ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Ντίνο Ράτζα άλλαξε τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ

Το μεγάλωμα στο Σπλιτ, η μεγάλη Γιουγκοπλάστικα, οι ροκ προπονήσεις του σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, η ζωή με προπονητή τον Πιτίνο και η ζωή μετά το μπάσκετ. Η Νίκη Μπάκουλη ταξίδεψε στην Κροατία για τον Ντίνο Ράτζα.

Ο Ντίνο Ράτζα άλλαξε τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ
Ο Ντίνο Ράτζα με τη φανέλα του Παναθηναϊκού Eurokinissi

Update 06/11/19: Η συνέντευξη του Ντίνο Ράτζα στη Νίκη Μπάκουλη βραβεύτηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου με το Έπαθλο ΕΣΗΕΑ.

***

Η πρώτη επικοινωνία έγινε με γραπτό μήνυμα. Τον ενημέρωσα ότι αρκούσε να μου πει μια μέρα που θα είχε χρόνο να συναντηθούμε και θα ήμουν εκεί. Όπου ‘εκεί’ το Ζάγκρεμπ, η πόλη που ζει πια ο Ντίνο Ράτζα -μετεγκαταστάθηκε από το Σπλιτ ουδόλως τυχαίως μαζί με τον παιδικό του φίλο και συνεργάτη, Στόικο Βράνκοβιτς. Μαζί είναι τα ‘κεφάλια’ της κροατικής ομοσπονδίας μπάσκετ. Ο Βράνκοβιτς είναι ο πρόεδρος. Ο Ράτζα είναι ο υπεύθυνος του αναπτυξιακού προγράμματος. Μαζί δουλεύουν για να επιστρέψει η χώρα στην ελίτ της Ευρώπης. Αν μη τι άλλο, έχουν το know how.

Το ραντεβού λοιπόν, δόθηκε την Πρωταπριλιά. Για να είμαι ειλικρινής, στο μυαλό μου ό,τι έκανα εκείνη την ημέρα παρέπεμπε στο ότι σε κάποιο σημείο θα ζήσω το ψέμα ένεκα της ημέρας: οι δύο πτήσεις, το άγχος μην αργήσω ή μη συμβεί κάτι έως την άφιξη μου στο Ζάγκρεμπ, η διαδρομή έως το κέντρο της πόλης και μετά η αγωνία για το ‘θα έλθει, δεν θα έλθει;’ (γιατί άνθρωποι είμαστε, δεν ξέρεις ποτέ τι θα συμβεί).

Ώσπου τον είδα να εμφανίζεται μπροστά μου, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Westin, όπου βρισκόταν από νωρίς για τις υποχρεώσεις του με την Ομοσπονδία -και για αυτό το όρισε και ως μέρος της συνάντησης μας. Φορούσε ένα φούτερ που έγραφε Hall of Fame.

Μετά το ελληνικό ‘γεια’ ακολούθησε το ‘τι γίνεται στην Ελλάδα;’ (το ναδίρ του ελληνικού μπάσκετ, με τους ‘αιώνιους’ να ενδιαφέρονται για την Αδριατική Λίγκα και τον Ολυμπιακό να υποβιβάζεται στην Α2). Του εξήγησα μέσες άκρες -γιατί διαφορετικά θα ήμουν ακόμα εκεί. Σχολίασε ‘welcome to Greece’, με ένα ειλικρινές χαμόγελο. Ε, μετά προχωρήσαμε στο θέμα μας.

Από την πρώτη επαφή του εξήγησα πως το ενδιαφέρον μου ήταν να τον ακούσω να αφηγείται την ιστορία του. Βλέπεις, αλλιώς είναι να τα γράφουν άλλοι για εκείνον και αλλιώς να τα λέει ο ίδιος. Που προφανώς τα ξέρει καλύτερα.

Μίλησε για:

  • το πώς μεγάλωσε
  • το παιδί που τον έκανε να θέλει να πηγαίνει για μπάσκετ
  • το τι έκανε επιτυχημένη την Γιουγκοπλάστικα
  • το τι έκανε μοναδικό τον Ντράζεν Πέτροβιτς, ένα από τα 10 πρόσωπα της ζωής του.
  • το ρόλο του Ρικ Πιτίνο στο γεγονός ότι δεν έμεινε περισσότερο στο ΝΒΑ
  • το ‘μην πας στην Ελλάδα’ του Βράνκοβιτς
  • το περιστατικό με τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο το 1999
  • το αναδρομικό ‘ευχαριστώ’ του Φραγκίσκου Αλβέρτη και του Ηλία Ζούρου
  • τη λευκή επιταγή του Σωκράτη Κόκκαλη
  • τις δέκα ημέρες κλάματος, όταν έμαθε πως θα μπει στο Hall of Fame -και δεν μπορούσε να το πει σε κανέναν
  • το νόημα της ζωής
Facebook: Dino Rađa official

“Γεννήθηκα στη θάλασσα”

“Είμαι παιδί μιας οικογένειας που άνηκε στην εργατική τάξη. Ο πατέρας μου, Niko, οδηγούσε λεωφορείο και η μητέρα μου, Dunja περισυνέλεγε χρήματα για τους λογαριασμούς του νερού -τότε δεν υπήρχε Internet, υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν αυτήν τη δουλειά. Με την κατά 2 χρόνια και οκτώ μήνες, μικρότερη αδελφή μου περνούσαμε ώρες μόνοι, αφού οι γονείς μας δούλευαν πολύ. Αυτό που κάναμε ήταν να παίζουμε με άλλα παιδιά της γειτονιάς, στο δρόμο μπροστά από την πολυκατοικία μας. Είχαμε μια φυσιολογική ζωή. Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε με τους παππούδες μας, στο νησί”.

Το νησί αυτό είναι το Μπρατς, βρίσκεται στην κεντρική Δαλματία και είναι λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Σπλιτ, όπου έμενε η οικογένεια του. “Τότε ήταν στην ουσία, εγκαταλελειμμένο. Εννοώ δεν είχε πολύ κόσμο. Αυτό που κάναμε ήταν… το τίποτα”.

Ως Βαλκάνιοι παππούδες, υπέθεσα πως κακομάθαιναν τα εγγόνια. Υπέθεσα λάθος. “Η γιαγιά μου μας έκανε, όντως όλα τα χατίρια. Ο παππούς μου όμως, ήταν σκληρός τύπος. Πήγαινα ωστόσο, μαζί του για ψάρεμα. Ήταν εκείνος που μου έμαθε να οδηγώ μοτοσυκλέτα. Υπήρξε ένα πολύ σημαντικό μέρος της παιδικής μου ηλικίας”.

Στα παιδικάτα του περνούσε τη μισή μέρα στη θάλασσα. Έκανε ό,τι όλα τα παιδιά. Όχι καταδύσεις, όπως έχει γραφτεί. “Τις καταδύσεις τις άρχισα κάπου στα 30. Νωρίτερα δεν είχα πολύ χρόνο -οι καταδύσεις δεν ήταν πολύ δημοφιλείς. Μετά το ΝΒΑ, άρχισα να ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο και να ανακαλύπτω πράγματα που μου άρεσε να κάνω”.

Ήταν τότε που ανακάλυψε πως του αρέσει και η ιστιοπλοΐα. Σύντομα απέκτησε και το δικό του σκάφος. “Αν με ρωτάς θα σου πω ότι ήταν ένα από τα πιο ηλίθια πράγματα που έκανα στη ζωή μου. Γιατί; Δεν είχα ποτέ χρόνο να σαλπάρω και να ζω εκεί full time! Ουσιαστικά, το ‘χα για ένα μικρό χρονικό διάστημα που ‘χα ελεύθερο τα καλοκαίρια. Όταν έχεις δουλειές και παιδιά, δεν γίνεται να περνάς περισσότερο από ένα μήνα στη θάλασσα. Ε, για αυτό το διάστημα ενοικιάζεις ένα σκάφος. Αν το αγοράσεις, ουσιαστικά πετάς τα λεφτά σου”.

Ο λόγος που συνέχισε να παίζει μπάσκετ

Τους χειμώνες στο Σπλιτ, πήγαινε σχολείο και έκανε ό,τι κάθε άλλο παιδί της ηλικίας του. Δηλαδή, όλα τα διαθέσιμα σπορ. “Έκανα κωπηλασία, κολύμβηση, water polo, χάντμπολ και μπάσκετ, όλα μαζί. Ένα καλοκαίρι όμως, όταν ήμουν 14,5 ψήλωσα απότομα και τότε η μητέρα μου ήταν εκείνη που μου πρότεινε να δώσω λίγη μεγαλύτερη προσοχή στο μπάσκετ.

Στην αρχή το σκεφτόμουν, γιατί ήμουν ντροπαλός. Πήγα στην KK Davlin, της περιοχής μου. Μετά την πρώτη προπόνηση είχε έρθει ένα παιδί να με ρωτήσει αν θα πάω και αύριο. Για κάποιο καιρό μου έκανε την ίδια ερώτηση κάθε μέρα και αυτός ήταν ο λόγος που έμεινα”!

Το ντροπαλό παιδί, ‘ανοίχτηκε’ και “απέκτησα φίλους που έχω μέχρι σήμερα. Μέσω του μπάσκετ απέκτησα φίλους σε όλον τον πλανήτη. Κάθε φορά που βλεπόμαστε, όσα χρόνια και αν έχουμε να ιδωθούμε είναι σαν να τα είχαμε πει χθες. Αυτό είναι από τα πιο πολύτιμα πράγματα στη ζωή μου”. Παρεμπιπτόντως, θέλησε να πει ένα ‘γεια’ στον Γιώργο και την Κατερίνα.

Τον ρώτησα αν το μπάσκετ είναι σαν τη μουσική. Δηλαδή, μια παγκόσμια ‘γλώσσα επικοινωνίας’ και κατ’ επέκταση μια μορφή τέχνης. “Aναμφίβολα. Αν είμαι καλλιτέχνης; Έχω την αίσθηση πως έτσι όπως παίζαμε εμείς μπάσκετ ήταν τέχνη”. Και όταν σταμάτησε την επαγγελματική του δραστηριότητα με την πρώτη τέχνη της ζωής του, γιατί πηγαίνει σε επιχειρησιακό πρωτάθλημα και υποθέτεις τι κάνει (“ναι, ξέρω πως δεν είναι πολύ δίκαιο, αλλά περνάω ωραία”), άρχισε τη δεύτερη. Που είναι η μουσική. Με την μπάντα του εμφανίζονται και εκτός συνόρων.

“Στην KK Davlin κατέληξα ότι θα κάνω αυτό το σπορ ”. Σύντομα πήγε στην KK Split, που είχε το όνομα του χορηγού της: της Jugoplastika. Επρόκειτο για τη σύμπραξη εργοστασίων παραγωγής υποδημάτων, επικασσιτέρωσης, συσκευασιών από πλαστικό. Στην καλύτερη της εποχή είχε 13.000 εργαζομένους και πουλούσε 3.200 διαφορετικά προϊόντα (από τσάντες έως ανταλλακτικά αυτοκινήτων). Ήταν γνωστή ως ‘η φίρμα για όλη την οικογένεια’.

Αγωνιστικά, τι έκανε μοναδική τη θρυλική Σπλιτ; “Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων. Έχω τώρα τα παιδιά μου που περνούν τις ίδιες φάσεις. Τους έριξα στο μπάσκετ γιατί έπαιζα εγώ, δεν τους άρεσε, και κάποια στιγμή οι μεγάλοι επέστρεψαν, δηλώνοντας πως είναι κάτι που λατρεύουν. Ο μικρός παίζει ποδόσφαιρο, είναι τρελός με αυτό, αλλά σε 1-2 χρόνια θα το γυρίσει και αυτός στο μπάσκετ, γιατί είναι πολύ πιο ψηλός από όλους τους συμπαίκτες του. Κάποια στιγμή θα καταλάβει πως δεν θα μπορεί πια να παίξει ποδόσφαιρο”.

Του ‘χει πετάξει κάποιο υπονοούμενο, ότι μια μέρα θα χρειαστεί να κάνει αλλαγή; “Όχι, γιατί δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που με νοιάζει είναι να πηγαίνει στις προπονήσεις και να δίνει ό,τι έχει. Γενικά, προτιμώ τα παιδιά μου να κάνουν οτιδήποτε, από το να μένουν σπίτι και να είναι με ένα tablet ή ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι, όλη μέρα”. Και άπαξ και πάνε στην προπόνηση, περιμένει πως θα καταθέτουν και την τελευταία ικμάδα. Έτσι έμαθε να κάνει κι εκείνος. Βασικά, αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθε να κάνει.

“Ήμασταν τυχεροί γιατί βρεθήκαμε την ίδια χρονική περίοδο στην ομάδα, μια παρέα ταλαντούχων παιδιών που περνούσαμε πολύ καλά μεταξύ μας, εντός και εκτός γηπέδων. Ο Τόνι ήλθε ένα χρόνο έπειτα από εμένα, ενώ υπήρχαν και άλλα παιδιά με τα οποία κάνουμε παρέα μέχρι σήμερα. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ναι, οι καριέρες είναι κάτι το σημαντικό, αλλά το πιο σημαντικό είναι τι κάνουμε με τη ζωή μας. Οι φιλίες που άρχισαν πριν 40 χρόνια και κρατούν ακόμα, είναι πολύ σημαντικές”.

Ποιοι άλλοι ήταν εκεί; Μου είπε “δεν θα τους ξέρεις, γιατί δεν έκαναν σοβαρές καριέρες, εξαιρουμένου φυσικά του Τόνι. Ο Περάσοβιτς ήταν επίσης, εκεί, αλλά δεν ήταν στους γεννημένους το ’68 και το ’69 -είναι τρία χρόνια μεγαλύτερος μου. Τα τέσσερα πρώτα χρόνια τα περάσαμε όλοι μαζί. Τότε δεν ήμασταν σημαντικοί.

Ήταν η εποχή που μαθαίναμε το σπορ, μαθαίναμε πως η δουλειά είναι ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε και η ομάδα πάνω από όλους. Περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί. Πριν τις προπονήσεις. Μετά. Φεύγαμε από το γήπεδο και πηγαίναμε όλοι μαζί στο σταθμό των λεωφορείων, από όπου ο καθένας πήγαινε στον προορισμό του.

Μέναμε μαζί, μέχρι το τελευταίο λεωφορείο, για να μείνουμε μαζί όσο περισσότερο γινόταν. Μοιραζόμασταν τις ζωές μας, τα όνειρα μας, τα πάντα. Χτυπούσαμε κουδούνια σε πολυκατοικίες που ήταν στο δρόμο μας για το σταθμό των λεωφορείων. Κάναμε πράγματα που μας διασκέδαζαν ως παιδιά. Πράγματα που αν κάνει ένα παιδί τώρα, μπορεί να το πυροβολήσουν”.

Από τους πρώτους του προπονητές ήταν ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, ο οποίος κατά του ιδίου το ρηθέν ήταν μέντορας για όλους. “Είναι ο καλύτερος κόουτς εξ όσων συνεργάστηκα. Ήταν εκπληκτικός δάσκαλος. Είναι ένας φοβερός τύπος. Ακόμα είμαστε σε καθημερινή επαφή. Υπήρξα τυχερός που δούλεψα μαζί του, με τον Ίβκοβιτς, τον Πέσιτς, τον Τσόσιτς, με όλους τους μεγάλους δασκάλους”.

Ο ‘Μπόζα’ είχε τη φήμη του πολύ σκληρού προπονητή. “Ήταν. Αλλά δεν με ένοιαζε. Σεβόταν το ταλέντο. Δεν το ‘έπνιγε’. Το αναδείκνυε. Ο τρόπος που δούλευε μου άρεσε. Οι νέοι παίκτες χρειάζονται πειθαρχία, σε ένα σύστημα που ακολουθούν πιστά, χωρίς κρίσεις και επικρίσεις. Ένα από αυτά που μου άρεσαν στον Μάλκοβιτς ήταν πως μας μιλούσε όλη την ώρα. Θυμάμαι να με ρωτάει ποια είναι η άποψή μου για τον εκάστοτε προσωπικό μου αντίπαλο”.

Ο Μαλκοβιτς ειναι ο καλυτερος κοουτς εξ οσων συνεργαστηκα. Ηταν εκπληκτικος δασκαλος

Ομολογεί πως δεν ήταν η δική του θέληση, ευφυΐα ή ωριμότητα ο λόγος που δούλευε σαν παλαβός, από παιδί. “Δεν επέλεξα το σύστημα στο οποίο εντάχθηκα. Ήμουν τυχερός που υπήρχε ένα για όλους, στο οποίο με έβαλαν και λειτούργησε. Ενδεχομένως να είχα στα γονίδια μου -ή δεν ξέρω πού αλλού- τη θέληση να δουλέψω για να γίνω ο καλύτερος που μπορούσα. Αυτή ήταν πάντα η σκέψη μου. Ποιος την έβαλε εκεί; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι είχαμε εξαιρετικούς δασκάλους του μπάσκετ, τους οποίους σεβόμασταν”. Κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα; “Ξεκάθαρα όχι”.

“Δεν είχαμε σεβασμό μόνο για τους προπονητές μας, αλλά και για όλους τους μεγαλύτερους. Τους καθηγητές μας στο σχολείο, τους ηλικιωμένους. Τη σήμερον ημέρα, αν ένα παιδί πάρει χαμηλό βαθμό στις εξετάσεις, οι γονείς πηγαίνουν και χτυπούν τον καθηγητή. Δεν λένε κουβέντα στο παιδί.

Αν η μητέρα μου μάθαινε πως στο λεωφορείο υπήρχε ηλικιωμένος και δεν σηκωνόμουν να του παραχωρήσω τη θέση μου, θα με σκότωνε. Σήμερα τα νέα παιδιά κοροϊδεύουν τους ηλικιωμένους. Ο σεβασμός μαθαίνεται από το σπίτι. Όλα μαθαίνονται εκεί. Και πιστεύω πως ο πόλεμος κατέστρεψε την ηθική αυτής της περιοχής, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ακόμα υπάρχει μίσος και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί.

Ο κόσμος είναι στα χέρια των πολιτικών, που δημιουργούν συνθήκες μίσους όταν χρειάζονται έναν τρόπο για να απομακρύνουν την προσοχή του κόσμου από κάτι που κάνουν και θέλουν να περάσει απαρατήρητο. Ό,τι ζούμε εμείς εδώ, το ζείτε εσείς με τους Τούρκους. Όταν οι πολιτικοί σας χρειάζονται έναν αποπροσανατολισμό, δημιουργούν ένα θέμα που να αφορά τους Τούρκους και τούμπαλιν”.

“Στη Γιουγκοπλάστικα ήμασταν σαν τους Beatles”

Η πιο έντονη ανάμνηση που έχει από εκείνα τα χρόνια των διαδοχικών ευρωπαϊκών τίτλων (1989, 1990 – δεν ήταν στου 1991) και της κοινής του πορείας με τους Κούκοτς, Τάμπακ, Περάσοβιτς, Ιβάνοβιτς, Παβίτσεβιτς, Σόμπιν και Σάβιτς ήταν πως “ήμασταν σαν τους Beatles. Όπου εμφανιζόμασταν, γινόταν χαμός. Μας χειροκροτούσαν σε όλα τα γήπεδα. Δεν υπήρχε ένα μέρος που να αντιμετωπίσαμε το παραμικρό πρόβλημα. Μας αναγνώριζαν. Δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω πώς ήταν να είσαι μέλος αυτής της ομάδας”.

Είχαν καταλάβει τι έκαναν; “Όχι, όχι, όχι. Έχω την αίσθηση πως ουδείς στην παγκόσμια ιστορία του αθλητισμού αντιλαμβάνεται πως γράφει ιστορία, ενόσω τη γράφει”. Είχαν το ελεύθερο, την άνεση να χαρούν, να πανηγυρίσουν, να απολαύσουν την κάθε επιτυχία; “Ανήμερα της όποιας κατάκτησης, ναι. Από την επομένη άρχιζε η προετοιμασία για την υλοποίηση του επόμενου στόχου. Αυτό ήταν κάτι που μας είχε καταστήσει σαφές, από την αρχή ο προπονητής μας.

Ο κόουτς ‘έτρεχε’ το σόου. Εμείς ακούγαμε τι μας έλεγε και προσπαθούσαμε να κάνουμε ό,τι μας έλεγε. Ο κόουτς ήταν αυτός που μας δίδασκε κάθε μέρα τι να κάνουμε. Ηγέτης γίνεσαι σε μεγαλύτερη ηλικία. Όχι όταν είσαι 21-22.

Όταν είσαι 21 δεν έχεις ωριμάσει αρκετά, ώστε να συνειδητοποιήσεις τι χρειάζεται να ‘χεις και τι πρέπει να κάνεις για να είσαι ηγέτης. Χρειάζεσαι εμπειρίες, εικόνες και παραστάσεις έως ότου να ξέρεις τι να πεις ανά πάσα στιγμή. Έμαθα πολλά για το πώς να γίνω ηγέτης, από τον Ντράζεν Πέτροβιτς”.

Eurokinissi

Τι έκανε τον Ντράζεν θρύλο; “Ήταν ο καλύτερος παίκτης από όλους. Δούλευε περισσότερο από όλους. Πάντα πιστεύεις πως οι καλύτεροι παίκτες δεν χρειάζεται να δουλέψουν όσοι οι άλλοι. Και μετά αντιλαμβάνεσαι πως αυτός ο τύπος σε έκανε να θες να δουλέψεις περισσότερο. Ήταν παράδειγμα προς μίμηση. Μας έμαθε ότι αν θέλουμε να είμαστε ηγέτες, θα έπρεπε να δουλεύουμε περισσότερο από όλους, ώστε να θέλουν να μας μιμηθούν οι υπόλοιποι.

Αν δεν είσαι διατεθειμένος να κάνεις θυσίες, δεν μπορείς να γίνεις ηγέτης. Κανείς δεν θα ακούσει αυτά που ‘χεις να πεις, αν δεν σε έχει δει να τα κάνεις. Εκείνος ήταν το απόλυτο παράδειγμα προς μίμηση”. Βουρκώνει.

“Δεν έμεινε στη ζωή πολλά χρόνια, αλλά έκανε πράγματα για δέκα ζωές. Το δεδομένο ωστόσο, είναι ότι έφυγε πάρα πολύ νωρίς. Λέμε πως ήταν μεταξύ των μεγαλύτερων παικτών, αλλά θα μπορούσε να μας δώσει πάρα πολλά περισσότερα, αν δεν τον χάναμε”.

Το αιφνίδιο αυτής της απώλειας το κουβαλά ακόμα και σήμερα. “Ήταν ένα σοκ που δεν μπορείς να ξεπεράσεις ποτέ. Ήταν ένας μοναδικός τύπος, ο ηγέτης μας, ο καλύτερος παίκτης μας. Μιλάς στο τηλέφωνο μαζί του, λες ‘τα λέμε’ και δυο ώρες αργότερα μαθαίνεις πως πέθανε. Αυτό είναι κάτι που δεν ξεπερνιέται”.

Toν Ιούνιο του 1989 έγινε pick στο ΝΒΑ draft από τους Σέλτικς, στο Νο40. Δεν μπορούσε να πάει. “Είναι μεγάλη ιστορία. Είχα συμβόλαιο με την Σπλιτ έως το 1992 και δεν ήθελαν να με αφήσουν να πάω. Είχαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό. Για μένα ήταν μια σκατένια απόφαση. Τότε, το να πας στο ΝΒΑ ήταν ένα τεράστιο όνειρο. Όλοι θέλαμε να πάμε και κανείς δεν το είχε κάνει -ακόμα. Δεν με άφησαν να ζήσω το όνειρο που ‘χα από παιδί. Το όνειρο που ‘χει κάθε παιδί. Προφανώς και απογοητεύτηκα”.

Αντέδρασε κάπως; “Όχι. Είχα πάει στη Βοστώνη το καλοκαίρι και δούλευα με την ομάδα. Μου ζήτησαν να επιστρέψω, το έκανα και μετά πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων για να καταλήξουμε κάπου, συμφωνήσαμε να με αφήσουν να πάω το καλοκαίρι του 1990”. Έναντι χρημάτων που θα έδιναν οι ‘Κέλτες’, ως αποζημίωση για τα δύο εναπομείναντα χρόνια συμβολαίου με την Σπλιτ.

Η αλήθεια είναι πως η υπόθεση του είχε γίνει σίριαλ, με καθημερινά επεισόδια στις εφημερίδες της εποχής και τον Μάλκοβιτς να ζητά από την ομοσπονδία να υιοθετήσει κανονισμούς, βάσει των οποίων ουδείς θα μπορούσε να φύγει για το ΝΒΑ, πριν συμπληρώσει το 26ο έτος της ηλικίας του.

Ο Jan Volk, GM των Σέλτικς, ο οποίος είχε αναλάβει προσωπικά το θέμα υποστήριζε πως το συμβόλαιο που ‘χε ο Ράτζα με την Σπλιτ ήταν ερασιτεχνικό. Η ομάδα πήγε σε δικαστήριο των ΗΠΑ (της Μασαχουσέτης) για να διεκδικήσει το δίκιο της -κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα για να τον αποτρέψει από το να παίξει, τονίζοντας πως το συμβόλαιο ήταν καθ’ όλα νόμιμο, με τον δικαστή να τη δικαιώνει δυο μέρες μετά.

“Γύρισα στο Σπλιτ, έκανα μια εξαιρετική χρονιά -την καλύτερη της έως τότε καριέρας μου, όπως πάντα-, πήραμε το πρωτάθλημα -για τρίτη σερί φορά- και το ευρωπαϊκό -για δεύτερη διαδοχική χρονιά. Μετά εμφανίστηκε μια ιταλική ομάδα, η Ρόμα που μου πρόσφερε δέκα φορές τα χρήματα που μου έδινε η Βοστώνη.

Όταν δεν έχεις τίποτα και με μια υπογραφή έχεις την ευκαιρία να ‘φτιάξεις’ ζωή σου, είναι κάτι που δεν μπορείς να προσπεράσεις. Το ΝΒΑ ήταν ένα τεράστιο όνειρο μεν, αλλά ήξερα πως μπορούσα να πάω εκεί ανά πάσα στιγμή. Γνώριζα ότι θα έλθει αυτή η ώρα. Υπέγραψα με τη Ρόμα στα 23 μου. Οπότε είχα χρόνο μπροστά μου για το ΝΒΑ”. Η Ρόμα είχε προσεγγίσει τον ατζέντη του, Λουτσιάνο Καπικιόνι, ο οποίος το μόνο που έκανε ήταν να ενημερώσει τον Ράτζα για το υπέρογκο της προσφοράς.

“Ο ατζέντης μου μιλούσε με αρκετές ομάδες. Δεν είχα ασχοληθεί, γιατί δεν με ένοιαζε. Με ενημέρωσε πως η Ρόμα δίνει 15.000.000 δολάρια για πέντε χρόνια. Έως τότε έπαιζα για 500 δολάρια το μήνα. Ειλικρινά σου λέω ότι για εμένα θα ήταν το ίδιο αν μου έλεγε 5.000.000 δολάρια. Η διαφορά ήταν τεράστια. Πάλι θα πήγαινα. Πάλι θα υπέγραφα κάτι τεράστιο που στην ουσία, εκείνη την περίοδο δεν είχα αντιληφθεί πόσο μεγάλο ήταν”.

Χρειαζόταν το ΟΚ της Βοστώνης για να πάει στην Ιταλία. Το εξασφάλισε, αμέσως μόλις κατέθεσε το σχετικό αίτημα (ο μύθος αναφέρει ότι ο Αμερικανός ατζέντης του εκμεταλλεύτηκε ένα ‘παραθυράκι’ του νόμου και έκανε δουλειά), με τους Σέλτικς να κρατούν φυσικά, τα δικαιώματα του.

Tα λεφτά δεν ήταν ποτέ το ‘κλειδί’ της ζωής του

Εξήγησε πως ‘”όταν ο Καπικιόνι μου ανέφερε τα λεφτά, δεν αντέδρασα. Ούτε καν ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Αλήθεια. Σκέφτηκα πως τακτοποιείται η ζωή μου και μέχρι εκεί. Συνειδητοποιείς ότι μπορείς να πάρεις ένα καλύτερο αυτοκίνητο, ένα μεγαλύτερο σπίτι. Τα λεφτά δεν ήταν ποτέ η κινητήριος δύναμη μου. Και να σου πω γιατί; Δεν μπορώ να οδηγήσω δυο αυτοκίνητα μαζί. Και δεν μπορώ να ζήσω σε δυο διαφορετικά σπίτια, ταυτόχρονα. Θέλω να σου πω είναι καλά τα χρήματα, κάνουν πιο απλά κάποια πράγματα, αλλά δεν είναι το ‘κλειδί’ της ζωής μου. Ποτέ δεν ήταν”.

Ιδιοκτήτης της ομάδας ήταν η Gruppo Ferruzzi, μια πανίσχυρη εταιρεία τροφίμων. Ο Ράτζα έγινε ο δεύτερος καλύτερος Ευρωπαίος της σεζόν 1990-91. Ο πρώτος ήταν ο κολλητός του, Τόνι Κούκοτς. Στα χρόνια που έμεινε εκεί, βελτίωσε το μέσο όρο πόντων που είχε και το 1992 οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του Κόρατς. “Μετά προέκυψαν οικονομικά προβλήματα στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, ο ιδιοκτήτης αυτοκτόνησε και αποφάσισα να πάω στο ΝΒΑ”. Παρακολουθούσε παιχνίδια, πάντα. Ήξερε τι τον περιμένει.

Έως εκείνο το σημείο είχε κάνει στην Ευρώπη πράγματα που δεν είχαν ξαναγίνει, από παίκτη της θέσης του. Έτρεχε, ντρίμπλαρε, χρησιμοποιούσε και τα δύο χέρια. Δεν ήταν πολύ εύκολο να τον μαρκάρουν -όπως θα ομολογούσε στα επόμενα χρόνια (και) ο Dennis Rodman. Δεν ήταν εύκολο να σκοράρουν μπροστά του -όπως έχει πει φρόντισε να μάθει από εκείνους που του έκαναν δύσκολη τη ζωή, όταν ήταν μικρός.

Όλα αυτά και όσα ακολουθούν, τον ενέταξαν στους 50 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών, στη σχετική λίστα που είχε εκδώσει η FIBA. Αυτό που έγραφαν όλοι στο Νο1 της λίστας με το τι τον έκανε μοναδικό ήταν η νοοτροπία νικητή.

“Από τη στιγμή που άρχισα να μιλάω με τους Σέλτικς, παρακολουθούσα μόνο αυτούς. Είχαν τον Λάρι Μπερντ, τον Ρόμπερτ Πάρις, τον Κέβιν ΜακΧέιλ. Είχαν μια εξαιρετική ομάδα. Μετά αποσύρθηκαν ο Λάρι και ο Κέβιν, ενώ το καλοκαίρι που προηγήθηκε της άφιξης μου πέθανε ο Ρέτζι Λιούις -από ανακοπή καρδιάς, ενώ ήταν στις εγκαταστάσεις της ομάδας για προπόνηση. Ένας άλλος παίκτης, ο Λεν Μπάιας είχε πεθάνει δυο μέρες μετά την επιλογή του στο 1986 ΝΒΑ draft, από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Θέλω να σου πω είχαν ζήσει το μερίδιο τους στην ατυχία και δεν ήταν η ομάδα που ήλπισα να είναι. Αλλά αυτό ήταν καλό για εμένα, γιατί μου έδωσαν την ευκαιρία να παίξω και να δω πόσο καλός είμαι.

Τι μου έκανε εντύπωση; Όλα ήταν διαφορετικά. Οι Σέλτικς είναι ένας εκπληκτικός οργανισμός, τον οποίον λάτρεψα. Είχαμε ιδιωτικό αεροπλάνο, δεν είχαμε αναμονές στα αεροδρόμια, check in και γενικότερες ταλαιπωρίες. Δεν χάναμε το χρόνο μας σε πράγματα που δεν αφορούσαν το μπάσκετ. Δεν υπήρχε πρόγραμμα για ομαδικά γεύματα. Ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Ήμασταν όλοι επαγγελματίες”. Από την απόλυτα πειθαρχημένη και οργανωμένη, από άλλους ζωή, πήγε στην απόλυτη ελευθερία.

“Στο ΝΒΑ πάντα σε κρίνουν από το παιχνίδι σου. Αν παίζεις καλά, δεν τους νοιάζει τι κάνεις. Αν δεν παίζεις καλά, υπάρχουν συνέπειες. Από το να κάθεσαι στον πάγκο και να μη σηκώνεσαι ως το να σε θέτουν εκτός ομάδας. Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Αν τα κάνεις σκατά, αργά ή γρήγορα, κάποιος θα σε κλωτσήσει στον κώλο”.

Έμεινε στους Σέλτικς τέσσερα χρόνια. Το 1997 ήταν που έκλεισε ο κύκλος. Ενδεχομένως όχι όπως θα ήθελε, αλλά έκλεισε. Τον Ιούνιο του 1997 είχε μπει σε ανταλλαγή οκτώ παικτών και τριών οργανισμών (Σέλτικς, Νετς, Σίξερς). Ο δικός του προορισμός ήταν η Φιλαδέλφεια, όπου όπως έχει γράψει η ιστορία, στις εξετάσεις φάνηκε ότι δεν έχει χόνδρο στο αριστερό γόνατο -και άρα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε πρόγραμμα τεσσάρων αγώνων σε έξι μέρες. Η συμφωνία ακυρώθηκε. Είχε άλλα τρία χρόνια συμβόλαιο με τη Βοστώνη, που είχε αλλάξει προπονητή. Στη θέση του Καρ είχε προσληφθεί ο Ρικ Πιτίνο.

Αν τα κανεις σκατα στο ΝΒΑ, κάποιος θα σε κλωτσησει στον κωλο, αργα ή γρηγορα

“Δεν μπορείς να δουλέψεις με έναν άνθρωπο που σου έχει πει ψέματα. Όταν είχε έλθει στους Σέλτικς, είχα ακούσει φήμες ότι θέλει να μας ξεφορτωθεί όλους. Για τέσσερα χρόνια ήμουν εκ των καλύτερων παικτών της ομάδας. Ένιωσα λοιπόν, πως έχω το δικαίωμα να τον ρωτήσω ευθέως για τις προθέσεις του. Πήγα και τον βρήκα, για να τον ρωτήσω αν ήθελε να με ανταλλάξει.

Είχα πει στον Πιτίνο ‘είμαι 30 χρόνων και έχω την αίσθηση πως έχω κατακτήσει το δικαίωμα να μπορώ να σου μιλήσω και να σου κάνω αυτήν την ερώτηση. Θέλω να μου απαντήσεις με ειλικρίνεια. Αν δεν σου αρέσω, δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα. Είναι δικαίωμα σου. Είναι business. Απλά πες το μου και αν με ανταλλάξεις, θα σε παρακαλούσα να με στείλεις σε μια καλή, ανταγωνιστική ομάδα. Μη με πας σε κανένα μπουρδέλο. Έχω την εντύπωση ότι αυτό είναι κάτι που αξίζω, βάσει του τι έχω κάνει για την ομάδα. Του τι έχω κάνει στην καριέρα μου’. Μου απάντησε ‘όχι, όχι, δεν πρόκειται να σε ανταλλάξω. Αυτό που θέλω είναι να ‘χτίσω’ γύρω σου την ομάδα.

Κάποιες μέρες μετά, με ενημέρωσαν πως με είχαν δώσει στο χειρότερο οργανισμό που υπήρχε τότε: στη Φιλαδέλφεια”. Δεν αντέδρασε με τον τρόπο που ενδεχομένως να αντιδρούσε η πλειοψηφία των ανθρώπων που ‘χουν το ύψος του και τη δύναμη του. “Οι Βαλκάνιοι είμαστε πιο ευφυείς από τους Αμερικανούς. Δεν θα τους έκανα τη χάρη να χάσω το δίκιο μου. Δεν του ζήτησα να με ανταλλάξει με τους πρωταθλητές. Ήθελα απλά, να παίξω σε μια καλή ομάδα. Εκείνος όμως, δεν το ήθελε.

Τέθηκα εκτός ανταλλαγής, λόγω του γονάτου μου. Αν ήθελα, θα μπορούσα να ολοκληρώσω τη μετακίνηση. Αυτό όμως, ήταν κάτι που δεν επιθυμούσα και ακολούθησε η συμφωνία να με αφήσουν να γυρίσω στην Ευρώπη”.

“Ο Βράνκοβιτς μού είπε να μην έρθω στην Ελλάδα”

Δεν θέλησε να μείνει στην άλλη ακτή του Ατλαντικού “γιατί είχα φτάσει σε ένα σημείο που είχα δει ποιος είμαι και τι πραγματικά μπορώ να κάνω. Είχα δει τι μπορούσα να κάνω εναντίον όλων, εναντίον των καλύτερων. Αυτό που επιθυμούσα ήταν να διεκδικήσω ξανά τίτλους”. Έτσι, τον είδαμε στην Ελλάδα, με τη φανέλα του Παναθηναϊκού. “Θυμάμαι είχα πάρει τον Στόικο να τον ρωτήσω σχετικά, μετά την πρόταση που μου είχε γίνει. Μου είχε απαντήσει ‘μην πας στην Ελλάδα, γιατί θα τρελαθείς’. Δεν τον άκουσα και λάτρεψα κάθε λεπτό που πέρασα στη χώρα σου. Στον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό. Λάτρεψα τη νοοτροπία σας, που μοιάζει πολύ με τη δική μας, των ανθρώπων από τις Δαλματικές Ακτές. Ένιωσα πως υπήρχε ‘σύνδεση'”.

Aς πούμε πρώτα για τον Παναθηναϊκό, αν και τον αγαπούν ακόμα οι φίλαθλοι και των δυο ομάδων. “Αυτό είναι μέρος της προσωπικότητας μου. Πάντα έδινα το 100% και ο κόσμος το έβλεπε. Ο κόσμος πάντα ξέρει ποιος δίνει ό,τι έχεις. Δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις. Μπορεί να καταλάβει αν είσαι αδιάφορος ή σε ‘καίει’ ό,τι γίνεται. Στην Ελλάδα ήταν και πολλοί αυτοί που με έκαναν καλύτερο μέσα από τις μάχες μας, στον ΠΑΟ και στον Ολυμπιακό. Πάντα ετοίμαζαν ειδικές συνθήκες. Και ποτέ δεν ήταν εύκολο για εμένα. Έπαιζα πολύ, είχα πολλά να κάνω, πολλοί προσπάθησαν να με εκνευρίσουν για να τσακωθούμε και να χάσω την αυτοσυγκέντρωση μου. Αλλά δεν το επέτρεπα. Είχα μάθει να ‘μπλοκάρω’ από το μυαλό μου ό,τι δεν αφορούσε τη δουλειά μου. Δεν με ένοιαζε τι έλεγαν στην εξέδρα -μια χαρά καταλάβαινα τι έλεγαν, γιατί πάντα έλεγαν τα ίδια. Επίσης, ‘μπλόκαρα’ τη σημασία του κάθε αγώνα, ώστε να μην υπεραναλύω τα πάντα.

Για όλα αυτά με λάτρεψαν όπου έπαιξα. Γι’ αυτό και δεν αντιμετώπισα το παραμικρό θέμα, όταν πήγα στο ΟΑΚΑ ως παίκτης του Ολυμπιακού. Ακόμα και σήμερα, όταν είμαι στην Αθήνα ή στην Κρήτη -βρέθηκα εκεί τον περασμένο Σεπτέμβριο- με πλησιάζουν και ‘κόκκινοι’ και ‘πράσινοι’, για μια φωτογραφία. Δεν με ένοιαζε ποια ομάδα είχα απέναντι. Για εμένα ήταν το ίδιο. Πάντα ήθελα να νικήσω και έπαιζα σκληρά για την ομάδα μου.

Έδινα μάχες για τους συμπαίκτες μου. Δεν με ενδιέφερε αν έπρεπε να βουτήξω στο παρκέ, αν θα βριζόμουν με τους Αμερικανούς. Έκανα ό,τι χρειαζόταν, για να νικήσει η ομάδα μου. Για εμένα πάντα η ομάδα μου ήταν ό,τι πιο ιερό. Ο κύριος λόγος που πήγα στον Παναθηναϊκό ήταν ο Σλόμπονταν Σούμποτιτς. Οι φίλαθλοι, όλος ο οργανισμός με είχαν υποδεχθεί σαν σούπερσταρ. Τα media ήταν πιο επιφυλακτικά, λόγω του γονάτου μου. Όλα όμως, πήγαν εξαιρετικά, πραγματικά γρήγορα.

Όταν ήρθα στην Ελλάδα το ελληνικό μπάσκετ δεν ήταν ακριβώς, στα καλύτερα του. Μετά το ’87 και το Πανευρωπαϊκό που κατέκτησε η Εθνική σας, εκπλήσσοντας τους πάντες (ένα χρυσό που δεν θα κατακτούσατε αν δεν γινόταν η διοργάνωση στην Ελλάδα) δεν είχε ακολουθήσει κάτι σημαντικό, σε συλλογικό ή εθνικό επίπεδο. Ο Παναθηναϊκός δεν είχε πάρει πρωτάθλημα για 14 χρόνια.

Στην αρχή είχα κάποια προβλήματα με τους συμπαίκτες μου, ειδικά τους Έλληνες, γιατί δεν ήταν συνηθισμένοι στη σκληρή δουλειά. Θυμάμαι πήγαινα στις προπονήσεις και πετούσα μπουκάλια, γύριζα τραπέζια, κλωτσούσα καρέκλες, από τα νεύρα μου για τη νωθρότητα τους. Προσπαθούσα να τους πείσω ότι έτσι δεν θα πάμε πουθενά. Όλοι έλεγαν πως είμαι ‘κου κου’. Χρόνια μετά, σε συνάντηση που είχα με τον Φραγκίσκο Αλβέρτη μου αποκάλυψε ότι ‘είχαμε πιστέψει πως είσαι τρελός, αλλά άλλαξες το ρουν του ελληνικού μπάσκετ. Αφότου έπαιξα μαζί σου κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω για να γίνω πρωταθλητής’.

Κάτι ανάλογο έγινε και όταν είχε πάει στον Ολυμπιακό. “Ο Ηλίας Ζούρος ήταν μικρός σε ηλικία -πρέπει να ήμασταν συνομήλικοι. Είχαμε πολλές διαφωνίες. Είχα πάει εκεί για να τους βοηθήσω. Μισούσα το ότι δεν έκαναν σκληρές προπονήσεις. Άρχισα πάλι να πετώ μπουκάλια και καρέκλες. Ο Ζούρος όμως, δεν ήθελε να τον βοηθήσω, γιατί στο μυαλό του το ‘χε αλλιώς. Πως εκείνος είναι ο προπονητής, άρα εκείνος πρέπει να παίρνει όλες τις αποφάσεις. Δεν τα πήγαμε καλά.

Πάντα τον σεβόμουν, γιατί ήταν προπονητής μου, αλλά δεν δέχθηκε τη χείρα βοηθείας που είχα να του προσφέρω. Έπειτα από πολλά χρόνια, ειδωθήκαμε κάπου τυχαία. Μόλις με είδε, άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου και πήδηξε να με αγκαλιάσει. Μου είπε ‘ήσουν ο καλύτερος παίκτης που είχα ποτέ. Σου ζητώ συγγνώμη που δεν σε άφησα να με βοηθήσεις. Το κατάλαβα αργότερα. Ήμουν ηλίθιος’”.

Πίσω στον πρώτο του χρόνο στον Παναθηναϊκό, “όλοι ένιωσαν ευγνώμονες που τους έδειξα τον τρόπο να φτάσουν στην κορυφή. Όχι με λόγια, αλλά με πράξεις. Ο Αλβέρτης, ο Φώτσης και πολλοί άλλοι ήταν παιδιά όταν βρεθήκαμε. Ειδικά ο Αντώνης, δεν είχε καν γένια. Ήθελα να τους δείξω το σωστό τρόπο. Το να έχω τη δυνατότητα να στείλω ένα μήνυμα σε κάποιον και εκείνος να θέλει να το δεχθεί, είναι εκπληκτικό συναίσθημα”. Εξηγεί πως δεν του αρέσει να μιλάει, να λέει περιττά λόγια. “Και μισώ το ψέμα. Αν θες να μάθεις κάτι που να με αφορά, δεν έχεις παρά να με ρωτήσεις. Αλλά μη γράφεις κάτι που άκουσες σε ένα μπαρ, χωρίς να μιλήσεις σε εμένα”.

Η στιγμή που ο ΠΑΟ έγινε ‘σοβαρός ευρωπαϊκός σύλλογος’

Eurokinissi

Στη Βοστώνη είχε ωριμάσει επιθετικά. “Στον Παναθηναϊκό έγινα καλύτερος και αμυντικά. Είχα νιώσει πως μπορώ να ηγηθώ και στις δυο άκρες του γηπέδου. Δώσαμε στην ομάδα τον πρώτο τίτλο, έπειτα από 14 χρόνια. Μας συμπεριφέρονταν όλοι σαν να είμαστε θεοί. Και η δεύτερη χρονιά ήταν επιτυχημένη. Φτάσαμε στους τελικούς με τον Ολυμπιακό, που είχε το πλεονέκτημα της έδρας και όλη την ιστορία με το μέρος του. Έως τότε δεν υπήρχε ομάδα που να ‘χε τερματίσει πρώτη στην κανονική περίοδο και να έχανε τον τίτλο. Όπως μου είπαν κάποιοι, όταν πήγα στον Ολυμπιακό, οι αντίπαλοι μας πανηγύριζαν πριν καν αρχίσουν οι τελικοί. Είχαν ήδη ξοδέψει το μπόνους κατάκτησης τίτλου. Μάλλον δεν είχαν υπολογίσει την τρέλα μου. Στο μυαλό μου αυτή ήταν η στιγμή που ο Παναθηναϊκός έγινε σοβαρός ευρωπαϊκός σύλλογος και άρχισε να επενδύει στα αποτελέσματα. Οι αείμνηστοι αδελφοί Γιαννακόπουλοι έφεραν τους κορυφαίους Ευρωπαίους παίκτες. Ήταν απόλαυση να παίζεις για εκείνους. Ήταν άλλης κοπής άνθρωποι, παλαιάς, από αυτούς που δεν δύσκολα μπορείς να βρεις πια”.

Μετά ήλθε το τέλος της συνεργασίας. Tα δημοσιεύματα της εποχής θέλoουν να χώρισαν οι δρόμοι λόγω του περιστατικού που αφορούσε το νυν αφεντικό του οργανισμού, στις 28 Μαρτίου του 1999, μετά την αδυναμία των ‘πρασίνων’ να διασφαλίσουν την πρώτη θέση της κανονικής περιόδου. Νίκησαν μεν, τον Ολυμπιακό, αλλά δεν κάλυψαν τη διαφορά του πρώτου αγώνα. Όπως διάβασες, αυτή η απώλεια δεν σήμαινε και τίποτα. Τότε όμως, δεν το ήξεραν αυτό. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος μπήκε στα αποδυτήρια της ομάδας για να ζητήσει με πολύ έντονο τρόπο εξηγήσεις για την απόδοση της, κυρίως από τον Σούμποτιτς και τον Ράτζα. Ο Κροάτης έχασε την ψυχραιμία του.

“Ήταν ένα ατυχές συμβάν, έπειτα από ματς που δεν πήγε όπως θέλαμε. Η αδρεναλίνη ήταν στα ύψη κι αυτό είναι ένα συμβάν, στο οποίο δεν θέλω να επιστρέψω. Το θέμα έχει τελειώσει οριστικά. Έχουμε μιλήσει με τον Δημήτρη, όλα είναι καλά. Σκέψου να ‘χεις χίλιους παλμούς και να βλέπεις κάποιον, που δεν γνωρίζεις, να προσβάλει την ομάδα σου. Η αντίδραση μου ήταν αντανακλαστική. Λυπάμαι για ό,τι έγινε. Δεν είμαι υπερήφανος για την αντίδραση μου. Αλλά όπως είπα, έχουμε μιλήσει και το ‘κλείσαμε’. Άλλωστε η χρονιά τελείωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: νικήσαμε εκτός τον Ολυμπιακό -σπάσαμε έδρα, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ελληνικής λίγκας- και πήραμε τον τίτλο. Έχω την αίσθηση ότι εκείνο περιστατικό τροφοδότησε αυτό που έγινε στους τελικούς. Δεν ήταν μόνο το δικό μου ‘καύσιμο’, αλλά όλων”.

Τι τον έκανε όμως να φύγει από τον Παναθηναϊκό μετά το τέλος της σεζόν 1998-99; “Αισθανόμουν σκατά. Μετά όμως, σκέφτηκα ότι είχα δώσει το καλύτερο που είχα. Ένιωσα εξαντλημένος. Το σώμα μου είχε κουραστεί από τα μεγάλα ματς. Ένιωθα τεράστια πίεση στο κεφάλι μου. Είχα φτάσει στο σημείο να χρειάζομαι 2-3 ώρες έπειτα από κάθε παιχνίδι για να ηρεμήσω. Κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να φύγω. Δεν ήταν εύκολο. Ήταν όμως, αυτό που έπρεπε να γίνει”.

Ηταν ατυχες το συμβαν (σ.σ. με τον Δημητρη Γιαννακοπουλο), επειτα απο ματς που δεν πηγε οπως θελαμε. Η αδρεναλινη ηταν στα υψη. Το θεμα εχει τελειωσει οριστικα. Εχουμε μιλησει με τον Δημητρη, ολα ειναι καλα

Προφανώς και είχε προτάσεις από άλλες ομάδες. “Η μια ήταν από τον Σωκράτη Κόκκαλη, έναν εκπληκτικό τύπο. Θα σου πω δυο ιστορίες για να καταλάβεις τι εννοώ: ο Ολυμπιακός με ήθελε αμέσως μετά το τέλος της συνεργασίας μου με τον Παναθηναϊκό”, για τη χρονιά που πέρασε στη Ζάνταρ (1999-2000).

“Ο άνθρωπος που ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις μου έκανε μια χαμηλή προσφορά, γιατί ήξερε ότι δεν έχω μεγάλες προτάσεις. Πίστευε πως στο τέλος θα υποκύψω, γιατί δεν είχα κάτι καλύτερο. Δεν το έκανα. Πήγα στη Ζαντάρ και έπαιξα για τρεις φορές λιγότερα χρήματα. Αφότου συμφώνησα με την ομάδα, ο Ολυμπιακός μου είπε πως θα μου δώσει ό,τι θέλω. Τους εξήγησα ότι είχα ήδη δώσει το λόγο μου. Το πρόσωπο μου είναι πιο σημαντικό από τα λεφτά.

Την επόμενη χρονιά μου τηλεφώνησε ο ίδιος ο κ. Κόκκαλης. Αρχικά απολογήθηκε για τον τρόπο που ‘χαν διαχειριστεί οι συνεργάτες του την περίπτωση μου το 1999 και μου εξήγησε πως αυτήν τη φορά θα μιλούσα μαζί του. Συμφωνήσαμε να ταξιδέψω στην Αθήνα. Την επομένη ήμουν στο γραφείο του. Με ρώτησε ποια είναι η τιμή μου.

Του απάντησε το περιβόητο ‘ένα δολάριο περισσότερο από τον πιο ακριβό παίκτη της Ευρώπης’. “Άρχισε να γελάει. Συμφωνήσαμε στην τιμή και μετά το ανακοινώσαμε εκείνος στον GM και εγώ στον ατζέντη μου. Ο κ. Κόκκαλης μου είπε πως θα έπαιζα για έναν νεαρό σε ηλικία και άπειρο προπονητή. Σου είπα πριν τι έκανα στην αρχή -για όσα πετούσα. Το επόμενο καλοκαίρι, με είχε καλέσει σε δείπνο, μετά το τέλος της σεζόν και έβγαλε μια λευκή επιταγή. Μου είπε ‘βάλε ό,τι νούμερο θες και μείνε κοντά μας. Με μια προϋπόθεση: να είσαι στην προετοιμασία την 1η Αυγούστου’. Του είπα πως τον ευχαριστώ πολύ, αλλά ένιωθα εξοντωμένος και είχα τεράστια ανάγκη να ξεκουραστώ. Η χρονιά είχε τελειώσει στο δεύτερο μισό του Ιουνίου και δεν άντεχα καν στη σκέψη πως 1η Αυγούστου θα είμαι πίσω στη δουλειά.

Οι γιατροί μου είχαν πει πολλές φορές ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα, αλλά δεν τους άκουγα. Σε ματς της Ευρωλίγκας είχα νιώσει ότι είχε ‘μπλοκάρει’ το πόδι μου. Είχα κάνει τα πάντα -θεραπεία, κολύμβηση, μασάζ. Μου είχαν πει ότι δεν θα έπρεπε να παίξω στο επόμενο παιχνίδι. Δεν τους άκουσα. Είχε έλθει αυτή η ώρα. Του είπα και ότι αν ήθελε κάποιον παίκτη, του βεληνεκούς μου, κοντά στην Πρωτοχρονιά, θα ήμουν εκεί (γελάει)”. Αυτό δεν συνέβη.

Είχε αποφασίσει να μείνει εκτός ένα χρόνο, αλλά του ζήτησε ο Βράνκοβιτς να ‘βάλει’ πλάτη στην Τσιμπόνα που δεν είχε αρχίσει καλά τη σεζόν. “Πήγα δυο μέρες πριν ένα ματς με την ΑΕΚ -που χάσαμε στο τελευταίο λεπτό. Η αλήθεια είναι πως το μυαλό μου δεν ήταν 100% στο μπάσκετ, όπως όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δεν ήθελα να συνεχίσω”. Ενσωματώθηκε στη Σπλιτ για το δεύτερο μισό της σεζόν 2002-03 και μετά πει το ‘αντίο’. Από 15 χρόνων η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από το μπάσκετ. 21 χρόνια μετά είχε όλο το χρόνο στη διάθεση του να κάνει ό,τι γούσταρει. Ήξερε τι γούσταρε; Ήταν εύκολο να ‘σπάσει’ τη συνήθεια;

“Είναι πολύ εύκολο να προσαρμόζεσαι σε κάτι καλύτερο. Είχα αποκτήσει παιδιά, οπότε είχα τρόπο να ‘γεμίσω’ τη μέρα μου. Έχεις δίκιο να μιλάς για συνήθειες. Στο μυαλό μου ένιωσα πως έπρεπε να κρατήσω ένα πρόγραμμα. Συνέχισα να γυμνάζομαι -δεν σταμάτησα ποτέ- και έπαιζα σε τοπικά πρωταθλήματα. Αν ήταν δίκαιο; Όχι δεν ήταν (γελάει), γιατί συμπεριφερόμουν σε αυτά τα παιχνίδια όπως όταν έπαιζα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Έβαζα 30 με 50 πόντους, αλλά you gotta do what you gotta do”.

“Η γυναίκα μου είναι στο Dancing with the Stars και είμαι πιο αγχωμένος κι από τελικό Ολυμπιακών Αγώνων”

Η πίεση ήταν μια λέξη, μια έννοια με την οποία δεν γνωρίστηκε ποτέ. Ή γεννήθηκε με αυτή. Μεγάλωσε παρέα της. “Δεν κερδίζεις τα παιχνίδια, ενώ είναι αυτά σε εξέλιξη. Τα κερδίζεις από τις προπονήσεις που ‘χεις κάνει. Πάντα ξέρεις πώς θα παίξεις στα ματς, από όσα έχεις κάνει στην προετοιμασία για αυτά. Αν προπονηθείς καλά, θα παίξεις καλά. Μπορούσα να πω πώς θα παίξω σε κάθε αγώνα, κατά 80% πριν καν δοθεί το τζάμπολ, από το πώς τα είχα πάει στην τελευταία προπόνηση”.

Έχει παίξει σε τόσα σημαντικά παιχνίδια, στη ζωή του “που ό,τι και αν γινόταν μπορούσα να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου. Δεν άφησα ποτέ το άγχος να με ακουμπήσει. Τώρα η γυναίκα μου είναι στο Dancing with the Stars και νιώθω πολύ μεγαλύτερο άγχος από αυτό που ένιωθα σε τελικό Ολυμπιακών Αγώνων”. Ξεκάθαρα γιατί το αποτέλεσμα δεν εξαρτάται από αυτόν και τη δουλειά του. Δεν μπορεί να το ελέγξει.

Μάλλον έχεις καταλάβει τι τραβά (ο διαγωνισμός ολοκληρώνεται την προσεχή Κυριακή 2/6 και η σύζυγος του είναι στους φιναλίστ) η γυναίκα, Bίκι κάθε εβδομάδα. Τι της λέει. “Ναι, της λέω ότι πρέπει να νικά την εβδομάδα που προηγείται κάθε εμφάνισης της, μέσω της δουλειάς που κάνει. Η απάντηση σε όποιο πρόβλημα έχεις, είναι να δουλέψεις πάνω σε αυτό. Δεν σουτάρεις καλά; Πηγαίνεις στο γήπεδο και κάνεις σουτ, μέχρι να το πετύχεις. Δεν τρέχεις γρήγορα; Πηγαίνεις στο στίβο και το δουλεύεις. Δεν είσαι αρκετά δυνατός; Πηγαίνεις στο γυμναστήριο και γίνεσαι. Όταν λοιπόν, έρχεται η ώρα του αγώνα έχεις όλα τα χρήσιμα ‘εργαλεία’.

Ως διεθνής απήλαυσε μια πορεία με δέκα μετάλλια, σε 10 χρόνια, ως μέλος θρυλικού -άκρως επιτυχημένου- ρόστερ. Αίφνης, όλα χάθηκαν, εξαιτίας του πολέμου. Δηλαδή, όχι όλα. Οι φιλίες μεταξύ των παιδιών που ‘χαν μεγαλώσει μαζί, που ‘χαν ανδρωθεί παρέα, δουλεύοντας για έναν κοινό στόχο, κρατήθηκαν αναλλοίωτες. “Διατηρήσαμε επαφές μεταξύ μας. Όλοι μας”.

Η απαντηση σε οποιο προβλημα εχεις ειναι να δουλεψεις πανω σε αυτο. Δεν σουταρεις καλα; Πας στο γηπεδο και κανεις σουτ

Πόσο εύκολο ήταν αυτό; “Δεν με ενδιαφέρει από πού είσαι. Με ενδιαφέρει αν είσαι καλός ή κακός άνθρωπος. Μέχρι σήμερα μιλάω, όπως μιλούσα με τους φίλους μου. Δεν είδα ποτέ κανέναν τους να ενθαρρύνει τον πόλεμο. Αν γινόταν αυτό, θα υπήρχε θέμα. Διαφωνία. Όλοι ζήσαμε τα ίδια, από διαφορετικές πλευρές. Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε για τη χώρα μας. Δεν υπήρχε λόγος να μισήσουμε ο ένας τον άλλον. Αυτό που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να προωθούμε την ειρήνη”. Εκείνος δεν τα λέει, αλλά έμαθα ότι, μεταξύ άλλων, βοήθησε ένα παιδί που έμεινε ορφανό στον πόλεμο. Η σχέση που δημιουργήθηκε τότε κρατά μέχρι σήμερα.

Αγωνιστικά, “μας δόθηκε η δυνατότητα να αγωνιστούμε για διαφορετικές ομάδες. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ως Κροατία πια κατακτήσαμε άλλα τέσσερα μετάλλια. Κάποια στιγμή, η καριέρα μου με την εθνική οδηγήθηκε στο εύλογο τέλος της. Βλέπεις, για πάρα πολλά χρόνια έπαιζα όλον τον χρόνο, χωρίς διάλειμμα. Τα γόνατα μου άρχισαν να ‘χουν προβλήματα. Έκανα επέμβαση και κατάλαβα πως στο εξής δεν μπορούσα να τα κάνω όλα. Είχε έλθει η στιγμή να φροντίσω το σώμα μου”.

Δεν έγινε προπονητής γιατί “ως παίκτης ασχολείσαι με το μπάσκετ για 3-4 ώρες την ημέρα. Ως κόουτς ασχολείσαι 16. Και μετά, πρέπει να συναναστρέφεσαι, να συνεννοείσαι με 12 psychos σαν εμένα (γελάει). Γιατί να το θέλω αυτό;”. Mα πάλι συναναστρέφεται με περισσότερους από 12 psychos, μέσω της νέας του πρόκλησης: αυτή της ενασχόλησης του με την ομοσπονδία μπάσκετ της Κροατίας, ως άμεσου συνεργάτη του προέδρου Στόγιαν Βράνκοβιτς.

“Δεν είναι ακριβώς έτσι, γιατί τον περισσότερο χρόνο τον περνώ με παιδιά, με τις ‘μικρές’ εθνικές”. Που προφανώς και δεν δουλεύουν όπως δούλευε εκείνος ως παιδί. “Ισχύει, αλλά για αυτό είμαι εγώ εδώ: για να τους δείξω τον τρόπο”. Τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε μαζί με τους φίλους του (Βράνκοβιτς, Κούκοτς) στην εθνική, ήταν στην ανδρών, για να πείσουν τους -ταλαντούχους- διεθνείς πως είναι όλοι μαζί. Όχι ο ένας εναντίον του άλλου.

“Για 20 χρόνια είχαμε για πρόεδρο ομοσπονδίας έναν πρώην διαιτητή, τον Ντάνκο Ράντιτς, που είχε πιστέψει πως διοικεί την προσωπική του επιχείρηση. Αυτός λοιπόν κατέστρεψε το μπάσκετ στην Κροατία. Μετά ο Στόικο, ο οποίος πέρα από φίλος μου είναι και κουμπάρος μου έκανε ένα βήμα μπροστά και μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Δεν γινόταν να αρνηθώ. Προσπαθήσαμε πολύ να αλλάξουμε τη νοοτροπία, αλλά δεν τα καταφέραμε. To χειρότερο ήταν πως δεν θέλουν να παίξουν. Ξέρεις πόσοι παίκτες μας είπαν, στα προκριματικά πως δεν ήθελαν να έλθουν; Τουλάχιστον 10, σε κάθε παράθυρο. Για εμάς ήταν τιμή να φορέσουμε τη φανέλα με το εθνόσημο. Δεν το σκεφτόμασταν καν. Απλά πηγαίναμε. Για όλα αυτά, αποφασίσαμε να δώσουμε έμφαση στις μικρές ηλικίες, ώστε οι επόμενες γενιές να είναι καλύτερες”.

Πόσο εύκολο είναι να ‘νικήσει’ τους γονείς που έχουν πια λόγο σε όλα -χωρίς να ξέρουν τίποτα; “Ο πρώτιστος στόχος που ‘χω πια είναι να αποτρέψω τους γονείς από το να ‘χουν λόγο και ρόλο σε ό,τι κάνουν τα παιδιά τους, στο γήπεδο. Βοηθά ότι μου δείχνουν σεβασμό. Άνθρωποι που συνήθως ουρλιάζουν και βρίζουν, όταν με βλέπουν να μπαίνω στο γήπεδο σταματούν να μιλούν. Με βλέπουν που παρακολουθώ το παιδί μου να κάνει προπόνηση και δεν λέω κουβέντα. Έγραψα και ένα άρθρο για τους γονείς. Το διάβασαν 200.000 άνθρωποι. Η ουσία ήταν ‘αφήστε τα παιδιά σας ήσυχα. Αφήστε τα να είναι παιδιά. Διασφαλίστε πως θα είναι καλοί μαθητές και καλοί άνθρωποι και δώστε τους το δικαίωμα στη διασκέδαση. Άλλωστε, ένα πολύ μικρό ποσοστό θα καταφέρουν να γίνουν επαγγελματίες. Έτσι ήταν πάντα’”.

Η πρώτη φορά που δούλεψε με παιδιά ήταν στο Σπλιτ. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να διώξει -δυο φορές- παιδιά, εξαιτίας της κακής συμπεριφοράς των γονιών τους. “Έπειτα από λίγο καιρό επιτρέψαμε να επιστρέψουν, ενημερώνοντας τα πως αν οι γονείς τους πλησιάσουν στο πάρκινγκ του γηπέδου, θα αποκλειστούν δια παντός. Αν έπιασε; Φυσικά! Βασική προϋπόθεση είναι να το κάνεις με τους γονείς του παιδιού που ξεχωρίζει στις προπονήσεις. Τότε στέλνεις το μήνυμα. Όχι σε ένα αδύναμο, στην εύκολη λύση”.

Το Μάρτιο του 2018 τον ενημέρωσαν πως θα γίνει ο 8ος Ευρωπαίος Hall of Famer. (Μπέλοφ, Τσόσιτς, Νταλίπαγκιτς, Πέτροβιτς, Σαμπόνις, Μαρτσουλιόνις και Γκάλης, είναι οι προηγούμενοι). Ο τρίτος Κροάτης (μετά τους Κρέζιμιρ Τσόσιτς και Ντράζεν Πέτροβιτς) και ο πρώτος μετά τον Νίκο Γκάλη.

“Ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί καν πως θα το ζούσα. Η μεγαλύτερη επιβράβευση για όσα είχα κάνει στην καριέρα μου. Με ενημέρωσαν δια τηλεφώνου. Δεν μπορούσα να ψελλίσω λέξη. Άρχισα να κλαίω. Για την ακρίβεια, έκλαιγα για μια εβδομάδα -διάστημα που μου είχαν πει να μην πω τίποτα σε κανέναν, έως ότου γίνει η ανακοίνωση. Μόνο η γυναίκα μου ήξερε. Τις πρώτες ημέρες με έπιαναν τα κλάματα, όπου βρισκόμουν. Όσοι με έβλεπαν ανησυχούσαν και με ρωτήσουν τι συνέβη. Δεν μπορούσα όμως, να τους πω. Χρειάστηκε να κρυφτώ μέχρι την ανακοίνωση. Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι, αλλά ήταν αδύνατο. Για την ακρίβεια, ήταν το μόνο που σκεφτόμουν όλη μέρα”. Του θυμίζω την ατάκα του περί ουτοπίας όσων πιστεύουν ότι αφήνουν κληρονομιά, αφού τελικά όλοι γινόμαστε -στο τέλος της διαδρομής- ‘τροφή για τα σκουλήκια’.

Το αντιπαραθέτω με το δεδομένο της κληρονομιάς του ως μέλους του Hall of Fame, ως του τύπου που έβαλε το πρώτο καλάθι στην ιστορία της Ευρωλίγκας (σε ματς του Ολυμπιακού με τη Ρεάλ που ήταν το πρώτο της διοργάνωσης -υπό αυτό το όνομα), ως μέλους μιας εκ των θρυλικότερων ομάδων, ως NBAer, ως, ως, ως… “Να σου πω κάτι; Όταν πεθάνω προφανώς και δεν θα ‘χω ανησυχίες ή κάτι που να με νοιάζει. Θα είμαι νεκρός. Απολαμβάνω μεγάλου σεβασμού, κυρίως εκτός Κροατίας και χαίρομαι για όσα έζησα στην καριέρα μου και στη ζωή μου, αλλά ο δρόμος κάπου τελειώνει. Για όλους”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ