ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

“Ο Ντιέγκο Μαραντόνα είναι ιδιοφυΐα, είναι και απατεώνας”

Ο οσκαρικός ντοκιμαντερίστας του Άιρτον Σένα, της Έιμι Γουάινχαους και του Ντιέγκο Μαραντόνα μιλά στο Contra.gr και τον Θοδωρή Δημητρόπουλο για τους τραγικούς ήρωές του.

“Ο Ντιέγκο Μαραντόνα είναι ιδιοφυΐα, είναι και απατεώνας”
Still από το ντοκιμαντέρ του Ασίφ Καπάντια, 'Diego Maradona'

Κανείς δεν λέει ιστορίες τραγικών ηρώων όπως ο Άσιφ Καπάντια. Ο πολυβραβευμένος βρετανός σκηνοθέτης προέρχεται από το χώρο της μυθοπλασίας και τον έχουμε πρόσφατα συναντήσει ακόμα και στη λίστα σκηνοθετών του ‘Mindhunter’ στο Netflix, όμως το σημαντικότερο έργο του το έχει πετύχει, περιέργως, ως ντοκιμαντερίστας.

Τα ντοκιμαντέρ του όμως, δεν μοιάζουν με κανενός άλλου. Δεν υπάρχουν εδώ τακτοποιημένες αφηγήσεις, δεν υπάρχουν καθαρές συνεντεύξεις με πρόσωπα να μιλάνε στην κάμερα δίνοντας τη δική τους στρογγυλευμένη εκδοχή των γεγονότων. Ο Καπάντια αφήνει πάντα τους ήρωές του να πουν την ιστορία τους, μέσα από αυθεντικό, σπάνιο υλικό της εποχής. Είτε έχεις τον Άιρτον Σένα να μιλάει μέσα από το κόκπιτ την ώρα που απογειώνεται στα σιρκουί, είτε έχεις την Έιμι Γουάινχαους να τραγουδάει στην κάμερα απευθυνόμενη σε φίλους, εραστές ή θαυμαστές, ο Καπάντια πάντα δίνει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στους ήρωές του.

Έχοντας θριαμβεύσει με το σπουδαίο ‘Senna’ κι έχοντας έπειτα κερδίσει το Όσκαρ Ντοκιμαντέρ για το ‘Amy’, ο Καπάντια επιστρέφει για το τρίτο του πορτρέτο αλλά αυτή τη φορά υπάρχει μια βασικά διαφορά. Ο αμφιλεγόμενος ήρωάς του, είναι ακόμα ζωντανός.

Το ‘Diego Maradona’ εστιάζει στον κορυφαίο ίσως ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, μια φιγούρα αμιγώς δραματική και γεμάτη αντιθέσεις. Όμως η ερευνητική διάθεση του Καπάντια δεν αλλάζει- στις ταινίες του, η ιστορίας εκτυλίσσεται ως Ιστορία, κι όχι ως διδακτική ματιά από το σήμερα στο τότε.

Πώς όμως προσέγγισε τον Μαραντόνα, και γιατί ήθελε εξαρχής να ασχοληθεί με τον Ντιέγκο; Συναντήσαμε τον βραβευμένο σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο τον περασμένο Αύγουστο και μας μίλησε για τον Μαραντόνα, για την πρώτη του επεισοδιακή συνάντηση μαζί του, για τον κόσμο της Νάπολης τότε και τώρα, και για το πώς ανέπτυξε το μοναδικό του στυλ κοιτάζοντας ώρες αρχειακού υλικού για τον Άιρτον Σένα.

Ο σκηνοθέτης του 'Diego Maradona', Ασίφ Καπάντια, μιλά αποκλειστικά στο Contra.gr Joel C Ryan/Invision/AP

Γιατί έγινε ο Μαραντόνα ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο;

“Νομίζω είναι πολύ έξυπνος, μπορεί να μην είχε ακαδημαϊκή εκπαίδευση αλλά λίγοι ποδοσφαιριστές τότε είχαν αυτή την ευκαιρία. Νομίζω πραγματικά πως είναι πανέξυπνος. Είναι street smart, είναι παλιομοδίτης ποδοσφαιριστής που προπονήθηκε, και προπονήθηκε πολύ, ήξερε πως είναι διαφορετικός, και βρήκε τρόπο ώστε όσες φορές κι αν τον κλωτσήσουν, να σηκωθεί ξανά όρθιος. Βοήθησε κι η προέλευσή του σε αυτό. Έχει μέσα του τρομερό κίνητρο. Αυτό είναι ο Μαραντόνα. Είναι αποφασισμένος και σκληρός. Αλλά μετά υπάρχει κι ο Ντιέγκο, η πιο ευαίσθητη πλευρά. Που είναι καλός ομαδικός παίχτης. Οπότε κάνει όλους τους γύρω του καλύτερους.

Γιατί πιστεύω ότι είναι σπουδαίος; Πήγε σε μια ομάδα, τη Νάπολι, που δεν είχε κερδίσει πριν ούτε κέρδισε έκτοτε, και κέρδισε αυτό που νομίζω πως είναι το δυσκολότερο πρωτάθλημα που έχει υπάρξει ποτέ στο ποδόσφαιρο. Το ιταλικό ποδόσφαιρο στα ’80s ήταν το δυσκολότερο, όλοι οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές του κόσμου ήταν στην Ιταλία κι εκείνος πήγε σε μια ομάδα χωρίς σταρς που δεν είχε κερδίσει τίποτα πριν ή μετά, και κέρδισε 2 φορές. Αυτό είναι τρομερό επίτευγμα. Κανείς παίχτης δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό τώρα”.

Είναι μέρος του λόγου που τον διάλεξες ως θέμα;

“Τον διάλεξα γιατί στην εποχή μου είναι ο καλύτερος αλλά και είναι χαρακτήρας, είναι προσωπικότητα. Όχι επειδή είναι σπουδαίος ποδοσφαιριστής, αλλά για το δράμα στη ζωή του. Ήξερα πως μπορούσε να γίνει τόσο καλή ταινία. Για αυτό που έκανε εκτός γηπέδου, όσο και μέσα. Περιέργως αυτά τα δύο δένουν μεταξύ τους. Έπαιζε στο γήπεδο με τον τρόπο που ζούσε και έξω από αυτό. Έχει να κάνει με τη Νάπολι, με την πόλη, με το πού προήλθε, με το ότι κερδίζει αυτό το ματς με την Αγγλία που ήταν μόλις σε πόλεμο, πάει στην Ιταλία, τα βάζει με τον βορρά της Ιταλίας, έχει παιδιά που αρνείται να αναγνωρίσει, έχει σχέση με τη μαφία… Όλα αυτά είναι λόγοι που ήθελα να κάνω την ταινία. Δε θα έκανα ποτέ ταινία για κάποιον που απλώς είναι καλός στο ποδόσφαιρο”.

Σήμερα, κοιτώντας πίσω, στα μάτια σου είναι ήρωας ή αντιήρωας;

“Ειλικρινά, είναι πάντα και τα δύο. Δε μπορείς ποτέ να τον βάλεις σε μια μόνο πλευρά. Το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι δύο ημιχρόνων. Είναι ήρωας, είναι αντιήρωας. Είναι άγγελος, είναι διάβολος. Είναι ιδιοφυΐα, είναι απατεώνας. Είναι Ντιέγκο, είναι Μαραντόνα. Όλα αυτά, όλες οι αντιθέσεις, πάντα, δεν ξέρεις ποτέ τι επικρατεί. Είναι και τα δύο, και πολλές φορές είναι και τα δύο την ίδια ακριβώς στιγμή.

Όταν βλέπω το αρχειακό υλικό στην ταινία, βλέπω κάποιον που νέος έχει καλή καρδιά, είναι ένας πολύ καλός τύπος, αλλά κάπου στη διαδρομή αυτός ο χαρακτήρας σκληραίνει και χάνεται και γίνεται κάποιος άλλος. Το βλέπω στα μάτια του όταν κοιτάζω το πρόσωπό του. Είναι δυστυχισμένος. Αλλά υπήρχε μια στιγμή που ήταν γεμάτος ζωή και χαρά και αθωότητα. Και κάτι έγινε, δεν ξέρω αν είχε να κάνει μόνο με την επιτυχία και τη φήμη, αλλά ειδικά για αυτόν κάτι εμφανώς αλλάζει. Το φως σβήνει”.

Πώς προσέγγισες το θέμα; Υπάρχει πολύ αρχειακό υλικό αλλά και νέες συνεντεύξεις.

“Την πρώτη φορά που τον γνώρισα, πήγα στο Ντουμπάι, πήρα μαζί μου συνεργείο γιατί είπα δεν ξέρω πώς είναι τώρα, σε τι κατάσταση, ίσως να πρέπει να το φιλμάρω με κάμερα για να έχω τη συνέντευξη, ποιος ξέρει πόσο θα είναι εδώ… Ξέρεις, πάντα υπάρχει αυτή η αγωνία με τον Ντιέγκο. Πήρα λοιπόν συνεργείο, πήρα κάμερα, μεταφραστές, τεχνικούς ήχου, οι παραγωγοί μου που ήθελα να τον γνωρίσουν. Πήγαμε Ντουμπάι όλοι, και δεν είναι φτηνό, αλλά πήγαμε επειδή οι άνθρωποί του είπαν πως τότε είναι διαθέσιμος. Οπότε το κλείσαμε, πάμε Δευτέρα, κλείνουμε στούντιο για τη συνέντευξη, τι ώρα να αρχίσουμε; Όχι πολύ νωρίς μας λένε, κλείστε το 11. Λέμε ωραία, 11. Είμαστε εκεί, περιμένουμε, 11 η ώρα, τίποτα, 12, τίποτα, τηλεφωνούμε, λένε αργεί, ΟΚ, περιμένουμε. 1, τίποτα, 2, τίποτα, μας λένε ίσως αύριο, δε νιώθει καλά. Λέμε ΟΚ, τα μαζεύουμε και φεύγουμε. Την επόμενη μέρα επιστρέφουμε με το συνεργείο. Τίποτα. 11, τίποτα, 12 τίποτα, ‘ίσως αύριο’. ΟΚ, την επόμενη μέρα δεν κλείσαμε καν στούντιο. Περιμέναμε στο ξενοδοχείο. Τετάρτη πια. Τίποτα πάλι, μας λένε πάλι ‘ίσως αύριο’.

Πάει Πέμπτη. Και τώρα πια εγώ λέω, ξέρετε τι, πάω σπίτι. Είναι πρόβλημα αυτό που συμβαίνει, απλά σπαταλάμε χρήμα. Τους λέω, έχω κάνει δύο ταινίες, ‘Senna’ και ‘Amy’, που δεν συνάντησα καν τους ανθρώπους. Αν πρόκειται να πάει έτσι, θα κάνω την ταινία χωρίς να τον συναντήσω, κανένα πρόβλημα. Οπότε τους λέω, πάω σπίτι, αλλά θα ήθελα απλά να πω ένα γεια, ήρθαμε ως εδώ για να τον συναντήσουμε. Μίλησα με έναν από την ομάδα του, λέω ας πούμε απλά γεια γιατί πάω σπίτι. Όχι όχι μου λέει, αύριο ίσως, εγώ λέω δεν περιμένω αύριο, έχω ζωή, θέλω να πάω σπίτι, δεν βρίσκω ενδιαφέρον το να ακολουθώ διάσημους τριγύρω, είναι το πιο βαρετό πράγμα του κόσμου. Δεν το κάνω! Απλά θέλω να πω ένα γεια. Οπότε πήγα εκεί, τον γνώρισα, μιλήσαμε 5 λεπτά, πολύ ευγενικός ήταν, ήρθε κάτω, μιλήσαμε. Δεν φαινόταν πολύ καλά. Δώσαμε τα χέρια, πήραμε μια φωτογραφία, κι έφυγα. Δεν επέστρεψα για έναν χρόνο. Οπότε ήμουν ΟΚ, θα κάνω την ταινία για αυτόν με τον δικό μου τρόπο.

Τελικά οι άνθρωποί του επικοινώνησαν μαζί μας. ‘Θα του πάρεις συνέντευξη; Είναι έτοιμος να μιλήσει’. Λέω, είστε σίγουροι ότι είναι έτοιμος; Λένε ναι. Αυτή τη φορά δεν πήρα καν κάμερα. Η πρώτη συνέντευξη σκόπευα να είναι με κάμερα, αλλά το πρόβλημα είναι πως η κάμερα φέρνει μαζί ανθρώπους και entourage και δεν το θέλω. Αν φέρω εγώ συνεργείο θα φέρει κι εκείνος entourage. Και ξαφνικά όλοι οι παρατρεχάμενοι έχουν τον έλεγχο. Οπότε λέω, γάμα το. Χωρίς κάμερα. Εγώ, εσύ, ένα μικρόφωνο. Ενδιαφέρον πώς αυτό το έκανε ευκολότερο να φτάσω σε αυτόν. Κι αν δεν αισθανόταν καλά σήμερα θα ήταν ΟΚ, γιατί δεν θα ξοδεύαμε λεφτά τουλάχιστον.

Επίσης, αν φέρεις κάμερα οι άνθρωποι ερμηνεύουν, παίζουν. Νιώθουν πως πρέπει να σου δώσουν κάτι, ανησυχούν για τα μαλλιά τους, τα ρούχα τους… Δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά. Κάποιες φορές όταν έκανα συνεντεύξεις για το ‘Senna’ ή το ‘Amy’, κάποιες συνεντεύξεις είναι 5 ώρες. Θέλω οι άνθρωποι να ξεχνάνε ότι τους παίρνω συνέντευξη. Θέλω απλά να μιλάνε. Πολύ δημοσιογραφικό. Δεν θέλω κανείς να έχει συναίσθηση της διαδικασίας. Ενώ με την κάμερα, δεν μπορείς ποτέ να αγνοήσεις μια κάμερα. Οπότε αποφάσισα να ξεφορτωθώ την κάμερα. Ήταν ευκολότερο να πάρω ειλικρίνεια όταν είχα μόνο ήχο”.

Γενικότερα σχετικά με την αισθητική των ταινιών σου, διαφέρουν από τα πιο συνηθισμένα ντοκιμαντέρ.

“Δεν προέρχομαι από το ντοκιμαντέρ αλλά από το δράμα. Οι πιο πολλοί ντοκιμαντερίστες θα μιλήσουν με κάποιον και το σημείο εκκίνησης του έργου θα είναι μια καθηλωτική συνέντευξη, που βλέπεις το συναίσθημα, τα μάτια. Εγώ είμαι κάπως ανάποδος. Προέρχομαι από το σινεμά μυθοπλασίας και η μυθοπλασία μου έχει ελάχιστο διάλογο. Προσπαθώ πάντα το σινεμά μου να είναι όσο πιο οπτικό γίνεται.

Με το ‘Senna’ η αρχική μου πρόθεση ήταν να κάνω συνεντεύξεις. Με προσέλαβαν να το κάνω, η Universal, o Μπέρνι Έκλεστον, η Φόρμουλα 1, η οικογένεια Σένα, οι παραγωγοί, όλοι διαπραγματεύονταν για πολύ καιρό, έψαχναν σκηνοθέτη για πολύ καιρό. Δεν ήμουν η πρώτη επιλογή τους, ήμουν η τελευταία επιλογή τους, δεν είχα κάνει ποτέ ντοκιμαντέρ. Αλλά ευτυχώς όλοι είπαν όχι, δεν ήθελαν να κάνουν μια ταινία για πιλότους της Φόρμουλα 1, ήθελα να κάνουν μια ταινία για τη Φόρμουλα 1 αλλά που να αφορά κάτι άλλο, το περιβάλλον για παράδειγμα, δεν ξέρω.

Εγώ είμαι μεγάλος φαν του σπορ, με ενδιαφέρει η ψυχολογία των χαρακτήρων, οπότε άρχισα να κάνω την έρευνά μου και η συμφωνία ήταν να είναι το φιλμ μισό συνεντεύξεις και μισό αρχειακό υλικό. Όταν άρχισα να ασχολούμαι, όσο περίμενα τη συμφωνία να οριστικοποιηθεί, άρχισα να κοιτάω το υλικό. Μελετούσα, είμαι πολύ οπτικός τύπος, προέρχομαι από σχολή καλών τεχνών. Δεν ξεκινάω να μελετάω κάτι διαβάζοντας 50 βιβλία, απλλά κοιτάω. Και κοιτάω το υλικό που υπήρχε διαθέσιμο, και το βρήκα σπουδαίο. Δεν ξέρω τι με ενθουσίασε, αλλά ήταν σπουδαίος χαρακτήρες, υπήρχαν εκεί σπουδαίες ιστορίες, σπουδαίο υλικό αρχείου… γιατί χρειάζομαι τις συνεντεύξεις;

Και το πιο σημαντικό ήταν πως δε μπορούσα να μιλήσω με αυτόν τον ίδιο. Άρα θα καταλήξω με συνεντεύξεις του Αλέν Προστ και του Νάιτζελ Μάνσελ να μου λένε τι πιστεύουν πως σκέφτεται ο Σένα. Και λέω, γιατί να έχω αυτούς; Αυτός είναι από μόνος του τόσο εύγλωττος, είναι πιο έξυπνος από όλους, είναι τόσο καλός στο να εξηγεί πώς είναι να οδηγάς αμάξια στα 200 μίλια την ώρα, οπότε λέω, ΑΥΤΟΣ πρέπει να πει την ιστορία. Έτσι βγήκε από τη διαδικασία η δομή. Και μετά έπρεπε να εξηγήσω στους παραγωγούς και στη Universal ότι αυτό νομίζω πως είναι πιο ενδιαφέρον φιλμ. Και μου λένε, ‘Τι;’. [γελάει] ‘Απλά πήγαινε και πάρε συνέντευξη από τον Προστ!’. Και λέω ναι, αλλά ο Προστ είναι ο αντίπαλός του, νιώθω πως απογοητεύω τον Σένα αν αφήσω τον Αλέν Προστ να μιλήσει για εκείνον. Τον μισεί! Εκείνος πρέπει να πει την ιστορία του! Οπότε συνέχισα την έρευνα. Εκείνοι συνέχισαν να κανονίζουν συνεντεύξεις. Η αλήθεια είναι ότι έχω τον Προστ σε κάμερα. Πολλούς ανθρώπους. Αλλά αρνήθηκα να τα χρησιμοποιήσω.

Έδωσα μπόλικες μάχες, μέρος της δουλειά σου ως σκηνοθέτης είναι να έχεις μια ιδέα και να την ακολουθήσεις μέχρι τέλους. Η ιδέα με το ‘Senna’ είναι ότι υπάρχει ένα πολύ πιο ενδιαφέρον φιλμ, πιο συναισθηματικό, πιο κινηματογραφικό, χωρίς συνεντεύξεις, όπου ο άνθρωπος που είναι νεκρός λέει την ιστορία του. Αλλά για να το κάνω αυτό δεν ήταν ο εύκολος τρόπος. Μου πήρε 7 χρόνια για να το κάνω. Αλλά από εκεί προήλθε αυτό το στυλ.

Και με το ‘Amy’ το ίδιο ζήτημα. Δεν μπορώ να της πάρω συνέντευξη, αλλά τα τραγούδια και οι στίχοι είναι η φωνή της. Αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τους στίχους στην οθόνη, μπορώ να πω την ιστορία της. Αυτή είναι η φωνή της, είναι το ημερολόγιό της. Και μετά να χρησιμιοποιήσουμε τη μουσική ως μέρος της αφήγησης. Κι όταν φτάσαμε στην ταινία ξανά προσπάθησα να γυρίσω συνεντεύξεις αλλά τη στιγμή που φέρνεις κάμερα και συνεργείο όλα πάνε στραβά. Οπότε είπα θα βρω άλλο τρόπο. Ο Ντιέγκο μοιάζει με την Έιμι ως προς το πως κι οι δύο είναι φιγούρες με μια τραγική διάσταση που οι άνθρωποι γύρω τους εκμεταλλεύτηκαν.

Δεν το είχα σκεφτεί πριν αλλά κάνοντας την ταινία διαπίστωσα πως είναι σχεδόν σα να αρχίζει όπως το ‘Senna’ και μετά να εξελίσσεται στην ‘Amy’, και τελικά είναι ο Ντιέγκο. Είναι ένας λατίνος ήρωας που νομίζεις πως είναι ένας μάτσο τύπος αλλά είναι πολύ ευαίσθητος και χαμένος και απλά θέλει την οικογένειά του. Αλλά όταν είσαι ποδοσφαιριστής, νέος, σε παίρνουν από την Αργεντινή στην άλλη άκρη του κόσμου και σου δίνουν λεφτά και ένα σωρό πράγματα και περιμένουν να ανταπεξέλθεις, τη στιγμή που δεν είχες λεφτά μεγαλώνοντας, ούτε εκπαίδευση. Μεγάλο μέρος αυτών των ταινιών είναι να πάρεις το υλικό, να το βάλεις στη μεγάλη οθόνη και να εστιάσεις στα μάτια τους. Μπορείς να δει την ιστορία στα μάτια και στο πρόσωπό του, μπορείς να δεις ότι είναι χαμένος κι ότι έχει μπλέξει, θέλει να φύγει, θέλει να δραπετεύσει, αλλά μέσα σε αυτή τη μηχανή, όταν μπορείς να κάνεις λεφτά για κάποιον, τότε κανείς δε σε αφήνει να φύγεις. Δεν είναι όπως σήμερα, τότε πριν τον Μπόσμαν ένας παίχτης με συμβόλαιο ανήκε στην ομάδα. Δεν πας πουθενά μέχρι εμείς να αποφασίσουμε. Όταν σπάσεις μπορείς να φύγεις.

Ο Ντιεγκο μοιαζει με την Εϊμι ως προς το πως ειναι και οι δυο φιγουρες με μια τραγικη διασταση την οποια εκμεταλλευτηκαν οι γυρω τους

Αυτό που κάνει τη διαφορά στον Μαραντόνα, είναι ότι είχε παιδιά. Κι ότι πρόλαβε να μεγαλώσει. Νιώθω ότι ο λόγος που η ιστορία του είναι διαφορετική από τον Σένα και την Έιμι είναι πως είναι μαχητής του δρόμου, απλά επιβιώνει, ανακηρύσσεται νεκρός και μετά απλά επιστρέφει, ανασταίνεται ξανά και ξανά. Αλλά τα παιδιά του παίζουν μεγάλο ρόλο, κάθε φορά που φτάνει στα άκρα νομίζω τα παιδιά κι η αθωότητά τους τον φέρνουν πίσω. Όταν φτάσεις μια ηλικία και μετά έχεις άλλες ευθύνες, και τα παιδιά είναι κλειδιά στην ιστορία του. Καλώς ή κακώς, επειδή μέρος της ιστορίας του είναι να αρνείται τα παιδιά του, που εκεί μπαίνουν πολλά ζητήματα περί εθισμού”.

Αναφέρθηκες στην αλλαγή με τον Μπόσμαν, πιστεύεις πως έχει αλλάξει η κατάσταση δηλαδή;

“Δεν είπα αυτό! Σήμερα έχεις ατζέντηδες με μεγαλύτερη δύναμη κι οι παίχτες έχουν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στην καριέρα τους, μπορούν να αποφασίσουν ένα χρόνο να φύγουν, το ποδόσφαιρο είναι σίγουρα διαφορετικό, ναι. Αλλά! Η ιδέα νέων παιχτών που τους παίρνουν από κάπου στην Αφρική και τους φέρνουν στη Γαλλία ή το Βέλγιο ή την Ολλανδία, ή κάποιον από τη Νότια Αμερική που καταλήγει στην Ελλάδα ή την Τουρκία, αυτό ακόμα συμβαίνει. Νομίζουν πως υπογράφουν κάπου και βρίσκονται δανεισμένοι αλλού. Αυτό δε θα αλλάξει ποτέ. Ή θα φέρνουν έναν Κινέζο παίχτη επειδή είναι καλές μπίζνες. Επίσης δες η Ιταλία τότε, η Γιούβε ανήκε στη Fiat, στους Ανιέλι, η Μίλαν έγινε η ομάδα του Μπερλουσκόνι, η Pirelli είχε την Ίντερ. Οι μεγάλες μπίζνες ήταν και είναι πάντα εκεί”.

Πώς αντέδρασες όταν ο Μαραντόνα είπε στον κόσμο να μην πάει να δει την ταινία;

“Το είπε επειδή… [κοιτάει το γαλλικό πόστερ της ταινίας που είναι ακουμπημένο στο τραπέζι ανάμεσά μας, που σαν tag line αναφέρει ‘rebelle. heros. Dieu’, ενώ το αγγλικό δίπλα του αναφέρει ‘rebel. hero. hustler. god’] χα, το άλλαξαν εδώ, δεν το ήξερα, μόλις το είδα! Στο ορίτζιναλ πόστερ οι λέξεις που το συνοδεύουν βγάζουν νόημα στο φιλμ. Ο Ντάνιελ Αρκούτσι, που είναι ο βιογράφος του Ντιέγκο, 30 χρόνια ταξιδεύει μαζί του και γράφει βιβλία για αυτόν, λέει πως είναι επαναστάτης, ήρωας, απατεώνας, θεός. Που όταν δεις την ταινία αυτή η περιγραφή βγάζει νόημα. Και κάποιος έβγαλε τη λέξη… [κοιτάει τα δύο πόστερ]

Οπότε είχαμε τη λέξη ‘cheat’ στο Αγγλικό πόστερ, γιατί αυτό είναι το θέμα με τον Ντιέγκο, η αντίθεση, δεν είναι αυτό σοκ για κανέναν. Είδαμε όλοι το Μουντιάλ, έβαλε ένα γκολ με το χέρι κι ένα γκολ που ήταν σπουδαίο, αυτός είναι ο λόγος. Αλλά κάπου στην πορεία ανησύχησαν πολλοί, είπανε δε μπορούμε να πούμε τη λέξη ‘cheat’, είναι προσβλητικό, και τον είπαν ‘hustler’ [κάτι σαν καταφερτζής απατεωνίσκος του δρόμου] που είναι ενδιαφέρουσα λέξη, υποδηλώνει όμως κάτι διαφορετικό, κι ένας δημοσιογράφος που δεν είχε δει το φιλμ πήγε στον Ντιέγκο, που δεν είχε δει το φιλμ, και λέει άκου τι σου λένε, τι σημαίνει αυτό; Εγώ δεν ήμουν εκεί, δεν ξέρω πώς μεταφράστηκε στα Ισπανικά, και ο Ντιέγκο, ε, είναι ο Μαραντόνα τώρα πια ε;, ο Μαραντόνα λέει ‘ΤΙ ΜΕ ΕΙΠΑΝΕ;;;’, είναι ψέματα, εγώ δεν έκλεψα ποτέ από κανέναν, ΜΗΝ ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ. Αυτό έγινε αμέσως πριν από τις Κάννες κι όλοι πανικοβλήθηκαν κι άρχισαν από ό,τι φαίνεται να το αφαιρούν. [ξανακοιτάζει τα πόστερ] Δεν το ήξερα καν!

Εγώ κάνω την ταινία, ούτε το πόστερ, ούτε το τρέιλερ, αυτό είναι δουλειά του διανομέα, εγώ κάνω την ταινία κι αν δεις την ταινία, αυτές οι λέξεις βγάζουν νόημα. Αλλά όλοι ανησύχησαν, έπαθαν πανικό, κι αυτός αντέδρασε έτσι και δημιουργήθηκε ένας τυφώνας. Τότε όμως ήταν που πολλοί αργεντίνοι είπαν, Τι είπε;; Τώρα θέλω να δω το φιλμ! Όπως και στις Κάννες. Πολλοί πίστευαν αρχικά πως είναι το επίσημο φιλμ, οι άνθρωποι είχαν παρεξηγήσει τι είναι αυτή η ταινία και νόμισαν ότι κάνω το επίσημο φιλμ για τον Μαραντόνα. Αλλά δεν το είχαν δει καν. Πώς θα μπορούσα να έχω κάνει το επίσημο φιλμ;”

Από τη μαφία σας έχει μιλήσει κανείς;

“Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό είναι ένα φιλμ για τα ’80s στη Νάπολη, η Καμόρα για την οποία μιλάμε τώρα, οι περισσότεροι είναι νεκροί, στη φυλακή, έχουν γίνει μάρτυρες κατηγορίες ή έχουν απλά φύγει. Τώρα έχεις μια νέα γενιά υποκόσμου, με αυτόματα, με άλλη οργάνωση, αυτοί που βλέπουμε στην ταινία είναι όλοι μέρος της Ιστορίας αλλά έχουν τελειώσει. Προσωπικά δεν έχω πάει στη Νάπολη–“

Μην!

[γελάει] “Αυτό είναι το πρόβλημα!! Λατρεύω τη Νάπολη, θέλω να πάω εκεί, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, γιατί ίσως γίνει όπως με τον Ντιέγκο, που μπορεί να μην δουν καν την ταινία και να έχουν πρόβλημα μαζί της, γιατί ένας δημοσιογράφος θα πάει να πει, Ακούστε τι λένε για εσάς. Αλλά από όσα ακούω, νομίζω οι άνθρωποι στη Νάπολη ίσως το λατρέψουν. Είναι για τη σπουδαιότερή τους περίοδο, τότε που είχαν τον Μαραντόνα και νικούσαν τη Γιουβέντους, δε μπορούν να το αρνηθούν. Είναι δύσκολο να δουν τους εαυτούς τους να κριτικάρονται, γιατί τον αγαπούν τυφλά, αλλά μπορείς να πνίξεις και κάποιον από την πολλή αγάπη.

Θα έχει ενδιαφέρον όμως, όπως θα έχει ενδιαφέρον και τι θα πουν οι άνθρωποι στον βορρά επίσης, τι λέει η ταινία για αυτούς. Για τη γλώσσα, για τον ρατσισμό που ακόμα υπάρχει αλλά κανείς δεν ασχολείται, δε μιλάνε στις ειδήσεις. Όλα αυτά τα φρικτά τραγούδια που ακούγονται στην ταινία [ρατσιστικά και ταξικά συνθήματα μίσους και χλεύης απέναντι στον φτωχότερο κόσμο από το νότο], ακόμα τα τραγουδάνε. Για μένα αυτό είναι περισσότερο σημαντικό, τουλάχιστον μιλήσαμε για αυτό το θέμα, δείξαμε τι σημαίνει να είσαι ναπολιτάνος.

Όταν κάνω το ‘Senna’, ο στόχος μου είναι να σε κάνω να νιώσεις βραζιλιάνος, πώς είναι να είσαι βραζιλιάνος φαν του Σένα. Για το ‘Amy’, ήταν το πώς είναι να είσαι η Έιμι. Το ‘Amy’ είχε ενδιαφέρον γιατί ένας από τους κανόνες όταν κάνεις μυθοπλασία είναι ποτέ μην κοιτάς την κάμερα, αλλά το θέμα με την Έιμι είναι πως είναι από μια περίοδο που οι άνθρωποι είχαν τόσες home movies, βιντεοκάμερες, πάντα μιλάει σε σένα, απευθείας στην κάμερα, κατευθείαν στο κοινό. Γι’ αυτό υπάρχει τόσο δυνατή αντίδραση, συναισθηματική. Τη μία στιγμή την κάμερα την κρατά η κολλητή της και τραγουδάει χρόνια πολλά, μετά είναι ο μάνατζερ και του μιλάει, μετά ο γκόμενος και φλερτάρει, μετά παπαράτσι, μετά τραγουδάει, και στο τέλος της επιτίθενται οι κάμερες. Είναι ενδιαφέρον το πώς λειτουργεί αυτή η τεχνική.

Ενώ με το ‘Diego Maradona’ είναι διαφορετική μεν ιστορία, αλλά το τεχνικό μέρος πάντα γίνεται μέρος της διαδικασίας. Για μένα, με αυτό το φιλμ θέλω οι άνθρωποι να ξέρουν πώς είναι να ήσουν στη Νάπολη στα ’80s, είναι κάτι το παλαβό! Μέρος της Νάπολης είναι η καμόρα, το ποδόσφαιρο, η κουλτούρα, η οικογένεια, και το πώς άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι αγαπούσαν αυτόν τον έναν τύπο, σαν θρησκεία”.

Still από το ντοκιμαντέρ του Ασάφ Καπάντια, 'Diego Maradona'

*Το ‘Diego Maradona’ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weirdwave. Η συνέντευξη με τον Άσιφ Καπάντια πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 72ου Φεστιβάλ Λοκάρνο.

**Ευχαριστούμε το Φεστιβάλ του Λοκάρνο για τη φιλοξενία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ