‘μαζεμένος’. Συζητούσαμε μέρες για να πάρει ένα κρεβάτι, στο οποίο να χωράει ο Τζόουνς. Έναν χρόνο μετά, που ήλθε κι η οικογένειά του, ο κύριος Παύλος πήγε στο άλλο άκρο, σε ό,τι αφορά τις παροχές”.
Ντέγιαν Μποντιρόγκα
“Δεν θέλω να πω πολλά. Σίγουρα υπήρξε μεγάλος παίκτης. Εκτός των γραμμών ήταν ‘πολιτικός’. Δεν θα έλεγα πως κάναμε παρέα. Δηλαδή, προτιμώ τον Στόικο, 100-0”.
Στόγιαν Βράνκοβιτς
“Είμαι οπαδός του Στόικο. Είναι απίστευτος άνθρωπος. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Είναι ένα παιδί μάλαμα. Επειδή ήταν θηριώδης και εκφοβιστικός, στην όψη, ο κόσμος τον περνούσε για παράξενο. Ήταν, όμως, και παραμένει εξαιρετικό παιδί. Το αφεντικό του σπιτιού είναι η Λόλα. Ό,τι λέει η Λόλα, το κάνει ο Στόικο. Έχει και βαρύ χέρι (σ.σ. γελάει). Μέναμε κι οι δύο νότια και κάναμε πάρα πολύ παρέα.
Υπάρχουν δυο ονόματα που δεν λέω ποτέ, γιατί είναι κακή τύχη για εμένα. Το ένα ανήκει σε πρώην συνεργάτη μου -επίσης, πρώην δημοσιογράφος-, στον οποίον είχα δώσει 5.000.000 δραχμές να ‘ανοίξει’ το γραφείο μου στη Θεσσαλονίκη και τελικά, βρήκε χώρο, τον ενοικίασε και έβαλε το δικό του όνομα.
Ο ενας αστερας που εφτασε, πραγματικα, παρα πολυ κοντα στο να ελθει στην Ελλαδα ήταν ο Ροντ Στρικλαντ, για τον Ολυμπιακο, το 1993, οταν ηταν All-Star
Το άλλο όνομα ανήκει σε κάποιον που πληρώνεται ως προπονητής, με καταγωγή από τη Σλοβενία, τη Μικρά Ασία, τη Νίκαια -από παντού. Ήταν πελάτης μου για 5 χρόνια. Δεν θέλω να πω τι έχει κάνει. Τα γράφω στο βιβλίο. Αυτό που θα πω είναι πως του είχα προτείνει τον Μποντιρόγκα το 1997, αλλά δεν τον ήθελε. Όπως και ότι είχε διαβεβαιώσει -προσωπικά- τον Στόικο πως τον υπολόγιζε για τη σεζόν 1996-1997. Είχε λήξει το συμβόλαιο και ήταν ελεύθερος. Ο προπονητής αυτός δήλωνε δε, όχι φίλος, αλλά αδελφός του Στόικο. Εγώ όμως, ήξερα ότι μιλάει με τον Ράτζα, γιατί ήμουν ο secondary agent του Ντίνο -συνεργαζόμουν με το πρακτορείο του στις ΗΠΑ. Δεν είπα κουβέντα στον Βράνκοβιτς -ήταν φίλοι με τον Ράτζα, είχαν υπάρξει και συμπαίκτες-, τον οποίον ξεκάθαρα ‘πούλησε’ ο -ας πούμε- προπονητής/φίλος. Αυτό που έκανα ήταν να μην εκπροσωπήσω τον Ράτζα, στη συμφωνία με τον Παναθηναϊκό -εφόσον δεν έμεινε ο Στόικο δεν ήθελα να ‘χω σχέση με τον αντικαταστάτη του. Αν σκεφτείς πως ο Ράτζα υπέγραψε για 3.000.000 δολάρια, σε εμένα αντιστοιχούσε ποσό τουλάχιστον 100.000. Δεν με ένοιαζε. Όταν πήγε στον Ολυμπιακό, τον εκπροσώπησα εγώ”. Ο Βράνκοβιτς έφυγε από τον Παναθηναϊκό με πικρά συναισθήματα, εκείνη τη χρονιά. “Νόμισε πως θα μείνει, γιατί είχε πειστεί από τα λόγια του -να μην πω τι- προπονητή”.
Έντι Τζόνσον
“Είναι ο πιο αγαπημένος μου, από αυτούς που έχω πάει στον Ολυμπιακό. Είναι ανάμεσα σε αυτούς που σέβομαι περισσότερο. Γιατί; Τότε οι προπονητές στην Ευρώπη ήταν ‘βαρβάτοι’. Απόλυτοι, αυταρχικοί. Στο ΝΒΑ, ο Έντι δεν ήξερε από ‘μαντρώματα’ σε ξενοδοχεία και τα συναφή. Ενώ διαμαρτυρόταν λοιπόν, για τον Γιάννη Ιωαννίδη, τον άντεχε, τη στιγμή που οι περισσότεροι που είχα πάει να συνεργαστούν μαζί του, ήθελαν να τον ‘σφάξουν’. Εκείνος ήταν κύριος, με κάπα κεφαλαίο. Όταν ήλθε το 1994, ήμουν 30 χρόνων. Τον είχα ως ήρωα από το ΝΒΑ, όπου τον παρακολουθούσα από πολύ μικρό. Ο πατέρας μου είχε φιλοτεχνήσει δυο πίνακες. Ο ένας ήταν του Μάικλ Τζόρνταν (σ.σ. τον έχει στο γραφείο του ο Κώστας). Ο άλλος του Έντι, που είναι στο σπίτι του”.
Μπάνε Πρέλιεβιτς
“Ο Μπάνε υπήρξε για μένα ένα κεφάλαιο μόνος του, όπως ο Μπουρούσης, γιατί κάναμε πολλή παρέα κι έξω από το γήπεδο. Είναι μπον βιβέρ κι έχει φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Ωστόσο, η σχέση μαζί του χτίστηκε από τις πολλές μάχες που δώσαμε, σε διαπραγματεύσεις, δικαστήρια, προσφυγές, κατά ένα μεγάλο διάστημα της καριέρας του. Ως παίκτης ήταν σπάνια περίπτωση κρύου αίματος, δεν είχε φόβο για κανέναν στο παρκέ, κίλερ σούτερ. Θα θυμηθώ δύο πολύ έντονες στιγμές: η μία ήταν σοβαρή και αφορούσε την αποχώρησή του από τον ΠΑΟΚ επί Απόστολου Αλεξόπουλου, όταν τη μία μέρα συμφωνήσαμε και την επομένη μας έφερε να υπογράψουμε άλλα από τα συμφωνημένα. Πέταξα το τασάκι στον τοίχο στην αίθουσα συνεδριάσεων. Ο ΠΑΟΚ είχε ταλαιπωρήσει πολύ τον Μπάνε και δεν του άξιζε. Είχε κάνει πολλές ενέσεις για να παίξει τραυματίας και τους είχε κάνει τοπ ομάδα με ευρωπαϊκά κύπελλα. Δεν χρειαζόταν να τον κοροϊδέψουν. Θυμάμαι, οργανώσαμε στα γρήγορα μιά συνέντευξη Τύπου στο Μακεδονία Παλας, που εξελίχθηκε σε μπάχαλο με 300 άτομα. Η δεύτερη πιο έντονη ανάμνηση αφορά μιά ατάκα του Μπάνε, έπειτα από το τέλος της χρονιάς του στην Μπολόνα. Έπειτα από χρόνια ταλαιπωριών στις πληρωμές με τον ΠΑΟΚ, στην Μπολόνια πήρε πολύ μεγάλο συμβόλαιο, για την εποχή εκείνη -πάνω από 1.000.000 δολάρια για δυο χρόνια. Πληρώθηκε κανονικά την πρώτη χρονιά, αλλά το καλοκαίρι άλλαξε προπονητής και GM και ήθελαν άλλον, οπότε του πλήρωσαν όλο το συμβόλαιο ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις και έμεινε ελεύθερος. Τον ρώτησα λοιπόν αν ήταν ευχαριστημένος. Μου απάντησε ‘είσαι τρελός; Φέτος έβγαλα πιο πολλά από τον Ρόντμαν’, παίκτης που εκείνη τη χρονιά είχε πάρει 1.000.000 δολάρια”.
Γιάννης Μπουρούσης
“Είμαστε μαζί από όταν ήταν 20 χρόνων. Τον αγαπώ σαν γιο μου. Είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για εμένα, για πολλούς λόγους. Όπως ότι πρόκειται για έναν πολύ ιδιότυπο χαρακτήρα. Θα έλεγα πως η λέξη που τον χαρακτηρίζει είναι το ‘πιστός’. Τα συναισθήματα του ξεκινούν από την πίστη και μετά πηγαίνουν σε ό,τι άλλο. Είναι ένα πολύ σπάνιο άτομο. Δύσκολα βρίσκεις ανθρώπους της πάστας του Γιάννη. Ναι, είναι παρεξηγημένος, κάτι για το οποίο φταίει κι ο ίδιος. Λέει αυτά που νιώθει, εν τούτοις έχει έναν παράξενο τρόπο. Προσωπικά, εκτιμώ πως είναι ειλικρινής, γιατί έχω συνυπάρξει με πάρα πολλούς που άλλα μου είπαν και άλλα έκαναν. Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους δεν έχω κοιμηθεί το βράδυ, σκεπτόμενος πώς θα κάνω την καλύτερη δυνατή συμφωνία για εκείνους. Ή επειδή προσωποποιούσα το δικό τους πρόβλημα -πχ δυσκολευόταν κάποιος να πληρώσει το δάνειο του σπιτιού του. Κάτι που εμένα δεν θα έπρεπε να με νοιάζει. Αλλά το έβαζα μέσα μου, μοχθούσα να βρω λύση και στο τέλος με πρόδιδαν”.
“Ο Γιάννης ήλθε από την Καρδίτσα με τον πατέρα του, αφότου τον βρήκε ο Γιώργος Αμερικάνος. Συνδεθήκαμε με τον Γιάννη, μέσω του Φώτη Κατσικάρη, ο οποίος δεν ήταν καν πελάτης μου τότε -έγινε μετά, ως προπονητής. Φυσικά, γνωριζόμασταν, ενώ είχα παίκτες τότε στην ΑΕΚ. Με πήρε τηλέφωνο μια μέρα ο Φώτης και μου είπε ‘θέλω μια προσωπική χάρη. Επειδή ο Μπουρούσης είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση και μπορεί να γίνει χρυσάφι ή να τα διαλύσει όλα, θα ήθελα να τον αναλάβεις’. Του απάντησα πως θα συναντηθώ με το παιδί και μετά θα αποφασίσω. Από τότε συνεργαζόμαστε”.
“Εκείνη την εποχή ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Είχαν έλθει να δουν τους αγώνες ο Μπιλ Ντάφι -κορυφαίος Αμερικανός ατζέντης- με τον συνεργάτη του στην Ευρώπη, Ράντε Φιλίποβιτς, και είδαν 2-3 παίκτες, όπως ο Γιάννης και ο Νίκος Ζήσης. Ήθελαν να τους υπογράψουν και θυμάμαι χαρακτηριστικά πως μέσα στη σεζόν, το πρώτο ραντεβού που έκανα ως εκπρόσωπος του Μπουρούση ήταν με τον Φιλίποβιτς. Πήγαμε σε ένα εστιατόριο στο Μαρούσι, έβγαλε το laptop από την τσάντα ο Ράντε και έκανε παρουσίαση γραφημάτων και μετρήσεων στον Γιάννη, σχετικά με τη θέση που θα γινόταν pick στο 2005 ΝΒΑ draft. Από τα 10 πράγματα που του είπε, τα 8 δεν τα λες σε μαθητή δημοτικού. Τον είχε διαβεβαιώσει πως θα επιλεγεί στο τέλος του 1ου γύρου. Στο τέλος του ραντεβού, σχολίασα ότι όσα είχαν ειπωθεί ήταν μαλακίες. Στο τέλος, ο Γιάννης δεν επιλέχθηκε. Ούτε ο Ζήσης, κάτι που έφερε βαρέως. Για τον Γιάννη, παρά λίγο να πιαστούμε και στα χέρια με τον Φιλίποβιτς, με συνέπεια να λήξουμε τη συνεργασία μας”.
“Είμαι πολύ χαρούμενος για την καριέρα που έκανε ο Μπουρούσης. Δεν είμαι χαρούμενος που δυο φορές μπορούσε να πάει στο ΝΒΑ, αλλά δεν πήγε. Γιατί; Για το στραβό το κεφάλι του. Η πρώτη φορά ήταν στο Βερολίνο, με τον Ολυμπιακό -ναι, με τις ‘δέκα μέρες’. Είχε γίνει ολόκληρη επιχείρηση για να συναντηθεί με τους Σπερς, χωρίς να το μάθει κανείς, επειδή βάσει των κανονισμών ο προπονητής δεν μπορεί να δει παίκτη πριν τον υπογράψει. Το σταφ είχε φτάσει βράδυ, κλείστηκε σε μια αίθουσα που ‘χα ενοικιάσει στο Hilton και περίμενε να έλθει από την τελετή βράβευσης ο Γιάννης, ενώ μετά έπρεπε να φυγαδευτούν όλοι, χωρίς να τους δει κανείς. Η συμφωνία που είχε κάνει με τον Ολυμπιακό, ήταν περίπου η ίδια, σε ό,τι αφορά τα οικονομικά”.
“Τη δεύτερη φορά που μπορούσε να πάει στο ΝΒΑ, ήταν όταν έφυγε από τη Βιτόρια και τελικά, υπέγραψε στον Παναθηναϊκό. Τον ήθελαν οι Ουόριορς για τη θέση που κάλυψε ο Ζάζα Πατσούλια. Του έδιναν το μίνιμουμ, περίπου 550.000 δολάρια, κάτι που δεν του άρεσε. Πέραν του οικονομικού (σ.σ. στον Παναθηναϊκό πήρε +650.000), έχω την εντύπωση πως επειδή είχε κάνει μικρός τις επεμβάσεις στα πόδια, είχε πάντα μέσα του το άγχος ότι στο ΝΒΑ θα τον ‘κόψουν’ στις εξετάσεις. Το πρωί είχε δώσει τον λόγο του στον Δημήτρη Γιαννακόπουλο πως θα πάει στον Παναθηναϊκό. Το βράδυ ενημέρωσα τον Γιαννακόπουλο πως ήθελε να μιλήσει μαζί του ο ιδιοκτήτης των Ουόριορς, εκείνος δεν απάντησε και την επομένη το πρωί ο Γιάννης υπέγραψε. Είχε ήδη δυο κοριτσάκια και είχε κλείσει 5ετία εκτός Ελλάδας -ήθελε να επιστρέψει. Αν έχω ένα παράπονο από εκείνον, είναι πως τουλάχιστον τη μια από τις δύο φορές έπρεπε να δοκιμάσει το ΝΒΑ. Οι Ουόριορς ήταν ομάδα τίτλου, έτσι;”
Στα χρόνια που συνεργάζεται με τον Μπουρούση “η καριέρα του είχε κάποια σημεία που ο ίδιος δεν γνωρίζει πώς τα μεθόδευσα. Τη δεύτερη χρονιά που ήταν στην ΑΕΚ, την τελευταία του Γιάννη Φιλίππου, όταν υπήρχαν καθυστερήσεις στις πληρωμές και καθόταν ο Λευτέρης Κακιούσης στον πάγκο, ο Γιάννης ήταν σε μαύρα χάλια. Είχε παχύνει, είχε χάσει και τη θέση του στην Εθνική -για αγωνιστικούς λόγους πήγε στο Μουντομπάσκετ 2006 ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης. Το διαφαινόμενο σενάριο ήθελε την ΑΕΚ να τον δίνει στον Άρη ή τον Πανελλήνιο και ενδεχομένως έπειτα από 2-3 χρόνια, αν τα είχε πάει καλά, θα έκανε μεγάλη μεταγραφή. Αντ’ αυτού, τον πήρα από την ΑΕΚ και τον πήγα στην Μπαρτσελόνα. Αυτομάτως, αναβαθμίστηκε το όνομα του. Πήγε στον Ντούσκο Ιβάνοβιτς, ο οποίος του έβγαλε το ‘λάδι’ και κάλυψε το gap των 7 μηνών που είχαν περάσει, στους οποίους δεν έκανε τίποτα”. Επίσης, με το πέρας αυτής της συνεργασίας, έμεινε ελεύθερος. “Διαφορετικά, τα δικαιώματα του θα παρέμεναν στην ΑΕΚ και αν τον ήθελαν ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός, θα έπρεπε να δώσουν όσα θα αξίωνε η Ένωση”.
Πήγε στον Ολυμπιακό ως ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 2011 προέκυψε το περιεχόμενο των ηχογραφημένων συνομιλιών για το σκάνδαλο με τα ‘στημένα’ στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Δημοσιεύτηκε και μια συνομιλία του Μάκη Ψωμιάδη, με τον γαμπρό του, τον Μπουρούση. Ο τελευταίος ακουγόταν να χαρακτηρίζει τους αδελφούς Αγγελόπουλους, απρεπώς. “Ο Ολυμπιακός προχώρησε στη λύση του συμβολαίου -είχε άλλα δυο χρόνια. Προφανώς και το όνομά του είχε υποστεί μεγάλη βλάβη. Στην Ελλάδα δεν μπορούσε να πάει κάπου. Δεχόταν απειλές, κοιμόταν στον καναπέ του γραφείου μου. Τον πήγα στο Μιλάνο και μάλιστα, με μεγάλο συμβόλαιο”.
Συμπερασματικά, ο Μπουρούσης είναι παίκτης που λειτουργεί καλύτερα μέσα σε αυστηρό πλαίσιο; Υπό έναν απαιτητικό -έως αυταρχικό- κόουτς; “Αυτό που λες, ισχύει αρκετά. Την πειθαρχία και την ισορροπία τη θέλει παντού. Ήταν ένα παιδί που δεν του άρεσε να παίρνει 6.000.000 ο Τζος Τσίλντρες κι εκείνος να παίρνει 500.000. Δεν του άρεσαν τα άλλα μέτρα και τα άλλα σταθμά. Όπου υπήρχε ισότητα, λειτουργούσε καλά. Δεν του αρέσει να νιώθει πως τον ‘κλέβουν‘”.
Γιώργος Πρίντεζης
Κάποιες από τις μετακινήσεις που είχαν προκαλέσει ‘θόρυβο’ ήταν ενέργειες του Κώστα. Όπως για παράδειγμα, αυτήν του Αλεξάντερ Βολκόφ από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό το 1994, σε εποχή που αυτό δεν το έλεγες και σύνηθες. Ή αδιάφορο. Το έλεγες όλα τα αντίθετα. Πήγε και τον Αντρίγια Ζίζιτς από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό. Όπως πήγε και τον Πρίντεζη στον Ολυμπιακό, το 2001 -σε ηλικία 16 χρόνων. “Ήταν στον Αστέρα Αγίου Δημητρίου και σε παρέες που έκαναν κόντρες. Είχε μακριά μαλλιά, αμέτρητα σκουλαρίκια. Γενικά, οι ομάδες ήξεραν πως έχει ταλέντο, αλλά φοβούνταν να τον εμπιστευτούν, γιατί ένιωθαν πως ρισκάρουν πολλά -λόγω παρουσιαστικού. Είχε ‘κλείσει’ στον Πανιώνιο και με δικές μου ενέργειες πήγε στον Ολυμπιακό -με τον Γιώργο Σαλονίκη να αποδέχεται την πρόκληση”.
Λουκάς Μαυροκεφαλίδης
“Τι με ρώτησες πριν; Αν μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ατζέντη είναι να μπορεί να έλθει σε κόντρα με την ομάδα -να μην την αποφύγει για λόγους PR, αν πλήττονται τα συμφέροντα του παίκτη. Έχω μαλώσει με ομάδες, με προπονητές, με GM, με όλους. Έχω πάει και στα δικαστήρια για πολλούς. Όλοι ήξεραν με ποιον έχουν να κάνουν. Εκτιμούσαν πως ήμουν σοβαρός και σεβόμουν. Δεν έκανα ποτέ αυτά που κορόιδευα. Απαιτούσα το ίδιο.
Την εποχή που ήθελε ο ΠΑΟΚ να δώσει τον Λουκά ως δανεικό στη ΧΑΝΘ, πίεσα τον Μπάνε και τον Τάκη Πανελούδη να τον κρατήσουν. Του έδωσαν ευκαιρίες, τις εκμεταλλεύτηκε, ξεπετάχτηκε και καθιερώθηκε. Τον πήγα στη Ρόμα, για 500.000, ενώ έπαιρνε 50.000 από τον ΠΑΟΚ που ήθελε να τον δώσει στη ΧΑΝΘ -για να πάρει χρόνο συμμετοχής, αλλά και να γλιτώσει η ομάδα 30.000. Είχε έλθει ο Ρομπέρτο Μπρουναμόντι και τον περίμενε δυο μέρες στην Αθήνα, να έλθει από το Κιλκίς για να τον πείσει να πάει στη Ρόμα -πώς το βλέπεις αυτό, πες μου. Πήρε 500.000 δολάρια ο ΠΑΟΚ και άλλα τόσα ο παίκτης. Τελικά, πήγε και γκρίνιαζε για τον Γιάσμιν Ρέπεσα, ενώ μου έλεγε και ότι δεν περνούσε εκεί καλά η μητέρα του. Τον πήρα και τον πήγα στη Βαλένθια, όπου ήταν ο Κατσικάρης. Ο Κώστας Βασιλειάδης μου είχε πει πως με θαύμασε για αυτήν τη μετακίνηση. Φαινόταν εξωπραγματική, μεσούσης της σεζόν. Ευτυχώς, δεν είχα πληρωθεί γι’ αυτήν τη μετακίνηση, γιατί θα με κυνηγούσαν ακόμα -ήταν χάλια. Στο τέλος της σεζόν, πήγε στο Σικάγο να δουλέψει το σώμα του.
Το 2007, λοιπόν, ημέρα Παρασκευή, τον είχα ρωτήσει πού ήθελε να πάει, καθώς είχε πρόταση και από τον Ολυμπιακό και από τον Παναθηναϊκό. Ήξερα πως από παιδί ήταν φίλαθλος του Παναθηναϊκού. Μου είχε απαντήσει ‘στον Παναθηναϊκό. Πού αλλού; Στον άλλον με την γκλίτσα;’. Εννοούσε τον Πίνι Γκέρσον.
Είπα ‘ΟΚ’ και τον ενημέρωσα πως την Κυριακή θα πηγαίναμε για να υπογράψει. Σάββατο είχε το ταξίδι για την Ελλάδα. Την ίδια ημέρα, μου τηλεφώνησε ο Μάνος Παπαδόπουλος, για να με ρωτήσει αν ήμουν σίγουρος πως ο Λουκάς θα πήγαινε στον Παναθηναϊκό. Του είπα το διάλογο που είχα με τον παίκτη. Με ενημέρωσε πως ο Τάσος Δελημπαλταδάκης τον είχε πάρει τηλέφωνο για να του πει πως ο Μαυροκεφαλίδης θα πάει στον Ολυμπιακό. Δεν μπορούσα να το τσεκάρω, γιατί ο παίκτης ήταν στην πτήση. Του είχα στείλει ένα γραπτό μήνυμα, να με πάρει όταν το δει. Μου απάντησε ότι προτιμούσε να βρεθούμε. Τον ενημέρωσα πως θα ήμουν στο γραφείο. Μου τηλεφώνησε για να μου πει πως δεν αισθανόταν άνετα να συναντηθούμε και ότι ίσχυε πως θα υπογράψει στον Ολυμπιακό. Του θύμισα πως ήμουν σε επικοινωνία και με τους δυο -Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό- και ότι τον είχα ρωτήσει τι θέλει να κάνει. Του θύμισα και την απάντηση του, πριν τον ρωτήσω για την κατάληξη κι αν είχα κάνει κάτι. Μου απάντησε ‘δεν μου έχεις κάνει κάτι. Είσαι πολύ καλός άνθρωπος, ενώ ο άλλος μου μίλησε σαν γκάνγκστερ’. Εδώ θα σου πω πως αυτό το συμβάν είναι ένα μικρό παράδειγμα”.
Τζιμ Γιούσεβιτς
“Ήταν Μορμόνος. Και θα καταλάβεις πολύ γρήγορα γιατί στο λέω αυτό. Είχε πάει στην ιεραποστολή και ήλθε να παίξει στην ΑΕΚ. Είχε ενημερώσει από την αρχή πως τα Χριστούγεννα επρόκειτο να παντρευτεί. Του έδωσε η ομάδα την άδεια και την ευχή της. Τότε ήταν μόνο ένας ο ξένος κάθε ομάδας. Ο Τζιμ ήταν από τους καλούς παίκτες της λίγκας, μέχρι που έφυγε για να παντρευτεί. Ως Μορμόνος δεν είχε κάνει σεξ πριν το γάμο. Ύστερα από την τελετή, έγιναν οι λοιπές επαφές (σ.σ. γελάει). Για τους δυο μήνες που ακολούθησαν, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του στα παιχνίδια. Τον είχε πιάσει ο Βαγγέλης Νικητόπουλος για να τον ρωτήσει τι συμβαίνει. Τον είχε διαβεβαιώσει ο παίκτης πως είναι μια χαρά. Τότε, υπήρχε η δυνατότητα για μια αλλαγή στο τέλος του Φλεβάρη. Είδε και αποείδε ο κόουτς και ήθελε να τον αλλάξει. Τον έπιασαν λοιπόν, όλοι και του είπαν πως μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, εκτός της παραμονής κάθε αγώνα. Είχε εξηγήσει πως ήθελε να αντιμετωπίσει τις ορμές του, αλλά δεν ήξερε τον τρόπο. Του σύστησαν όταν φτάνει η κατάσταση στο απροχώρητο, να μπαίνει σε μια μπανιέρα με κρύο νερό για μισή ώρα. Πήγε την επομένη, με πνευμονία. Είχε βάλει παγάκια στην μπανιέρα και κάθισε για δυο ώρες, για να το ‘δέσει’. Προφανώς και δεν έπαιξε. Μετά, κατάφερε να συνέλθει κάπως και ‘έβγαλε’ τη σεζόν”.
Από τον Μίτσελ Ουίγκινς στον Τζακ Νίκολσον
Ο Μίτσελ Ουίγκινς ήταν επίσης, πελάτης του. “Ένας φανταστικός, απίθανος τύπος”. Ήταν μεταξύ των πρώτων που αποβλήθηκαν από το ΝΒΑ, λόγω ουσιών. “Ο πρώτος ήταν ο Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, το 1986. Μετά, ο Λιούις Λόιντ και ο Μίτσελ. Τώρα, το ΝΒΑ είναι άρδην διαφορετικό από ό,τι ήταν τότε. Έχω πάει σε πάρτι του Τζακ Νίκολσον στο Λος Άντζελες, στα τέλη του ’80, όπου στο τραπέζι της εισόδου υπήρχε ένα μπολ που ήταν γεμάτο με μια άσπρη σκόνη. Ήταν το ‘καλωσόρισμα’ στους καλεσμένους. Δεν υπήρχε ένας από τους παίκτες που είδα να μπαίνουν και να μην πήρε το κέρασμα. Και σου μιλάω για όλους τους μεγάλους παίκτες των Λέικερς. Αυτή, όμως, ήταν η εποχή”. Είχε πάει με τον Τζακ Μαλκόσκι, πρώην GM των ‘Λιμνανθρώπων’, που εκείνη την εποχή εργαζόταν για τους Πίστονς.
Το πάρτι του Νίκολσον δεν ήταν το μόνο στο οποίο πήγε παραβρέθηκε -ανάμεσα σε κορυφαίους NBAers. “Αυτή ήταν η δουλειά μου -κάλυπτα το ρεπορτάζ. Τα πρώτα χρόνια πήγαινα δυο φορές τον χρόνο στις ΗΠΑ και καθόμουν από έναν μήνα τη φορά. Γνώριζα κόσμο, άλλους ατζέντηδες, προπονητές, παίκτες. Ένα καλοκαίρι αφότου είχα φέρει τον Τζόουνς, είχα κάνει πρακτική στο γραφείο του Λάρι Φλάισερ, τον πατέρα των Μαρκ και Έρικ. Ήταν ο πρώτος μάνατζερ που μπήκε στο Hall Of Fame. Ήταν αυτός που δημιούργησε την Ένωση παικτών και επινόησε το σάλαρι καπ. Στο γραφείο του είχε δυο εισόδους: μια για τους πελάτες και μια για τους NBAers-μέλη της Ένωσης. Και οι δυο πόρτες οδηγούσαν στο ίδιο μέρος. Ένα άλλο καλοκαίρι έκανα πρακτική στο γραφείο του Νόρμαν Μπλας -εκ των πρώτων ηλικιακά και βάσει φήμης, μάνατζερ της εποχής. Κυκλοφορούσα με τις ομάδες, με τους GM και τους παίκτες. Έχω δει παιχνίδια καθήμενος δίπλα στη Μαντόνα”.
“Έτσι όπως το ‘χω μελετήσει, το ΝΒΑ είχε 3 εποχές. Αυτήν έως το 1990, όταν δεν υπήρχε κανένας έλεγχος και γινόταν το έλα να δεις, εκείνη από το ‘190 έως το 2000, όταν προέκυψαν κάποια τεστ και αυτή μετά το 2000, που έκαναν τα πάντα για να είναι ‘καθαρή’ η λίγκα. Με προγραμματισμένα τεστ. “Όταν έχεις να κάνεις με τόσους ανθρώπους, θα ‘χεις έναν, δυο που θα ξωκείλουν. Αν ήταν όμως τώρα, όπως ήταν τότε τα πράγματα, δεν θα έπαιζαν μπάσκετ. Θα έκαναν πάρτι και ενδιάμεσα, θα ασχολούνταν για κανένα τεταρτάκι με το μπάσκετ”.
Απέναντι από τον Ντέιβιντ Στερν
Το 1988 έγινε ο πρώτος μη Αμερικανός δημοσιογράφος που είχε τετ α τετ με τον Ντέιβιντ Στερν. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε το ΝΒΑ επιχείρηση εκατομμυρίων; “Επειδή κάλυπτα το ρεπορτάζ του ΝΒΑ και προ Στερν, εκείνος ήταν που ‘έπεσε’ στην κατάλληλη εποχή. Αυτήν που έκανε το μεγάλο μπαμ η τηλεόραση -τότε ‘βγήκαν’ τα καλωδιακά κανάλια. Ο προκάτοχος του, Λάρι Ο’ Μπράιαν, υπήρξε ένας αρτηριοσκληρωτικός, της εποχής του ‘Ψυχρού Πολέμου’, πρώην πολιτικός -δεύτερης κατηγορίας- σύμβουλος του Ρίτσαρντ Νίξον. Είχαμε συστηθεί σε All-Star Game, είχαμε μιλήσει. Ήταν ένας παππούς και αμφιβάλω αν ήξερε πολλά για το μπάσκετ.
Ο Στερν πέτυχε τη φάση που αφορούσε και την ‘κόντρα’ του Λάρι Μπερντ με τον Μάτζικ Τζόνσον, συν την τηλεόραση. Στην εικόνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται οι Πίστονς και μετά το Σικάγο του Μάικλ Τζόρνταν.
Τον είχα ρωτήσει για την Ευρώπη κι αν υπήρχε η προοπτική επέκτασης, με αφορμή τα McDonald’s Οpen. Ήταν κάτι που δεν υπήρχε καν στην ατζέντα του. Εκείνη την εποχή είχε ως αντιπάλους το baseball και το football. Ήθελε να κάνει το ΝΒΑ πιο ανταγωνιστικό σε σχέση με αυτά, ώστε να πάρει μεγαλύτερη μερίδα στην αμερικανική αγορά. Σε αυτό πέτυχε πάρα πολύ. Όλα τα άλλα -οι πολλοί και καλοί παίκτες, το μπαμ της τηλεόρασης- ήταν θέμα timing. Timing ήταν η συμφωνία με τη FIBA (σ.σ. λόγω των superstars), να μετέχουν NBAers στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως και το deal με την Κίνα. Ήταν ο πρώτος CEO που είδα στη ζωή μου και κατάλαβα γιατί έχει αυτόν τον τίτλο. Θυμάμαι ήλθε με δυο βοηθούς που του είχαν γράψει τα πάντα, επί όσων θα συζητούσαμε. Διάβαζε όσα μου έλεγε. Δεν παρέκκλινε. Σε δυο ερωτήσεις που δεν είχε απαντήσεις στα γραπτά του -όπως αυτήν που σου είπα για την Ευρώπη-, μίλησε κάπως αόριστα. Όλα τα άλλα ήταν βάσει αριθμών και του πλάνου που είχε αναλυθεί εκτενώς. Μιλούσε βάσει αυτών. Ό,τι έλεγε, ήταν κομμένο και ραμμένο στη φάτσα του. Αυτό δεν το ‘χα ξαναδεί. Τη συγκεκριμένη συνέντευξη την είχα κάνει για το ‘Τρίποντο’ και την είχα πουλήσει στη Γαλλία“.
Θερλ Μπέιλι
“Τον Μπέιλι τον είχε ζητήσει ο Ίβκοβιτς στον Πανιώνιο, για τη σεζόν 1994-1995. Ήλθε ως σταρ του ΝΒΑ, με 15 σεζόν ως NBAer, δυο φορές ‘καλύτερος 6ος παίκτης’, πρωταθλητής NCAA. Τον παρακολουθούσα χρόνια και τον είχα και αυτόν -όπως τον Τζόνσον- ως ήρωα. Αλλά τον διέσυρε ο Ίβκοβιτς. Είχε ύψος 2.11 και ήταν ‘4άρι’ με σουτ. Ο ‘Ντούντα’ τον ήθελε βαρβάτο ‘5άρι’, μόνο στη ρακέτα. Ο άνθρωπος ήταν και 35 χρόνων. Εννοώ δεν μπορούσε να αλλάξει το παιχνίδι του εύκολα, σε εκείνη την ηλικία. Ο κόουτς τον είχε δει και τον ήξερε. Όταν ήλθε στην Ελλάδα, έπαιζε καλά, αλλά δεν δικαίωνε τις προσδοκίες που υπήρχαν από έναν σταρ του ΝΒΑ. Μια μέρα, μου τηλεφώνησε ο GM, ο Τάκης Λιβιεράτος, και μου είπε πως ο ‘Ντούντα’ θέλει να συναντηθούμε. Πήγαμε στη Νέα Σμύρνη, στο Classic. Σημείωσε πως όλοι ήταν απλήρωτοι, για δυο μήνες και ο παίκτης είχε ενημερώσει ότι αν δεν έπαιρνε τα δεδουλευμένα, δεν θα έπαιζε στο προσεχές ματς. Το προσεχές ματς ήταν με τον Ολυμπιακό, αν θυμάμαι καλά. Στο ‘απλήρωτος’, δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί να κάνει ένας ατζέντης. Δηλαδή και να πω στον πελάτη μου να παίξει, δεν μπορώ να τον πάρω από το αυτί και να τον πάω στο γήπεδο. Αυτό είπα στον Ίβκοβιτς, όταν μου ζήτησε να κάνω κάτι, ώστε να αγωνιστεί ο Θερλ. Αντέδρασε λέγοντας μου ‘αντε και γ…’. Μου γύρισε το μάτι. Ανταπέδωσα, πέταξα και τον καφέ και έφυγα. Έως τότε είχαμε συνεργασία και καλή σχέση. Από εκείνη την ημέρα, από τη μία με σεβάστηκε περισσότερο -είδε πως έχω ένα μέτρο δικαιοσύνης- και από την άλλη, ενώ συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε αραιά, η σχέση δεν ήταν ποτέ η ίδια”.
Ντούσαν Ίβκοβιτς
“Θα σου πω μια ιστορία για τον συγχωρημένο αδελφό του, τον Σλόμπονταν Ίβκοβιτς, ο οποίος υπήρξε διάσημος κόουτς της εποχής. To 1991, όταν ο ‘Ντούντα’ ήταν στον ΠΑΟΚ, πριν από τα ματς με τον Άρη, έφευγε από το Βελιγράδι ο ‘Piva’, πήγαινε στη Θεσσαλονίκη και οι δυο τους περνούσαν το βράδυ παρέα, στο ξενοδοχείο ‘Αστέρια’ -εκεί έμενα κι εγώ και τους έβλεπα. Συζητούσαν επί του τι έπρεπε να γίνει στο ματς. Ο αδελφός του, δηλαδή, του έλεγε τι να παίξει. Τότε, ο ‘Ντούντα’ δεν είχε τη φήμη που απέκτησε αργότερα. Ο αδελφός του ήταν ο προπονητικός εγκέφαλος -αλλά έπινε πολύ. Εκείνος είχε το λέγειν και το στιλ, μέχρι να αποκτήσει και όλα τα άλλα”.
Το τελευταίο πρωτάθλημα του Άρη κι η μπουνιά του Πρέλιεβιτς στον Γκάλη
Μένουμε στη Θεσσαλονίκη και πάμε στη σεζόν 1990-1991, τότε που τα αποτελέσματα της κανονικής περιόδου μεταφέρονταν. Ο Άρης προηγείτο 2-0 του ΠΑΟΚ, όπως αμφότεροι μπήκαν στους τελικούς. Ο ‘Δικέφαλος του Βορρά’ ισοφάρισε σε 2-2, πριν το 3-2 και τελικά το 4-2, με ματς που ολοκληρώθηκαν με τον πλέον συγκλονιστικό τρόπο. Όλα τα παιχνίδια έγιναν στο ένα γήπεδο που ‘χε τότε η Θεσσαλονίκη (το ‘Αλεξάνδρειο’, με τους οπαδούς να… αλλάζουν εξέδρες). “Οι φίλαθλοι άλλαζαν μεριά στις εξέδρες, ανάλογα με το ποιος δηλωνόταν ως γηπεδούχος. Εγώ έμενα σταθερός, με τους γηπεδούχους (σ.σ. γελάει). Είχα τον Μπάρλοου στους μεν και τον Σέλερς στους δε -μεταξύ άλλων, στους οποίους άνηκαν και διάφοροι Έλληνες. Το τελευταίο παιχνίδι έληξε με λάθος πάσα Μπάρλοου, λάθος πάσα Φασούλα και νίκη του Άρη με 81-80, πριν τις μπουνιές των Πρέλιεβιτς και Γκάλη.
Μετά το λάθος του Φασούλα, σκόραρε ο Παναγιώτης Γιαννάκης και όλα τελείωσαν, για να γίνει το 3-2 στη σειρά. Στο επόμενο ματς ο Σέλερς έδωσε το πρωτάθλημα στον Άρη, με καλάθι και φάουλ. Με το τέλος, το γήπεδο έγινε ρινγκ. Έβλεπα τους ΠΑΟΚτζήδες να πετούν στο γήπεδο τα φλυτζάνια τα άσπρα, για τον ελληνικό καφέ -τα παλιά, που είχαν ένα κάποιο πάχος. Είχα τρομάξει σε αυτό το παιχνίδι. Από τη μία, λυπόμουν για τον ΠΑΟΚ, όπου είχαν τον Μπάρλοου και τον Μπάνε και από την άλλη χαιρόμουν για τον Σέλερς. Μπροστά μου βέβαια, έπεφταν τα φλυτζάνια και τα κέρματα”.
Θυμήθηκε και κάτι ακόμα, χαρακτηριστικό της εποχής. “Σε άλλο παιχνίδι, ο Μπάνε καθόταν στην άκρη του πάγκου και δίπλα του προσγειώνονται γόπες. Όχι κανονικών τσιγάρων. Κάνναβης. Ένα, δυο, τρία, τι θες; Πολύ; Μοιραία κάποια στιγμή την ‘άκουγαν’ και οι παίκτες. Δεν μπορούσες να σταθείς”.
Πι Τζέι Μπράουν
“Κύριος, φοβερός. Το θυμάμαι σαν τώρα κι έχουν περάσει 30 χρόνια. Παρά λίγο να φύγει ένα βράδυ, αυτό το άγιο παιδί. Έπαιζε ο Πανιώνιος με την Αντίμπ -που είχε για ηγέτη τον Λι Τζόνσον. Το ματς ήταν κρίσιμο -ίσως να αφορούσε και πρόκριση. Προπονητής του Πανιωνίου ήταν ο Βλάντο Τζούροβιτς. Είχα φέρει στον Πανιώνιο τον Πι Τζέι, αφότου τον είχα πάει στο Ισραήλ, στη Χάποελ Τελ Αβίβ, αλλά τον είχαν ‘κόψει’ γιατί είχαν βρει κάτι στις εξετάσεις -που δεν υπήρχε. Εν πάση περιπτώσει, το ματς με την Αντίμπ ήταν ‘κλειστό’ στο 1ο ημίχρονο. Ο Τζούροβιτς άρχισε να βρίζει τον Τζόνσον, για να ‘πειράξει’ το μυαλό του καλύτερου παίκτη της αντιπάλου. Μεταξύ των πολλών -ακατονόμαστων- που του είπε ήταν και τη λέξη ‘nigger’. Ο Πι Τζέι είχε φρίξει. Τελείωσε το ματς, νίκησε ο Πανιώνιος κι εκείνος ήλθε στο σπίτι μου να μου πει πως ήθελε να φύγει, γιατί δεν ανεχόταν να παίζει για ρατσιστή προπονητή. Τελικά, πείστηκε να μείνει. Αλλά από εκείνη την ημέρα είχε ξενερώσει με τον Τζούροβιτς”.
Ντίνο Ράτζα
“Ο Ράτζα ήταν ένα παιδί που είχε 20 πόντους και 10 ριμπάουντ ανά παιχνίδι στο ΝΒΑ. Τη σεζόν που ήλθε στον Παναθηναϊκό, είχε χωρίσει από την πρώτη σύζυγο. Εκκρεμούσε η έκδοση διαζυγίου. Ο Αμερικανός μάνατζέρ του ήταν ο Μαρκ Φλάισερ, o oποίος είχε πάει στα δικαστήρια με τον αδελφό του για να χωρίσουν το γραφείο τους. Ο πατέρας τους υπήρξε κορυφαία μορφή. Ήταν ο ιδρυτής του NBPA (Νational Basketball Players Agency) και δημιουργός του σάλαρι καπ-, όπως και ατζέντης. Τα δυο θέματα, μεταξύ των αδελφών Φλάισερ και του Ράτζα με την πρώτη του σύζυγο, έτρεχαν παράλληλα. Γιατί, όμως, στα λέω αυτά: έγιναν πολλά παράξενα τότε. Μιλάμε για εποχές που δεν υπήρχε Internet ή εύκολη πρόσβαση σε στοιχεία -για διασταύρωση. Όταν χώρισε ο Ράτζα, η γυναίκα του ήξερε πως έχει πάρει 300.000 δολάρια από τον Παναθηναϊκό. Αντιστοίχως, ο Μαρκ Φλάισερ δήλωσε πως πήρε σχετική προμήθεια από το deal, καθώς έπρεπε να δώσει τα μισά στον αδελφό του. Δηλαδή, τα 15.000 δολάρια από τα δηλωμένα 30.000 δολάρια. Μόνο που ο Ράτζα είχε πάρει 3.0000.000 και ο Φλάισερ 300.000 δολάρια“.
Φραγκίσκος Αλβέρτης
“Το 1995, ο Φραγκίσκος είχε πρόταση από τη Φορτιτούντο. Τον ήθελε πάρα πολύ ο Σέρτζιο Σκαριόλο. Τώρα κάποιος γίνεται επαγγελματίας στα 18. Τότε ήταν στα 21. Ο Παναθηναϊκός προφανώς και ήθελε να κρατήσει τον ‘Φράνκι’. Ο πατέρας του ήθελε να φύγει. Του έλεγε να πάει στην Κύπρο για έναν χρόνο, να παίξει εκεί ώστε να κερδίσει την ελευθερία του -πρακτική που τότε ήταν συνήθης για παίκτες που ήθελαν να παίξουν αλλού, αλλά οι ομάδες που ‘χαν τα δικαιώματα τους δεν συμφωνούσαν. Ήμασταν στις πρώτες χρονιές του Bosman”.
“Ο Σκαριόλο ήταν στη Φορτιτούντο και είχε για GM τον Τόνι Καπελάρι -σήμερα είναι 75 χρόνων. Ήταν κορυφαίος λαοπλάνος (σ.σ. γελάει). Οι δυο τους είχαν έλθει μαζί στην Ελλάδα να συναντήσουν τον Φραγκίσκο -ο Σέρτζιο τον ήθελε σαν τρελός, ο παίκτης προτιμούσε να μείνει εδώ, αλλά δεν θα ‘χε και τίποτα να χάσει να τους ακούσει. Η ιταλική ομάδα είχε κάνει μεγάλη πρόταση. Ο Καπελάρι, για δικούς του λόγους, την πήρε πίσω. Ο Σκαριόλο είχε τσαντιστεί πολύ. Ο Φραγκίσκος τελικά, δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία να αποφασίσει τι θα κάνει. Αυτή είναι μια ιστορία που ήξεραν -μέχρι σήμερα- μόνο οι εμπλεκόμενοι”.
Ντέρικ Τσίβιους
“Υπήρξε από τους κορυφαίους παίκτες που έφερα ποτέ στην Ελλάδα -το 1993 για τη Δάφνη. Μεγάλος παίκτης, αλλά και τρελός με πατέντα. Για δέσιμο (σ.σ. γελάει). All-time leading scorer στο Μιζούρι, Νο16 στο 1988 ΝΒΑ draft -επιλογή των Ρόκετς. Έμεινε 2-3 χρόνια στο ΝΒΑ, έως το 1991, γιατί δεν τον άντεξαν ούτε εκεί. Για να καταλάβεις, κυκλοφορούσε με μπλε περούκα και rollers στην παραλιακή του Φαλήρου και τρόμαζε τις γιαγιάδες. Είχε μαζί του και ένα πολύ μικρό σκυλί. Κάντο εικόνα: έναν μαύρο τύπο, 2,10μ., με μπλε περούκα και rollers. Η τελευταία δουλειά που ξέρω ότι έκανε ήταν πως δούλευε στη UPS και κρατούσε τους φακέλους που είχαν επιταγές. Μπήκε στη φυλακή. Πρόσφατα μιλούσα με έναν νέο μάνατζερ κι ενώ τσέκαρα τους παίκτες που ‘χει, είδα το όνομα Κουίντον Τσίβιους. Ρώτησα αν είναι ο γιος του Ντέρικ. Είναι. Χάρηκα πολύ”.
“Ο Σάκης Λάιος ήταν ο κόουτς που ‘χε πάρει τον Ντέρικ στη Δάφνη. Μια μέρα, ενώ είχε προπόνηση στις 10.00 το πρωί, εμφανίστηκε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, για πρωινό, στις 9.30. Όταν του είπαν πως έχει αργήσει, πήρε το δίσκο με το φαγητό, μπήκε στο ταξί που τον περίμενε και έφαγε καθ’ οδόν. Έφτασε λίγο καθυστερημένος στο γήπεδο, ο Λάιος του έκανε τη σχετική χειρονομία όταν τον είδε και μετά τσέκαρε τα αντανακλαστικά του, γιατί ο Ντέρικ του πέταξε το μπολ με τα δημητριακά. Ο ίδιος θεότρελος τύπος με είχε συγκινήσει πάρα πολύ. Ένα από τα βασικά ‘πρέπει’ της δουλειάς του ατζέντη είναι να είναι πάντα διαθέσιμος -όλο το 24ωρο. Κάτι που δεν είναι πάντα εύκολο. Εκείνη την περίοδο, η μητέρα μου ήταν άρρωστη. Για κανα δυο εβδομάδες ήμουν πιεσμένος και μη διαθέσιμος όλη μέρα. Μια ημέρα ήλθε στο γραφείο, με μια τεράστια ανθοδέσμη, με ροζ τριαντάφυλλα και μου είπε ‘είναι για τη μητέρα σου’. Έπαιρνε παπούτσια για τα παιχνίδια, τα φορούσε μια φορά και μετά τα μοίραζε στη γειτονιά. Ήταν φοβερός τύπος”.
Ρίκι Πιρς
“Είχα στην ΑΕΚ τους Τέρενς Στάνσμπερι (τριάρι) και Πρέλιεβιτς (δυάρι), συν τον Βίκτορ Αλεξάντερ και κανα δυο άλλους, όταν ένα ξημέρωμα ήλθε ο Ιωαννίδης κάτω από το σπίτι μου, με τον Γιάννη Γρανίτσα και τον συχωρεμένο Άρη Ραφτόπουλο -είχαν μόλις φύγει από μια εκδήλωση-, φωνάζοντας ‘θέλω τον Ρίκι Πιρς’. Μου χτύπησε το κουδούνι στις 03.00, ξύπνησα, βγήκα στο μπαλκόνι, τους είδα από κάτω, κατέβηκα με τις πιτζάμες, γιατί ούρλιαζε ο ‘ξανθός’ πως θέλει τον Πιρς. Του εξήγησα πως δεν υπάρχει χώρος στο ρόστερ. Πέραν των Πρέλιεβιτς και Στάνσμπερι, είχε τον Νίκο Χατζή και τον Μιχάλη Κακιούζη και δεν θυμάμαι ποιος άλλους. Τον ρώτησα πού θα τον βάλει. Επέμενε και προχώρησα τη δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν να φύγει ο Πιρς ένα ξημέρωμα, με την οικογένειά του, ‘σκαστός’, γιατί αν έμενε θα έριχνε μπουνιά στον Ιωαννίδη. Δεν ταίριαζαν και έφυγε ο παίκτης στο δίμηνο. Ήταν 36 όταν είχε έλθει. Όσο ήταν κι ο Τζόνσον. Ο ένας έφυγε νύχτα, για να μη χειροδικήσει. Ο Τζόνσον έμεινε όλη σεζόν, έκανε φοβερή χρονιά -ακόμα τον θυμάται όλος ο κόσμος- και μετά έφυγε. Είχε ένα ιδιαίτερο κύρος. Συνήθως, στα 36, οι εγνωσμένης αξίας παίκτες έρχονταν στην Ευρώπη, για τουρισμό -για τα τελευταία ένσημα. Εκείνος ήταν τόσο καλός που γύρισε στις ΗΠΑ και έπαιξε ξανά στο ΝΒΑ, στα 37”.
Πόσο κοντά έφτασε ο Στρίκλαντ στον Ολυμπιακό
Του ζήτησα να μου πει μια πολύ μεγάλη μεταγραφή που συζητήθηκε να γίνει για ελληνική ομάδα, αλλά δεν ολοκληρώθηκε -και ενδεχομένως να μη τη μάθαμε ποτέ.
“Ο ένας που έφτασε, πραγματικά, πάρα πολύ κοντά στο να έλθει στην Ελλάδα ήταν ο Ροντ Στρίκλαντ, για τον Ολυμπιακό, το 1993, όταν ήταν All-Star. Πήγα στις ΗΠΑ, τον συνάντησα, καθίσαμε, τα είπαμε, η πρόταση ήταν ανταγωνιστική του ΝΒΑ και ερχόταν lock out, αλλά τελικά, δεν έγινε. Προτίμησε να μείνει εκεί. Σκέψου πως ήταν τότε ό,τι είναι τώρα ο Κάιρι Ίρβινγκ. Το άλλο πολύ μεγάλο όνομα που ‘έπαιξε’ να έλθει, πάλι για τον Ολυμπιακό, ήταν ο Λατρέλ Σπριούελ. Πριν επιτεθεί στον Πι Τζέι Καρλέσιμο. Είχε πάλι πολύ μεγάλη πρόταση, αλλά πήρε μεγαλύτερη από το ΝΒΑ κι έμεινε εκεί. Μπορεί να ήταν και τη χρονιά που πήγε ο Ράτζα στον Ολυμπιακό, ομάδα που όπως και ο Παναθηναϊκός είχαν μπει σε τροχιά καθιέρωσης ως ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ναι, έχω γνωρίσει και τον Σπριούελ. Ήταν κολλητός του Μέλβιν Τσίτουμ, που είχα στην Ελλάδα και στη Γαλλία, πολλά χρόνια. Στην παρέα ήταν και ο Ρόμπερτ Χόρι. Τους είχα πετύχει στο Σαν Αντόνιο, στη Μινεσότα. Έκαναν παρέα. Αν ήταν τρελός; Πιο πολύ από ό,τι μπορείς να φανταστείς. Αλλά μετά μπήκε σε φάση διαλογισμού και ηρέμησε”.
Ο Πριντεζης ειχε μακρια μαλλια, αμετρητα σκουλαρικια. Οι ομαδες ηξεραν πως έχει ταλεντο, αλλα φοβουνταν να τον εμπιστευτουν, γιατι ενιωθαν πως ρισκαρουν πολλα -λογω παρουσιαστικου
Η τρέλα που ‘κουβαλούν’ πολλοί superstars έχει αιτία. Που στο μυαλό του Κώστα, ο οποίος αν μη τι άλλο έχει ασχοληθεί με το θέμα, είναι συγκεκριμένη. “Κινείται γύρω τους ένα σύστημα. Είναι δακτυλοδεικτούμενοι και αυτοί τους βαφτίζουν superstars. Έτσι μπαίνουν σε μια περίεργη κατάσταση, που εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να διαχειριστεί κάποιος εύκολα. Πολλώ δε όταν είναι πιτσιρικάς. Έχω πάει σε κάτι μέρη που δεν πάει λευκός. Για παράδειγμα στο Coney Island, περιοχή του Μπρούκλιν. Έχω πάει -πάντα με παρέα- κι έχω δει παιχνίδια στα γήπεδα που ‘χουν, το οποίο είναι επιπέδου Α2 της Ελλάδας. Αλλά δεν ‘πατάει’ κανείς.
Ο Στεφόν Μάρμπερι, ας πούμε, είναι από το Coney Island κι έμενε εκεί. Η συνθήκη που επικρατεί στην περιοχή είναι να θεωρείται στάνταρ πως οι κατσαρίδες θα περπατούν στον τοίχο. Δεν υπάρχει σπίτι όπου δεν συμβαίνει αυτό. Δεν ξέρουν ότι υπάρχουν σπίτια στα οποία δεν υπάρχουν κατσαρίδες. Όταν ‘βγαίνουν’ από αυτό και γίνονται εκατομμυριούχοι, εκεί γίνεται το ξεσκαρτάρισμα. Για παράδειγμα, υπάρχουν περιπτώσεις σαν και αυτή του Άλεν Άιβερσον που δεν έχει να φάει και του Τζαμάλ Μάσμπερν που ‘χει κάνει επιχειρήσεις. Ο Μάρμπερι, εκεί που περπατούσε, έβλεπε σε μια βιτρίνα ένα δαχτυλίδι 100.000 δολαρίων, έμπαινε μέσα και το έπαιρνε. Είχε λεφτά τότε, να το κάνει αυτό. Αλλά δεν είχε προνοήσει πως δεν θα έπαιρνε για πάντα εκατομμύρια. Τώρα είναι στην Κίνα, προπονητής στη δεύτερη ομάδα του Πεκίνου -Beijing Royal Fighters”.
Τα deals με Γιαννακόπουλους και Κόκκαλη, όταν ‘λεφτά υπήρχαν’
“Ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν πολύ κάθετος και συγκεκριμένος. Ο Παύλος, με τον οποίον μιλούσα κυρίως για τα deals, είχε πολύ συναίσθημα στις συμφωνίες του. Αν ήθελε κάτι, το κυνηγούσε πολύ. Ο Κόκκαλης έκανε την τακτική του και δεν περνούσε το όριο. Και οι δυο έκαναν πολύ σοβαρές προτάσεις. Τop ευρωπαϊκά deals. Ο Κόκκαλης έχασε το ενδιαφέρον του, όταν πήρε το ποδόσφαιρο. Είχε τον Γιώργο Σαλονίκη, για την επιστασία. Υπήρξε σημαντικός παράγοντας”.
Ενόσω άκουγα όσα διάβασες, του έλεγα “έκανες ζωάρα”. Κάπου τη δέκατη φορά μου εξήγησε πως “δεν μπορώ να το πω αυτό. Όπως δεν θα σου πω ότι δεν έζησα και τίποτα (σ.σ. γελάει)”. Όσα διάβασες, μπορείς να τα διαχειριστείς και ως προθέρμανση, για το βιβλίο που ετοιμάζει και θέλει να κυκλοφορήσει έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Εκεί, οι ιστορίες θα είναι περισσότερες. Θα υπάρχουν και πιο πρόσφατες, καθώς τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τους Έλληνες προπονητές (Γιάννης Σφαιρόπουλος-Μακάμπι, Κατσικάρης-Γκραν Κανάρια, Δημήτρης Πρίφτης-ΟΥΝΙΚΣ, Γιάννης Χριστόπουλος, Χάρης Μαρκόπουλος και Αλέξης Φαλέκας στην Κίνα, Ηλίας Ζούρος), συν τις αγορές της αλλοδαπής.