Ο Δημήτρης Διαμαντίδης δεν ήθελε να δώσει αυτή τη συνέντευξη
Δεν πρόκειται για είδηση. Η αποστροφή του Δημήτρη Διαμαντίδη για τις συνεντεύξεις είναι γνωστή και διαχρονική. Στην ίδια αποστροφή όμως, οφείλεται και το γεγονός ότι (εφόσον τελικά δέχτηκε), ο θρυλικός 3D του ευρωπαϊκού μπάσκετ μίλησε για ομάδες και πρόσωπα με τρόπο που δεν μας έχει συνηθίσει.
Στο αυτοκίνητο, καθ’ οδόν για το ραντεβού με τον Δημήτρη Διαμαντίδη, ο σύνδεσμός μου για τη συνέντευξη, με ενημέρωνε ότι μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Διαμαντίδης μέχρι και την ύστατη στιγμή ζητούσε να την αποφύγει. Δεν ήταν κάτι προσωπικό (προφανώς).
“Άστο, σαν εμένα σουτάρεις”, πειράζει ο Δημήτρης Διαμαντίδης έναν από τους προπονητές των εγκαταστάσεων του Eurohoops Academy, την ώρα που ένα σουτ του τελευταίου βρίσκει μετά βίας τη στεφάνη. Είναι ένα όχι ιδιαίτερα ζεστό πρωί του Ιουλίου. Ο Διαμαντίδης φοράει μια cargo βερμούδα και ένα σιέλ μπλουζάκι με τη στάμπα των Μικρών Ηρώων της Stoiximan. Έχει κουρευτεί πολύ πρόσφατα. Τα μαλλιά του έχουν γκριζάρει, είναι αξύριστος, αλλά η εικόνα του δεν παραπέμπει σε πρώην μπασκετμπολίστα. Σε αντίθεση με αυτό που συνηθίζεται όταν μιλάμε για πρώην αθλητές, ο Διαμαντίδης δεν έχει βάλει κιλά. Δεν είναι απίθανο να έχει χάσει και μερικά, μετά το μπάσκετ. Παίρνει την μπάλα, και μέχρι να φτιάξει τα φώτα η φωτογράφος, σουτάρει από το ύψος της βολής. Χάνει το πρώτο σουτ, βάζει όλα τα επόμενα.
Δεκατρία χρόνια πριν (13, όπως ο αριθμός της φανέλας του) η Εθνική Ελλάδος προεξάρχοντος του ιδίου κέρδιζε τις Η.Π.Α. στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ιαπωνίας, πριν ηττηθεί καθαρά στον τελικό από την Ισπανία. Δεκατρία χρόνια μετά, η Εθνική Ελλάδος ετοιμάζεται να πατήσει τα παρκέ της Κίνας προεξάρχοντος του Γιάννη Αντετοκούνμπο, γλυκοκοιτάζοντας τη μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, δηλαδή τη δεύτερη θέση στη Σαϊτάμα. Οι λάτρεις της σημειολογίας έχουν γεμάτα χέρια. Παγκόσμιο τότε, Παγκόσμιο τώρα. Ασία τότε, Ασία τώρα. Πολύ δυνατό ρόστερ τότε, πολύ δυνατό και τώρα.
“Τι να πω για τον Γιάννη, τα λέει όλα μόνος του”, χαμογελάει ο Διαμαντίδης. Η Εθνική είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο μέσα του. Είναι εμφανές στον τρόπο που τονίζει τις λέξεις όταν μιλά γι’ αυτήν. “Η γενιά μας είχε μια πάρα πολύ καλή φουρνιά, με ωραία χημεία. Η αξία των παικτών ήταν μεγάλη και όλα αυτά έδεσαν μεταξύ τους, ώστε να φέρουμε επιτυχίες με την Εθνική. Ξέρεις, η Εθνική είναι η ύψιστη τιμή που μπορεί να έχει ένας αθλητής”. Μία από αυτές ήταν η νίκη-παραμύθι επί των Η.Π.Α. του ΛεΜπρόν Τζέιμς, του Καρμέλο Άντονι, του Κρις Πολ, στον ημιτελικό του Παγκοσμίου του 2006. Αυτό που θυμάται περισσότερο ο Διαμαντίδης σχετικά με τη συγκεκριμένη νίκη ήταν ότι τρόπον τινά μας κόστισε στον τελικό. “Οι Αμερικάνοι περίμεναν ότι αργά ή γρήγορα θα το γυρίσουν. Χτίσαμε μια διαφορά στο δεύτερο ημίχρονο και ίσως εκεί, σκέφτηκαν για πρώτη φορά ότι μπορεί να τους στραβώσει το ματς. Όλο αυτό (σ.σ. η νίκη επί των Η.Π.Α.) μας έφερε μια ευφορία και σαν να χάσαμε λίγο το στόχο μας στον τελικό. Δεν με πείραξε τόσο ότι χάσαμε από τους Ισπανούς, άλλωστε παίζαμε με μια εξαιρετική ομάδα. Με πείραξε ο τρόπος, ότι δεν μπορέσαμε να διαχειριστούμε τη νίκη επί της Αμερικής. Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε ότι είμαστε σε έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Μπορεί κάποιο παιδί να το βλέπει αλλιώς… Σίγουρα πάντως, αυτή είναι η ήττα που μου έχει στοιχίσει πιο πολύ. Αλλά μέσα από τέτοιες ήττες, μαθαίνεις κιόλας, έ;”.
Το τελευταίο ματς του με τη φανέλα της Εθνικής ήταν επίσης σε Παγκόσμιο Κύπελλο, επίσης απέναντι στην Ισπανία. Ήρθε λίγο αφότου έκλεισε τα 30, το 2010, στην Κωνσταντινούπολη. Η απόφαση του συζητιέται ακόμα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά. “Δεν ήταν μια ξαφνική απόφαση. Ήταν μια απόφαση που είχα σκεφτεί και θεωρώ ότι ήταν σωστή. Δεν είχα ποτέ δεύτερες σκέψεις για το σταμάτημα από την Εθνική. Σίγουρα ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση, αλλά όταν στο μυαλό μου έχω σκεφτεί μέχρι πού μπορώ να φτάσω και τι μπορώ να κάνω, θεωρώ ότι έπρεπε να την πάρω”.
Περισσότερο κι από τον θρίαμβο στον ημιτελικό της Σαϊτάμα, ο ‘Διαμαντίδης με τα γαλανόλευκα’ έχει εντυπωθεί στη συλλογική συνείδηση μέσα από το ‘Βάλ’ το αγόρι μου’. Μια στιγμή κατά την οποία μπάσκετ, σινεμά, ιστορία και ανατριχίλα συγχρονίστηκαν κάτω από την ίδια μπαγκέτα. Ως γνωστόν, δεν είναι ο άνθρωπος που θα πάρει τα εύσημα σπίτι του. Όλη του την καριέρα τα μοίραζε, αυτό κάνει και τώρα. “Είναι λίγο άδικο που έχει μείνει μόνο το σουτ από το (σ.σ. ματς του) ‘Βάλ’ το αγόρι μου’. Μεσολάβησαν πολλά μέχρι να φτάσουμε εκεί, με πρωταγωνιστές πολλούς παίκτες. Τι σκεφτόμουν όταν σούταρα; Τίποτα. Να σου πω κάτι; Δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα εκείνη τη στιγμή. Όταν ξέρεις ότι τελειώνει ο χρόνος και έρχεται η μπάλα, δεν… Είναι απλά ένα σουτ και πρέπει να το κάνεις. Θα στεναχωριόμουν αν το έχανα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο”.
Το περπάτημα προς (και από) το Ιβανώφειο και ο καταλυτικός Χατζηβρέττας
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καστοριά. Έπαιζε ταυτόχρονα ποδόσφαιρο και μπάσκετ σε τοπικές ομάδες. Ήταν από τους ήσυχους μαθητές, όχι από τους ζωηρούς. “Δεν ήμουν πολύ ψηλό παιδί. Στο μπάσκετ αφιερώθηκα από το γυμνάσιο και μετά. Παιδικό, εφηβικό Καστοριάς και πάει λέγοντας. Ο στόχος ήταν να μπορέσω να βγάλω το λύκειο, επειδή δεν ήμουν καλός στα μαθήματα. Έβλεπα ότι δύσκολα θα περάσω σε κάποια σχολή, κι έτσι όλη μου η προσοχή έπεσε στο μπάσκετ. Τρελαινόμουν να παίζω, και αυτός ήταν ο λόγος που άφησα το σχολείο λίγο πιο πίσω”.
Όταν τελείωσε το λύκειο, έπαιξε για έναν χρόνο στο ανδρικό της Καστοριάς στη Γ’ Εθνική. “Μετά το τέλος της σεζόν, έπρεπε να αποφασίσω αν θα φύγω άμεσα για φαντάρος. Εκείνη τη στιγμή ήμουν τυχερός γιατί μου πρότειναν να δοκιμαστώ στον Ηρακλή για 15 μέρες. Έτσι, κάπως άρχισαν να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Από τη στιγμή που ήρθε μια ευκαιρία, έπρεπε να τη δοκιμάσω. Στην Καστοριά, είχα προπονητή τον Κώστα Πιλαφίδη, ο οποίος έφυγε και πήγε βοηθός του Ντράγκαν Σάκοτα στον Ηρακλή”.
Το σταματημα απο την Εθνικη ηταν μια πολυ δυσκολη αποφαση αλλα θεωρω οτι επρεπε να την παρω
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Δημήτρη Διαμαντίδη είναι ο τρόπος με τον οποίο ανθίσταται στο να ξεχωρίζει/ουν τον εαυτό του από την ομάδα. Η στιγμή που άλλαξε τα δεδομένα της συνέντευξης ήταν μια αναφορά μου στον Νίκο Χατζηβρέττα. Σε πρόσφατη συνέντευξη στο Contra.gr, ο Χατζηβρέττας είπε επί λέξη: “Αν έλεγες στον Διαμαντίδη πως είναι ο καλύτερος στην Ευρώπη, πιστεύω ότι θα έφευγε από την κουβέντα”. Όταν μετέφερα στον Διαμαντίδη αυτή τη δήλωση, η συνέντευξη χωρίστηκε σε δύο μέρη: στην προ της χατζηβρέττειας αναφοράς, και στη μετά. Ήταν σαν να έστριψα έναν διακόπτη.
“Το να λένε όμορφα λόγια για σένα σίγουρα το εκτιμάς. Πόσο μάλλον όταν προέρχονται από τον Νίκο, που είναι ένα εξαιρετικό παιδί. Και δεν μιλάω για την αξία του στο αγωνιστικό κομμάτι που είναι γνωστή, αλλά για την ποιότητα ατόμου και της οικογένειάς του, της γυναίκας και των παιδιών του. Όταν ήρθα στον Παναθηναϊκό, ο Νίκος ήταν για μένα σαν μεγάλος αδελφός. Το ίδιο και η γυναίκα του. Με είχαν στο σπίτι τους, με τάιζαν, με βοηθούσαν στα πάντα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το εξής: μιλούσαμε όταν ήμουν στον Ηρακλή και αυτός στον Παναθηναϊκό, και μεταξύ σοβαρού και αστείου μου έδειχνε σε φωτογραφία ένα σπίτι και μου έλεγε, να, αυτό είναι το διαμέρισμα από κάτω μας, δεν έχει νοικιαστεί, σε περιμένει. Και πράγματι, την επόμενη χρονιά όντως μείναμε στην ίδια πολυκατοικία, ο Νίκος στον 3ο όροφο και εγώ στον 2ο”.
Το ταξίδι από την Καστοριά στη Θεσσαλονίκη το έκανε με τους γονείς του. Είχε μπροστά του 15 μέρες για να δοκιμαστεί στον Ηρακλή και να αρπάξει την ευκαιρία. “Δεν το έβλεπα ως όνειρο. Δεν με είχαν πάρει. Θα με δοκίμαζαν”. Δεν είχε ξαναφύγει από την Καστοριά για τόσες μέρες. Ήταν λίγο αγχωμένος, δεν ήξερε κανέναν σε μια καινούργια πόλη, και όλα ήταν περίπλοκα στο μυαλό του. Θα δούλευε σκληρά και θα έβλεπε. “Η μετάβαση σε μια πιο μεγάλη πόλη ήταν δύσκολη. Πώς θα προσαρμοστώ, πώς θα είμαι μακριά από γονείς και φίλους; Πώς θα μετακινούμαι; Είναι ερωτήματα λογικά. Θυμάμαι πολλή προπόνηση, πολύ άγχος για να δείξω αν αξίζω μια θέση σε ομάδα της Α1. Μου είπαν ότι θα με πάρουν, τα βρήκε η Καστοριά με τον Ηρακλή και ξεκίνησε μια πολύ όμορφη εμπειρία. Το πρώτο μου σπίτι στη Θεσσαλονίκη ήταν κοντά στο Ιβανώφειο, γιατί δεν είχα ακόμα δίπλωμα οδήγησης. Καθημερινά πήγαινα και γύριζα από το γήπεδο με τα πόδια. Ο Χατζηβρέττας και ο Λάζαρος Παπαδόπουλος με βοήθησαν πολύ στην προσαρμογή μου. Γίναμε κολλητοί”.
Στον Ηρακλή, ο Διαμαντίδης θα ήταν για πρώτη φορά στη ζωή του σε μια ομάδα με (ουκ ολίγους) ξένους. Μεταξύ άλλων, συνάντησε στον Ηρακλή τον Μπάιρον Ντίνκινς, τον Μπακ Τζόνσον, τον Ρον Έλις με το βελγικό διαβατήριο, τον Μάρκο Πέσιτς, τον Πιτ Σάουερ και τον Σάσα Χούπμαν. “Έπρεπε να εξασκήσω τα αγγλικά μου, να μάθω ορολογίες, ήταν ένα είδος προσαρμογής στο να παίζεις σε υψηλότερο επίπεδο”.
Ο Διαμαντίδης έπαιξε πέντε χρόνια στον Ηρακλή. “Στην αρχή δεν ήμουν οικονομικά ανεξάρτητος, και αυτό είναι και το λογικό. Μια ομάδα Α1 δεν μπορεί να ρισκάρει με έναν παίκτη από τη Γ’ Εθνική και να του δώσει τα λεφτά, που ίσως έχει ο κόσμος στο μυαλό του. Τα λεφτά που έπαιρνα ήταν ίσα ίσα για να μπορώ να συντηρούμαι και να πληρώνω το νοίκι και τους λογαριασμούς μου. Φυσικά και δεν με πείραζε αυτό. Από εκεί και πέρα, πρέπει να το χτίσεις. Είναι στο χέρι σου. Μετά από τα δύο πρώτα χρόνια, άρχισα να είμαι πιο οικονομικά ανεξάρτητος. Το είχα κερδίσει”. Το 2004, ο Δημήτρης Διαμαντίδης κατέβηκε στην Αθήνα για να φορέσει τα πράσινα.
To σουτ που θα έδινε στον Σπανούλη κάθε φορά
Τα κομβικά πρόσωπα για την προσαρμογή του κατά τη δεύτερη μεγάλη μετάβαση της ζωής του, αυτή τη φορά από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, ήταν τρία. Ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, που τον έβαζε στο κλίμα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Εθνικής. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς και οι συζητήσεις που τον έκαναν να αισθανθεί πιο άνετα. Και φυσικά, ο Νίκος Χατζηβρέττας.
“Η προπόνηση ήταν σίγουρα πιο σκληρή και πιο μεθοδική στον Παναθηναϊκό. Κάναμε πράγματα που δεν είχα ξαναδεί και που ο κόσμος δεν θα καταλάβει αν αναλύσουμε τώρα. Η σχέση με τον κύριο Ομπράντοβιτς ήταν εξαιρετική, ήταν δώρο θεού για μένα η συνεργασία μας. Πέρα από το μπασκετικό κομμάτι στο οποίο έμαθα πάρα πολλά, ήταν και το ανθρώπινο. Είναι ένας προπονητής που καταλαβαίνει απόλυτα και τον αθλητή και τον άνθρωπο. H δουλειά του προπονητή είναι να συντονίσει και να συνθέσει 12 διαφορετικά ‘εγώ’ που έχουν στο μυαλό τους τη δική τους οπτική. Είμαι ευτυχισμένος που έκανα φίλο έναν τόσο αξιόλογο άνθρωπο.
Να μην ξεχάσω -και είναι παράλειψή μου που δεν το έχω πει μέχρι τώρα- ότι ο κύριος Ομπράντοβιτς είχε έναν εξαιρετικό βοηθό προπονητή, τον κύριο Ιτούδη. Εγώ το ήξερα -γιατί το έβλεπα και το ζούσα- αλλά τώρα βλέπουν όλοι πόσο καλός προπονητής είναι. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους βοηθούς που υπήρχαν από πίσω και είχαν μεγάλο μερίδιο στις επιτυχίες του Παναθηναϊκού, συν τη διοίκηση που αν δεν ήταν αυτή, δεν θα υπήρχε ο Παναθηναϊκός. Μιλάω για τους συγχωρεμένους Παύλο, Θανάση και Κώστα Γιαννακόπουλο, και μετέπειτα τον Δημήτρη, που συνεχίζει”.
O Δημήτρης Διαμαντίδης έχει αφήσει τον σκληρό του να σκουριάσει. Δεν θυμάται λεπτομέρειες από τα εκατοντάδες παιχνίδια του στη δυναστεία του Παναθηναϊκού, ή με τη φανέλα της Εθνικής. Θυμάται ότι μετά από πολλά ματς, ξαναέπαιζε φάση-φάση το παιχνίδι στο μυαλό του, αλλά ως εκεί. Οι ήττες τον στεναχωρούσαν για κάποιες ώρες (ή και για κάποιες μέρες, όπως συνέβη με τον τελικό της Σαϊτάμα). Επίσης θυμάται καλά τα αποδυτήρια. “Τα αποδυτήρια είναι ένα κομμάτι στο οποίο φεύγει το άγχος. Είναι σαν να βγαίνεις για καφέ, απλά εμείς μέναμε στα αποδυτήρια και αντί για καφέ, πίναμε το νεράκι μας. Δεν ήμουν από τους πλακατζήδες, αλλά όταν περνάς τόσες ώρες με τους ίδιους ανθρώπους, θα κάνεις σίγουρα χαβαλέ, θα πεις τις ιστορίες σου και θα συζητήσεις και πραγματικά σοβαρά πράγματα”.
Αν δεν υπηρχαν οι Γιαννακοπουλοι, δεν θα υπηρχε ο Παναθηναϊκος
Τον ρώτησα ποιος ήταν ο πιο ‘καλός μαθητής’ των αποδυτηρίων. Ο πιο ήσυχος, ο πιο συγκεντρωμένος, ο πιο κολλημένος με το μπάσκετ. Στο τελευταίο είχε διπλή απάντηση. “Ο Ζήσης και ο Σπανούλης. Ήξεραν όλες τις ομάδες, όλους τους παίκτες απέξω, ήξεραν τα πάντα για το μπάσκετ”. Είχε και δευτερολογία για τον καθένα τους. “Ο Νίκος είναι ένα παιδί πολύ συνετό και συνεσταλμένο, πολύ μεθοδικό, ξέρει πολύ μπάσκετ και έχει τεράστια εμπειρία, γιατί παίζει από πολύ μικρός σε υψηλό επίπεδο. Είναι ένας παίκτης που δεν χάνει εύκολα το μυαλό του στο γήπεδο, όπως κι αν πηγαίνει το παιχνίδι, και αυτό είναι πολύ μεγάλο προσόν. Εξαιρετικό παιδί και εξαιρετικός οικογενειάρχης.
Ο Βασίλης ξέρουμε όλοι τι παίκτης είναι. Τον είχα και συμπαίκτη και αντίπαλο. Από τους καλύτερους παίκτες που έβγαλε ποτέ η Ευρώπη, έχει τρομερά ψυχικά χαρίσματα. Ήμουν τυχερός γιατί τον είχα συμπαίκτη, αλλά και σαν αντίπαλοι ήταν πολύ όμορφο να παίζω απέναντι του. Αν τον είχα συμπαίκτη, θα του έδινα πάντα το τελευταίο σουτ. Όπως κι όταν τον είχα αντίπαλο, ήξερα ότι θα το πάρει αυτός. Ο Βασίλης έχει ένα τρομερό προσόν, δεν φοβάται να πάρει την ευθύνη. Κι ένα τελευταίο σουτ να χάσει, το επόμενο τελευταίο θα το πάρει, κι αυτό δεν είναι εύκολο. Το έχει αποδείξει πάρα πολλές φορές. Και συνεχίζει να παίζει, έχει τα παιδάκια του, τη γυναίκα του… Φυσικά μιλάμε όταν έχω την ευκαιρία να τον δω γιατί κι αυτός μένει στην άλλη άκρη της Αθήνας. Είναι φίλος μου, έχουμε πολύ καλές σχέσεις και δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Το δίπολο Διαμαντίδης-Σπανούλης δεν δημιουργήθηκε από εμάς. Δεν είχαμε ποτέ ανταγωνισμό ή κάτι τέτοιο”.
Από τη μέρα που σταμάτησε το μπάσκετ, ο περισσότερος χρόνος του μοιράζεται σε παιδιά. Στην εξάχρονη κόρη του, στον τετράχρονο γιο του, αλλά και σε εκατοντάδες άλλα, μέσα από το πρόγραμμα ‘Οι Μικροί Ήρωες Μαθαίνουν’ της Stoiximan. “Οι Ήρωες είναι μια πάρα πολύ ωραία πρωτοβουλία την οποία μου παρουσίασαν οι άνθρωποι της Stoiximan. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά να συμμετέχω. Είναι πολύ σημαντικό να βοηθάμε παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα να έρθουν στην Αθήνα, να την επισκεφτούν και να δουν το Μουσείο της Ακρόπολης για παράδειγμα. Είναι χαρά μου που είμαι μέλος αυτής της προσπάθειας”.
Στο Eurohoops Academy, που πάλι έρχεται σε καθημερινή επαφή με δεκάδες παιδιά, ο Διαμαντίδης δεν συμμετέχει ως προπονητής. Ο ρόλος του ίδιου, αλλά και του Θοδωρή Παπαλουκά, είναι περισσότερο συμβουλευτικός. Καθοδηγητικός. Μπορεί και καθησυχαστικός. Είναι ένας θρύλος του ευρωπαϊκού μπάσκετ σε μια κοιτίδα, στην οποία μικρά παιδιά ονειρεύονται να του μοιάσουν. “Είμαστε εδώ με τον Θοδωρή για να μοιραζόμαστε εμπειρίες με τα παιδιά. Στόχος μας δεν είναι να βγάλουμε μόνο καλούς αθλητές, αλλά κυρίως καλούς ανθρώπους και καλούς φιλάθλους. Πολύ μικρό ποσοστό από αυτά τα παιδιά θα παίξει μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο. Εμάς μας ενδιαφέρει να καταλάβουν όλα τους την έννοια του μπάσκετ, τη χαρά να παίζεις με τους φίλους σου, να μαθαίνεις να συνεργάζεσαι. Αυτά είναι τα σημαντικά”.
Ο πραγματικός λόγος που βρέθηκε στη Βουλή το 2016
Μια από τις πιο πολυσυζητημένες εμφανίσεις του Δημήτρη Διαμαντίδη δεν ήταν σε κάποιο γήπεδο μπάσκετ. Τον Μάρτιο του 2016, οι διαπιστευμένοι φωτογράφοι της Βουλής δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντάς τον στο θεωρείο να παρακολουθεί τη συζήτηση για τη Δικαιοσύνη και τη Διαφθορά. Ως είθισται, όλοι είχαν από μια ερμηνεία για την παρουσία του. Άλλοι υποστήριξαν ότι πηγαίνει συχνά και παρακολουθεί ολομέλειες, άλλοι ότι φλερτάρει με κάποιο κόμμα, άλλοι (αυτοί που πόνταραν πιο safe) ότι ασχολείται ενεργά με τα κοινά.
“Διάβασα πολλά. Ο καθένας γράφει ό,τι θέλει χωρίς να ξέρει ή να ρωτάει. Με έπαιρναν οι γονείς μου τηλέφωνο και με ρωτούσαν αν όντως κατεβαίνω για βουλευτής με το τάδε κόμμα, κι αν όντως ήμουν στο συνέδριό του. Αυτό εμένα με ενοχλεί. Γράφεις σε ένα μέσο. Η δουλειά σου είναι να διασταυρώσεις την πληροφορία και να γράψεις την αλήθεια. Πάρε με τηλέφωνο και ρώτησέ με. Δηλαδή όποιος πάει στη Βουλή, σημαίνει ότι θα πολιτευτεί; Η επίσκεψη στη Βουλή ήταν κάτι μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Είπαμε με κάποιους από το ιατρικό staff να πάμε μια φορά για την εμπειρία, και πήγαμε. Δεν αποσκοπούσε σε κάτι η επίσκεψη. Δεν θεωρώ ότι είναι κακό να ζήσεις το ελληνικό κοινοβούλιο από κοντά, αλλά δύσκολα θα ξαναπήγαινα.
Αν θες την άποψή μου, ο αθλητής δεν είναι κάποιος που πρέπει να ασχολείται μόνο με τον αθλητισμό. Η Ελλάδα πέρασε δέκα δύσκολα χρόνια. Σίγουρα, θέλω η χώρα μου να επιστρέψει σε ένα επίπεδο που θα έχει τα βασικά αγαθά, όπως η υγεία και η παιδεία, σε καλή κατάσταση, να μπορέσουμε να αλλάξουμε κι εμείς σαν άνθρωποι νοοτροπία. Να γίνουμε λίγο πιο υπεύθυνοι και να μπορέσουμε να το περάσουμε στα παιδιά μας. Το κράτος πρέπει να προσφέρει ό,τι προσφέρει ένα ευρωπαϊκό κράτος από τη στιγμή που θέλουμε να βρισκόμαστε στην Ευρώπη”.
Η μετάβαση στη ζωή μετά το μπάσκετ στο υψηλότερο επίπεδο ήταν αναμενόμενα δύσκολη για τον Διαμαντίδη. Εκείνος εστιάζει στον πρώτο Σεπτέμβρη (μετά το πρώτο καλοκαίρι) των κρεμασμένων παπουτσιών. “Από τον Σεπτέμβρη και μετά είναι το πιο δύσκολο. Ήσουν σε μια καθημερινότητα που ξύπναγες, πήγαινες στην προπόνηση, γυρνούσες σπίτι, έτρωγες, κοιμόσουν, ξύπναγες και ξαναπήγαινες στην προπόνηση, έφευγες για 10-15 μέρες, γύριζες, είχες μια μέρα ρεπό και μετά, έκανες ξανά το ίδιο. Αυτή η καθημερινότητα ήταν η ζωή σου. Σταματάς και ξαφνικά είσαι 36 και λες, τώρα τι γίνεται”.
Δεν ειναι κακο να ζησεις το κοινοβουλιο απο κοντα, αλλα δυσκολα θα ξαναπηγαινα
H κόρη του γεννήθηκε όταν ο μπαμπάς της έπαιζε ακόμα μπάσκετ. “Και το μπάσκετ πέρασε αμέσως σε δεύτερη μοίρα. Έκλεβα λίγο χρόνο από το μπάσκετ και τον έδινα στην κόρη μου”, σπεύδει ο Διαμαντίδης. “Τα παιδιά μου ήταν η μεγαλύτερη ευλογία στη ζωή μου. Θέλω να έχουν υγεία, να τα βλέπω να μεγαλώνουν, να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι, και εγώ μέσα από αυτά να γίνομαι καλύτερος πατέρας. Κανένας δεν γεννήθηκε πατέρας, μαθαίνεις, κάνεις λάθη και προσπαθείς να τα βελτιώσεις. Για μένα δεν υπάρχει χαζομπαμπάς. Στην αγάπη για τα παιδιά σου, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο”.
Τον λίγο χρόνο που περνάει μακριά από τα παιδιά του, ο Διαμαντίδης παίζει beach volley, βλέπει αρκετό Netflix και κρατάει το μπάσκετ στη ζωή του, εντός και εκτός Eurohoops Academy. “Παίζουμε καμιά φορά μπάσκετ, αλλά βλέπω τον εαυτό μου και λέω, άστο καλύτερα. Τουλάχιστον ιδρώνουμε λίγο και περνάμε καλά. Δεν έχω θέμα με την ηλικία μου, αλλά όσο μεγαλώνεις, σκουριάζεις και πιο πολύ. Αυτό είναι το φυσιολογικό. Το θέμα είναι να έχουμε υγεία και να προσέχουμε”. Δεν πιστεύει ότι θα γίνει ποτέ προπονητής. “Δεν μπορώ να το πω με απόλυτη σιγουριά, αλλά θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο. Αν δεν είμαι σίγουρος για κάτι, δεν το κάνω”.
Την ώρα που οι φωνές των παιδιών που προπονούνταν και οι μπάλες που έσκαγαν στο παρκέ σχεδόν ‘έσβηναν’ τον ήχο από τη συζήτησή μας, τον ρώτησα αν μοιάζει ως γονιός με τους… γονείς του. “Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ υποστηρικτικοί μαζί μου, πάντα. Κι εγώ θα είμαι δίπλα στα παιδιά μου, όποιο δρόμο κι αν ακολουθήσουν. Με ενδιαφέρει τα παιδιά μου να είναι καλά, να μάθουν πράγματα στο σχολείο και να γίνουν καλοί άνθρωποι”. Έχουν αρχίσει τα παιδιά του να καταλαβαίνουν ποιος ήταν ο μπαμπάς τους; “Δεν νομίζω και δεν με ενδιαφέρει καθόλου…”.
Ευχαριστούμε το Eurohoops Academy (Ευρώτα 24, Κηφισιά) για τη φιλοξενία.