ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μια φορά, ο Τάσος Μπουντούρης έσπασε ένα ποτήρι και ήπιε τα γυαλιά με νερό

Το Contra.gr και η Μαρία Καούκη συνάντησαν τον Έλληνα θρύλο και Ολυμπιονίκη της ιστιοπλοΐας στο Μικρολίμανο, δηλαδή στην έδρα του. Εκεί, παρέα με τον καπετάν Γιάννη, αφηγήθηκε ιστορίες πραγματικής, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ, τρέλας από Ολυμπιακούς, από ταξίδια και κυρίως, από τη ζωή του.

Μια φορά, ο Τάσος Μπουντούρης έσπασε ένα ποτήρι και ήπιε τα γυαλιά με νερό

Έχει ζήσει επτά ζωές. Ο ίδιος το λέει. Εννοεί ζωές στα κόκκινα, στα άκρα. “Δεν μ’ ενδιαφέρει αν πεθάνω αύριο!”. Εξηγεί ότι είναι πλήρης εμπειριών. Πιθανότατα, είναι και εφτάψυχος. Ο Τάσος Μπουντούρης έχει καταπιεί σπασμένα γυαλιά, για να κερδίσει ένα στοίχημα μ’ ένα ζάμπλουτο. Θρυμμάτισε το ποτήρι του με γουδοχέρι πάνω σε μια μπάρα. Ήπιε τα γυαλιά με νερό, σαν να ήταν αλατόνερο. Εμπνεύστηκε ένα crash party, όταν ήθελε ν’ ανακαινίσει το μαγαζί του. Έσπασε -παρέα με τους φίλους του- τα πάντα με βαριοπούλες.

Τα ‘έσπαγε’, γενικώς. Όταν γλεντούσε. Στην ιστιοπλοΐα με το έμφυτο και τεράστιο ταλέντο του. Με τους ανθρώπους επειδή είναι εκρηκτικός και ευθύς. Σήμερα, στα 64 χρόνια του (γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1955) είναι το ίδιο χειμαρρώδης. Αλλά, στις λεπτομέρειες αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά. Σερβίρει στους γιους του φαγητό, γελάει γλυκά με τις παρατηρήσεις τους, ομολογεί “τα παιδιά μου είναι η ζωή μου”, προσέχει τους φίλους του με διακριτική στοργή. Κι όσοι παρεξηγούσαν τις εκρήξεις του, λένε ανασηκώνοντας τους ώμους τους, “αυτός είναι ο Τάσος Μπουντούρης”! Ο χάλκινος Ολυμπιονίκης της ιστιοπλοΐας με τις έξι Ολυμπιακές συμμετοχές. Ήταν τρίτος στα Soling με τον Τάσο Γαβρίλη και τον Αριστείδη Ραπανάκη, στη Μόσχα. Έκτος το 1976 και το 1984 και τέταρτος το 1996, με τρεις διαφορετικές κλάσεις σκαφών, συνολικά.

Ένας διεθνής κριτής τον χαρακτήρισε ‘Μαραντόνα της ιστιοπλοΐας’. Συχνά εντυπωσίαζε ακόμη και τους συναθλητές του, με τους οποίους διαφωνούσε για αγωνιστικά θέματα. “Μας τρέλαινε. Μας έλεγε αυτό το σκάφος θα μας φτάσει σε 13 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα και ερχόταν στα 13’45”, παραδέχθηκε στο Contra.gr ο προπονητής της ιστιοπλοΐας, Νίκος Δρούγκας.

“Είναι και πολύ ερωτικός, ο Τάσος. Μιλάει υπέροχα στις γυναίκες. Ήμασταν μαζί κάποια στιγμή, όταν πήγαμε σ’ ένα ανθοπωλείο κι έπειτα στο σπίτι μιας αγαπημένης του! Της πέταγε τα τριαντάφυλλα απ’ έξω”. Αφήσαμε αυτή την εισαγωγή για τον ακαταμάχητο Greek lover, Μπουντούρη, στον Νίκο Δρούγκα. “Κι ακόμη είμαι (ακαταμάχητος)!”, επεσήμανε.

‘Κλέφτηκε’ με την κόρη του Δημάρχου

(ο μικρός Τάσος, με το πατίνι του στο Μικρολίμανο)

Λίγοι γνωρίζουν ότι είχε ‘κλεφτεί’ μ’ ένα κορίτσι κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1976, στο Μόντρεαλ. Ήταν η πρώτη του Ολυμπιακή συμμετοχή. “Η πρώτη φορά που προκρίθηκα ήταν το 1972. Όμως, έστειλαν τον Χατζηπαυλή, στο Μόναχο. Είπαν ότι ήμουν μικρός. Πήρε μετάλλιο και δεν μπορώ να πω κάτι. Άλλες δυο φορές έχω πάρει την πρόκριση και δεν πήγα. Μιλάμε για εννιά Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτό το ρεκόρ δεν θα σπάσει ούτε σε video game”.

Στο τραπέζι μας καθόταν ο φίλος του από τη Σάμο, ο καπετάν Γιάννης με τη Νορβηγίδα σύζυγό του και άκουγαν. Συναντήσαμε τον Τάσο Μπουντούρη με αφορμή αυτό το love story, των Ολυμπιακών Αγώνων.

“Τώρα, ξέρετε τι θέλει να μας πει η κυρία; Για το κοριτσάκι του Δημάρχου. Την κόρη του, που υποτίθεται ότι βίασα. Εκεί το πάει, τώρα…”, είπε στην παρέα του, έπειτα από την ερώτηση για εκείνη την περιπέτεια στον Καναδά.

“Προχώρα. Ρώτα ή μάλλον θα στα πω καλύτερα με τη σειρά. Ήταν μια εποχή μετά τη δικτατορία. Μετά τους χουντικούς. Όμως, η σκάντζα τους είχε μείνει. Το ‘εγώ θέλω’ και ‘εγώ απαιτώ’ υπερίσχυε και τότε. Εγώ, που ήμουν σίγουρο μετάλλιο, ήρθα έκτος. Αλλά είχαν ξεχάσει όλοι αυτοί οι μπι..δες, μαλ…, πες ό,τι θες, πως έστειλα τέσσερα άλμπουρα με την Ολυμπιακή. Εγώ τα φόρτωσα, πίσω στο φτερό του αεροπλάνου. Ήταν αλουμινένια.

Η American Airlines δεν τα μεταφόρτωσε σε jumbo, αλλά σε μικρότερο αεροπλάνο, στη Νέα Υόρκη. Έσπασαν σαν να ήταν οδοντογλυφίδες. Δεν μου έδωσαν πίσω τέσσερα άλμπουρα, αλλά οκτώ. Ήταν τα ταχύτερα στον κόσμο, στο λέω και δακρύζω. Με δυνατό καιρό ο Μπουντούρης δεν θα παιζόταν και σε μίντιουμ με λάιτ καιρό θα έπαιζε κόντρα με τον Ντέιβιντ Χόουλετ, αξιωματικό του αγγλικού πολεμικού ναυτικού. Απίθανος αθλητής.

Μου έδωσαν 50 άλμπουρα για να διαλέξω, πριν από τον αγώνα. Το άλμπουρο δένεται με το πανί σου, λυγίζει και επανέρχεται. Είναι δύσκολο να το καταλάβει κάποιος που δεν γνωρίζει. Διάλεξα με το μάτι τα καλύτερα. Άρχιζα πάντα πρώτος και σε πέντε λεπτά ήμουν τελευταίος. Όμως, κατάφερα να έρθω έκτος. Γύρισα στην Ελλάδα. Και επειδή δεν έφερα μετάλλιο έψαξαν να βρουν το αδύνατό μου σημείο, για να με τιμωρήσουν. Βρήκαν τα ραντεβού μου και τις επαφές μου με γυναίκες. Και είπαν: ‘Βίασες, έκανες το ένα, έκανες το άλλο’, και μου στέρησαν για έξι μήνες τη φίλαθλη ιδιότητα. Love story ναι, είχαμε. Επαφές με κορίτσια ναι, είχαμε. Αλλά ως εκεί. Μα αν ήθελαν αυτοί μια φορά μετάλλιο, εγώ ήθελα 32!”.

Έβαλαν φωτιά στο σκάφος

Σε φύλλο της εφημερίδας ‘Μακεδονία’ (1976), αναφέρεται το περιστατικό χωρίς όνομα και όπως το διηγείται ο Μπουντούρης. Συνδέθηκε με μια κοπέλα, αλλά δεν υπήρξε κάτι άλλο πέρα από εκείνη την περιπέτεια. Οι Καναδοί ενοχλήθηκαν επειδή το κορίτσι δεν είχε κλείσει τα 18. Ο χάλκινος Ολυμπιονίκης της ιστιοπλοΐας ήταν 21 ετών, τότε.

Η παρουσία όλων των Ελλήνων αθλητών δεν ήταν καλή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ. Η αποστολή έμεινε χωρίς μετάλλιο κι έγινε ‘παρέλαση’ στην ΕΦΙΠ! Πολλοί αθλητές κλήθηκαν για εξηγήσεις. Ο τίτλος του ρεπορτάζ της ‘Μακεδονίας’ αναφέρει: ‘Ο θόρυβος για την εμφάνιση συνεχίζεται – Υπεύθυνοι για τις παρεκτροπές στην Ολυμπιάδα του Μόντρεαλ δεν είναι μόνο οι αθλητές’.

(το περιβόητο φύλλο της ‘Μακεδονίας’)

Ήταν μια παράξενη διοργάνωση για την Ελλάδα. Πριν από τους Αγώνες, είχε πικραθεί ο Πέτρος Γαλακτόπουλος, επειδή σημαιοφόρος έγινε ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος και όχι ο ίδιος που είχε κατακτήσει αργυρό μετάλλιο, στο Μόναχο. Αργότερα, ο βετεράνος σπρίντερ παραδέχθηκε ότι ο Ολυμπιονίκης της πάλης είχε δίκιο.

Φθορές προκλήθηκαν και σε άλλα σκάφη, όχι μόνο στου Μπουντούρη. Ο Αμερικανός, Άλεν Γουόρεν (ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών) και ο Ντέιβιντ Χαντ απέτυχαν στους αγώνες της ιστιοπλοΐας που διεξήχθησαν στο Οντάριο. Το σκάφος τους, επίσης, υπέστη ζημιές κατά τη μεταφορά και το κύμα ήταν πικρό στην πλώρη τους. Μετά την τελευταία κούρσα έβαλαν φωτιά στη βάρκα τους. Ο Κούρκουλος δεν ήταν ο μόνος που έκαιγε τα υπάρχοντά του (‘Ορατότης Μηδέν’), μη γελιέστε.

“Κανονικά έπρεπε να καεί μαζί κι ο Άλεν, αφού είναι ο κυβερνήτης. Όμως, αρνήθηκε να τιμήσει την παράδοση”, είπε ο Χαντ. Κι επειδή είναι επίκαιρες οι φλόγες που ανάβουν με αναπτήρα και σπίρτα -πώς αλλιώς;- διαβάστε κι αυτό: Έσβησε η Φλόγα στο Ολυμπιακό Στάδιο, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1998(!), καθώς τότε λύθηκε το πρόβλημα της οροφής. Το βωμό άναψε με αναπτήρα ένας εργάτης που βρισκόταν δίπλα. Φοβήθηκε μη χάσει τη δουλειά του. Το έμαθαν οι διοργανωτές και χρησιμοποίησαν την εφεδρική λυχνία, για να επαναφέρουν την Ολυμπιακή Φλόγα στο Στάδιο.

Η κόρη του Δημάρχου και η πίτσα

Στην ιστορία μας όμως δεν υπάρχουν ταπεινά χαμομηλάκια. Ο έρωτας -και σε αυτήν την περίπτωση- πέρασε από το στομάχι. “Ήταν μια πιτσιρίκα, η κόρη του Δημάρχου του Οντάριο. Είναι αλήθεια ότι κλεφτήκαμε. Μας έψαχναν τρεις ημέρες!”. Κινητοποιήθηκαν οι πάντες -και κυρίως η αστυνομία- για βρουν τον Μπουντούρη και το κορίτσι του, που είχαν εξαφανιστεί από τα μάτια των πολλών και αδιάκριτων.

“Έκανε το λάθος και με κέρασε μια πίτσα, όση είναι το τραπέζι που καθόμαστε τώρα (τετράγωνο εστιατορίου). Αλήθεια. Πρώτη φορά είχα δει τέτοια πίτσα. Το έκανε για να με ενθουσιάσει. Μετά, την ενθουσίασα κι εγώ με το μεσογειακό ταμπεραμέντο μου. Όμορφη ήταν”, τόνισε ο Μπουντούρης που υπήρξε μέγας γόης. “Με έψαχναν στο Ολυμπιακό Χωριό. Όλοι με αναζητούσαν. Και ο Δήμαρχος του Οντάριο έψαχνε την κόρη του.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Μόντρεαλ είχαν μια ιδιαιτερότητα. Ήταν μετά τη δολοφονική επίθεση που είχε γίνει το 1972, στο Μόναχο. Μέναμε σε ένα πανεπιστήμιο και περνούσαμε τρεις ελέγχους. Ήταν περιφραγμένοι όλοι οι χώροι. Αν είχες ξεχάσει κάτι, έπρεπε να το περάσεις όλο αυτό από την αρχή κι ας είχαν δει ότι μόλις βγήκες έξω. Γδυνόμασταν και μας έκαναν έλεγχο συνέχεια.

Κάθε αθλητής -θεωρητικά- χρεώνεται ένα προσωπικό με μάγειρες, καμαριέρες, αστυνομικούς. Είδαν ότι απουσίαζα. Άδειο ήταν το κρεβάτι μου. Ρωτούσαν πού είναι ο αθλητής κι εκεί έγινε το έλα να δεις. Όχι τόσο για την κόρη του Δημάρχου, αλλά για τον αθλητή στο Ολυμπιακό Χωριό. Απαγωγή; Τον έσφαξαν; Πνίγηκε; Έπειτα από τρεις ημέρες επιστρέψαμε με το κορίτσι”.

“Όλα άσπρα-κόκκινα”

(μεταφέροντας την Ολυμπιακή Φλόγα στο Ίλιον, την Τετάρτη 11 Αυγούστου 2004, Eurokinissi)

Ήταν μεσημέρι και επιθυμούσε να γευματίσουμε πριν από τη συνέντευξη. Μόλις είχε φύγει από την επιχείρηση που διατηρεί με τον συνονόματο γιο του, Τάσο, στο Μικρολίμανο. Επισκευάζουν αγωνιστικά σκάφη. Είχε κι ένα πουκάμισο σε μια τσάντα, προκειμένου ν’ αλλάξει για τη φωτογράφιση.

Ερωτηθείς πού αράζει, ξαφνιάστηκε. Θεώρησε ότι είναι αυτονόητο το μέρος. “Ολυμπιακό, ρε! Ώπα! Τι είπες τώρα; Άρχισα 3 χρόνων την ιστιοπλοΐα και στα πέντε ήμουν πρωταθλητής Ελλάδας με τον Ολυμπιακό. Μόνο. Πάντα. Όλα άσπρα-κόκκινα. Εδώ μεγάλωσα, στην ανηφόρα, στο Μικρολίμανο”.

Από το ηχείο του μαγαζιού ακουγόταν το ‘I will survive’ κι ο τίτλος ήταν απόλυτα ταιριαστός με τη συνέχεια της ιστορίας και την αναφορά στα παιδικά του χρόνια. “Εγώ είμαι ο λόγος που υπάρχει η κατηγορία Optimist στη Γη. Ο Νίκος Γουλανδρής είχε ένα σκαφάκι και είπε στον πατέρα μου να το ρίξω στη θάλασσα. Έκανα βόλτες στο λιμάνι. Με είδε και παρήγγειλε 10 παρόμοια για τον Ολυμπιακό. Έπειτα, έφερε άλλα 10 κι ύστερα άλλα 50 η ομοσπονδία.

Θα μπορούσε να ήταν ένα άλλο σκάφος, αλλά αυτό είχε ο Γουλανδρής. Όχι, ο Νίκος ο πρόεδρος του Ολυμπιακού. Ένας άλλος Νίκος, επίσης πλούσιος, που ήταν αθλητής του Ολυμπιακού στα Dragon. Ήταν αντίπαλος του πατέρα μου στην κατηγορία”.

Αναφέρθηκε και στον Γουλανδρή του ποδοσφαίρου.

Ο Νο 1 πρόεδρος του Ολυμπιακού. Μετά, ακολουθεί ο Κόκκαλης, ο οποίος πήγαινε στην καφετέρια του πατέρα μου -στη FINN-, στο Πασαλιμάνι. Κι ο Σιδέρης με τον Μποτίνο, μαζί. Όλοι έπαιζαν τάβλι. Νομίζω ότι ο Κόκκαλης περνούσε από εκεί και πριν ν’ αναλάβει, δεν θυμάμαι πολύ καλά

Δηλώνει στεναχωρημένος που ο Ολυμπιακός δεν παίρνει πρωτάθλημα: “Τρομερή ενόχληση. Δακρύζουμε και πάλι. Εγώ που δεν θέλω να πηγαίνω -τα τελευταία χρόνια- στο γήπεδο, πονάω περισσότερο από μακριά”.

“Πήραν τα μυαλά μου αέρα”

Η μητέρα του είχε μπακάλικο, στη μέση του Μικρολίμανου. “Εδώ πήγα σχολείο. Έκανα ζημιές στα ηλεκτρικά καλώδια για να πέφτει το ρεύμα και να φεύγουμε πιο νωρίς από το μάθημα. Πήγαινα το πρωί με το αλάτι, στο σχολείο. Ήμουν αλατισμένος όλη τη μέρα, 10-12 ώρες βρισκόμουν στη θάλασσα. Δεν διάβαζα. Ήμουν στη θάλασσα. Δεν έφυγα ποτέ από τη θάλασσα κι ούτε θα φύγω. Επειδή, ήμασταν φτωχή οικογένεια έπρεπε να ισοφαρίσω τη φτώχεια μου με την εξέλιξη των άλλων που είχαν τα χρήματα ν’ αγοράσουν σκάφη.

Είχαν προχωρημένα άλμπουρα, προχωρημένα σχοινιά και πανιά. Εγώ τα κατάφερνα με την ασταμάτητη προπόνηση. Πολλή τριβή με τον Ποσειδώνα. Έτσι, αντιμετώπιζα την τεχνολογία τους. Πήρε χρόνια για να έχω το ίδιο σπαθί με αυτούς. Είχα το πιο αδύναμο σκάφος, αλλά τη μεγαλύτερη εμπειρία. Βρόμικο, παλιό, σκισμένο. Τα λέω με αυτές τις λέξεις, για να καταλαβαίνει ο κόσμος. Για να γίνω γρήγορος, έγινα έξυπνος στα σκάφη. Έφτιαχνα πατέντες. Γιατί έγινα μάστορας, λοιπόν; Για να φέρω στα ίσια την εξέλιξη των πλουσίων, με τις δυνατότητες ενός φτωχού παιδιού.

Το έχω δουλέψει και το έχω στο πετσί μου. Ο Ποσειδώνας μου μιλάει και εγώ του απαντάω. Έχω καλή σχέση με τη θάλασσα. Δεν τη φοβάμαι, ούτε τη σέβομαι. Της επιβάλλομαι. Λένε, ‘μην τη φοβάσαι, να τη σέβεσαι’. Αυτό ισχύει και να το τηρείτε όλοι. Εγώ δεν τη σεβάστηκα. Ποτέ! Ήθελα κάτι παραπάνω από αυτή και δεν με τιμώρησε.

Είμαι ένα σκαλοπάτι πάνω από το σεβασμό. Έκανα ακραία πράγματα, για τα οποία έπρεπε να με τιμωρήσει, αλλά δεν με τιμώρησε. Έτσι, πήραν τα μυαλά μου αέρα”.

Ήθελε να έχει προσεχθεί περισσότερο ο τόπος του: “Το Μικρολίμανο δεν είχε ποτέ πλούσιους. Είναι μια λαϊκή γειτονιά, αν και θα μπορούσε να ήταν Μονακό. Κρίμα που δεν έγινε. Λυπάμαι, επειδή διοικήθηκε από πλούσιους που ήταν ατομιστές και ήθελαν το δικό τους συμφέρον!”. Στην ερώτηση “ποιοι ήταν αυτοί;”, απάντησε: “Πολλοί και σε όλα τα χρόνια. Μα σε όλα τα χρόνια! Αυτοί κοιτάζουν το συμφέρον τους και όχι το συμφέρον του χωριού τους, της περιοχής τους”. Δεν τον προσέγγισε κάποιος προεκλογικά. “Παλαιότερα, κατέβηκα με τη δεξιά στον Πειραιά. Με τον Κεφάλα. Όνομα και πράγμα. Ήρθα δεύτερος σε σταυρούς”.

(με τον γνωστό σεφ, Γιάννη Αποστολάκη)

Αναφέρθηκε και στην οικονομική κρίση: “Δεν με επηρέασε η κρίση. Με εξευτέλισε οικονομικά το εξής: μεγαλώσαμε γνωρίζοντας ότι όσο περισσότερο δουλεύουμε, θα κερδίζουμε περισσότερα χρήματα και αυτό συνέβαινε. Δούλευα κι έκανα προπονήσεις, ασταμάτητα. Είχα αποτέλεσμα και στη δουλειά και στον αθλητισμό. Κάποια στιγμή, αυτοί οι αλήτες -οι πολιτικοί- μας είπαν ότι όσο και να δουλεύουμε δεν θα κερδίζουμε χρήματα. Καπιταλιστικό θες να το πεις το πρώτο σύστημα; Αμερικανικό; Πες το όπως θες. Θέλω να δουλεύω και να κερδίζω χρήματα. Δούλευα 12-15 ώρες την ημέρα κι έβγαζα λεφτά. Τώρα, δουλεύω 15 ώρες και δεν βγάζω.

Μας έμαθαν να δουλεύουμε, να ξοδεύουμε και να ξαναδουλεύουμε. Τώρα δουλεύεις, δεν εισπράττεις και δεν μπορείς να ξοδέψεις. Πάντα αγωνίζομαι, δεν είμαι υπάλληλος κανενός. Δουλεύω με τα χέρια μου και νιώθω υπερήφανος γι’ αυτό. Έχω ζήσει επτά ζωές. Δεν μ’ ενδιαφέρει να πεθάνω αύριο. Τα έχω χορτάσει όλα, τα έχω δει όλα. Έχω γευτεί τα πάντα και δεν μ’ ενδιαφέρει τίποτε. Αλίμονο σε αυτούς που έρχονται, τα παιδιά μου και όλα τα παιδιά του κόσμου. Δεν έχουν μέλλον. Δεν ανταμείβεται η δουλειά, πια”.

Εκτός από επιτυχημένος ιστιοπλόος υπήρξε και πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών (ΣΕΟ). “Και παραμένω πρόεδρος του παγκόσμιου συλλόγου Ολυμπιονικών, αλλά δεν έχουμε χρήματα για δραστηριότητες. Η έμπνευση και η υλοποίηση του παγκόσμιου συλλόγου ήταν δική μου. Ως ΣΕΟ προσφέραμε τεράστιο κοινωνικό έργο. Μοιράσαμε χρήματα. Στείλαμε C130 με νερά, κουβέρτες, για τους σεισμόπληκτους στην Τουρκία. Ιδρύσαμε μονάδα αιμοκάθαρσης. Παιδιά που είχαν πρόβλημα υγείας τα στείλαμε στο εξωτερικό”.

Για τον διορισμό των Ολυμπιονικών στις ένοπλες δυνάμεις είπε: “Δεν έγινε -απλά- επί των ημερών μου. Μόνο εγώ το έκανα. Είναι δικό μου έργο. Όλοι οι αθλητές που διορίστηκαν ας μου ανάψουν ένα κεράκι. Ήταν δύσκολο να γίνει αυτό. Η Πολιτεία ήθελε να γίνει, στην αρχή. Το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση με υφυπουργό Αθλητισμού τον Ανδρέα Φούρα. Μου έλεγε ”μην τολμήσεις να κάνεις κάτι”.

“Συγκρίνω την Μπεκατώρου με ‘μένα!”

Αναφέρθηκε και στο παρόν της ελληνικής ιστιοπλοΐας. “Είπα στον Μάντη και τον Καγιαλή -μέσω τηλεφώνου- πώς έπρεπε να αγωνιστούν στην τελευταία κούρσα, αυτή των μεταλλίων, στο Ρίο. Δεν το έκαναν. Οι Αυστραλοί ακολούθησαν αυτή την τακτική και πήραν το αργυρό και τα παιδιά το χάλκινο. Μου το είπε κι ο Καγιαλής ότι οι Αυστραλοί κινήθηκαν όπως είχα πει. Δεν θα κάνουμε κάτι στην ιστιοπλοΐα, στο Τόκιο. Στο λέω από τώρα. Δεν θα πάρουμε μετάλλιο. Είναι πολύ δύσκολο”. Ούτε ο Κοκκαλάνης; “No”.

Για την Μπεκατώρου που δοκιμάζει την τύχη της στα NACRA, επίσης δεν βλέπει μετάλλιο. Είπε:

Πάρα πολύ καλή, εξαιρετική ιστιοπλόος. Είναι ο θηλυκός Μπουντούρης. Θα μου πεις, συγκρίνεις την Μπεκατώρου με ‘σένα; Ναι. Είπα ότι άλλαξα τρεις κατηγορίες και όταν αλλάζεις κατηγορίες είναι πολύ δύσκολο. Υπάρχουν τόσα αστέρια και Ολυμπιονίκες που άλλαξαν κατηγορία και χάθηκαν, διότι αλλάζει τελείως το αγώνισμα. Είσαι σε άλλο πλανήτη

Ο καπετάν Γιάννης -που φέρει πάντα μαζί του σπινιάλο με φούσκες- είχε αποχωρήσει, πριν ολοκληρωθεί η συνέντευξη. “Δεν παλεύεται”, μου έλεγε κρυφά και γελώντας, όσο έβλεπε τον καλό του φίλο να φωτογραφίζεται. Ο Μπουντούρης είχε αρπάξει από το χέρι το γιο του Ναυάρχου και υπουργού Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελου Αποστολάκη για να βγουν μαζί φωτογραφία. Συνάντησε τυχαία το σεφ, Γιάννη Αποστολάκη που έκανε εργασίες σ’ ένα ιστιοπλοϊκό.

(με τον φίλο του, καπετάν Γιάννη)

Τις συστάσεις για το διάσημο καπετάν Γιάννη του Πυθαγορείου, έκανε ο Μπουντούρης: “Παίρνει τους τουρίστες στην τρεχαντήρα του και τους τρελαίνει. Ανεβαίνει στα άλμπουρα. Βουτάει. Βγάζει αχινούς, χταπόδια και τους τα μαγειρεύει. Αυτή είναι η ζωή. Όποιος μπει στο καΐκι, τελειώνει. Αλλάζει θρησκεία και πατρίδα και λέει ‘εδώ είμαι”.

Τους ρώτησα πόσο έχει αλλάξει το Αιγαίο. “Η ατμόσφαιρα είναι τροπική, πια. Δεν έχει καμία σχέση με αυτή που ήταν πριν από 30 χρόνια”, είπε ο κ. Γιάννης. “Και 15 χρόνια”, συμπλήρωσε ο Μπουντούρης. “Είχαμε έναν από τους χειρότερους χειμώνες. Ξέρω τα μερομήνια. Βγαίνουν ακόμη και θα βγαίνουν, αλλά λόγω της κλιματικής αλλαγής βλέπουμε ότι αντί να βρέξει τρεις φορές το μήνα όπως υπολογίζαμε, θα βρέξει πέντε ή και καμία. Είναι άσχημη η μεταβολή του κλίματος”, ανέφερε ο Σαμιώτης ναυτικός.

“Αυτοί που διαβάζουν τα μερομήνια σου περιγράφουν τον καιρό για μήνες. Οι μετεωρολόγοι σου εξηγούν ότι δεν μπορούν να κάνουν ασφαλή πρόβλεψη γι’ αρκετές ημέρες. Όταν περιβάλλεσαι από κράτη, από στεριά εννοώ, το weather report είναι εύκολο. Στην Ελλάδα πέφτουν πάντα έξω!”, πρόσθεσε ο Ολυμπιονίκης και ο καπετάν Γιάννης έγινε πιο αναλυτικός: “Θα σου εξηγήσω το λόγο. Έχουμε πολλά κανάλια. Νησί με νησί σχηματίζει κανάλι και για το νερό και για τον αέρα. Γι’ αυτό έχουμε πολλά τοπικά φαινόμενα κι αυτά είναι δύσκολο να ερμηνευτούν”.

Ωραία. Και εγώ πώς μπορώ να υποψιαστώ ότι θα βρέξει, αν δεν υπάρχει κάποιο σημάδι στον ουρανό; Σύννεφα, για παράδειγμα. “Για να σου πούμε, πρέπει να φας τυρί. Φάε πρώτα”.

(φωτογραφίες: Contra.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK