ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος δεν ανήκει σε κανέναν πια

Από τη μία, αμφιβάλλει αν αυτά που σκέφτεται έχουν ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. Από την άλλη, αμφιβάλλει για το αν υπάρχει λόγος να μοιραστεί αυτά που έχει στο μυαλό. Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος, απελευθερωμένος από οπαδικές ταμπέλες και με θαυμαστή εσωτερική ισορροπία, μιλάει στο Contra.gr για ιστορίες, ποδοσφαιρικές και μη, που γνωρίζουν πολύ λίγοι.

Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος δεν ανήκει σε κανέναν πια
Francesca Giaitzoglou Watkinson

Είναι Φεβρουάριος του 2014. Η απογευματινή προβολή του ‘Ομάρ’, της ταινίας από την Παλαιστίνη που διεκδίκησε το αγαλματάκι για την Καλύτερη Ξενόγλωσση στα Όσκαρ, έχει μόλις τελειώσει και ο κόσμος βγαίνει από το Άστυ συγκινημένος. Θα απέδιδα στον ενθουσιασμό μου από την ταινία την παραίσθηση ότι είδα τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο να περιμένει (καθισμένος όχι σαν παρίας, αλλά σαν θαμώνας σε έναν καναπέ) τη σειρά του για τη βραδινή προβολή. Κοίταξα ξανά, με όση διακριτικότητα χρειαζόταν ώστε να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση αλλά να σιγουρευτώ κιόλας ότι ήταν αυτός. Ήταν αυτός. Δεν περίμενα ποτέ να τον δω στο σινεμά < Δεν περίμενα ποτέ να τον δω στο Άστυ < Δεν περίμενα ποτέ να τον δω σε ταινία από την Παλαιστίνη.

“Μια ζωή με θυμάμαι στο Άστυ, κάτω. Από τα 16 μου. Ο Γιωργάρας διαλέγει φοβερές ταινίες, δύσκολες. Το ίδιο και ο αδερφός του στο Πτι Παλαί”, μου λέει στο ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ, την πρώτη από τις τρεις φορές μέσα σε λίγες μέρες που τον συνάντησα πριν από την τέταρτη και καθοριστική, τη συνάντηση για τη συνέντευξη. Νομίζω ότι ο πραγματικός λόγος που πείστηκε να βρεθούμε είναι εκείνο το βράδυ στο Άστυ πριν ακριβώς πέντε χρόνια, το οποίο επικαλέστηκα στο αρχικό μήνυμα προσέγγισης. Δεν με είχε δει, προφανώς και δεν με γνώριζε, αλλά θυμόταν την ταινία. Τώρα, είναι Φεβρουάριος του 2019. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από εκείνο το απόγευμα στο Άστυ και 20 από μια φάση που τον σημάδεψε στη συλλογική συνείδηση.

Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος είναι πολλά παραπάνω από αυτά.

Η συνέντευξη είναι χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια. Κάτι σαν πέντε μεγάλες σεκάνς. Το πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο ‘Γιος’ και αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στο Χατζηκυριάκειο.

Ι. ΓΙΟΣ

(μια από τις πρώτες φωτογραφίες του με το σήμα του Ολυμπιακού στην καρδιά)

Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τη δική του κινηματογραφική στιγμή. Η ζωή του, από το φτωχικό μεγάλωμα μέχρι την καταξίωση κάτω από τα δοκάρια του Ολυμπιακού, είναι γεμάτη σκηνές.

~ ~ ~

“Πολύ φτωχική συνοικία το Χατζηκυριάκειο. Η μαμά μεγάλωνε τρεις άντρες, ήταν αφοσιωμένη στα παιδιά της. Ο μπαμπάς δούλευε στα ναυπηγεία, έκανε επισκευές πλοίων. Ήμασταν δύσκολα οικονομικά, αλλά αυτό το κατάλαβα μετά. Όλο το Χατζηκυριάκειο ήταν έτσι, όπως εμείς”.

“Μέναμε τρία αδέρφια σε ένα δωμάτιο, σε μια τριώροφη κουκέτα καραβιού. Ωραία περνάγαμε, πλάκα είχε, ήμασταν δεμένοι μεταξύ μας. Μετά κατάλαβα ότι αυτό που παίζει στα άλλα σπίτια είναι συνήθως τρία δωμάτια για τρία παιδιά. Εντάξει, τρώγαμε και πολύ συχνά μακαρόνια, αλλά μου άρεσαν τα μακαρόνια. (γελάει) Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι μας λείπει κάτι”.

“Η μάνα μου ήταν η κλασική Ελληνίδα μάνα που λατρεύει τα παιδιά της. Δεν υπήρχε σάλιο στο σπίτι, αλλά εκείνη έκανε τρία διαφορετικά φαγητά. Ο ένας μακαρόνια, ο άλλος ομελέτα, ο τρίτος πατάτες φούρνου, αυτό που άρεσε στον καθένα. Δεν καταλάβαινε και πολλά από ποδόσφαιρο. Από τους συγγενείς που λόγω Πειραιά ήταν Ολυμπιακοί, καταλάβαινε ότι το να παίζεις στον Ολυμπιακό ήταν κάτι σημαντικό. Στην αρχή οι συγγενείς ήθελαν απλά να τους βρίσκω εισιτήρια”.

“Ήμουν το είδος που τρελαίνει τους καθηγητές. Πάρα πολύ καλός μαθητής και αλητάκι. Μ’ άρεσε πάντα το διάβασμα, δεν έπεφτα κάτω από 17-18 σε μάθημα, αλλά στα διαλείμματα ήμουν με τις συμμορίες του σχολείου. Φαντάσου ότι ένα μεγάλο μέρος των συμμαθητών μου έκανε φυλακή μετά. Ήταν φυσιολογικό ένα παιδί στο γυμνάσιο να έχει πάνω του σουγιαδάκι”.

Γενικά είχα τρέλα με το γήπεδο, πήγαινα πολύ. Εκτός από ματς του Ολυμπιακού, έβλεπα τον Εθνικό, και είχα πάει και σε παιχνίδια της ΑΕΚ γιατί μου άρεσε η σκεπαστή. Είχα φίλους ΑΕΚτζήδες στο σχολείο. Μου άρεσε αυτή η ηχώ στη σκεπαστή

“Για να πάω για προπόνηση στο Ρέντη, έπρεπε να φύγω το πρωί από το Χατζηκυριάκειο, να πάρω το 040, το πράσινο λεωφορείο, να κατέβω κέντρο Πειραιά. Να περπατήσω ένα 20λεπτο, να πάω στο σχολείο μου που ήταν κοντά στην Πυροσβεστική, να τελειώσει το σχολείο, να περπατήσω να πάρω το τρόλεϊ, να κατέβω στον Αγ. Ιωάννη τον Ρέντη, να πάρω από εκεί το τρίτο λεωφορείο της μέρας, να με αφήσει στο ποτάμι και να περπατήσω για την προπόνηση. Μετά το μπάνιο, έπρεπε να κάνω την ίδια διαδρομή ανάποδα και να γυρίσω το βράδυ σπίτι για να διαβάσω. Αλλά όλο αυτό μ’ άρεσε πολύ. Αν έβρισκα θέση στο λεωφορείο να καθίσω, άνοιγα τα βιβλία μου και διάβαζα επιτόπου”.

“Επίσης, παρακολουθούσα πολύ στο μάθημα. Είμαι της νοοτροπίας, άμα κάνεις κάτι, κάν’ το καλά, αλλιώς μην το κάνεις καθόλου. Και βλάκας να ήταν ο καθηγητής, θα έλεγε 3 σωστά πράγματα. Εγώ δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να μην πιάσω αυτά τα 3 διαμαντάκια”.

“Όταν υπέγραψα στον Ολυμπιακό, πήρα 500.000 δραχμές συμβόλαιο για έναν χρόνο. Μου φάνηκαν τα περισσότερα χρήματα που υπάρχουν στον κόσμο. Φαντάσου μια οικογένεια σε φτώχεια, και ξαφνικά να παίρνει κάποιος 500.000 δραχμές”.

ΙΙ. ΑΔΕΡΦΟΣ

Στο πρώτο του ποδόσφαιρο, ο Δημήτρης έπαιζε πάντα μέσα, περισσότερο στα χαφ. “Ήμουν πολύ καλός για να κάτσω στο τέρμα”, μου εξηγεί. Δίπλα του, από το πρώτο ποδόσφαιρο μέχρι και τους ερασιτέχνες του Ολυμπιακού, ο Μάνος, ο μεγαλύτερος αδερφός του.

~ ~ ~

“Με τον Μάνο ήμασταν συνέχεια μαζί. Πρόλαβα τις αλάνες. Κλείναμε τους δρόμους για να παίξουμε μπάλα και βάζαμε για τέρματα κάδους σκουπιδιών. Παίζαμε πάντα μαζί, μέχρι που ο Μάνος έγινε τελικά δικηγόρος”.

“Και ο Μάνος ήταν πολύ καλός στην μπάλα. Είχαμε πολύ μικρή διαφορά, 1,5 χρόνο. Έπαιζε κι αυτός στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, αμυντικό χαφ, 6άρι, μέχρι που κατάλαβε (παρότι βασικός στους ερασιτέχνες) ότι δεν έχει το χάρισμα για να παίξει σε υψηλό επίπεδο και αφιερώθηκε στις σπουδές του. Αμέσως πέρασε Νομική και τελείωσε γρήγορα. Ο μικρός μας αδερφός δεν είχε καθόλου σχέση με μπάλα”.

Την περίοδο που ήμασταν πιτσιρίκια, βάζαμε φωτιές σε χαρτιά και μια μέρα που έλειπαν οι δικοί μας πήγε να λαμπαδιάσει το σπίτι. Επίσης, παίζαμε μπάλα παντού. Είχαμε ένα πολύ μακρύ χολ. Παίζαμε με ένα μπαλάκι του τένις, ποιος θα βάλει γκολ στον άλλον με μία επαφή, και τα σπάγαμε όλα

“Επειδή αγαπούσε το ποδόσφαιρο ο πατέρας μου, την κάλμαρε τη μάνα μου. Ήμασταν τυχεροί, γιατί σκίζαμε όλα μας τα ρούχα στο τσιμέντο, αλλά εκείνη μας τα ξανάραβε χωρίς να πει κουβέντα. Κανείς τους δεν ήταν αυστηρός. Καθόλου”.

“Έχουμε πάει με τον Μάνο να παίξουμε ποδόσφαιρο στο ΣΕΦ. Παίζαμε τότε στον Αργοναύτη Πειραιά. Έπαιζα χαφ και τερματοφύλακας. 10 εγώ, και 11,5-12 ο Μάνος. Εκείνη τη μέρα είχαν προπόνηση οι παίδες του Ολυμπιακού. Συνήθως έκαναν προπόνηση στο βοηθητικό του Καραϊσκάκη, αλλά λόγω έργων ήρθαν στο γήπεδο του ΣΕΦ. Μας βλέπει ο προπονητής του Ολυμπιακού, κι επειδή του έλειπε τερματοφύλακας, μας λέει, ελάτε αύριο για προπόνηση και οι δύο. Αυτό ήταν, έπαιξα τέρμα από την αρχή”.

“Στο ποδόσφαιρο ξεχώριζα. Πάντα πήδαγα τις κατηγορίες. Έπαιζα πάντα στην ομάδα του Μάνου. Αντί για προπαίδες, παίδες, αντί για παίδες, νέοι κοκ. Σ’ αυτές τις ηλικίες έχουν πολύ μεγάλη διαφορά οι ηλικίες. Στα 16 μου έπαιζα βασικός στους ερασιτέχνες του Ολυμπιακού, στην Κ19”.

ΙΙΙ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

(Στρακόσια και Ελευθερόπουλος, μετά από ένα ματς μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας)

Το τρίτο κεφάλαιο της συνέντευξης επικεντρώνεται στον τερματοφύλακα Ελευθερόπουλο και χωράει μια σειρά από ιστορίες, που κάποιος όπως εγώ (που μεγάλωσα παρακολουθώντας -και πρακτικά μισώντας, του το παραδέχτηκα- απόκρουση με την απόκρουση την πορεία του) θα πλήρωνε για να ακούσει. H στιγμή που έφερα το γκολ του Κόντε στο τραπέζι είχε ως αποτέλεσμα τα πέντε πιο δύσκολα λεπτά μαζί του.

~ ~ ~

“Το να είσαι τερματοφύλακας έχει τη γοητεία του να παίζεις ένα μοναχικό άθλημα σε ένα ομαδικό άθλημα. Τα εμπεριέχει όλα”.

“Σε ένα παιχνίδι που παίζαμε στις Τζιτζιφιές με τους ερασιτέχνες και ενώ κερδίζαμε 1-0 στο ημίχρονο, μου λέει ο προπονητής, ο Νίκος Κριμιτζάς, βγαίνεις. Κόκαλο εγώ. Είχε έρθει ο Θανάσης Μπέμπης να με πάρει, να με πάει για προπόνηση με την ανδρική ομάδα. Προπονητής του Ολυμπιακού τότε ήταν ο Λιούπκο Πέτροβιτς. Ήθελε να με δοκιμάσει για να δει αν θα με κρατήσει”.

“Με παίρνει ο κυρ-Θανάσης στο αμάξι του, πολύ άγχος εγώ. Δεν είχα ξανακάνει προπόνηση σε χόρτο. Ξεκινάμε την προπόνηση και ευγενέστατος άνθρωπος ο Πέτροβιτς, βλέπει τα παπούτσια μου που δεν είχαν τάπες, με σταματάει και λέει στον φροντιστή να φέρει ένα ζευγάρι με τάπες στο νούμερό μου. Μετά από πολύ λίγες μέρες, τους είπε να υπογράψω, και 16 χρονών, ανέβηκα στην ανδρική ομάδα”.

“Είχα έναν κωλοχαρακτήρα που δεν έδειχνα τίποτα κάνοντας προπόνηση δίπλα στα είδωλά μου. Ήμουν αμίλητος, έδειχνα πολύ κουλ, πολύ και καλά, αλλά ο σεβασμός που τους έδειχνα ήταν απίστευτος. Ήταν τότε ο συγχωρεμένος ο Μητσιμπόνας, ο Καραπιάλης, μου είχε κάνει εντύπωση ο Γκώνιας… Πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής, μπορούσε να παίξει πολύ μεγάλη μπάλα. Τερματοφύλακες ήταν ο Ράντος, ο Στρακόσια και ο Ταληκριάδης. Κάτι είχε συμβεί με τον Ταληκριάδη και ήθελαν τρίτο τερματοφύλακα”.

“Θυμάμαι σε μια προπόνηση, από τις πρώτες στον Ολυμπιακό, παίζουμε ένα οικογενειακό διπλό και τρώω ένα γκολ και χάνει η ομάδα μου 1-0. Γυρίζει ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, ένα εξαιρετικό παιδί, και μου λέει πάνω στα νεύρα του, άντε γ****, πιάστο. Γυρνάω και του λέω, τι λες ρε; Πάει να μου κάνει τσαμπουκά, αλλά εγώ του κάνω χειρότερο. Δεν είμαι ούτε 17, είμαι 16,5, μικρότερος απ’ ό,τι η κόρη μου τώρα. Μπήκαν στη μέση και μας χώρισαν. Προς τιμήν του, έρχεται την άλλη μέρα (σου λέω, εξαιρετικό παιδί) και μου λέει ρε μικρέ, συγγνώμη για χτες, αλλά κι εσύ να μου απαντήσεις αμέσως… Του λέω, Παναγιώτη, δεν τρέχει τίποτα, αλλά κι εσύ τι θα ‘κανες στη θέση μου; Γελάει και μ’ αγκαλιάζει”.

Αυτός που με βοήθησε περισσότερο ήταν ο Στρακόσια. Με πηγαινοέφερνε στις προπονήσεις, επειδή ο πατέρας μου έλειπε σε ταξίδια. Ο Φώτης ήταν πάντα εκεί. Με βοήθησε πάρα πολύ, σαν να ήμουν ο μικρός του αδερφός. Και η ρουφιάνα η ζωή… Όταν έπαιξα βασικός, τον Φώτη έφαγα. Ήταν απίστευτο

“Η πρώτη μου αποστολή ήταν στον Ερυθρό Αστέρα. Κάποιος απέξω θα καταλάβαινε ότι είμαι δέκα χρόνια στην ομάδα. Πρόσεξε. Την ώρα που πήγαινα στο αεροδρόμιο για να πετάξουμε είχα τρομερό άγχος, ένιωθα δέος. Από την ώρα που έσκαγα μύτη στο αεροδρόμιο, ήταν λες και ήμουν ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού. Τέλος”.

“Μετά από δύο χρόνια ως τρίτος τερματοφύλακας, ο Ολυμπιακός παίρνει τον Κακλαμάνο από τον Ιάλυσο και θέλει ο Λίμπρεχτς να με δώσει δανεικό εκεί. Εγώ παίζω βασικός στην εθνική Ελπίδων, με θέλει η Προοδευτική και την προτιμώ, αλλά με πιέζει πάρα πολύ ο Λίμπρεχτς. Μου λέει, δεν κάνεις ούτε για Γ’ Εθνική, να κάνεις τον σταυρό σου που θα πας στον Ιάλυσο και θα παίξεις, κι αυτό, γιατί θα τους το πούμε εμείς. Του λέω ΟΚ, αυτή είναι η γνώμη σας, εγώ διαφωνώ, θα παίξω στην Προοδευτική και πολύ σύντομα θα παίξω στον Ολυμπιακό”.

(ο εμφανώς νεαρός Δημήτρης στην Προοδευτική)

“Φεύγω στα 18 και πηγαίνω δανεικός στην Προοδευτική. Με Ζαϊμι, Αλμανίδη, Αφάς (παιχταράς ο Αφάς), Γιάννη Αγγελόπουλο λίμπερο, κάναμε τρομερή χρονιά. Έπαιξα 38 παιχνίδια και δεν ανεβήκαμε για έναν βαθμό. Βγήκαμε καλύτερη άμυνα του πρωταθλήματος κι εγώ ο καλύτερος τερματοφύλακας Β’ Εθνικής”.

“Το ίδιο καλοκαίρι, θα έπαιζε η ΑΕΚ με τη Ρέιντζερς στη Σκωτία για το Τσάμπιονς Λιγκ και ήθελε να κάνει ένα τελευταίο φιλικό πριν. Έπαιξε με την Προοδευτική στη Φιλαδέλφεια. Κάνω ένα απίστευτο παιχνίδι και μετά, την επόμενη Κυριακή, παίζουμε Δόξα Βύρωνα-Προοδευτική, και έρχεται να με δει ο Μπάγεβιτς στο παιχνίδι. Το γράφουν οι εφημερίδες, λέω τι έρχεται να με δει ο προπονητής της ΑΕΚ, αφού ανήκω στον Ολυμπιακό… Όταν ανέλαβε τον Ολυμπιακό, γύρισα αμέσως με δική του εισήγηση”.

“Ο Πρίγκιπας ήταν πολύ αυστηρός, αλλά ήταν μεγάλη ομπρέλα για τους ποδοσφαιριστές. Τους προστάτευε από όλους τους άλλους, κι αυτό είναι μεγάλο χάρισμα. (σ.σ. Του λέω ότι μου κάνει εντύπωση που τον λέει πρίγκιπα) Ε, ήταν πρίγκιπας, τι να λέμε τώρα. Τον μίσησαν γιατί τον λάτρεψαν. Ποιος μπορεί να δημιουργήσει τέτοια πάθη; Ελάχιστοι άνθρωποι”.

“Θυμάμαι την πρώτη λιπομέτρηση που κάναμε κι εγώ βγήκα με 14% λίπος. Πωπω, τι κατσάδιασμα έφαγα. Με ξεφτίλισε μπροστά σε όλους. (γελάει) Τι είσαι εσύ, 19 χρονών με 14% λίπος, πώς θα παίξεις ποδόσφαιρο; Πήγαινε σε καμιά ταβέρνα. Τους επόμενους μήνες έτρωγα μόνο λαχανάκια Βρυξελλών και καρότα στον ατμό. Και πόσο δίκιο είχε… Έπεσα κάτω από το 10% και το κράτησα. Σε όλη μου την καριέρα είχα 7.5-8% λίπος”.

“Είχαμε άλλο ένα τετ-α-τετ με τον Μπάγεβιτς πριν με βάλει βασικό με τον Ηρακλή στο Καυτανζόγλειο. Αυτό ήταν το πρώτο μου ματς στον Ολυμπιακό. Ο Στρακόσια δεν τα είχε πάει καλά στα ματς με τη Φερεντσβάρος. Με φωνάζει ο Πρίγκιπας στο δωμάτιό του και μου λέει, μην ανησυχείς, παίξε αυτό που ξέρεις, εγώ είμαι εδώ. Πήγα αμέσως στον Φώτη, και του λέω, συγγνώμη, στεναχωριέμαι πάρα πολύ. Μου λέει είσαι τρελός; Θα μπεις μέσα και θα τους σκίσεις”.

Ήμουν ψαρωμένος μέχρι να ξεκινήσει το ματς, αλλά μόλις ξεκίνησε λέω, δεν τρώω γκολ από κανέναν. Κι έχω κάνει και μια τρομερή απόκρουση σε σουτ του Γιοβάνοβιτς. Τη θυμάμαι καρέ καρέ. Με το που τελείωσε το παιχνίδι, πήγα και αγκάλιασα τον Στρακόσια. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αγκάλιασα

“Κάποια στιγμή παίζουμε στη Ριζούπολη με τον Απόλλωνα, που πλέον έχει προπονητή τον Λίμπρεχτς. Όπως βγαίνουμε από τη φυσούνα για να χαιρετήσουμε τον κόσμο, εγώ δεν πηγαίνω στο κέντρο. Πάω στον πάγκο του Απόλλωνα και κοιτάω τον Λίμπρεχτς στα μάτια. Του λέω, εγώ στο είχα πει. Έγινε έξω φρενών, είχε μεγάλη αλαζονεία σαν άτομο”.

“Ο Πρίγκιπας ήταν ένας δεύτερος πατέρας για μένα. Μου έδωσε την ευκαιρία της ζωής μου (εκείνος και ο Κόκκαλης) και με προστάτευε. Τι άλλο πρέπει να κάνει ένας πατέρας; Να σου βγάλει τον καλύτερό σου εαυτό, να σε εμπιστεύεται και να σε προστατεύει. Κι εγώ του το εξαργύρωνα όλα τα χρόνια”.

“Μ’ άρεσε πολύ ο Ντέμης στο όλο του. Υπήρχε μια αλληλοεκτίμηση, με είχε πάρει τηλέφωνο όταν έκανα χιαστό και ήμουν στο νοσοκομείο. Ήμουν 20 χρονών. Μου είπε, γεια σου, είμαι ο Ντέμης Νικολαΐδης και σου εύχομαι περαστικά, σε εκτιμώ πάρα πολύ”.

(μια από τις φορές που τον νίκησε ο Ντέμης Νικολαΐδης)

“Κάπως έτσι πήρα κι εγώ τον Φώτση μετά το περιστατικό με το πούλμαν, και του λέω δεν με ξέρεις, απλά εκτιμώ πολύ αυτό που έκανες. Δεν μπορούν οι αθλητές να είναι έρμαια των αποφάσεων του κάθε προέδρου”.

“Σαν σημάδι, θυμάμαι το πρώτο μου ντέρμπι με τον ΠΑΟ στο Καραϊσκάκη. Έγινε μια φοβερή φάση με τον Λυμπερόπουλο, που ήμασταν πολύ φίλοι από την Ελπίδων (παιχτάρα και πολύ ωραίος άνθρωπος), και στην τσίτα προλαβαίνω και διώχνω την μπάλα. Με το που τελειώνει η φάση, σηκωνόμαστε και αγκαλιαζόμαστε. Ήταν το πρώτο μου ντέρμπι στο Καραϊσκάκη”.

“Άκου τι ωραίο έχει συμβεί με αυτό το παιχνίδι. Μέναμε στην Άνοιξη, στο ξενοδοχείο ‘Το Ουράνιο Τόξο’. Εκεί ήθελε να πηγαίνουμε ο Πρίγκιπας, τέρμα Θεού. Ξεκινάμε λοιπόν για το γήπεδο και κατεβαίνουμε το ποτάμι. Έχω πολύ άγχος για το πρώτο μου ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό. Την ώρα που κατεβαίνουμε, φτιάχνουν κάτι έργα στον Κηφισό και υπάρχουν πολλά παλικάρια στην ηλικία μου, που είναι με τα σφυριά μέσα στο ποτάμι και σπάνε πέτρες. Με το που τους βλέπω, λέω στον εαυτό μου, χαλάρωσε, πας να κάνεις κάτι υπέροχο, να παίξεις το πρώτο σου ντέρμπι, κοίτα τι κάνουν άλλα παιδιά στην ηλικία σου κυριακάτικα. Και αυτό λειτούργησε ως το καλύτερο αγχολυτικό”.

“Το Τσάμπιονς Λιγκ είναι μακράν η πιο ωραία διοργάνωση. Κάθε παιχνίδι, ένα προς ένα, είναι μια απίστευτη εμπειρία. Θυμάμαι πολλά παιχνίδια. Με την Πόρτο στο ΟΑΚΑ, με την Κροάσια, τον Άγιαξ. Έπαιξα με αντιπάλους που λάτρευα, όπως ο Ζιντάν… Μέχρι να ξεκινήσει το ματς ήταν ο τεράστιος Ζιντάν, μετά ήταν ο κανένας για μένα, ένας αριθμός”.

“Ο Μπουφόν ήρθε μετά από ένα ματς με τη Γιουβέντους και μου είπε ότι είμαι απίστευτος τερματοφύλακας. Γέλαγαν και τα μουστάκια μου. Τον πήρα αγκαλιά και του είπα, είσαι ο καλύτερος στον κόσμο. Πήγε ένα επίπεδο πάνω τη θέση του τερματοφύλακα και μετά την εξέλιξε ο Νόιερ”.

“Αυτό που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα στο πέρασμα των χρόνων είναι το εξής. Πολύ λίγες μέρες πριν τη ρεβάνς με τη Γιουβέντους στην Αθήνα, είναι το παιχνίδι στο Τορίνο, που έχω κάνει την απόκρουση της χρονιάς στο Τσάμπιονς Λιγκ. Εκείνη τη χρονιά δε, βγήκα κορυφαίος τερματοφύλακας της διοργάνωσης. Έχουν περάσει από τότε πάρα πολλά χρόνια. Πώς γίνεται να είναι καθολικό το ποσοστό των ανθρώπων που τους έχει μείνει το αρνητικό”.

“Δεν άκουσα έναν να μου πει, α ρε Δημήτρη τι χρονιά έκανες τότε και συνέβαλες να πάμε μέχρι εκεί… Οπότε, έχει να κάνει με τη ματιά των άλλων. Σε μια πολύ μεγάλη καριέρα, υπάρχουν πολύ σημαντικά πράγματα και πολύ σημαντικά λάθη που έχεις κάνει. Έχω τη δική μου ματιά και για τα δύο, δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο”.

“Τα αποδυτήρια είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Αυτό που λένε για κλίκες και βλακείες… Μιλάμε για παιδιά από 18 ως 35 χρονών. Ο ποδοσφαιριστής δεν παύει να είναι παιδί ως το τέλος της καριέρας του. Βρίσκονται στον ίδιο χώρο 25-27 άτομα διαφορετικών ηλικιών, από άλλες πόλεις, με άλλες παραστάσεις. Εδώ με την κόρη σου τσακώνεσαι που τη λατρεύεις, δεν θα τσακωθούν τόσοι άνθρωποι που περνούν τόσες ώρες μαζί; Τι κλίκες να υπάρχουν… 2-3 παιδάκια 20-25 χρονών; Πόσο μικραίνεις το μέγεθος της ομάδας όταν το λες αυτό;”

“Πάντα υπήρχε στην Ελλάδα η εύνοια. Παλιά υπήρχε με τον Βαρδινογιάννη όταν ήταν στα ντουζένια του, μετά με τον Μελισσανίδη, με τον Κόκκαλη…”.

Στο λέω ειλικρινά, είναι ένα περίεργο πράγμα. Όταν ευνοείσαι, δεν το καταλαβαίνεις. Όταν αδικείσαι, το καταλαβαίνεις. Για κάποιον περίεργο λόγο, όταν κάτι σου δίνεται, θεωρείς ότι το αξίζεις. Όταν σου παίρνουν κάτι όμως, θεωρείς ότι είναι αδικία. Είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας

“Θα σου πω ένα παράδειγμα που βίωσα ως προπονητής. Ανακοινώνεις την 11άδα. Το τηλεφώνημα είναι το εξής, όπως ακριβώς θα στο πω. Παίρνει ο παίκτης τον κολλητό, τη γυναίκα, τη μάνα του. ‘Έλα, παίζω’. Παίρνει ο άλλος, ‘έλα, δεν μ’ έβαλε’. ‘Παίζω’ ο ένας, ‘δεν με έβαλε’ ο άλλος. Αυτό είναι η ζωή. Το έχω φάει με το τσουβάλι τόσα χρόνια με τόσους ποδοσφαιριστές. ‘Έλα, παίζω’, τι σημαίνει; Ότι παίζω. Εγώ παίζω. Το άλλο όμως δεν είναι ‘δεν παίζω’, είναι ‘δεν μ’ έβαλε’. Άρα γενικότερα στη ζωή, όταν κάτι σε ευνοεί, θεωρείς ότι το δικαιούσαι”.

“Όλα τα πράγματα κάνουν τον κύκλο τους. Το κομμάτι Ολυμπιακός έκανε τον κύκλο του, όσο περίεργα άνοιξε τόσο περίεργα έκλεισε”.

(μια μεγάλη απόκρουση στο Τορίνο)

“Το μεγαλύτερο λάθος που έχω κάνει είναι στον τελικό που χάσαμε από την Ισπανία (σ.σ. Τελικός Euro U21, το 1998, Ελλάδα Ισπανία 0-1). Η δεύτερη σκέψη στον τερματοφύλακα είναι θάνατος. Πριν καν αποκρούσω την μπάλα, κοίταγα μπροστά για να την πετάξω στον Λυμπερόπουλο για αντεπίθεση, και έτσι έφαγα το γκολ. Ήθελα όσο τίποτα στον κόσμο αυτό το χρυσό, γιατί το είχαμε υποσχεθεί στον πατέρα του Κατσούρη, κι αυτό με είχε στεναχωρήσει πάρα πολύ. Εκείνο το βράδυ ανέβασα πυρετό από τη στεναχώρια”.

“Οι τερματοφύλακες έχουν άλλα βήματα από τους ποδοσφαιριστές. Είναι μια θέση με τρομακτικές ιδιαιτερότητες. Εγώ, αν θέλω να κρίνω έναν τερματοφύλακα, παρατηρώ τα πόδια του. Αν τα πόδια την ώρα του σουτ ή της κεφαλιάς δεν βρίσκονται και τα δύο στο έδαφος, τότε έχει κάνει τεράστιο λάθος. Έχει χάσει κάποια κλάσματα. Ο τερματοφύλακας παίζει με τα κλάσματα. Πρέπει ένα κλάσμα πριν το σουτ, όπου και να είσαι, να σταματήσεις”.

“Απ’ όλους τους τερματοφύλακες, ακόμα κι από αυτούς που δεν μου αρέσαν, ξεπατίκωνα τα ένα δύο καλά τους στοιχεία. Αυτό το έκανα μέχρι και την τελευταία μέρα της καριέρας μου. Το θεωρώ σοφία. Είχα ένα άλφα ταλέντο, αλλά η καριέρα που έκανα ήταν αποτέλεσμα τεράστιας δουλειάς, και όχι μόνο σωματικής”.

“Η Ιταλία μού άλλαξε τα πάντα, βοήθησε πολύ στο να είμαι αυτό που είμαι σήμερα. Μόνο η κόρη μου μου έλειπε, δεν ένιωσα νοσταλγία για την Ελλάδα”.

“Οι προπονήσεις εκεί ήταν σε άλλο επίπεδο. Άλλο επίπεδο στην ένταση, στην ποιότητα, στη συγκέντρωση. Στην πρώτη μου χρονιά, μοιράστηκα τα παιχνίδια με τον Στοράρι, που μετά ήταν για πολλά χρόνια στη Μίλαν και τη Γιουβέντους. Μετά ήμουν με τον Μάνινγκερ στη Σιένα, στο Άσκολι έπαιξα με αναπληρωματικό τον Παλιούκα”.

“Καλύτερα πέρασα στη Σιένα. Η Τοσκάνη είναι πανέμορφη, έχει τρομερή ποιότητα ζωής, ηρεμία, φύση, είναι και δίπλα η Φλωρεντία. Η ομάδα ήταν πολύ ήσυχη, πολύ καλή. Εννοείται ότι υπήρχε πίεση, Καμπιονάτο παίζαμε. Απλά σε όλα τα πόστα της ομάδας βρίσκονται οι κατάλληλοι ποδοσφαιράνθρωποι. Όλοι έχουν τα απαραίτητα προσόντα και τις ικανότητες”.

IV. ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ

Το μικρόβιο του προπονητή του μπήκε στην Ιταλία. “Το κατάλαβα αμέσως. Με γοήτευσε απίστευτα η πολυπλοκότητα, το πόσα χαρίσματα πρέπει να έχεις στον χαρακτήρα, στο ποδόσφαιρο, στη διαχείριση, στην τακτική, στο coaching”. Συχνά ταξιδεύει στην Ιταλία και παρακολουθεί προπονήσεις μεγάλων προπονητών. Που συνήθως είναι και φίλοι του.

~ ~ ~

“Οι Ιταλοί προπονητές είναι κορυφές. Από τον Σπαλέτι πήρα τα περισσότερα. Ο Αντσελότι είναι εξαιρετικός διαχειριστής προσωπικοτήτων, αλλά ο Σπαλέτι είναι φαινόμενο. Πήρε με μια πολύ μέτρια Ρόμα Κύπελλο, ήρθε δεύτερος στο Καμπιονάτο πολλές φορές, πήρε πρωταθλήματα με τη Ζενίτ”.

“Το ποδόσφαιρο έχει τέσσερις φάσεις. Άμυνα, επίθεση, μετάβαση από την επίθεση στην άμυνα, μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση. Πρέπει να εξελίσσεις και τα τέσσερα. Θεωρούμαι επιθετικός προπονητής, μ’ αρέσει να έχει την κατοχή η ομάδα μου, να πρεσάρω ψηλά”.

“Δυστυχώς, στην Ελλάδα είναι σε τριτοτέταρτη μοίρα η προπονητική σου ικανότητα και πρωτεύοντα θεωρούνται άλλα πράγματα. Δεν είμαι καλός στη διαχείριση των διοικούντων, υπάρχουν άλλοι σαφώς πιο καλοί από εμένα, που μιλάνε καλύτερα τη γλώσσα τους”.

Όλο το οικοδόμημα είναι λάθος στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι από τους διοικούντες θέλουν άλλη γλώσσα, όχι ποδοσφαιρική. Εγώ αυτή τη γλώσσα δεν μπορώ να τη μιλήσω καλά. Δεν το ‘χω

“Για μένα, προπονητικά, είναι κομβική η δουλειά στον Αστέρα Τρίπολης. Κάναμε ασύλληπτη δουλειά με τους συνεργάτες μου, η ομάδα έπαιξε πολύ ωραίο ποδόσφαιρο, με αντικειμενικά καλά αποτελέσματα. Για δυο συνεχόμενες βαριές ήττες από τον Παναθηναϊκό σε πρωτάθλημα και Κύπελλο και ενώ ήμασταν πολύ καλά στη βαθμολογία (πήραμε την ομάδα από την προτελευταία θέση), φύγαμε. Όλο αυτό μου φανέρωσε τη ματαιότητα. Πως ό,τι και να ‘χεις κάνει, δύο αποτελέσματα μπορούν να το διαγράψουν στην Ελλάδα”.

“Είχαμε βάλει τις βάσεις σε τρεξίματα και σε τακτικά ζητήματα, ώστε την επόμενη χρονιά να διεκδικήσουμε υψηλές θέσεις. Είχα την εμπειρία πολλών χρόνων στην πλάτη (Πανιώνιος, ΑΕΚ Λάρνακας, Πανθρακικός, Βέροια), ήμασταν αρκετά έμπειροι με τον Στέλιο (σ.σ. Βενετίδη) με πάθος για δουλειά, και οι προπονητικές εγκαταστάσεις στην Τρίπολη ήταν τρομερές. Πίστευα ότι θα κάνουμε απίστευτα πράγματα τα επόμενα χρόνια. Και το κουβαλάω ακόμα μέσα μου”.

“Τους παίκτες που έχω προπονήσει δεν τους ενδιαφέρει τίποτα σχετικά με το παρελθόν μου. Τους ενδιαφέρει απλά αν θα παίξουν μαζί μου. Το εγώ του ποδοσφαιριστή είναι ασύλληπτο, ούτε ο Φρόιντ δεν θα τους έκανε καλά. Αυτό που μου αναγνωρίζουν όλοι είναι στις ομάδες μου υπάρχει κράτος δικαίου. Δεν θα είμαι διπλωμάτης, να ικανοποιήσω τη διοίκηση, τους δημοσιογράφους. Αυτό που πιστεύω, αυτό θα κάνω. Δε μιλάω την νταλαβερτζίδικη γλώσσα”.

“Πάω πολύ συχνά στην Ευρώπη και βλέπω μια εβδομάδα προπονήσεις προπονητή που γουστάρω. Έχω δει το 4-3-3 του Μοντέλα, το 3-5-2 του Ιντζάγκι στη Λάτσιο, τη Σασουόλο… Λέω συνέχεια Ιταλία, γιατί είναι φίλοι μου οι προπονητές. Έβλεπα τις προπονήσεις και αμέσως μετά μιλούσα με τους προπονητές, μου εξηγούσαν το σκεπτικό τους. Μου αρέσει να μπαίνω στο μυαλό τους. Ο μόνος που μου ξέφυγε όταν ήταν στη Νάπολι και θέλω να δω σαν τρελός, είναι ο Σάρι”.

V. ΔΗΜΗΤΡΗΣ

To πιο εκτενές κεφάλαιο της συνέντευξης. Η ζωή του είναι παραγεμισμένη με θέατρο, σινεμά και βιβλία του Ντοστογιέφσκι. Στα 26 του, έγινε πατέρας και έπρεπε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό του. Κάθε πρωί περπατάει και διαβάζει. Αυτόν τον καιρό διαβάζει το ‘Κουτσό’ του Κορτάσαρ.

~ ~ ~

”Ήξερα από την πρώτη λυκείου ότι ήθελα να σπουδάσω Ψυχολογία. Ήμουν ντοστογεφσκικός από παιδάκι. Τα εσωτερικά βάθη, οι αντιφάσεις, με γοήτευαν ασύλληπτα. Μέχρι και σήμερα που η λογοτεχνία είναι από τα κομβικότερα σημεία της καθημερινότητάς μου και της ζωής μου, αυτά με έλκουν”.

“Είχα πάντα πιο ουμανιστική συνείδηση και εκ των πραγμάτων επειδή η Αριστερά είναι πιο κοντά στον ουμανισμό, ήμουν πάντα προς τα εκεί”.

“Παράλληλα με τα πρώτα χρόνια ως βασικός στον Ολυμπιακό, σπουδάζω στο Πάντειο. Εκεί, έπρεπε να βγάλω την προκατάληψη από τους καθηγητές. Άλλοι έλεγαν, τι έρχεται εδώ και παριστάνει ο παίκτης Ολυμπιακού, άλλοι, έλα αγορίνα μου, μου έκαναν αβάντες. Εγώ δεν ήθελα τίποτα από τα δύο. Πήγαινα, παρακολουθούσα τα μαθήματα, ναι. Πολύ ωραία μαθήματα, αν και από νωρίς κατάλαβα ότι δεν θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με την Ψυχολογία”.

Μια φορά είχα γυρίσει ξημερώματα από τη Νορβηγία και μάλιστα από βαριά ήττα και πήγα και έδωσα μάθημα στα καπάκια, με την επίσημη ενδυμασία του Ολυμπιακού

“Το πρώτο μου μέλημα με το που γύριζα από αγώνα Τσάμπιονς Λιγκ ήταν να συναντηθώ με μια πολύ επιμελή κοπέλα για να μου δώσει τις σημειώσεις. Θυμάμαι ότι σε όλα τα ταξίδια του Τσάμπιονς Λιγκ, είχα τα μαθήματα της Ψυχολογίας μαζί και διάβαζα στο αεροπλάνο. Ήταν ανήκουστο για ποδοσφαιριστή να διαβάζει Ψυχολογία στο αεροπλάνο. Ή αθλητικές εφημερίδες διάβαζαν οι περισσότεροι, ή κίτρινο Τύπο”.

“Είχα και μια εξαιρετική σχέση σε όλο το λύκειο, την πρώτη μου, με μια εξαιρετική κοπέλα που με βοήθησε πάρα πολύ. Ήταν ένα πολύ γειωμένο παιδί. Είχα πάει τις πρώτες μου αποστολές στο εξωτερικό, και την επόμενη γυρνούσα και περπατούσαμε στα βράχια της Πειραϊκής, συζητούσαμε, πηγαίναμε θέατρο… Εκείνη με μύησε στο θέατρο”.

“Όλη μου την καριέρα πήγαινα πρώτος στην προπόνηση και έφευγα τελευταίος, είχα πολύ μεγάλο σεβασμό σε αυτό που κάνω. Κατάλαβα από πολύ μικρός ότι είμαι μια εταιρία μόνος μου, ότι έπρεπε να την προστατεύσω. Έπρεπε να είμαστε στο ξενοδοχείο στις 6.30, κι εγώ πήγαινα μόνος μου από τις 3. Ποτέ δεν έκανα χαβαλέ στην προπόνηση. Στο ξενοδοχείο, διάβαζα πάρα πολύ, και έβλεπα ταινίες”.

“Είναι πολύ σημαντικό να μη δίνεις στον άλλον δικαιώματα να παρέμβει στη ζωή σου. Το έχει πάρει και η κόρη μου αυτό και μου αρέσει πολύ. Είναι εδώ και ένα χρόνο ερωτευμένη με ένα πολύ αξιόλογο παιδί, και το μόνο που της είχα πει ήταν, μη δώσεις δικαιώματα σε κανέναν να σου πει ότι παραμέλησες κάτι. Και είναι τύπος και υπογραμμός”.

“Οι άνθρωποι είμαστε πολυδιάστατα όντα. Κάτι μου κάλυπτε το πανεπιστήμιο, κάτι μου κάλυπταν οι παρέες. Οι φίλοι που διαχρονικά μου έμειναν είναι ο συνεργάτης μου ο Στέλιος Βενετίδης και ο Θανάσης Κωστούλας. Ο Γρηγόρης (σ.σ. Γεωργάτος) θέλω να είναι πάντα καλά, θέλω το καλύτερο για εκείνον. Δεν έχουμε ιδιαίτερες επαφές πια. Ήταν πολύ επιτυχημένος στις ακαδημίες του Ολυμπιακού. Τον Ρέτσο, τον Μανθάτη, τον Ανδρούτσο, αυτός τους έβγαλε”.

(παίρνοντας συνέντευξη από τους κολλητούς του στον Ολυμπιακό, Γεωργάτο και Ανατολάκη)

“Δεν έχεις προσωπική ζωή σαν ποδοσφαιριστής. Υπάρχει η βία που βιώνεις από κάποιον που θεωρεί ότι είσαι κτήμα του και του ανήκεις. Θυμάμαι, είχαμε πάει σε ένα ήσυχο εστιατόριο με μία σύντροφό μου που είχε χάσει έναν πολύ δικό της άνθρωπο. Η κηδεία ήταν την επόμενη μέρα. Τα μάτια της ήταν πρησμένα, έκλαιγε ασταμάτητα. Είναι ένα ζευγάρι δύο τραπέζια πιο κει και ξαφνικά, ενώ την έχω αγκαλιά, σηκώνεται αυτός και μου λέει, θα σε σκίσει την Κυριακή ο Ντέμης. Αυτό συνέβαινε κατά κόρον. Πέντε λεπτά αφού έφυγε, πήγα στη γυναίκα του. Της λέω, να ξέρετε ότι ο άντρας σας μου είπε αυτό κι αυτό, ενώ η κοπέλα μου έχει χάσει τη γιαγιά που τη μεγάλωσε. Αν σας τιμά αυτό, έχετε επιλέξει τον σωστο άντρα. Κόκαλο αυτός. Γύρισα στο τραπέζι, μετά από λίγο τσακώθηκαν και προς τιμήν της έφυγε”.

“Μέχρι και την τελευταία αγωνιστική της καριέρας μου, έμενα ξάγρυπνος μετά από μια ήττα. Αυτό δεν άλλαξε ποτέ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δεν έχουμε νικήσει. Είτε το ματς ήταν Ολυμπιακός-Ρεάλ είτε Πανιώνιος-Εργοτέλης”.

Το παιδί σου μετατοπίζει το βλέμμα, καταλαβαίνεις ότι αλλού βρίσκεται η ουσία των πραγμάτων

“Το μεγαλύτερο σχολείο με το παιδί είναι ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις. Σου κάνει συνέχεια ερωτήσεις, όχι προφορικές, με τη στάση της. Κι εσύ πρέπει να μπεις στη διαδικασία να καταλάβεις τι σε εκφράζει για να δώσεις μια απάντηση είτε με τη στάση είτε με τα λόγια σου. Προσωπικά, πολύ αγχωμένος ήμουν και στα 26 που γεννήθηκε η Ιωάννα, πολύ αγχωμένος είμαι και τώρα. Είναι τεράστιο το μέγεθος του να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί”.

“Όταν έπαιζα στην Ιταλία, κάθε Δευτέρα (εκτός αν είχα παιχνίδι μεσοβδόμαδα), απ’ όποια πόλη της Ιταλίας και να βρισκόμουν ερχόμουν να δω την κόρη μου. Δευτέρα είναι το ρεπό στην Ιταλία. Έχω κάνει απίστευτα πράγματα. Να φεύγω από Μπολόνια, από Μιλάνο, να αφήνω το αμάξι στο αεροδρόμιο, να μου το σηκώνουν με γερανό… Αν δεν προλάβαινα τη βραδινή πτήση της Κυριακής, δεν θα την έβλεπα. Και η Ιωάννα πιτσιρίκα, πού να καταλάβει τι έκανα για να τη δω λίγες ώρες…”

“Όσον αφορά το σταριλίκι, πολύ γρήγορα κατάλαβα το εξής. Είναι μια ιστορία που έχω γράψει και στο Athlete Stories (σ.σ. ο Δημήτρης είναι εκ των βασικών στελεχών του). Έχουμε πάρει το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, το πρώτο μετά από τόσα χρόνια. Ασχολούνται όλοι μαζί μας. Πηγαίνω σε ένα μαγαζί το καλοκαίρι με τον Γρηγόρη, οι δυο μας, και μπροστά μου είναι ένας παίκτης που θαύμαζα πάρα πολύ και παικτικά και σαν προφίλ. Ο Δημήτρης Σαραβάκος, που μόλις έχει σταματήσει το ποδόσφαιρο. Βλέπω τη συμπεριφορά απέναντι του και καταλαβαίνω πολύ γρήγορα ότι όλο αυτό είναι εφήμερο. Ήταν σαν να μην τον έβλεπαν, σε σύγκριση με εμάς. Το κατάλαβα γρήγορα όλο αυτό το παραμυθάκι. Δεν με αφορούσε. Τερματοφύλακας διάλεξα να γίνω. (γελάει) Μοναχικότητα…”

(ο Ελευθερόπουλος αποσοβεί τον κίνδυνο προ του Νικολά Μινγκατσίνι της Αταλάντα ως τερματοφύλακας της Μεσίνα)

“Οι πιο ιερές επιλογές στη ζωή ενός ανθρώπου είναι ο σύντροφος, και ο κολλητός του. Προσπάθησα να είμαι πολύ συνεπής απέναντι σε αυτήν την ιερότητα. Όσον αφορά τις γυναίκες, πέρασα μια περίοδο μέχρι τα 26 διαφορετική απ’ ό,τι μετά. Γρήγορα κατάλαβα ότι φθείρομαι και ξαναγύρισα σε αυτό που με εκφράζει”.

“Έχω δει πολύ σινεμά και θέατρο στην Ιταλία. Δεν είχα καθόλου ελληνικά στο σπίτι, δεν έκανα παρέα με Έλληνες, οπότε πολύ γρήγορα έμαθα ιταλικά. Έπρεπε να μπω στη νοοτροπία τους, για να πάρω ό,τι καλύτερο μπορούσα. Επέστρεψα μετά από έξι χρόνια. Γύρισα καθαρά για την Ιωάννα, γιατί είχε αρχίσει να αφήνει σημάδια η έλλειψη μου μέσα της. Γύρισα συνειδητοποιημένος”.

“Έχω φύγει γεμάτος από το ποδόσφαιρο, αυτό είναι το πιο σημαντικό που μου έχει αφήσει. Έφυγα χωρίς απωθημένα. Γι’ αυτό δεν μου έχει έρθει ούτε μια μέρα η επιθυμία να ξαναπαίξω μπάλα. Αντίθετα, αν μου πεις να προπονήσω πέντε διαφορετικές ομάδες μέσα στη μέρα, θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο”.

“Όχι, δεν έχω παίξει ποτέ μπάλα από την ώρα που σταμάτησα. Τίποτα. Δεν μου λείπει καθόλου”.

Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή σε fast forward. Πολλή ένταση, πολλή χαρά, πολλή λύπη, πολύ πάθος. Ακόμα και οι θέσεις μέσα στο γήπεδο είναι σαν τις ταξικές διαβαθμίσεις. Ο εργάτης, η πριμαντόνα, ο περίεργος, ο μοναχικός…

“Είναι ανακουφιστικό ότι δεν είσαι κτήμα κανενός πλέον. Γιατί στην Ελλάδα όταν είσαι σε αυτό το επίπεδο ποδοσφαιριστής, μπορεί ο καθένας να σου πει οτιδήποτε ανά πάσα στιγμή. Πλέον ανήκω στον εαυτό μου”.

“Δεν μου αρέσουν τα όνειρα, μου αρέσουν οι στόχοι. Τα όνειρα σου δίνουν την πολυτέλεια να μην προσπαθήσεις τόσο. Για τους στόχους πρέπει να προσπαθήσεις. Και οι στόχοι δεν έχουν μόνο τη γλύκα του ονείρου. Έχουν δουλειά και πόνο. Στόχος μου είναι αύριο να είναι ένα χιλιοστό πιο δημιουργική η μέρα μου. Με μια καλή προπόνηση που θα ετοιμάσω, με περπάτημα, με διάβασμα. Λατρεύω την καθημερινότητα, το 24ωρο”.

“Κάνω κάθε βδομάδα δύο συνεδρίες γιόγκα και δύο πυγμαχία. Και τα δύο μου αρέσουν πολύ. Η γιόγκα έχει κάποια εξαιρετικά στοιχεία για τον αθλητή, τη διαχείριση άγχους, την ευλυγισία, τις αναπνοές. Η πυγμαχία έχει την έκρηξη, τη συγκέντρωση, πόσο παρατηρείς τον αντίπαλο”.

“Γενικά μου αρέσει η μοναχικότητα, την έχω ανάγκη. Λέω στη σύντροφό μου, μεγαλύτερος εχθρός σου δεν είναι κάποια άλλη γυναίκα, ούτε κατά διάνοια. Είναι το πόσο καλά περνάω μόνος μου”.

“Δεν έχω Instagram, Facebook, δεν με ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Είμαι πολύ ευτυχισμένος με τη φωτογραφία του Instagram με το αυγό. Δικαιώνει τη στάση μου. Η πιο διάσημη εικόνα στο Instagram είναι ένα απλό αυγό. Και όλη η κοινωνία είναι στο κυνήγι των like και των views. Άρα, το νούμερο ένα σε αυτό που θες να κάνεις, τι είναι; Ένα αυγό. Άρα τι κυνηγάς; Ένα αυγό. Ε, δεν θα μπω στη διαδικασία να ανταγωνιστώ το αυγό”.

“Είναι πολύ συγκεκριμένο το είδος των ταινιών που μου αρέσουν. Είναι οι σινεφίλ, δεν μου αρέσει καθόλου ο αμερικάνικος κινηματογράφος, ελάχιστες μόνο ανεξάρτητες. Μ’ αρέσει ο ιρανικός, ο ευρωπαϊκός”.

“Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε θέατρο και κινηματογράφο, θα διάλεγα το θέατρο, γιατί πρέπει να είσαι εκεί, δίνεις και παίρνεις, δεν έχει τη χαλαρότητα του ποπ κορν στο σινεμά. Χαίρομαι πάρα πολύ για τον Μπινιάρη τα τελευταία χρόνια, για πάρα πολλούς λόγους. Ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, έκανε μια μεγάλη επιτυχία, δεν μπόρεσε να τη διαχειριστεί, γύρισε να δουλέψει σε φούρνο και πλέον επέστρεψε στο θέατρο, τα κατάφερε”.

“Όταν πρέπει να ευχηθώ κάτι για τον εαυτό μου, αυτό είναι η εσωτερική ισορροπία. Δεν είχα ποτέ θέμα με την ταχύτητα, δεν πίνω καθόλου, σιχαίνομαι τον τζόγο. Όχι γιατί φοβάμαι να χάσω χρήματα, αλλά γιατί φοβάμαι ότι μπορεί να κερδίσω κάποια χωρίς να τα έχω δουλέψει. Με φοβίζει αυτό, γιατί έχω μάθει να κερδίζω με πολύ μεγάλο αγώνα. Αν με βγάλεις από αυτή τη διαδικασία, είμαι έξω από τα νερά μου”.

Όταν είχα την οικονομική άνεση, πήγα στο Πανόραμα Βούλας που έμεναν όλοι οι συμπαίκτες μου, για να πάρω ένα σπίτι. Ζούσα στον Πειραιά μέχρι κάποια ηλικία και στα 19 πήγα στο Παλαιό Φάληρο. Στο Πανόραμα ένιωσα ότι θα είμαι μια ζωή ξένος, φιλοξενούμενος. Δεν ανήκω εκεί

“Τρελαίνομαι να βλέπω ποδόσφαιρο. Κοίτα να δεις σε τι με αποτρέπει το ότι έχω παίξει στον Ολυμπιακό. Ήθελα να πάω να δω τη φετινή Κ20 της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ στο μεταξύ τους ματς, αλλά μετά το σκέφτηκα, λέω τι θα πούνε… Αν είχα τη δυνατότητα, θα πήγαινα σε πολλά Κ20 και σε πολλά ματς της Super League. Απολαμβάνω το να βλέπω ποδόσφαιρο. Είμαι από τους τύπους που το Σαββατοκύριακο θα δω Α’ τοπικό Πειραιά το πρωί και μετά συνέχεια αγώνες στην τηλεόραση. Κι αν κάτσει κάνα σύστημα 4-3-3 εναντίον 4-3-2-1, κάθομαι εκεί και είμαι μη μου μιλάτε”. (γελάει)

“Καθόλου δεν με πειράζει που μεγαλώνω. Άλλοι μεγαλώνουν, άλλοι ωριμάζουν, εγώ προσπαθώ το δεύτερο. Θεωρώ την καλύτερη μου ηλικία μου μακράν τα 30-40. Δεν με αγχώνουν τα 50, θα ήθελα να είμαι ένας πολύ ωραίος άνθρωπος 50άρης”.

~ ~ ~

Σε ανύποπτο χρόνο, λίγες μέρες πριν τη συνέντευξη, είχα στείλει στον Δημήτρη Ελευθερόπουλο το θέμα του Ρίκο, που είχα δουλέψει πριν λίγα χρόνια στο Oneman. Ο Ρίκο είναι ένας επαγγελματίας πυγμάχος που ακολούθησα για μερικές εβδομάδες πριν από έναν σημαντικό αγώνα του. Στο μυαλό μου, κάτι που είναι δύσκολο να ανιχνεύσει όχι μόνο ο Ελευθερόπουλος αλλά και όποιος διαβάζει αυτές τις γραμμές, οι δύο Δημήτρηδες έχουν μια σειρά από κοινά χαρακτηριστικά. (Κατά τη γνώμη μου, μοιάζουν αρκετά και στις εκφράσεις του προσώπου).

Είναι και οι δύο αρνητές της ήττας, υπήρξαν αθλητές που σεβάστηκαν απόλυτα αυτό που έπρεπε να κάνουν, και το κυριότερο μοιάζουν ειλικρινείς. Ο τρόπος τους σε πείθει όχι τόσο ότι λένε την αλήθεια, όσο ότι δεν έχουν κανέναν λόγο να πουν ψέματα.

Κοιτώντας για πολλές ώρες τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο απέναντί μου, από τα μάτια μου περνούσαν πραγματικά πολλές στιγμές του που έζησα ζωντανά, την εποχή που ανέπνεα μόνο για τα αθλητικά γενικά, και την ΑΕΚ ειδικότερα. Με θαμπώνει το απόθεμα από εικόνες που έχει ζήσει ο ίδιος ως πρωταγωνιστής. Και αναφέροντας τις εικόνες, εννοώ και τις καλές και τις κακές. Η ισορροπία με την οποία προφέρει τις λέξεις είναι αξιοσημείωτη.

Γίνεται άμεσα αντιληπτό, μετά από μόλις δέκα-δεκαπέντε λεπτά ‘παρέας’ μαζί του, ότι πλέον δεν του καίγεται καρφί για οτιδήποτε δεν θα ‘πρεπε να του καίγεται καρφί. Και αυτό, αν μη τι άλλο, είναι η πιο σημαντική απόκρουση. Είσαι, δεν είσαι τερματοφύλακας.

(φωτογραφίες: Contra.gr/Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson, Eurokinissi, AP Images)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ