ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιώργος Καράγκουτης θα είναι για πάντα σημαδεμένος

Ο Γιώργος Καράγκουτης ξαναζεί τη ζωή του. Όλη. Αναπολεί στιγμές και πρόσωπα που τον σημάδεψαν. Τους γονείς, τους Σέρβους προπονητές της εφηβείας του, τον Ίβκοβιτς, τον Γιαννάκη, τον Ομπράντοβιτς. Ανοίγει πληγές που είχαν κλείσει. Δείχνει τα σημάδια του: στο χέρι, στο κορμί, στο μυαλό του. Γεύεται τις χαρές και τις λύπες. Ως την τελευταία μπουκιά μιας καλοφουρνισμένης τυρόπιτας.

Ο Γιώργος Καράγκουτης θα είναι για πάντα σημαδεμένος
Ο Γιώργος Καράγκουτης φωτογραφίζεται για το Contra.gr Tourette Photography

Αγίου Ανδρέου και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου γωνία. Το τυροπιτάδικο του Νίκου στέκει στο ίδιο σταυροδρόμι για περισσότερες από τέσσερις 10ετίες. Από το 1977, μάθαμε, ο θρυλικός αρτίστας της σφολιάτας μεγάλωσε γενιές παιδιών της Νέας Σμύρνης με τις ευωδιές και τις γεύσεις του. Του λευκού χρυσού σαν κρέμα που περικλείεται, μπόλικος-μπόλικος, στο τραγανό φύλλο. “Αφού ήρθαμε ως εδώ, θα πάρουμε από μια τυρόπιτα, γιατί δεν έχω φάει ακόμη πρωινό“. Είναι μια ηλιόλουστη Δευτέρα του 2020, η πρώτη του Ιουλίου. Στα 44 του πια, γεννηθείς τον Φλεβάρη του ’76, ο Γιώργος Καράγκουτης έχει αλλάξει κάμποσο από τα χρόνια που στα μικράτα του τέλειωνε την προπόνηση στο ανοιχτό γήπεδο του Πανιωνίου και παρέα με τον Μάκη Δρελιώζη, αδερφό του τον αποκαλεί σ’ όλη την κουβέντα μας, “τρώγαμε από δέκα τυρόπιτες ο καθένας“.

Τον ‘προδίδουν’ το μπόι (2μ07) και η διακριτή χροιά της φωνής του. Η απρόσμενη είσοδός μας στο γειτονικό μαγαζάκι προκαλεί έκπληξη και χαρά ταυτόχρονα. Μια μίξη αναπόλησης του παρελθόντος και ευτυχίας για το σήμερα. Που όλοι είναι μια χαρά. Ο γιος του Νίκου σπάει το πρόσωπό του με μια γκριμάτσα ξεκάθαρης οικειότητας. “Θα μας τακτοποιήσεις;” τον ρωτά ο παλαίμαχος φόργουορντ, νυν προπονητής (επικεφαλής των ακαδημιών του Ορφέα Νέου Σκοπού) και -πιθανά- μελλοντικός παράγοντας της ΕΟΚ, ως υποψήφιος στις επερχόμενες εκλογές του φθινοπώρου. “Καθίστε κι έρχομαι“, αποκρίνεται ο ‘κληρονόμος’ της τέχνης. “Περαστικοί είμαστε“, ανταπαντά ο Καράγκουτης. Παραμείναμε περισσότερες από δύο ώρες. Το πρόσταζε η περίσταση. Κάθε μπουκιά από το φουρνιστό έδεσμα, κομμένο σε καρέ, ζωντανεύει μια διαφορετική ανάμνησή του. Διότι “εδώ μεγάλωσα“. Ψάχνει χαρακτηρισμό για να περιγράψει μονολεκτικά τη Νέα Σμύρνη. “Είναι ζωή μου“, διαλέγει να πει. Κουβέντα μεγάλη, μα απολύτως ταιριαστή. “Εδώ πήγα σχολείο, εδώ είναι οι περισσότεροι φίλοι, εδώ έχει χαραχτεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι τόσο της μπασκετικής όσο και της προσωπικής πορείας μου“. Όπου κι αν κατοικούσε με την οικογένειά του, γιατί “οι γειτονιές μου ήταν δύο, καθώς στην πορεία μετακομίσαμε“, το σημείο αναφοράς του ήταν ένα και το αυτό. Είτε διέμενε “ένα δρόμο πίσω από το γήπεδο της Αρτάκης” είτε “ακριβώς πίσω από την πλατεία“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης με αντίπαλο τον Φάνη Χριστοδούλου υπό το βλέμμα του νυν Υπουργού Υγείας, Βασίλη Κικίλια Eurokinissi

Με βαν κρεοπωλείου στο ΣΕΦ και κοπάνες μόνο για μπάσκετ

Μην ρωτάς ποια πλατεία. Μία είναι η πλατεία στην περιοχή όσες κι αν συναντήσεις άλλες περπατώντας ή οδηγώντας στα στενά. Μία και η ομάδα αυτής, “χωρίς να θέλω να υποτιμήσω όλες τις υπόλοιπες“, ο Πανιώνιος. Στον οποίο “μπήκα κατευθείαν στα 8 μου“. Ως γιος του Χρήστου Καράγκουτη, ο οποίος “ως Νεοκοσμίτης είχε αρχίσει από τον Πρωτέα και έφτασε να παίξει στην τότε Α’ Εθνική με Δάφνη και ΑΕΚ” διέθετε αναμφίβολα ένα πατρικό χάρισμα. Όχι προαπαιτούμενο πάντως για να ενεργοποιηθεί ο νους και να παραχθούν οι κατάλληλες ενδορφίνες. Συνέβη αφότου “παρακολούθησα κάποιους αγώνες της ανδρικής ομάδας στο Αρτάκης, στους οποίους είχα πάει με τον πατέρα μου σαν μικρό παιδάκι“. Ήταν τότε που “μού έκανε εντύπωση πολύ και μού μπήκε η ιδέα ν’ ασχοληθώ με αυτό“.

Ο Φανης μ’ εκανε ν’ αγαπησω ακομη περισσοτερο το μπασκετ και να προσπαθησω να γίνω σαν κι αυτον

Αν ζητάς την ισχυρότερη ανάμνηση από την κερκίδα, ήταν “ο τελικός του ’91 που τον ζήσαμε περισσότερο από κάθε άλλον αγώνα. Ο πατέρας ενός παιδιού από το Παιδικό ήταν κρεοπώλης και είχε ένα βανάκι που χρησιμοποιούσε για τις μεταφορές του. Εκείνη την ημέρα είχαμε δώσει ραντεβού 5-6 παιδιά, άνοιξε το βανάκι και μας έβαλε όλα μέσα για να μας πάει στο ΣΕΦ. Στην κερκίδα ήταν 8-10 χιλιάδες. Θεωρητικά είχε μοιραστεί το γήπεδο, αλλά οι περισσότεροι ήταν Πανιώνιοι λόγω εντοπιότητας. Το φινάλε ήταν κάτι το ονειρικό (σ.σ νίκη 73-70). Ο Πανιώνιος ήταν πάντα στις ομάδες που κυνηγούσαν ένα πρωτάθλημα, αλλά δεν κατάφερε κάποιο παρά την κρυφή ελπίδα ότι θα καταφέρει ένα. Τουλάχιστον ζούσαμε την κάθε χρονιά σαν να είμαστε πρωταθλητές“. Πρότερα, πιστευτό ή όχι, ο 5χρονος Γιώργος είχε ενταχθεί σε ομάδα γυμναστικής, η οποία “μου άρεσε γιατί πηγαίνοντας να δω έναν φίλο από τη γειτονιά και την αδερφή του, διαπίστωσα πως είναι ένα είδος διασκέδασης και γράφτηκα. Είχε και ενόργανη και απλή γυμναστική, μια μορφή στίβου σε κλειστό χώρο, ασκήσεις που μετά από χρόνια κατάλαβα ότι μού έκαναν πολύ καλό στην ευελιξία που απέκτησα και στην πλαστικότητα του κορμιού μου. Νομίζω σήμερα ότι η γυμναστική, ο χορός, η πάλη ή το μποξ μπορούν να βοηθήσουν ένα παιδί ν’ αναπτύξει κάποιες δεξιότητες που θα του χρειαστούν σε βάθος χρόνου“.

Μην βάλεις κατά νου, φυσικά, πως εκείνα τα χρόνια είχες μπροστά σου ένα πιτσιρίκι με στοιχεία που παρέπεμπαν στο μετέπειτα αγέρωχο άτι των παρκέ. “Τότε δεν ήμουν ιδιαίτερα ψηλός, καθόλου θα έλεγα“. Το ‘λεγε σίγουρα η καρδιά του πάντως, μια και έπρεπε να σκαρφαλώσει τη μεσοτοιχία για να περάσει από το σχολείο στο γήπεδο που έστεκε δίπλα. “Όσες κοπάνες είχαμε κάνει ως πιτσιρικάδες εκεί τις κάναμε”. Χωρίς ν’ αμελεί τα μαθήματά του. Ήταν μάλιστα “τέτοια η όρεξή μου για να τελειώνω γρήγορα το διάβασμα που είχα για την επόμενη και να πάω για μπάσκετ που δεν μου έπαιρνε πολλή ώρα να τελειώσω. Σίγουρα όχι πάνω από 1-1.5 ώρα. Οι γονείς μου, κυρίως η μητέρα μου, το μόνο που ζητούσαν ήταν να είμαι συνεπής, όχι κάποιος που τους κοροϊδεύει“. Όλη αυτή η σπουδή τού αρκούσε για βαθμούς ανώτερους του 16 και ένα απολυτήριο λυκείου που αναγράφει 17.5. Όχι άσχημα για ένα παιδί ταγμένο στο σπορ. Παραδέχεται βέβαια, με ειλικρίνεια, ότι “ο Γιώργος ο Καλαϊτζής ήταν καλύτερος από μένα στο διάβασμα“. Συμμαθητές οι δυο τους στο λύκειο, την εποχή δηλαδή που ο νυν βοηθός του Γιώργου Βόβορα στον Παναθηναϊκόήρθε ως μεταγραφή από τον Βόλο για να ενταχθεί στην ομάδα“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης φωτογραφίζεται για το Contra.gr Tourette Photography

Οι Σέρβοι προπονητές και η μοιραία στιγμή του Μπόμπαν

Μια ομάδα με ζηλευτές, για την εποχή, υποδομές και μια μοναδικότητα στα πρότυπα που λειτουργούσε. Με ανθρώπους που αφιερώθηκαν ψυχή και σώμα στο αναπτυξιακό, όπως “ο αείμνηστος Ανδρέας Βαρίκας, ο Αργύρης Κορωναίος, ο Μίλτος Λαζαρίδης, ο Γιάννης Παπαθανασίου, ο Θεόφιλος Καταλειφός. Άνθρωποι που μέρα-νύχτα ζούσαν μέσα στο γήπεδο“. Υπήρχε πλάνο το δίχως άλλο γι’ αυτά τα παιδιά, ‘περιουσία’ του κλαμπ. “Ξυπνούσαμε στις 7 το πρωί και 7:15 ήμασταν στο γήπεδο της Αρτάκης. Ως τις 8:00-8:15 κάναμε προπόνηση και από τον πλαϊνό τοίχο πηγαίναμε στο σχολείο. Ήταν μια έξτρα προπόνηση από το καθημερινό πρόγραμμα. Τότε ο Πανιώνιος είχε τον Σίρζιτς, έναν εκ των κορυφαίων Γιουγκοσλάβων προπονητών στην ατομική εκγύμναση. Ο λεγόμενος Ζούζλα. Ήταν από την εποχή που προπονητής ήταν ο Βλάντο Τζούροβιτς, τον είχε φέρει σε συνεργασία με τον σύλλογο. Συνέχισε τόσο με τον Μίσσα όσο και με τον Ίβκοβιτς, ως τις χρονιές που εμείς ενταχθήκαμε στην ανδρική ομάδα. Όλες οι φουρνιές, οι 74άρηδες, οι 75άρηδες, οι 76άρηδες και οι 77άρηδες – ίσως και κάποιοι 78άρηδες έκαναν μαζί του ατομική προπόνηση“.

Αν ξεχώριζε για κάτι ο Σέρβος προπαρασκευαστής, ήταν πως “μας πίεζε τόσο πολύ που φτάναμε στο σημείο να μην καταλαβαίνουμε ούτε κούραση ούτε τι σημαίνει θέλω να σταματήσω για να πιω νερό. Δεν υπήρχε αυτό. Σ’ έφτανε πάντα στα όριά σου. Γιουγκοσλάβικη σχολή ξεκάθαρα. Η βελτίωση της ντρίμπλας ήταν το δυνατό σημείο του, όπως και το σουτ. Όλες οι ασκήσεις που εφάρμοζε ήταν πρωτοποριακές. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ σε αυτούς τους ρυθμούς και σε αυτές τις εντάσεις. Τότε η γιουγκοσλάβικη φιλοσοφία ήταν η πλέον αναγνωρισμένη και κυρίως η πλέον εξειδικευμένη. Είμαστε πολύ τυχεροί που μεγαλώσαμε με δασκάλους από τις σέρβικες ακαδημίες. Το μοντέλο αυτό έδωσε πολλά παιδιά στο μπάσκετ. Αργότερα ήρθε κι ένας άλλος προπονητής, ο Όστοϊτς, που συνέχισε το έργο του Σίρζιτς, και δεν μείναμε λεπτό όλα αυτά τα χρόνια χωρίς γιουγκοσλάβικη επιρροή. Καταλάβαμε από νωρίς ότι το μπάσκετ είναι πάνω απ’ όλα τα βασικά: ντρίμπλα, πάσα, σουτ. Αν δεν μάθεις τα τρία αυτά, μπάσκετ δεν θα μάθεις ποτέ“.

Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography Tourette Photography

Η πρώτη ύλη ήταν εκεί για να δουλευτεί από από το δημιουργό και να πλασθεί ως το τελικό αποτέλεσμα. “Προφανώς ήταν αποτέλεσμα του DNA που κουβαλούσα. Στα 13-14, έφηβος πια, ξέφυγα πάρα πολύ στο ύψος. Μέχρι τότε ήμουν ένα φυσιολογικό παιδί για την ηλικία του. Αδύνατο, με μακριά χέρια απλώς, που όλοι έβλεπαν ότι θα ψηλώσει, αλλά δεν ήξεραν πότε. Ξαφνικά και μέσα σε δυο χρονιές, τις τελευταίες του γυμνασίου, έκανα ένα μεγάλο άλμα και πήρα συνολικά 20 πόντους. Έκτοτε ένα παιδί που ήταν ‘γκαράκι’ και δεν μπορούσε να σπρώξει λόγω αδυναμίας, μεταμορφώθηκε. Από το ‘2’, πήγα στο ‘3’ και κατέληξα στο ‘4’. Από ‘κει έχει προκύψει ο καλός χειρισμός της ντρίμπλας. Οι Σέρβοι που συνάντησα στην πορεία μου και το γεγονός πως δούλευα ως κοντός εξελίχθηκαν σε αβαντάζ“.

Πηγαμε με τον Μακη στο ΚΑΤ για να τον δουμε και μονο τοτε αντιληφθηκαμε πραγματικα τη σοβαροτητα. Συγκλονιστηκαμε

Θα θυμάσαι, εφόσον τον… θυμάσαι να καλπάζει στο παρκέ, πως ο Καράγκουτης είχε την ευχέρεια “να παίζω ως πλέι μέικερ. Μετά το ριμπάουντ εγώ κατέβαζα την μπάλα πολλές φορές. Παίζαμε ένα τέτοιο μοντέρνο μπάσκετ που δεν χρειαζόταν να δώσεις την πρώτη πάσα στον πόιντ γκαρντ. Αυτός την ίδια ώρα γινόταν ο πλαϊνός που έπαιρνε τον διάδρομο και όποιος κατέβαζε άνοιγε το παιχνίδι από το κέντρο. Παίζαμε ένα πολύ όμορφο μπάσκετ, θεαματικό, τόσο στο παιδικό όσο και στο εφηβικό με τους Βαγγέλη Βλάχο, Ηλία Ζούρο και Κώστα Σορώτο – οι τρεις άνθρωποι με την επιμέλεια της ακαδημίας“. Ένα μπάσκετ που χάρισε δύο πανελλήνιους τίτλους, ένα μπάσκετ “που για το στιλ του μάς έκανε ξεχωριστούς. Ο κόσμος έβλεπε παιδικοεφηβικά και πέρναγε ευχάριστα την ώρα του, τα ανοικτά γέμιζαν. Οι άνθρωποι της πλατείας, άνθρωποι που αγαπούσαν τον Πανιώνιο δεν έχαναν ματς. Τις καλές εποχές γεμίζαμε κάθε φορά μια εξέδρα των 300 ατόμων σχεδόν. Χωρίς διαφήμιση, χωρίς social media, χωρίς ίντερνετ. Ο μόνος τρόπος για να μάθεις τι είχε γίνει ήταν ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, Basket… κάτι, πολύ πριν από το ‘Τρίποντο’, που στην τελευταία σελίδα είχε τ’ αποτελέσματα των παιδικοεφηβικών και καμιά φορά χαιρόμασταν που είχε και πόντους σε κανένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό“.

Αναμφισβήτητα αναγνωρίζει την επιρροή που είχε πάνω του η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του ’87 και η σταδιακή εκτόξευση του ελληνικού μπάσκετ. “Ήταν η αρχή για μένα. Αν εγώ μπήκα δειλά-δειλά στο σπορ ως ένα παιδί που τσαλάκωνε χαρτιά, τα έφτιαχνε μπάλες και τα πετούσε στο καλάθι των σκουπιδιών που είχε κρεμάσει ψηλά, η επιτυχία της Εθνικής ήταν η σπίθα που άναψε το φιτίλι, αυτή που έβαλε μέσα μου το μικρόβιο. Όλοι οι 76άρηδες ήμασταν η γενιά του ’87 και ο έρωτάς μου με τον Φάνη άρχισε τότε“. Φάνης ο εις επίσης, άνευ περαιτέρω εξηγήσεων και ερμηνειών. Το Χριστοδούλου περισσεύει. Υπόκλιση στον πληρέστερο παίκτη που ανέδειξαν τούτα τα χώματα. “Αν τον Φάνη έπρεπε να τον δεις όπως ήταν, θα έλεγες πως ήταν ένα ‘κακό’ παράδειγμα. Είναι όμως παιδί-διαμάντι και όλοι τον αγαπούσαν. Έδεσε πολύ με μας τους νέους στην παρέα, ήταν ακομπλεξάριστος. Έχει τρομερή αίσθηση του χιούμορ, ασχέτως αν οι πλάκες άρχιζαν και τέλειωναν σε μένα (γέλια). Ήταν επίσης το πρότυπό μας. Μ’ έκανε ν’ αγαπήσω ακόμη περισσότερο το μπάσκετ και να προσπαθήσω να γίνω σαν κι αυτόν“. Να του μοιάσει δεν ήταν εφικτό. Αν έπρεπε να τον παρομοιάσεις με κάποιον ήταν ο Τόνι Κούκοτς. ‘Καραγκούκοτς’ το ψευδώνυμό που τον συντρόφευε, άλλωστε. Το επιβεβαίωσε. “Υπήρχε όντως μία παραπλήσια σωματοδομή, στο ύψος και στα χαρακτηριστικά“, συμφωνεί ξεκάθαρα “αν και αυτός ήταν αριστερόχειρας“. “Ήταν ένας παίκτης, το στιλ του οποίου μου άρεσε πάντα. Αυτό το all around στοιχείο και η ευχέρειά του να κατεβάζει την μπάλα και να γίνεται ταυτόχρονα και πλέι μέικερ και σκόρερ και ο ψηλός και ο αμυντικός. Ήταν κάτι που με συνάρπαζε και με έκανε να θέλω να φτιάξω το παιχνίδι πάνω σε αυτό“, συμπληρώνει επεξηγηματικά.

Ο Γιώργος Καράγκουτης φωτογραφίζεται για το Contra.gr στο κλειστό 'Ανδρέας Βαρίκας' Tourette Photography

Η πρόοδος και η εξέλιξή του, δυο έννοιες ταυτόσημες, υπήρξαν ραγδαίες. Σε τέτοιο βαθμό που από το 1992, 16 ετών μόλις, “άρχισα προπονήσεις με την πρώτη ομάδα, στην οποία ανήκε -μην ξεχνάμε- ο Πι Τζέι Μπράουν, με τη μεγάλη καριέρα μετέπειτα στο ΝΒΑ. Στο φινάλε εκείνης της περιόδου είχαμε το τραγικό συμβάν με τον Μπόμπαν. Μας σημάδεψε τη ζωή, τολμώ να πω“. Φαίνεται πως ακόμη τον πονά βαθιά ό,τι συνέβη με τον Γιάνκοβιτς στις 28 Απριλίου του ’93, αποτυπώνεται στη δυσκολία που μετρά τα λόγια του. “Στους εντός έδρας αγώνες καθόμασταν πάντα πίσω από τη μία μπασκέτα, αυτήν στην οποία ήταν ο πάγκος του Πανιωνίου. Δεν αλλάξαμε ποτέ. Το ατύχημα έγινε στην απέναντι και υπήρχε απόσταση. Αρχικά δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Εκτός των όσων πήγαν πολύ κοντά και είδαν πόσο μεγάλη είναι η ζημιά, στους υπόλοιπους δεν μεταφέρθηκε τίποτα“. Το βράδυ εκείνο ήταν βουβό. “Πήγαμε με τον Μάκη στο ΚΑΤ για να τον δούμε και μόνο τότε αντιληφθήκαμε πραγματικά τη σοβαρότητα. Συγκλονιστήκαμε. Ο Μπόμπαν ήταν ένας άνθρωπος που θα έδινε τόσα πολλά στον Πανιώνιο που θα έμενε για πάρα πολλά χρόνια“. Ο Γιάνκοβιτς δεν έπαιξε μπάσκετ άλλη φορά. Καθηλώθηκε σε αναπηρικό αμαξίδιο και απεβίωσε 13 χρόνια αργότερα.

Το δωμάτιο του είχε Δράκο και καψώνι με το ασανσέρ

Ο ‘σημαδεμένος’ από το συμβάν Καράγκουτης όφειλε να κοιτάξει μπροστά, ήταν στο δρόμο για τα 18 του, μόλις. “Την επόμενη χρονιά εντάχθηκα κανονικά στους άνδρες. Εγώ και ο Ντούσαν Γέλιτς που ήταν μαζί μας στο εφηβικό, αλλά δεν μπορούσε να παίξει γιατί περιμέναμε τα χαρτιά του. Βρήκαμε εκεί τον Δρελιώζη και τον Κικίλια που είχαν ‘ανέβει’ την προηγούμενη. Ήταν τα χρόνια των ελληνοποιήσεων τότε, ένα μοντέλο από το οποίο δεν ξέφυγε ο Πανιώνιος. Είχε φέρει και τον Λάζιτς, ένα παιδί που δεν έπαιξε ποτέ. Αλλά και τον Βούκσεβιτς που μεγάλωσε μαζί μας, στο ανοιχτό, αλλά έφυγε γιατί ο Πανιώνιος δεν κατόρθωσε να τον κάνει Έλληνα“. Η περίοδος εκμάθησης και προσαρμογής σ’ ένα διαφορετικό και πολύ πιο απαιτητικό περιβάλλον είχε ενεργοποιηθεί. Λίγους μήνες αργότερα είχε ήδη πείσει ότι άξιζε την ευκαιρία του. Ειδάλλως δεν θα ‘χε νόημα “στα τελειώματα της σεζόν 1993-94 με τον Μίσσα προπονητή και με τους Γιαννάκη, Τέρνερ και Στόουκς να ξεκινάω στη βασική πεντάδα“. Πολύ πιθανόν στην πιο ποιοτική πεντάδα που εμφάνισε ο Πανιώνιος τα χρόνια της ακμής του.

οι πιθανοτητες να κολλησει ξανα το χερι μου και να ξανακουμπησω μπαλα ή να σταματησω ηταν μοιρασμενες. Το δεξι χερι μου ηταν δεμενο, οι πονοι αφορητοι και δεν ειχα αισθηση σε τρια δαχτυλα

Ο μικρός είχε περάσει με επιτυχία το τεστ με τον υψηλότερο βαθμό δυσκολίας. Δεν χρειάστηκε να γράψει εξετάσεις, αλλά δοκιμάστηκε από τον πιο αυστηρό δάσκαλο. “Από την προετοιμασία κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο με τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο κόουτς και η διοίκηση έκριναν καλό να με βάλουν μαζί του για να μάθω και να πάρω τα καλά στοιχεία του. Ήταν φροντιστήριο όλο αυτό. Γιατί είχαμε έναν Φάνη που ήταν έξω καρδιά, χαλαρός, οικείος και ήρθε ένας αυστηρός άνθρωπος, ένα τοτέμ που ακόμη και να βήξεις μπροστά σου το σκεφτόσουν“. Πόσο μάλλον να επιχειρήσεις να τον κοροϊδέψεις. “Η πρώτη επαφή ήταν στη Χαλκίδα, σ’ ένα τουρνουά, όπου μέναμε στον 6ο όροφο ενός ξενοδοχείου. Ο Παναγιώτης είχε μια ιδιαιτερότητα: δεν ήθελε να βλέπει νεαρό παίκτη να χρησιμοποιεί το ασανσέρ. Μετά το φαγητό εγώ είχα κάνει το λάθος να περιμένω το ασανσέρ χωρίς να το γνωρίζω. Ξαφνικά ακούω μια μπάσα φωνή (σ.σ τη μιμείται) από πίσω μου: ‘νεαρέ, τι κάνεις εκεί; Περιμένεις ασανσέρ; Με τα πόδια εσύ’. Αναρωτιέμαι εγώ από μέσα μου, ‘τι συμβαίνει εδώ; Θα κάνουμε όλη μέρα το πάνω-κάτω έξι ορόφους; Κι επειδή εγώ ήμουν πάντα δια της παρακαμπτηρίου, αποφάσισα ότι θα πάω με τα πόδια ως τον πρώτο και θα πάρω από ‘κει το ασανσέρ. Έξυπνος νόμιζα. Έτσι όπως περίμενα, βλέπω την πόρτα ν’ ανοίγει και τον Παναγιώτη μέσα. Με κοιτάει με μισό μάτι και μου λέει, ‘νεαρέ με δουλεύεις; χαχαχα’“. Η μπάσα φωνή του ηχεί ακόμη στ’ αυτιά του.”Κατακόκκινος εγώ, δεν τόλμησα άλλη φορά να περιμένω το ασανσέρ. Ήταν ένα τριήμερο κόλαση. Τα πόδια μου έσφιξαν σαν αρσιβαρίστα“.

Διάλειμμα για διαφημίσεις. Η απολαυστική εξιστόρηση της καρμικής σχέσης με τον Γιαννάκη έχει συνέχειες. “Ένα άλλο σκηνικό συνέβη πριν από αγώνα στο Κόρατς με τη Μακάμπι στο Τελ Αβίβ. Τότε ο Πανιώνιος έφτασε σε τρεις ημιτελικούς και δεν πήγε σε κανέναν τελικό, ενώ είχε όλα τα φόντα. Μεταξύ των δύο ευρωπαϊκών αγώνων είχαμε ένα πολύ κρίσιμο ματς με τον Παναθηναϊκό. Αν κερδίζαμε στη Γλυφάδα, υπήρχε πιθανότητα να βγούμε πρώτοι στην κανονική περίοδο και να έχουμε το απόλυτο πλεονέκτημα. Που θυμάστε τι σήμαινε εκείνα τα χρόνια, ήταν το μισό πρωτάθλημα. Το ματς είχαμε πάει στα μέτρα μας και εξασφαλίσαμε μάλιστα προβάδισμα, προτού μας το γυρίσει ο Κόουσμα. Εκείνος ο ξανθός Εσθονός που δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να σουτάρει. Εκείνη την ημέρα πέτυχε δύο ‘ξερά’ τρίποντα από τη γωνία. Με το πρώτο ο Παναθηναϊκός ισοφάρισε. Στη δική μας επίθεση ο Παναγιώτης, που είχε κάνει τρομερό ματς, κέρδισε τρεις βολές. Θα αρκούσε να ευστοχήσει για να νικήσουμε. Έχασε την πρώτη, αλλά εμείς τον εμψυχώσαμε. Έχασε τη δεύτερη και αρχίσαμε ν’ ανησυχούμε. Λέγαμε δεν μπορεί, θα βάλει τουλάχιστον την τρίτη. Μπήκε αυτή. Ο Παναθηναϊκός όμως είχε την τελευταία επίθεση. Πήρε την μπάλα, πάσα-πάσα και…τρίποντο ο Κούουσμα“.

Πού να φανταζόταν ότι το μαρτύριο του είχε μόλις αρχίσει.”Τις επόμενες ημέρες πετάξαμε για το Ισραήλ και φτάσαμε νύχτα στο ξενοδοχείο, γιατί όλες οι πτήσεις τότε ήταν βραδινές λόγω ειδικών κανόνων. Ο Παναγιώτης ράκος“. Όχι δράκος, πετάγομαι και τον κάνω να γελάσει, προτού συνεχίσει. “Μετά το τσεκ ιν ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Ο Παναγιώτης κουβέντα. ‘Πώς θα τη βγάλουμε δυο μέρες;’ αναρωτιόμουν. Πήγαμε για φαγητό, επιστρέψαμε, τίποτα ο Παναγιώτης. Ούτε να κοιμηθεί μπορούσε. Ξεκίνησε λοιπόν από τις 11 ως τις 2-3 ένα μονότονο επαναλαμβανόμενο ‘τις βολές, ρε, τις βολές’. Εγώ να στριφογυρίζω και να υποφέρω. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και γύρισα να του πω ‘ρε Παναγιώτη άσε αυτές τις βολές, θα βάλεις τις επόμενες. Άσε μας να κοιμηθούμε, σε παρακαλώ’. Του έφτιαξα το κέφι, γιατί το ‘πα αυθόρμητα και αμέσως ξέχασε τα πάντα“. Κοιμήθηκαν και ο Πανιώνιος απέκλεισε τη Μακάμπι με δύο νίκες.

Ο Γιώργος Καράγκουτης μπορούσε να μαρκάρει από πλέι μέικερ ως σέντερ. Με τον Έντι Τζόνσον διεκδικούν το ριμπάουντ σε ελεύθερες βολές Eurokinissi

“Θα είχαμε πάρει το πρωτάθλημα”, αν…

Η νέα σεζόν θα βρει την ομάδα της Ν.Σμύρνης με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς να κρατά τα γκέμια και τον Γιώργο Καράγκουτη να μονιμοποιείται στο βασικό σχήμα. “Ήταν η πρώτη χρονιά που έπαιζα από 20 ως 25 μέχρι και 30 λεπτά σε κάποια ματς. Το ‘4’ ο Ντούντα το εμπιστεύτηκε σε μένα και στον Τσόπη. Ο Ηλίας έδινε αυτό που έλειπε από μένα. Όταν εγώ δεν μπορούσα να σπρώξω έναν πολύ πιο δυνατό Αμερικανό, γιατί ήμουν σωματικά ανέτοιμος, έδινε τη λύση ο Ηλίας. Που τον είχαμε για το σπρώξιμο (γέλια). Ήταν ο αθόρυβος παίκτης. Έμπαινε, έκανε τα φάουλ του, εκνεύριζε τον αντίπαλο και μετά ερχόμουν εγώ να βάλω τα καλαθάκια (γέλια). Ο κόουτς είχε διαλέξει στο ‘5’ τον Θερλ Μπέιλι“. Που δεν ήταν ποτέ του σέντερ, συμφωνήσαμε μ’ ένα στόμα. Ήταν μολαταύτα “ένας Αμερικάνος ΝΒΑer, αθόρυβος τελείως, που εμείς τον βλέπαμε με δέος, αλλά στην ομάδα αποδείχθηκε πιο πλακατζής από μένα. Μια τρομερή και ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Προφανώς τότε δεν υπήρχαν social media για να ξέρουμε τι ακριβώς έχει καταφέρει, αλλά γνωρίζαμε εκ των προτέρων την καριέρα του και τον σεβόμασταν πολύ“. Ή το δίχως άλλο τον Ζάρκο Πάσπαλι, ο οποίος έγινε ένας εκ των ξένων το καλοκαίρι του 1995. “Όταν ήρθε στον Πανιώνιο είχε κυκλοφορήσει μια σκιώδης φήμη ότι είχε ένα πρόβλημα στον τένοντα και πια δεν μπορούσε να σουτάρει καλά. Ήρθε μόνο και μόνο για ν’ αποδείξει ότι δεν τελείωσε. Ένας άνθρωπος καθαρός ως χαρακτήρας που μας σημάδεψε όλους. Βέβαια ήταν αυτός που μπήκε στη νοοτροπία την παιδική και πιο πολύ έγινε αυτός παιδί παρά εμείς μεγάλοι. Ήταν τρομερό αυτό που ζούσαμε και γι’ αυτό παίξαμε ένα τόσο όμορφο μπάσκετ όλη τη σεζόν“. Άλλος ένας κρίκος ήταν απαραίτητος. “Συνωμότησε όλο το σύμπαν για να συμβεί αυτό, καθώς σ’ αυτούς βάλτε και τον Μπάιρον Ντίνκινς, ένα παιδί κι αυτός με τον οποίο γίναμε μια παρέα εφήβων“.

Έως σήμερα ο Καράγκουτης πιστεύει ξεκάθαρα ότι ο Πανιώνιος θα κατακτούσε το πρωτάθλημα του 1996 ή τελοσπάντων θα ήταν όλα ανοικτά “με τη φόρα που είχαμε“. Αρκεί να”είχαμε προκριθεί στους τελικούς“, ασχέτως δυσμενών προβλέψεων. Δεν έχει λησμονήσει πως στην ημιτελική σειρά με τον πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκό του Μάλκοβιτς (που επιστράτευσε τη ζώνη) “είχαμε χάσει το πρώτο ματς (70-68) στο σουτ του Γιώργου Καλαϊτζή, μετά ήρθαμε στη Ν.Σμύρνη κερδίζοντας πολύ εύκολα (62-49), προτού στο τελευταίο ματς κι ενώ ξεκινήσαμε ένα ονειρικό πρώτο ημίχρονο ξεφεύγοντας μέχρι και 13 πόντους (28-40 στο 20′ και 34-47 αργότερα) ξαφνικά φορτωθήκαμε με 4 φάουλ εγώ, ο Χριστοδούλου και ο Πασπαλιέ. Αντέξαμε πάντως και ήμασταν κοντά στο σκορ μέχρι τέλους ώσπου η είσοδος των αδερφών Γιαννακόπουλων ανέτρεψε πλήρως το σκηνικό και μας στέρησε την πρόκριση. Παίζαμε ένα μπάσκετ νεανικό, γρήγορο, σύγχρονο και φτάσαμε να διεκδικούμε το πρωτάθλημα από τις ομάδες που είχαν ξοδέψει εκατομμύρια“.

“Μου άλλαξε τη ζωή”

Ενδιάμεσα των δύο χρόνων με τον σοφό ‘Ντούντα’ στον πάγκο του Πανιωνίου, ο Καράγκουτης ζει ένα ονειρικό καλοκαίρι ως μέλος της Εθνικής Εφήβων. Της ‘Dream Team’ του ελληνικού μπάσκετ. Όνειρο στο όνειρο. Η απαρίθμηση ονομάτων όπως Ρεντζιάς, Κακιούζης, Παπανικολάου, Καλαϊτζής, Χατζής, Μπαρλάς, Σούλης και Γιαννούλης (τραυματίας) δεν είναι μεγέθη συγκρίσιμα με οποιασδήποτε άλλης φουρνιάς αναδείχθηκε έκτοτε. Με μέσο όρο επίθεσης τους 99.4 πόντους και διαφορές της τάξεως των 32.5 το σύνολο του Γιώργου Προεστού ισοπεδώνει κάθε -άμοιρο- αντίπαλό του. Από την πρεμιέρα απέναντι στο Πουέρτο Ρίκο (109-74) ως τον τελικό με την Αυστραλία (91-73). Την εθνική των ΗΠΑ μεταξύ αυτών, παρόντων των Βινς Κάρτερ και Στεφόν Μάρμπερι.

Η γενιά των 76άρηδων είχε αρχίσει την πορεία της από το ’92, σ’ ένα Μεσογειακό πρωτάθλημα που γινόταν στην Τουρκία. Ήταν η πρώτη αποστολή μας σε επίσημο τουρνουά. Δεν ήταν κάποια ιδιαίτερη διοργάνωση, αλλά το γεγονός ότι κερδίσαμε όλα τα ματς εύκολα έδειξε ότι έχουμε μέλλον. Ήταν η αρχή της εκτόξευσης. Την επόμενη χρονιά πήγαμε ξανά στην Τουρκία και κατακτήσαμε το Πανευρωπαϊκό Παίδων. Στο Πανευρωπαϊκό των Εφήβων της επόμενης χρονιάς εγώ δεν πήρα μέρος, γιατί το γόνατό μου με άφησε και υποβλήθηκα σε μία αρθροσκόπηση. Εκεί δεν τα πήγαμε καλά. Αντίθετα με το Παγκόσμιο του ’95 όπου σαρώσαμε τα πάντα“.Το εμφατικό 80-57 στον ημιτελικό με την Ισπανία ήταν η στιγμή του. “Χρωστούσα ένα πολύ καλό ματς και έτυχε να γίνει απέναντι στους Ισπανούς. Ήταν η κατάλληλη στιγμή “. Με αντίπαλο τον Ντε λα Φουέντε. Θυμάται σαν να να ‘ναι χθες πως “είχαμε κολλήσει σε κάποια φάση και ήταν ένα μαγικό πεντάλεπτο στη διάρκεια του οποίου από τους 7-8 πόντους πήγαμε στους 20 χωρίς να καταλάβει κανείς πώς έγινε“.

Το 91-73 επί των ‘καγκουρό’ έγινε το ιδανικό φινάλε. Για τον Γιώργο Καράγκουτη η αξία των σχέσεων μεταξύ των διεθνών ήταν πολύ μεγαλύτερη της αγωνιστικής επιτυχίας.

Όλο αυτό ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο της καριέρας μου, ήταν το καλοκαίρι που μού άλλαξε τη ζωή. Με βοήθησε πολύ στο κοινωνικό κομμάτι, γιατί με πολλά παιδιά είμαστε τόσα χρόνια φίλοι. Με τον Ευθύμη Ρεντζιά και τον Παναγιώτη Μπαρλά είμαστε σαν αδέρφια. Τον Παναγιώτη μάλιστα τον πάντρεψα“, συμπληρώνει με περηφάνια μεγαλύτερη κι από εκείνη του χρυσού μετάλλιο στο στήθος.

Ο Γιώργος Καράγκουτης και ο Ευθύμης Ρεντζιάς πανηγυρίζουν την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα των Εφήβων, το 1995 στο ΟΑΚΑ Eurokinissi

Δεν γνώριζε, αν θα ξαναπαίξει μπάσκετ

Η άλλη όψη του φεγγαριού, η σκοτεινή και απόκοσμη, έριξε το μαύρο πέπλο της την ίδια χρονική περίοδο του 1996. “Πέρασα ένα πολύ άσχημο καλοκαίρι. Η προηγούμενη σεζόν ήταν η πολύ καλή χρονιά με τον Ίβκοβιτς. Τερματίσαμε τρίτοι και θα παίζαμε στην Ευρωλίγκα. Προπονητής είχε αναλάβει ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου, αλλά τίποτα δεν πήγαινε καλά. Αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε στη Γλυφάδα, γιατί αυτό το κλειστό πληρούσε τότε τις προδιαγραφές, ενώ ήρθαν πάρα πολλοί κοινοτικοί“.Κάτι άλλο όμως του φύλαγε η κακιά στιγμή. “Πήγαμε στο Καπαόνικ για την προετοιμασία και κατά το πρώτο βράδυ είχα έναν πολύ άσχημο ατύχημα με τον νιπτήρα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν τον νιπτήρα να σπάει και τον εαυτό μου στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Ήταν τόσο πολύ το αίμα που και τόσο σοβαρό το ατύχημα που σαν να θόλωσαν όλα γύρω μου. Είχα κόψει το χέρι μου σε πολλά σημεία. Ακολούθησε ένα πολύωρο χειρουργείο στο Βελιγράδι, γύρω στις 18 ώρες“.

Ουδείς διακινδύνευε να μπει στη διαδικασία των προβλέψεων, καθώς “οι πιθανότητες να κολλήσει ξανά το χέρι μου και ν’ ακουμπήσω ξανά μπάλα ή να σταματήσω ήταν μοιρασμένες. Το δεξί χέρι μου ήταν δεμένο, οι πόνοι αφόρητοι και δεν είχα αίσθηση σε τρία δάχτυλα“. Ευτυχώς “για καλή μου τύχη, εμφανίστηκε ένας από τους κορυφαίους μικροχειρουργούς, για τον οποίο ο Ίβκοβιτς είχε καλέσει τον Υπουργό Υγείας, που με τη σειρά πήρε τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ο οποίος τηλεφώνησε στον γιατρό για να έρθει να χειρουργήσει κάποιον, αγχωμένος γιατί δεν ήξερε ποιος και τι. Είχαν κινητοποιηθεί οι πάντες. Όταν κατάλαβε ότι είμαι ένας 20χρονος μπασκετμπολίστας και ότι το δεξί χέρι του είναι όλη η ζωή του, έβαλε όλον του τον εαυτό και έκανε το ακατόρθωτο. Για τουλάχιστον 10 χρόνια διατηρήσαμε εξαιρετική σχέση με τον γιατρό, και τόσο αυτόν όσο και τον βοηθό του τούς προσκάλεσα σε διακοπές στη Σκιάθο. Ήμασταν τυχεροί γιατί μετά τον πόλεμο οι σέρβικες ομάδες άρχισαν να παίζουν ξανά στην Ευρώπη και κάθε φορά που πηγαίναμε στη χώρα ο γιατρός εξέταζε το χέρι μου“.

Ακατάσχετη η αιμορραγία, σώματος πρωτίστως και ψυχής σε δεύτερο πλάνο. “Ήμουν πολύ άσχημα αυτό το διάστημα, ένα είδος κατάθλιψης“, μεταφέρει. Πώς αλλιώς; Αφού “ούτε με την οικογένειά μου μπορούσα να μιλήσω. Δεν υπήρχε καν τηλέφωνο. Ήταν ο Μαρίνος που ήταν προπονητής παλιός και είχε αναλάβει το μάνατζμεντ του Πανιωνίου. Αυτός ανέλαβε τη μεταφορά μου στην κλινική. Μου άφησε κάποια λεφτά για να έχω κάποιο έξτρα φαγητό, αν μπορούσα. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να καθίσει άλλο, ότι θα ερχόταν ξανά περνώντας από το Βελιγράδι για την Αθήνα. Φαντάσου ότι ξαφνικά εγώ βρέθηκα μ’ ένα κομμένο χέρι, ένα πολύωρο χειρουργείο, ξυπνώντας σε μια κλινική με ανθρώπους που ερχόντουσαν διαμελισμένοι ή πέθαιναν δίπλα μου. Ήταν η περίοδος αμέσως μετά τον πόλεμο, όπου οι νάρκες ήταν ακόμη ενεργές, υπήρχαν εστίες και ήμουν σε μια κλινική ατυχημάτων όπως το ΚΑΤ. Προσπαθούσαν να μ’ έχουν μόνο μου, αλλά είχα δύο κρεβάτια δεξιά κι αριστερά, αλλά πάντα καταλάβαινα το βράδυ πως κάποιος αγκομαχούσε, πονούσε ή πέθαινε“. Όλο αυτό το ανατριχιαστικό σκηνικό συνδύασέ το με “μία όλη κι όλη η νοσοκόμα που μιλούσε αγγλικά, την οποία όποτε ερχόταν στη βάρδια επεδίωκα ν’ ανταλλάσσω δυο κουβέντες μαζί της – να ‘ναι καλά όπου είναι. Οι άλλες νοσοκόμες δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης φωτογραφίζεται για το Contra.gr στο 'Ανδρέας Βαρίκας' Tourette Photography

Μια πλημμυρίδα συναισθημάτων εξακολουθεί να πνίγει το κορμί του. “Φοβήθηκα για τα πάντα. Μετά την τέταρτη-πέμπτη ημέρα μίλησα με τη μητέρα μου. Κατάφερε να πάρει τηλέφωνο, να συνεννοηθεί με την κεντρική κλινική που μετέφερε την κλήση στο δικό μας το τμήμα κι από ‘κει στο θάλαμο που με είχαν. Φυσικά έπρεπε να σηκωθώ και να περπατήσω για να μιλήσω 1-2 λεπτά. Ήταν μια εμπειρία που όχι απλά με ξύπνησε, νομίζω ότι από εκείνη την ημέρα άλλαξα. Επειδή ως τότε ήμουν ένας άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, υποχόνδριος θα έλεγα, εκείνο το 15ήμερο που έμεινα στην κλινική εκτίμησα ακόμη ακόμη και το σκέτο νερό που πας και βρίσκεις κάπου. Οι συνθήκες ήταν τραγικές, η τουαλέτα άθλια. Εγώ τουαλέτα εκτός σπιτιού δεν χρησιμοποιούσα, πλην ανάγκης, αλλά οι περιστάσεις με ανάγκασαν να δω τη ζωή αλλιώς. Μέχρι τότε ήμουν παράξενος“. Δίνει χειροπιαστά παραδείγματα. “Μου σέρβιρε η μητέρα μου το φαγητό κι αν δεν ήταν ζεστό δεν το έτρωγα. Ήμουν όσο δεν πήγαινε καλομαθημένος. Αν έβλεπα λίγο μαυράκι στο κοτόπουλο, δεν έτρωγα ολόκληρο το κομμάτι. Δεν ήμουν κακός χαρακτήρας αλλά είχα ιδιαιτερότητες. Δεν το θες, αλλά σαν να έχει μπει μέσα σου. Πες μου, βέβαια, ένα Ελληνόπουλο, 16-17 ετών, που δεν το έχει περιποιηθεί η μάνα του και δεν του τα προσφέρει όπως τα θέλει. Να μην έχεις ζήσει ότι θα πέσει στο πάτωμα φαΐ και 10 άτομα θα το διεκδικήσουν“.

Έπρεπε από κάποιου να πιαστεί. Μια ελπίδα, έναν δικό του άνθρωπο. Τουλάχιστον “θυμάμαι ότι ο Φάνης τότε είχε ειδική άδεια από την ομάδα και ο Μαρίνος μου ‘χε πει ότι μόλις ταξιδέψει, θα έρθουν να με δουν. Όχι όμως πότε και πώς. Ξαφνικά ένα πρωί ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Φάνη μπροστά μου. Έβαλα τα κλάματα. Ήταν σαν να έβλεπα τον Θεό τον ίδιο. Μου έφεραν περιοδικά από την Ελλάδα. Μου έφεραν γράμματα της τότε σχέσης μου και μετέπειτα γυναίκας μου, που ήμασταν μαζί για ένα χρόνο. Μου έφεραν γράμμα της μάνας μου και της αδερφή μου. Το διανοήστε; Δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε. Τα έχω κρατήσει όλα αυτά ως ενθύμια. Ήταν συνταρακτικές εκείνες οι ημέρες. Ξύπνησε μέσα μου η ζωή και είπα ότι πρέπει να βγω νικητής από όλο αυτό“.

Βγήκε; “Όταν ολοκληρώθηκε ό,τι έπρεπε να κάνουν οι Σέρβοι γιατροί και πήρα εξιτήριο μού έβαλαν ένα τεράστιο γύψο που είχε καλύψει τρεις φορές το χέρι μου και ένα προστατευτικό για να μην μετακινείται καθόλου για ένα μήνα. Στις 2 εβδομάδες όμως εγώ έπρεπε να ταξιδέψω πίσω. Με μεγάλη προσοχή πήγαμε στο ξενοδοχείο κι από ‘κει στο αεροδρόμιο. Όταν ο πρώτος γιατρός που αντίκρισε το χέρι μου, έχοντας την ευθύνη να σπάσει τον γύψο και να κόψει τα ράμματα, ο Κατσιφαράκης ήταν, έπαθε σοκ με την κατάσταση του πρησμένου χεριού μου. Ήταν με πολλά ράμματα“. Κάνει παύση και μου προτάσσει την ουλή. Το σημάδι εκτείνεται από τα δάχτυλα ως τον καρπό. Ενθύμιο πολέμου σε μετεμφυλιακό έδαφος. “Ξεκίνησα σιγά-σιγά την αποθεραπεία. Ο Θοδωρής Κρατημένος, να ‘ναι καλά, τον οποίο ευγνωμονώ όπως και τον Κατσιφαράκη, ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα αποκατάστασης που οι πρώτες επαφές του χεριού μου ήταν να πιάσω ένα στυλό, μια οδοντογλυφίδα. Μόνο και μόνο για να κινηθούν τα δάχτυλα. Μ’ ένα νεροπίστολο προσπαθούσα να πατήσω τη σκανδάλη για να γίνεται η απαιτούμενη κίνηση. Είχα ένα μπαλάκι του τένις συνεχώς μαζί μου. Παρήγγειλε ο Κατσιφαράκης ένα μηχάνημα που το φορούσες στο χέρι και έδενε τα δάχτυλα μ’ έναν τρόπο για να πάρει μπροστά το χέρι. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με μια μόνη κίνηση στο μυαλό“. Ανοιγοκλείνει ελαφριά τον δεξιό δείκτη, επαναλαμβάνει την ίδια μονότονη κίνηση. Το ζει.

“Φοβήθηκα να μην κάνω ερ μπολ”

Ο Γιώργος Καράγκουτης αγωνίζεται απέναντι στην ΑΕΚ με μπανταρισμένο το χέρι του Eurokinissi

Όπως ξαναζεί φάση-φάση την πρώτη φορά που ήρθε εκ νέου σ’ επαφή με το σπορ. “Όταν ξαφνικά πήρε μπροστά το χέρι μετά από 3-4 μήνες και άρχισα να νιώθω πιο δυνατός φτάσαμε προς τα Χριστούγεννα, 6-7 μήνες αργότερα, μ’ ενοχλούσε η μπάλα πολύ. Το πρώτο ματς το θυμάμαι, ήταν ένα Παναθηναϊκός-Πανιώνιος. Μπήκα περίπου στο 17′-18′ για ψυχολογικούς λόγους, και έτρεμαν τα πόδια μου. Έπιασα μια πάσα, μπήκα προς τα μέσα και κέρδισα φάουλ. Πήγα στη γραμμή των βολών. Φοβήθηκα να μην κάνω ερ μπολ. Ο κόσμος δεν ήταν πολύς, αλλά αρκετός στο κάτω διάζωμα. Όσοι γνώριζαν τι έχω περάσει με χειροκρότησαν. Με δεμένο το χέρι, την πρώτη την έχασα. Ξανά χειροκρότημα. Έχω μάλιστα μια φωτογραφία από το στιγμιότυπο στην οποία φαίνεται ότι την μπάλα δεν την πιάνω σωστά. Δεν μπορούσα διαφορετικά. Η δεύτερη μπήκε. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ κι ας ήταν μόνο μια βολή. Ήταν η πρώτη που μπήκε μετά το χειρουργείο. Τα 2 λεπτά άρχισαν να γίνονται 5-10, τα 10-15 και προς το τέλος της χρονιάς έδωσα και δυο-τρεις νίκες. Με την Τσιμπόνα στη Γλυφάδα, με τον Άρη, με το Περιστέρι. Με τον Τζούροβιτς να έχει επιστρέψει πάλι αντί του Κιουμουρτζόγλου. Έλεγε μάλιστα στ’ αποδυτήρια ότι αυτό το παιδί παίζει με μισό χέρι κι εσείς με δύο δεν μπορείτε να βάλετε καλάθι“.

Αναιρεί την άποψη ότι πιέστηκε να γυρίσει νωρίς. “Όταν μπήκα στο γήπεδο, έδειχνα ότι ιατρικά ήμουν έτοιμος. Βέβαια είχα απότομη πτώση και ζητούσα από μόνος αλλαγή. Είχα πρόβλημα με το κρύο. Είχαμε πάει να παίξουμε στο Παπαστράτειο με τον Πειραϊκό και έκανε τόσο πολλή ψύχρα που δεν ένιωθα το χέρι μου. Μου έδιναν πάσα και νόμιζα ότι θα σπάσει. Είχα τρομερή ευαισθησία και φορούσα συνέχεια γάντια. Δεν είχαν αποκατασταθεί ακόμη τα νεύρα. Ο κόουτς με είχε ρωτήσει πώς είμαι και του ‘χα πει να μην με βάλει πεντάδα. Ξέφυγε ο Πειραϊκός και ο κόουτς μου ζήτησε να σηκωθώ. Δεν μπορούσα ούτε το πάνω-κάτω να κάνω. Με παρέσυρε ο ρυθμός. Ήταν μια πανωλεθρία του Πανιωνίου, γιατί μια νεοφώτιστη ομάδα κέρδιζε μια ομάδα της Ευρωλίγκας. Ήμασταν σ’ ένα μεταβατικό στάδιο, διότι η σεζόν του καλού μπάσκετ είχε δώσει τη θέση της στον Πανιώνιο λίγο πάνω από τη ζώνη. Αν δεν κάναμε 2-3 νίκες καλές στο τέλος, ίσως να κινδυνεύαμε“.

Εφαρμοστηκε μια ατυπη γραμμη οτι ο Γιωργος τελειωσε από την Εθνικη. Το εμαθα εκ των υστερων

Η 11η θέση στην τελική κατάταξη της λίγκας δεν ανταποκρινόταν στη δυναμική του Πανιωνίου, ο οποίος ανασυντάχθηκε υπό την σκέπη του ‘Βούδα’, Μάκη Δενδρινού. Ό,τι ωφελιμότερο, παρά την αποχώρηση του Φάνη με προορισμό Παναθηναϊκό, για τον Γιώργο Καράγκουτη που ένιωθε ξανά ακμαίος και πάτουσε γερά στα πόδια του, καρφώνοντας σ’ αντίπαλα καλάθια. Ενίοτε αλαλάζοντας στην πλάτη του Γιάννη Γιαννούλη. Ο οποίος ανήμερα της γιορτής των ερωτευμένων (14/2/98) άφησε στην άκρη την αβροφροσύνη και διάλεξε ένα μπουκέτο, γεμάτο δέρμα, αντί ενός με λουλούδια. “Η όλη φάση ήταν μια παρεξήγηση, κατά την οποία ενώ εγώ καρφώσα και πανηγύρισα, ο Γιαννούλης που είχε γυρίσει πλάτη, άκουσε να τον αποκαλεί κάποιος ‘Βούλγαρο’. Νόμιζε ότι ήμουν εγώ, γύρισε να με χτυπήσει, εγώ απέφυγα την μπουνιά όσο μπορούσα – την έφαγα ξώφαλτση. Ο Χάρβεϊ, που λόγω του οξύθυμου χαρακτήρα του αρπαζόταν με τα πάντα έχοντας διακόψει φιλικά, είδε τη φάση, όρμηξε αμέσως και άρχισε η κλωτσοπατινάδα. Έτρεξε και ο Σάκλεφορντ που είδε τον Χάρβεϊ και πιάστηκαν στα χέρια όσο εγώ απομακρύνομαι. Παρόλα αυτά η φάση έχει μείνει στην ιστορία ως Γιαννούλης-Καράγκουτης, ενώ ήταν στην ουσία Σάκλεφορντ-Χάρβεϊ. Αποβλήθηκα και απορούσα, διότι ήμουν σε καθαρή φάση άμυνας“, εξηγεί επαληθεύοντας πως ζήτησε να γίνει αλκοτέστ στον Γιαννούλη. “Είχα βρεθεί υπόλογος και πάνω στα νεύρα μου ειπώθηκαν πολλά. Όντως ειπώθηκε αυτό, μικρός ήμουν, ήταν μια αντίδραση παρορμητισμού και νεανικής χαζομάρας. Όταν ήρθε ο Γιαννούλης να μου πει ότι άκουσε να τον αποκαλώ ‘Βούλγαρο’, του εξήγησα πως δεν υπήρχε περίπτωση, αφού ο πατέρας μου είναι από τη Θεσσαλονίκη και είμαι μισός Σαλονικιός. Αυτή τη λέξη θα χρησιμοποιούσα, αν ήθελα να τον μειώσω; Ιδίως σ’ έναν συμπαίκτη και φίλο από την Εθνική“.

Στους δύο ποδοσφαιρικούς τελικούς

Το σκηνικό ξεχάστηκε με τον καιρό, οι αντιθέσεις αμβλύνθηκαν, οι ‘κυανέρυθροι’ τερμάτισαν στην πρώτη 5άδα της βαθμολογίας κι επανέκτησαν τη θέση τους στην Ευρώπη. Η καλή πορεία τους ωστόσο είχε επισκιαστεί από την κατάκτηση του κυπέλλου στο ποδόσφαιρο. “Ήμασταν σύσσωμη η ομάδα του μπάσκετ στο 1-0 επί του Παναθηναϊκού“. Συγκοινωνούντα δοχεία τα δύο τμήματα εκείνη την εποχή, καθώς “ήμασταν πολύ δεμένοι με τα παιδιά που έπαιζαν τότε στην ποδοσφαιρική ομάδα. Με τον Βόκολο, τον Φύσσα, τον Μάντζιο κάναμε παρέα εκτός γηπέδου. Υπήρχαν τα στέκια τα παραδοσιακά που συναντιόμασταν όλοι μαζί“. Ούτως ή άλλως “προσωπικά είχα πολλές αναφορές από τον ποδοσφαιρικό Πανιώνιο. Ήταν εκείνες οι εποχές που με τον πατέρα μου πηγαίναμε στο γήπεδο ή τρυπώναμε από το γήπεδο του μπάσκετ στο ποδοσφαιρικό. Υπήρχε ένας φροντιστής, ο αείμνηστος ο Βασίλης Καπώνης, που μας έπαιρνε και βλέπαμε όλους τους αγώνες και τους μεγάλους ποδοσφαιριστές. Τον Τσιαντάκη, τον Αναστόπουλο, τον Σαραβάκο, τον Μαύρο λιγότερο“. Θα θυμηθεί ταυτόχρονα ότι “ήμουν και στον χαμένο τελικό του ’88. Είχα πάει με τον ηλεκτρικό παρέα με την αδερφή μου, που την είχαν βάλει οι γονείς μου να με προσέχει. Είχα κρυμμένο το κασκόλ γιατί φοβόμασταν. Πήγαμε στο σταθμό της Καλλιθέας με τα πόδια, αφού δεν υπήρχε συγκοινωνία και πήραμε το τρένο που ήταν γεμάτο Παναθηναϊκούς. Ο Πανιώνιος ήταν στο αίμα μου. Όπως όλων των παιδιών τότε“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης φωτογραφίζεται για το Contra.gr στο ποδοσφαιρικό γήπεδο του Πανιωνίου Tourette Photography/Ανδρέας Παπακωνσταντίνου

Δυο περήφανες στιγμές για την ιστορία του Πανιωνίου συνολικά. Ανώτερη θα ήταν μονάχα η προσθήκη μιας ευρωκούπας στη βιτρίνα. Η Μπαρτσελόνα του Σάσα Τζόρτζεβιτς, του Ευθύμη Ρεντζιά, του Μίλαν Γκούροβιτς, του πιτσιρικά Ναβάρο στέρησε την πιθανότητα και μαζί την ελπίδα. Ή τη βεβαιότητα του Γιώργου Καράγκουτη μετά την εκπληκτική πορεία ως τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κόρατς την άνοιξη του ’99. “Θα την κερδίζαμε την Εστουδιάντες στα διπλά ματς“, αποσαφηνίζει. “Αλήθεια είναι ότι μπορούσαμε να περάσουμε την Μπαρτσελόνα. Ξεκινήσαμε εδώ ένα παιχνίδι στο οποίο ο Σιμς άρχισε με… 0/20 σουτ και μόνο από τον εγωισμό του μάς κατέστρεψε όλο το πρώτο ημίχρονο, αφού βρεθήκαμε στο -20 (30-51). Όταν συνειδητοποίησαν ο Ματσόν και οι υπόλοιποι ότι ο Σιμς δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, στο β’ ημίχρονο κάναμε έναν τιτάνιο αγώνα και φτάσαμε στο Χ, προτού ηττηθούμε για λίγο (71-80). Παλέψαμε και στη ρεβάνς, προτού εγκαταλείψουμε στο δεύτερο μισό (91-61). Ήταν μια χαμένη ευκαιρία ακόμα, αφού ξαναφτάσαμε στην πηγή “. Στους δυο αγώνες αυτούς ο Γιώργος Καράγκουτης σκόραρε 29 πόντους και μάζεψε 11 ριμπάουντ. Όφειλε να εξαργυρώσει τη φήμη του πια, κλείνοντας έναν κύκλο 15 ετών. Η τότε Ταουγκρές τον ζητούσε επίμονα. Κυπελλούχος Ισπανίας. Μια πρόταση “με καλά χρήματα και καλό προπονητή, την οποία ήθελα ν’ αποδεχθώ. Ήταν μια ανερχόμενη δύναμη τότε. Είχα ήδη προμηθευτεί ελληνο-ισπανικο λεξικό και προσπαθούσα να μάθω τη γλώσσα γιατί ήμουν μια ανάσα από την υπογραφή. Η Ισπανία θα μού ταίριαζε πάρα πολύ. Η ζωή μου η μπασκετική θα ήταν διαφορετική, αν είχα πάει στη Βιτόρια. Υπήρχε μια άκρως δελεαστική πρόταση σε δολάριο, το οποίο είχε αρχίσει από τις 200 δραχμές και είχε αγγίξει τις 400. Οπότε αυτομάτως η πρόταση διπλασιαζόταν. Ήμουν έτοιμος“.

“Ξύπνησε ένα πρωί ο Ομπράντοβιτς και είπε ότι αυτόν δεν τον γουστάρω”

Τα σχέδιά του βεβαίως ανατράπηκαν, καθώς “η διοίκηση του Πανιωνίου προτίμησε την πρόταση του Παναθηναϊκού, τη συνέφερε οικονομικά και αγωνιστικά λόγω έμψυχων ανταλλαγμάτων. Πλήρωσε αρκετά ο Παναθηναϊκός για να με αγοράσει από τον Πανιώνιο που ήθελε να με πουλήσει γιατί θα έφευγα ελεύθερος“. 21 καλοκαίρια αργότερα αποδέχεται ότι “ο Ομπράντοβιτς με βρήκε στον Παναθηναϊκό, εγώ ήμουν καθαρά μια μεταγραφή του Γιαννακόπουλου“. Εξ αρχής σε μειονεκτική θέση δηλαδή, θα έπρεπε να πείσει έναν νέο προπονητή πως αξίζει θέση, χρόνο και ρόλο. “Ένας πολύ καλός καλός προπονητής, αλλά κι ένας ιδιόρρυθμος χαρακτήρας αρχίζει να με γνωρίζει”. Θέλει να επισημάνει για να να ‘ναι ξεκάθαρος πως “εγώ έζησα τον Ομπράντοβιτς της πρώτης σεζόν του στην Ελλάδα. Ήταν ακόμη επιφυλακτικός και δεν είχε δείξει τι μπορεί να καταφέρει με τον Παναθηναϊκό. Προπονητικά δεν ένιωθε ασφάλεια ακόμη“.

Ταυτόχρονα όμως η δική του μετάβαση είχε στοιχείο οδύνης στον πυρήνα της “Η διαφορά ήταν μεγάλη, η μέρα με τη νύχτα από πολλές απόψεις. Η βασική ήταν φυσικά του ανταγωνισμού, καθώς στον Πανιώνιο δεν είχα ν’ ανταγωνιστώ κάποιον. Πάντα ήξερα ότι βρέξει-χιονίσει θα παίξω 30-35 λεπτά. Ξαφνικά έπρεπε να διεκδικήσω τη θέση μου από τον Ρότζερς, τον Φώτση, τον Αλβέρτη, τον Ρέμπρατσα σε σχήματα με Μπερκ, ή τον Μποντιρόγκα – αν κατέβαινε χαμηλά. Ομάδα εκατομμυρίων“. Η πυξίδα τού έδειξε τον κακοτράχαλο δρόμο. “Νόμιζα ότι θα είμαι σταρ. Λάθος μεγάλο, από τα μεγαλύτερα. Ξεκίνησα τη δουλειά, αλλά αρχικά δεν κατάφερα να προσαρμοστώ στα δεδομένα αυτά. Μιλήσαμε με τον Ομπράντοβιτς και τον Ιτούδη και μού εξήγησαν ότι χρειάζομαι λίγο χρόνο“. Η άμμος στην κλεψύδρα σώθηκε πολύ γρήγορα, αναπάντεχα γρήγορα. “Σ’ ένα τουρνουά στην Κύπρο και στο πρώτο ματς που παίξαμε, είχα δύο ευκαιρίες να σουτάρω και δεν το έκανα. Προτίμησα να πασάρω. Ο Ομπράντοβιτς τρελάθηκε, μ’ έκανε αλλαγή και φωνάζοντας του Ιτούδη τού ζήτησε να μου πει πως αν δεν σουτάρω, δεν ξαναπαίζω. Έκτοτε βρέθηκα στο περιθώριο, χωρίς άλλο λόγο. Ξύπνησε ένα πρωί ο Ομπράντοβιτς και είπε ότι αυτόν δεν τον γουστάρω. Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Δεύτερο ματς, πουθενά εγώ. Ρότζερς-Φώτσης στη θέση. Τρίτο ματς το ίδιο“. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει νωρίς.

Ο Γιώργος Καράγκουτης ακούει τις οδηγίες του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, όταν τού έδωσε ξανά την ευκαιρία να παίξει μέσα στη χρονιά Eurokinissi

Αφήστε που “είχα μείνει για ένα μεγάλο διάστημα εκτός με λοιμώδη μονοπυρήνωση. Έτσι μού είπαν. Κατ’ εμέ από τη στεναχώρια προέκυψε. Καταλαβαίνεις ότι εκεί που ο Γιώργος ήταν στο επίκεντρο έπεσε στο απόλυτο μηδέν. Ο κόσμος άλλαζε, προχωρούσε, μπαίναμε σε μια άλλη εποχή και ξαφνικά ο Γιώργος ένιωθε ότι είναι εκτός πραγμάτων. Γι’ αυτό και ήταν μάλλον μια αντίδραση του οργανισμού, αφού για ένα μήνα είχα 40 πυρετό χωρίς να βρίσκει κανείς από πού προέρχεται. Ήταν μάλλον αυτοάνοσο που δημιουργήθηκε εσωτερικά“. Την ίδια περίοδο “φήμες κυκλοφόρησαν πολλές“. Όπως “ότι τον κορόιδεψα τον Ομπράντοβιτς, ότι έκανα πλάκες. Ψέματα“, ξεκαθαρίζει. “Έδωσα μάχη, κέρδισα ξανά το χρόνο και τη θέση μου, έπαιξα σ’ ένα ματς πεντάδα, σε δεύτερο ματς πεντάδα, αλλά στο τρίτο ήμουν εκτός. Χωρίς κάποια εξήγηση πλέον. Το μόνο που ο Ομπράντοβιτς έκανε ήταν να βρίζει μέσω του Ιτούδη. Βρισιές που ξέραμε κι εμείς γιατί με Σέρβους μεγαλώσαμε. Από 8 χρόνων τις ξέραμε“.

το μπασκετ δεν το ξεχασα σε μια χρονια. ηταν θεμα ψυχολογιας κι εμπιστοσυνης

Μοιραία το Final-4 στη Θεσσαλονίκη δεν το απόλαυσε όπως θα φανταζόταν άλλος στη θέση του. “Ο Ομπράντοβιτς είχε μια ‘φαεινή’ ιδέα που μας κόστισε πάρα πολύ στα 4 παιδιά που ήμασταν εκτός αποστολής, καθώς μας είχε να τρώμε σε διαφορετικές ώρες, εκτός της ομάδας, να μην παίρνουμε μέρος στην προπόνηση και να ζούμε ένα τριήμερο… διακοπών. Ούτε καν στον πάγκο μάς άφηνε να είμαστε. Ξέρεις πόσο άσχημο είναι αυτό για έναν αθλητή; Ήμουν εγώ ο Καλαϊτζής που είχε τραυματιστεί, ο Γλυνιαδάκης και ο Μάγλος. Εισχωρήσαμε στους πανηγυρισμούς, αλλά οι φωτογραφίες που έχω από την ημέρα είναι τελείως ψυχρές. Δεν το πανηγύρισα όπως θα το έκανα σε κανονικές συνθήκες. Ένα τρόπαιο που ο Νίκος Γκάλης δεν το έχει, εγώ δεν το πανηγύριζα όπως έπρεπε. Καταλαβαίνεις πόσες άσχημες σκέψεις είχαν συσσωρευτεί στο κεφάλι μου“. Σαν το συμβόλαιο που είχε υπογράψει να προέβλεπε εξ αρχής το μέλλον. “Είχα 1+1+1+1 και όχι κλειστό τέσσερα χρόνια. Η συζήτηση που έγινε ήταν πως ο Ομπράντοβιτς δεν με θέλει. Ούτε εγώ όμως ήθελα να μείνω από τη στιγμή που δεν θα με υπολογίζει και θα ήμουν μόνιμα στον πάγκο. Δεν επεδίωξα καν να συζητήσω, είπα τελείωσε εδώ όταν στο τέλος της σεζόν ο μάνατζέρ μου μού είπε ότι ο Παναθηναϊκός δεν προτίθεται να σου ανανεώσει το συμβόλαιο και με ρώτησε τι θέλω να κάνουμε”.

Ξέχασα να πω, παράλειψη, πως ο Γιώργος Καράγκουτης πήγε στον Παναθηναϊκό ως ενεργό μέλος της Εθνικής ομάδας. Πρώτα στο Παγκόσμιο του ’98, με τον Γιαννάκη στα ηνία, χωρίς ν’ αγωνιστεί πολύ ως τον χαμένο μικρό τελικό από τους Αμερικανούς της Ευρώπης. Που έμεινε στο παρκέ 11 λεπτά. Κατόπιν επιλέχθηκε στη 12άδα από τον Κώστα Πετρόπουλο και ταξίδεψε στην Ντιζόν της Γαλλίας. Τρία ματς, στο πρώτο 5αδάτος, τρεις ήττες, αποκλεισμός. “Η ψυχολογία ήταν στο μηδέν, καθώς ο Αλβέρτης των 20 πόντων είχε γυρίσει το πόδι του λίγο πριν πάμε στους αγώνες, ενώ στο πρώτο ματς το χάσαμε από την ατυχία. Μετά άρχισε το εγώ φταίω-εσύ φταις και η γκρίνια. Στράβωσε επίσης το ματς με τους Τσέχους και παίξαμε έναν τελικό με τη Λιθουανία του Σαμπόνις, τον οποίο χάσαμε επίσης επιστρέφοντας πίσω“. Ο ίδιος αισθάνθηκε εξιλαστήριο θύμα. “Χρεώθηκαν την αποτυχία 2-3 παιδιά, μεταξύ των οποίων και εγώ. Εφαρμόστηκε μια άτυπη γραμμή ότι ο Γιώργος τέλειωσε από την Εθνική. Το έμαθα εκ των υστέρων. Τόσο ο Πετρόπουλος όσο και ο Ιωαννίδης ακολούθησαν κατά γράμμα ό,τι τους είχαν πει. Το 2004 έφτασα ένα στάδιο πριν από τον προθάλαμο και ο Παναγιώτης Γιαννάκης άρχισε κουβέντα για να ξαναμπώ στην εθνική, ασχέτως αν τότε τα 4άρια ήταν ο Ντικούδης, ο Τσαρτσαρής και ο Φώτσης. Νομίζω ότι αν έπεμενε, θα είχα κληθεί στην προετοιμασία. Δεν ξέρω, αν δεν τον άφησαν, αλλά νομίζω οτι κάπως έγινε το πράγμα. Ο χαρακτήρας μου είναι τέτοιος, τόσο ανοικτός και πρόσχαρος που παρεξηγιόταν. Και ο Φώτσης σημαδεύτηκε κάποιες φορές, αλλά δεν την πλήρωσε γιατί την πλήρωσε στο τέλος ο Παπαδόπουλος που ήταν μαζί του. Αν ήμουν πιο σκληρός, πιο ‘αλήτης’, διαφορετικός με μια λέξη, δεν θα συναντούσα αυτή τη συμπεριφορά, θα με διαχειρίζονταν διαφορετικά, το πιστεύω ακράδαντα“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης στην προετοιμασία του Ηρακλή δίπλα στον Δημήτρη Διαμαντίδη Eurokinissι

Μαζί με την απότομη προσγείωση της Εθνικής, ο Γιώργος Καράγκουτης ‘προσγειώθηκε’ στη Θεσσαλονίκη. Είχε ήδη κατασταλάξει, καθώς “ο Μάκης Δενδρινός ανέβηκε στον Ηρακλή, με τον Εμφιετζόγλου στην προεδρία. Ήταν ένα νέο ξεκίνημα. Ο Μάκης μ’ εμπιστευόταν πλήρως και μου έκαναν μια πολύ καλή πρόταση. Ήταν μια ομάδα αξιοπρεπής, με τον Καράσεφ σε πρώτο ρόλο“. Παρέα τους ο Νίκος Χατζηβρέττας, ο Λάζαρος Παπαδόπουλος και ο 19χρονος Δημήτρης Διαμαντίδηςπου μόλις είχε έρθει από την Καστοριά. Ήταν ένα λιγομίλητο παιδάκι, ‘ψαρωμένο’ που πάλευε να βρει τα πατήματά του στην πόλη. Δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε το μέλλον“. Πόσο μάλλον του 16χρονου Σοφοκλή Σχορτσανίτη. “Η σεζόν τελείωσε με τον Αρμένη, βοηθό του Δενδρινού, προτού την επόμενη έρθει το δίδυμο Πιλαφίδης-Μουρατίδης και φέρει έναν πρωτοεμφανιζόμενο ξένο, ονόματι Μπλάκνεϊ. Ήταν μια χρονιά-έκπληξη στο φινάλε της, αφού βρήκε τον Ηρακλή στην τρίτη θέση και στην Ευρωλίγκα“.

Σε ατομικό επίπεδο ο 25χρονος πλέον φόργουορντ εμφάνισε “πάλι τα νούμερα του Πανιωνίου. Το μπάσκετ δεν το ξέχασα σε μια χρονιά. Ήταν θέμα ψυχολογίας και εμπιστοσύνης. Από τη στιγμή που μου δόθηκαν ξανά, ο Γιώργος ήταν πάλι ο ίδιος. Δεν είχα αφήσει ποτέ τον εαυτό μου και γι’ αυτό το come back που έκανα στη διάρκεια της σεζόν με τον Παναθηναϊκό ήταν μέσα από τις σκληρές προπονήσεις. Μου το ‘χε πει και ο ίδιος ο Ομπράντοβιτς, αλλά δεν ξέρω γιατί η θετική στάση κράτησε μόνο δυο τρεις εβδομάδες, προτού βρεθώ ξανά στα τάρταρα“.

Την άνοιξη του 2001 ο Ηρακλής διεκδίκησε επάξια την πρόκρισή τους στους τελικούς της Α1, αλλά αποκλείστηκε οριακά από τη φιναλίστ ΑΕΚ. Οι δικοί του αριθμοί στα πλέι οφ: 15 πόντοι, 5 ριμπάουντ, σχεδόν 2 ασίστ ανά συμμετοχή. “Ήμουν γεννημένος γι’ αυτά τα ματς. Όταν πηγαίναμε να παίξουμε με μια νεοφώτιστη ή υποδεέστερη ομάδα, στα μάτια μου το ενδιαφέρον δεν ήταν το ίδιο. Δεν γινόταν επίτηδες, ίσχυε όμως. Θα παίζαμε, φερ’ ειπείν, με τον Παπάγο και με 6-8 πόντους, 5-6 ριμπάουντ θα ήμουν ευχαριστημένος. Όπως και ο κόουτς. Όταν όμως πηγαίναμε να παίξουμε σε ματς που η μπάλα έκαιγε, με τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, τον Άρη, τον ΠΑΟΚ και την ΑΕΚ έβαζα 20 πόντους και μάζευα 15-16 ριμπάουντ. Αυτή ήταν η διαφορά που προέκυπτε στο μέσο όρο. Υπήρχαν συστήματα πάνω μου και η μπάλα περνούσε από μένα. Όλα αυτά ήταν απόρροια των Σέρβων προπονητών που με δούλεψαν τόσο στην ντρίμπλα, όσο στο σουτ απ’ έξω, στο παιχνίδι με πλάτη και κυρίως το χάι-λόου που μ’ έκαναν να ξεχωρίζω. Τότε τον Λάζαρο τον βοήθησα κι εγώ να βρει ένα πολύ καλό συμβόλαιο ανεβάζοντας τα νούμερά του. Προφανώς δεν τον έφτιαξα εγώ, αλλά ήταν ένας από τους λόγους που βελτίωσε πολύ τους αριθμούς του, αφού οι σχεδόν 3 ασίστ μου ήταν στον Λάζο“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης φωτογραφίζεται για το Contra.gr στο ανοιχτό γήπεδο του Πανιωνίου Tourette Photography

Αναρωτιέσαι ήδη γιατί, υπό αυτές τις συνθήκες, επέλεξε τη Νήαρ Ηστ ως επόμενο σταθμό. Μια ομάδα του δεύτερου πατώματος. “Είχε τότε έναν πρόεδρο κι ένα κοινό που την ωθούσαν προς τα πάνω. Άσχετα αν δεν της βγήκε η χρονιά. Με τον πρόεδρο κάναμε μια ειλικρινή κουβέντα και επειδή δεν ήθελα να περιμένω ως τον Οκτώβριο για να βρω ομάδα είπα το ‘ναι’ παρόλο που τα λεφτά δεν ήταν πολύ καλά. Είχε έρθει και ο Νάκιτς τότε, ενώ ήμουν στο ‘4’ με τον Καϊμακόγλου, που ξεκινούσε μικρός. Έγινε επίσης προσπάθεια να βρεθεί καλός ξένος ψηλός, αλλά εκεί την πάτησε η ομάδα και έπεσε. Με τον Ηλία Ζούρο στο β’ γύρο εμφανίστηκε ένας διαφορετικός Γιώργος, τα νούμερά μου εκτοξεύτηκαν και παρ’ ολίγον να πετύχουμε το θαύμα της παραμονής“.

Αντίθετα η πρόταση του Αμαρουσίου, το καλοκαίρι του 2003, είχε πολλή λογική μέσα της. “Ξεκίνησε τότε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, που αποδείχθηκε το τελευταίο“. Το νέο συναπάντημα με τον Παναγιώτη Γιαννάκη καθόλου συμπτωματικό. Τότε ήταν που “εμείς δεν αφήναμε τους νέους να παίρνουν το ασανσέρ. Πέρα από την πλάκα όμως με εκτιμούσε πολύ“, ειδάλλως δεν είχε λόγο να τον καλέσει στην Εθνική με σμπαραλιασμένο το χέρι. Αμοιβαία τα αισθήματα φυσικά, διότι τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής ήταν ένας “χαρακτήρας σταθερός και σωστός“. Κρυστάλλινος. “Στο Μαρούσι με ήθελαν με τον Αγγέλου για το βασικό 4άρι, παρέα πάλι με τον Καϊμακόγλου και τον Χάτσον στο ‘5’. Την πρώτη 2ετία είχα νούμερα καλά, παίξαμε τελικούς, τους χάσαμε. Δούλεψα πάρα πολύ καλά με τον Ανδρέα Γκατζούλη, έφτιαξα το σώμα μου, έγινα αρχηγός“. Σε τέτοιο βαθμό είχε φτάσει η δημοφιλία του που ως και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος κατήλθε, μετά από πρόταση του Γιώργου Πατούλη, αλλά “δεν ήταν ένα επιτυχές εγχείρημα. Ούτε ‘γω ξέρω ποιοι ήταν οι 115 που με ψήφισαν“.

Ίσως όσοι βοήθησε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ο Σπανούλης του Αμαρουσίου ήταν ένας. “Νομίζω ότι άξια έφτασε εκεί που έφτασε και θεωρώ ότι έβαλα ένα λιθαράκι για την εξέλιξή του. Δεν νομίζω ότι πρέπει να κρύβομαι, γιατί όλους τους βοήθησα με κάποιον τρόπο. Και μόνο που περνούσα με το αυτοκίνητο για να πάρω τον Δημήτρη, που περπατούσε για να πάει στο γήπεδο. Και μόνο που έπαιρνα τον Σοφοκλή στο σπίτι, για να τρώει επειδή οι γονείς του έλειπαν στο εξωτερικό για δουλειές. Και μόνο που με τον Βασίλη τού έδωσα δυο συμβουλές και τον βοήθησα να πλάσει έναν χαρακτήρα μέσα στο γήπεδο και να μην θυμώνει τόσο πολύ ήταν μια σκιώδης βοήθεια που ίσως να μην την έβλεπε κάποιος. Δεν περιμένω κανείς ν’ αναγνωρίσει την προσφορά μου, αλλά μέσα μου εγώ νιώθω πολύ καλά“.

“Είναι πλέον η ώρα μηδέν”, για την Ομοσπονδία

Οι αρχαιρεσίες της ΕΟΚ είναι μια εντελώς άλλη διαδικασία. Συμμετέχει, διότι “όλα τα παιδιά που θέλουμε τώρα να προσφέρουμε χρωστάμε πολλά στο μπάσκετ που μάς έφτιαξε τη ζωή μας. Είναι χρέος μας να γυρίσουμε πίσω όλα όσα μάς έδωσε“. Παρατάξεις δεν υφίστανται, ούτε συνδυασμοί. Το ψηφοδέλτιο είναι ενιαίο, αλλά ο Καράγκουτης έχει ταχθεί στο πλευρό του Παναγιώτη Φασούλα. “Είχαμε πάντα μια ξεχωριστή σχέση οι δυο μας, είτε ήμασταν αντίπαλοι είτε συμπαίκτες στην Εθνική, για πολλά χρόνια σε δρόμους παράλληλους. Ο ίδιος έχει τριφτεί με τη διοίκηση, ως δήμαρχος και βουλευτής, οι θέσεις του ταιριάζουν με τις δικές μου και με την προτροπή που έγινε κυρίως από τον Ευθύμη (Ρεντζιά) που του έχω απεριόριστη εκτίμηση, τάχθηκα στο πλευρό τους“. Όπως τότε που τον τροφοδοτούσε με πάσες. Ήμουν πάντα ένα ενεργό μέλος του ΠΣΑΚ, ήμουν σε συζητήσεις με στελέχη της κυβέρνησης και υπήρχε πάντα μέσα το μικρόβιο της ενασχόλησης με το συνδικαλιστικό κομμάτι“.

Συνεργαζόμενος με την Ομοσπονδία στο αναπτυξιακό κομμάτι του γυναικείου μπάσκετ, γνωρίζει από πρώτο χέρι πως “η αλλαγή έπρεπε να έχει έρθει πριν από πολλά χρόνια. Η τωρινή διοίκηση, μια διοίκηση πολλών ετών, έχει προσφέρει πάρα πολλά στο μπάσκετ. Το αναγέννησε και το σήκωσε ψηλά, αλλά νομίζω ότι επήλθε κορεσμός και πρέπει να γίνει μια ανανέωση με φρέσκες ιδέες. Είναι πλέον η ώρα μηδέν. Είναι η στιγμή για τη σύμπραξη των γενιών του ’87, του ’89, ημών και του γυναικείου μπάσκετ. Δεν θέλουμε να λεγόμαστε πρώην αθλητές. Εγώ είμαι προπονητής εδώ και 8 χρόνια στο αναπτυξιακό κομμάτι. Ο βετεράνος καλαθοσφαιριστής είναι υποτιμητικός όρος για όσους θέλουν ν’ ασχοληθούν με την ομοσπονδία. Φέρουν άλλη ιδιότητα. Ο Ευθύμης είναι πρεσβευτής του ΝΒΑ“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης με τη φανέλα του Αμαρουσίου και συμπαίκτη τον Βασίλη Σπανούλη σε αγώνα με τον Ολυμπιακό ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Οπωσδήποτε“, ξεκαθαρίζει “χρειάζεται να συνεργαστείς με άλλους. Δεν νοείται διοίκηση 4-5 ατόμων. Το κομμάτι της Ομοσπονδίας που υπάρχει δεν μπορεί να φύγει από τη μία ημέρα στην άλλη. Δεν θα υπάρξει Ομοσπονδία διαφορετικά. Η ανανέωση θα πρέπει να είναι σταδιακή. Θα είναι λάθος, σχεδόν εγκληματικό, την επόμενη ημέρα να πούμε φεύγετε όλοι. Η μετάβαση πρέπει να γίνει ομαλά“.

Το απότομο είναι επικίνδυνο, σε απειλεί, σε τσακίζει. Το γνωρίζει, έχοντας αφήσει τη δράση στα 31 του. “Ήταν μια μένα βίαιη η μετάβαση και δεν μπόρεσα να το αποδεχθώ. Ιδίως ο πρώτος χρόνος ήταν τρομερά δύσκολος και ευτυχώς υπήρχε το στήριγμα της γυναίκας μου που είμαστε πια 25 χρόνια χρόνια μαζί. Με ωφέλησε πολύ η γέννηση του πρώτου παιδιού μου. Όταν σταμάτησα, το 2007, γεννήθηκε ο γιος μου! Έζησα μαζί του, η στεναχώρια άρχισε να υποχωρεί. Μετά ήρθε και η κόρη, της οποίας της έχω αδυναμία φυσικά, και έδεσε το γλυκό. Μόνο όταν ξεπέρασα τα πάντα μπήκα στην προπονητική“. Σήμερα ο γιος είναι 14ων και η κόρη στα 10. Θα ήθελε να παίξει περισσότερο. “Αν ήμουν παίκτης της σημερινής εποχής, οι ασίστ θα ήταν πολύ περισσότερες, γιατί ο ρυθμός έχει αλλάξει, οι επιθέσεις έχουν αυξηθεί. Στις αργές επιθέσεις, στο χαμηλό τέμπο και στα μικρά σκορ, έπεφτες αναγκαστικά σε νούμερα“. Πολύ πιο ωμά τα πράγματα τότε.”Ακόμη νιώθω να με βαράνε οι ρολίστες των αντιπάλων. Ή οι σκληροί των παρκέ, όπως ο Σάβιτς, ο Τσέκος, ο Μισούνοφ, ο Παπαχρόνης. Τώρα έχεις ένα εύκολο πικ και ξεμαρκάρεσαι άνετα, ένας ψηλός θα είναι πάντα ελεύθερος. Πλέον ψάχνουν ψηλούς που σουτάρουν και πασάρουν καλά. Ο Αγγέλου έλεγε πάντα ότι 1 εκατομμύριο το είχες μόνο για την πάσα και το σουτ απ’ έξω“.

“Το πρωτάθλημα της Α1 έχει υποτιμηθεί τόσο που σε λίγο δεν θα το βλέπει κανένας”

Το ότι ήταν κομμάτι της ακμής του ελληνικού μπάσκετ είχε άλλο βάρος. “Σήμερα το μπάσκετ περνάει βαθιά κρίση, σε άμεση συνάρτηση με την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση που βιώνει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Αν εξαιρέσεις κάποιες μεμονωμένες επιτυχίες, είτε με τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ είτε με ξεσπάσματα μικρών εθνικών ομάδων, σε γενικές γραμμές το μπάσκετ δεν είναι εκεί που πρέπει”. Πιστεύει παρόλα αυτά πως “όλα είναι θέμα καμπύλης και κύκλου. Η ιστορία έχει διδάξει πως όταν το μπάσκετ βρίσκεται στα κάτω του, θ’ ακολουθήσει η άνοδος. Τώρα ίσως να είμαστε κοντά στον πάτο και να έχουμε μονάχα πορεία ανόδου. Άρα μένει να δούμε πώς θα συμβεί αυτό. Πριν από το ’87 το μπάσκετ δεν ήταν στα πάνω, αλλά αναρριχήθηκε. Βέβαια διαφωνώ πλήρως με τον χειρισμό του ΕΣΑΚΕ στο όλο θέμα του Ολυμπιακού. Το πρωτάθλημα της Α1 έχει υποτιμηθεί τόσο που σε λίγο δεν θα θέλει να το βλέπει κανένας. Ο Παναθηναϊκός βρίσκεται σε μια περιδίνηση και τηλεοπτικό συμβόλαιο εξασφαλίζεται μονάχα με κυβερνητική παρέμβαση. Ομάδες σοβαρές είδαμε ότι αποχώρησαν, κινήσεις που για μένα ήταν περισσότερο διαμαρτυρίας. Ο Ζομπανάκης δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μπάσκετ.

Ειχα παει να κανω μια επεμβαση ρουτινασ και κολλησα εναν ιο, με συνεπεια ως τον Δεκεμβριο να παλευω να γιατρευτω. Τον Γεναρη μου ειπει ο γιατροσ ότι δεν μπορεις να παιξεις

Οι διορθωτικές αλλαγές πρέπει να είναι μεγάλες. Να επιτρέψει ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός να βρει το δρόμο μου, με την ισορροπία που εγγυούνται ο Φράγκι και ο Διαμαντίδης, και να μείνει εκτός καθετί άσχημο έχει παρεισφρήσει στα διοικητικά των ομάδων. Δεν θέλω ν’ αναφερθώ ούτε να ονοματίσω, αλλά υπάρχουν μικρόβια που έχουν βρει δίοδο και εισβάλει στο ελληνικό μπάσκετ ταλαιπωρώντας ομάδες. Αρχικά η ΕΟΚ δεν μπορεί να επέμβει, αλλά σε βάθος χρόνου θα πρέπει. Αν χτίσεις από κάτω, θα φτάσεις πάνω. Σε μια τέτοια περίπτωση, θ’ αποβληθούν μόνα τους όλα αυτά τα στοιχεία. Οι κατηγορίες αντέχουν χωρίς Πανιώνιο, Άρη ή ΠΑΟΚ. Γιατί μόνο έτσι θα χτιστεί κάτι σε σωστές βάσεις. Όχι κάθε φορά να κάνουμε αγώνα δρόμου για να εξασφαλιστεί στο ‘παρά πέντε’ η άδεια συμμετοχής. Υπάρχει αυτή η επιτροπή που έχει αρμοδιότητα να ελέγχει τα έγγραφα και μόνο έλεγχο δεν κάνει. Μονίμως υπάρχουν οκτώ φάκελοι κενοί και μονίμως γεμίζουν στο παρά ένα. Μια κατάσταση που διαιωνίζεται. Δεν μπορείς; Δεν είναι κακό να πέσεις και να σηκωθείς. Μόνο κέρδος θα έχεις“.

Ο ίδιος ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα αυθυποβολής. Μόνο κατά την τελευταία χρονιά του αφέθηκε. “Ήταν αναπόφευκτο μετά από τρεις επεμβάσεις στο πόδι και στην τελευταία μ’ ένα μικρόβιο μέσα στο χειρουργείο. Είχα πάει να κάνω μια επέμβαση ρουτίνας και κόλλησα έναν ιό, με συνέπεια ως τον Δεκέμβριο να παλεύω να γιατρευτώ. Τον Γενάρη μού είπε ο γιατρός ότι δεν μπορείς να παίξεις. Έκανα μια προσπάθεια, αλλά το κορμί μου δεν μπορούσε. Εκεί είπαμε τέλος. Ήταν μεγάλη η στεναχώρια, πρέπει όμως να φεύγεις με το κεφάλι ψηλά“.

Μονάχα έτσι θα κερδίσεις τη μάχη του ριμπάουντ. Με ψηλά το κεφάλι. Τέχνη είναι κι αυτό. Μαζί με “μυαλό. Όταν υπολείπεσαι των προσόντων, βάζεις άλλα μπροστά. Το μεγάλο λάθος που κάνουν πολλοί ψηλοί είναι ότι πηδούν σε πρώτο χρόνο. ‘Οταν πρέπει ν’ ανταγωνιστείς έναν μαύρο που πηδάει πολύ ψηλότερα, δεν έχεις τύχη. Πρέπει να σπρώξεις την μπάλα προς τα εκεί που δεν θα πάει άλλος. Εγώ μάζευα τα ριμπάουντ σε δεύτερο χρόνο. Η πρώτη επαφή ήταν ένα τιπ και στη δεύτερη την άρπαζα. Σίγουρα πρέπει να ξέρεις που θα πάει η μπάλα. Είναι ένστικτο και εξυπνάδα μαζί. Όταν κάποιος σουτάρει από γωνία, πρέπει να σκεφτείς που θα καταλήξει η μπάλα, αν βρει στο σίδερο. Μην περιμένεις σε λάθος σημείο. Ο Κακιούζης είχε μαγνήτη στα χέρια του. Μέχρι και ανέκδοτο είχαμε φτιάξει στην εθνική, στο οποίο έπεφταν 9-10 για την μπάλα, όλοι έβγαιναν με αίματα, τσιρότα, γύψους και αυτή ως δια μαγείας κατέληγε στα χέρια του Μιχάλη που καθόταν σε μια γωνία και παρακολουθούσε αμέριμνος“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης με τον συντάκτη του Contra.gr, Γιάννη Ζωιτό Tourette Photography

Όσο παρατηρούσα τον Γιώργο Καράγκουτη και τον άκουγα να εξιστορεί τη ζωή του η τελευταία ερώτηση διαμορφώνονταν στο μυαλό μου. Ένα αναπάντητο ερώτημα που διαιωνίζεται με τα χρόνια. Τελικά ο Γιώργος Καράγκουτης άγγιξε το ίδιο το ταλέντο του, ανταποκρίθηκε στις προσωπικές φιλοδοξίες του και κάλυψε τις προσδοκίες όλων των άλλων; Αποκρίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Σαν να του έχει μείνει ένα μικρό απωθημένο που ψάχνει τρόπο ν’ αποβάλλει. “Ο Γιώργος είχε δυο σοβαρούς τραυματισμούς που τον φρέναραν. Θα μπορούσε να καταφέρει πολλά περισσότερα“. Αλλάζει πρόσωπο, το πρώτο ενικό επανέρχεται στην κουβέντα. Ύφος πιο οικείο. “Η πρόταση της Ταουγκρές θα μου είχε δείξει τον άλλο δρόμο, μια ευρωπαϊκή καριέρα θα ήταν το κάτι άλλο. Θα ήταν το μόνο που θα άλλαζα“. Α, και το μαρκάρισμα του Ουόλτερ Μπέρι, που “όλο πάνω του έπεφτα και δεν μπορούσα να τον σταματήσω με τίποτα. Τύπος που τον έβλεπες και έλεγες πώς θέλει μπαστούνι για να περπατήσει, αλλά μόλις έμπαινε στο γήπεδο έπαιρνε την μπάλα και την έστελνε στο καλάθι σε χρόνο αστραπή“.

Ο Γιώργος Καράγκουτης χαιρετά τον Νίκο και τον γιο του. Εις το επανιδείν. Από την Αγίου Ανδρέου και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου γωνία θα τον βγάλει σίγουρα ο δρόμος. Για τους φίλους τους παλιούς, το παρελθόν, την τυρόπιτα που γυρεύει ακόμα. Όσο κι αν έχει μεγαλώσει από τα χρόνια της ανεμελιάς της πλατείας και της κοπάνας για μπάσκετ, χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια που θυμούνται (οι άλλοι) και θυμάται (ο ίδιος).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK