Τζόρνταν, ο μεγαλύτερος όλων
"Ήταν ο καλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, είναι ακόμα ο καλύτερος όλων των εποχών". Κι όμως, αυτές οι φράσεις αδικούν τον Μάικλ Τζόρνταν, και μάλιστα πολύ. Γιατί; Γιατί ο Τζόρνταν δεν ήταν ο καλύτερος. Έγινε ο καλύτερος. Έγινε ο μεγαλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, όταν "ανάγκασε" τον εαυτό του, όχι μόνο να γίνει η καλύτερη εκδοχή του, αλλά να γίνει κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Κάτι που δεν προϋπήρχε μέχρι να το εμφανίσει ο ίδιος στο παρκέ.
Ποια η διαφορά του “ήταν” με το “έγινε” και γιατί τον αδικεί; Το “ήταν” ορίζει το πρωτογενές ταλέντο, τα ήδη υπάρχοντα προσόντα. Το “έγινε” ορίζει αυτά που προσέθεσε η δουλειά, ο χαρακτήρας, το μυαλό, η προσωπικότητα.
Κι η αδικία έγκειται στο γεγονός πως ο Τζόρνταν δεν γεννήθηκε ως ο καλύτερος, ούτε εμφανίστηκε ως ο καλύτερος. Έγινε στην πορεία, επειδή εκείνος έβαλε στόχους και όρια πέρα από κάθε προηγούμενο και επειδή φρόντισε να τους πετύχει και να ξεπεράσει τα πάντα, να πετύχει αυτά που ήταν αδύνατα. Κι αυτό που έφτασε να γίνει είναι άδικο να αποδίδεται εσφαλμένα στα εκπληκτικά του προσόντα, στο πρωτογενές ταλέντο του, στο όποιο “θεόσταλτο δώρο”.
O Μάτζικ είχε το πακέτο...
Πως μπορεί όμως να μετρηθεί το πρωτογενές ταλέντο; Αν μιλάμε για μπάσκετ και για ΝΒΑ, τότε αυτό ορίζεται και “μετριέται” από τα κατορθώματα στην rookie season ενός παίκτη. Απ’αυτά που μπορεί να πετύχει την πρώτη του χρονιά, πριν ακόμα αρχίζουν να φαίνονται αυτά που του προσθέτει η δουλειά, η εμπειρία, η εξοικείωση με την επαγγελματική λίγκα, η ωρίμανση, κτλ.
Υπ’αυτό το πρίσμα, το μεγαλύτερο μπασκετικό ταλέντο όλων των εποχών, δεν ήταν ο Τζόρνταν. Αυτός που γεννήθηκε ως ο καλύτερος, αυτός που εμφανίστηκε κι ήταν ήδη, ως ρούκι, κάτι το πραγματικά πρωτόγνωρο και ξεχωριστό ήταν ο Μάτζικ Τζόνσον. Ο Μάτζικ, χωρίς να προλάβει να κάνει κάτι για να βελτιωθεί, ήταν ήδη, άμα τη εμφανίσει, το μεγαλύτερο αυθεντικό μπασκετικό πακέτο.
Στην πρώτη του χρονιά, οι Λέικερς, που τότε ήταν ακόμα “οι Λέικερς του Τζαμπάρ”, έφτασαν στον τελικό απέναντι στη Φιλαδέλφεια του Τζούλιους Έρβινγκ. Με την ομάδα να προηγείται 3-2 στους τελικούς, ο Τζαμπάρ τραυματίστηκε και δεν θα αγωνιζόταν στο 6ο παιχνίδι. “Don’t fear, 32 is here”, είπε ο 21χρονος Μάτζικ Τζόνσον.
Ο πλέι-μέικερ Μάτζικ, ξεκίνησε ως σέντερ στην θέση του μεγάλου Καρίμ. Κατά την διάρκεια του τελικού, έπαιξε επίσης ως γκαρντ και φόργουορντ. Τελείωσε τον αγώνα με 42 πόντους, 15 ριμπάουντ, 7 ασίστ και τρία κλεψίματα. Οι Λέικερς πήραν το ματς και τον τίτλο, ο Μάτζικ έγινε ο πρώτος και μοναδικός παίκτης στην ιστορία του NBA που αναδείχθηκε MVP των τελικών στην πρώτη του χρονιά στο πρωτάθλημα.
Τα ξαναγράφω για να μην νομίζετε πως έγινε κάποιο λάθος. Στα 21 του, στην πρώτη του χρονιά στο NBA, ξεκίνησε ως σέντερ, σε έκτο παιχνίδι τελικών, και τελείωσε τον αγώνα με 42 πόντους, 15 ριμπάουντ, 7 ασίστ και τρία κλεψίματα, κερδίζοντας τον τίτλο του πρωταθλητή κι αυτόν του MVP των τελικών. Αν για κάποιους ο Τζόρνταν είχε προσόντα που ήταν θεϊκά δώρα, τότε ο Μάτζικ ήταν ο ίδιος ο θεός που κατέβηκε να παίξει μπάσκετ.
Τζόρνταν, ένας ακόμη πιτσιρικάς...
Αν ορίσουμε ως το 10 ως την καλύτερη προσωπική εκδοχή του εκάστοτε μπασκετμπολίστα, ως το προσωπικό ταβάνι που θα αγγίξει κάποια στιγμή μέσα στην καριέρα του, τότε ο Μάτζικ ως ρούκι ήταν ήδη στο 9. Σίγουρα βελτιώθηκε στα επόμενα χρόνια, έκανε πράγματα και θαύματα, αλλά όταν είσαι ικανός για τέτοια κατορθώματα στην πρώτη σου χρονιά, δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια βελτίωσης στη συνέχεια. Ο Μάτζικ ήταν και είναι μέχρι και σήμερα το μεγαλύτερο ταλέντο όλων των εποχών, ένα μπασκετικό διαμάντι, που ακόμα και χωρίς επεξεργασία ήταν στην κορυφή.
Ο Τζόρνταν τι ήταν όταν εμφανίστηκε στα παρκέ του NBA; Ένας ακόμα πιτσιρικάς που κέρδισε το βραβείο του Ρούκι της Χρονιάς, όπως τόσοι άλλοι, παρότι δεν ήταν η Νο 1 επιλογή στο ντραφτ. Ένας χαρισματικός σκόρερ, με ντράιβ και πρώτο βήμα που μπορούσε να αφήσει κάθε αντίπαλο “στον τόπο” και με εκπληκτικές αλτικές ικανότητες, που οδηγούσαν σε τρομερές πτήσεις κι εντυπωσιακά καρφώματα. Αυτά, τελεία. Δεν ήταν λίγα, αλλά επουδενί δεν ήταν όλα.
Αν ο Μάτζικ ήταν ως ρούκι ήδη στο 9 σε σχέση με το προσωπικό του 10, τότε ο ρούκι Τζόρνταν δεν νομίζω πως ήταν πάνω από το 3 σε σχέση με το 10 που άγγιξε και μας παρουσίασε στη συνέχεια. Δεν είχε μακρινό σουτ, δεν είχε παιχνίδι με πλάτη, δεν είχε άμυνα, δεν είχε τρόπο να κάνει τους συμπαίκτες του καλύτερους, δεν είχε διάβασμα του παιχνιδιού, δεν είχε πάρα πολλά πράγματα.
Ήταν κάτι μοναδικό...
Ο ίδιος ο Τζόρνταν φρόντισε, προπόνηση με την προπόνηση, αγώνα με τον αγώνα, χρονιά με τη χρονιά, να προσθέτει όπλα, μπασκετικές αρετές. Να παρουσιάσει αυτό που έγραψα και στην αρχή, κάτι που δεν προϋπήρχε πριν το εμφανίσει ο ίδιος στο παρκέ. Γιατί αυτό το αδιανόητο πακέτο, που το έχτισε και δεν το “κληρονόμησε”, ήταν αυτό που του έδωσε τον θρόνο του ένα και μοναδικού. Δεν ήταν οι τίτλοι, γιατί αν κοιτάμε μόνο αυτούς τότε ο Ράσελ έχει 11 δαχτυλίδια κι ακόμα κι ο Ρόμπερτ Χόρι έχει επτά, ένα περισσότερο από τον Τζόρνταν.
Δεν ήταν και δεν είναι οι τίτλοι αυτό που έβαλε τον πήχη εκεί που δεν τον βλέπεις καν. Ήταν το πακέτο, αυτό που δεν αποτυπώθηκε μόνο στα δαχτυλίδια και στα αμέτρητα βίντεο, αλλά και σε επιδόσεις και ρεκόρ που δεν είχαν προηγούμενο πριν τον Τζόρνταν και δεν έχουν επαναληφθεί έκτοτε.
Κανείς ποτέ δεν ήταν πρώτος σκόρερ για δέκα σεζόν, κανείς δεν τελείωσε την καριέρα του με μεγαλύτερο μέσο όρο πόντων από το 30.12 του Τζόρνταν. Κανείς ποτέ δεν ήταν πρώτος σκόρερ στα 35 του, κανείς ποτέ δεν έβαλε πάνω από 50 πόντους σε ηλικία 38 χρόνων και πάνω από 40 πόντους σε ηλικία 40 χρόνων. Αλλά, ναι, το σκοράρισμα ήταν κάτι που το είχε εξ αρχής, ήταν σαφές κομμάτι του πρωτογενούς ταλέντου. Το θέμα είναι τι έκανε παράλληλα με το να είναι ο πρώτος σκόρερ.
Του έλεγαν πως ο πρώτος σκόρερ δεν κερδίζει ποτέ το πρωτάθλημα, αυτός πήρε έξι κι ήταν και στα έξι ο πρώτος σκόρερ της κανονικής σεζόν και των τελικών. Του έλεγαν πως είναι απλώς μια θεαματική καλαθομηχανή, κι αυτός βγήκε εννιά φορές στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του NBA, κάτι που επίσης δεν έχει καταφέρει ποτέ κανείς και το κατάφερε ενώ ταυτόχρονα ήταν και ο πρώτος σκόρερ. Του έλεγαν πως δεν παίζει για την ομάδα και το 1989 τελείωσε την κανονική σεζόν με μέσους όρους 32.5 πόντους, 8 ριμπάουντ και 8 ασίστ.
Μέχρι τον Τζόρνταν δεν υπήρχε κάποιος που να τα κάνει όλα σε τόσο υψηλό επίπεδο. Κανένας ποτέ δεν αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ, καλύτερος αμυντικός και MVP την ίδια χρονιά. Ο Τζόρνταν το κατάφερε το 1988. Κανένας γκαρντ δεν κατάφερε ποτέ να έχει πάνω από 200 κλεψίματα και 100 κοψίματα σε μια σεζόν, ο Τζόρνταν το πέτυχε δύο χρονιές, ενώ ήταν παράλληλα πρώτος σκόρερ.
Ο απόλυτος παίκτης...
Δεν υπήρξε ποτέ κάτι στο παρκέ που να μην το πέτυχε στο υψηλότερο επίπεδο. Εμφανίστηκε ως σκόρερ, γρήγορος, ιπτάμενος, ντράιβερ. Κατάφερε να γίνει ο απόλυτος παίκτης. Τα έκανε όλα, τα έκανε τέλεια και τα έκανε ταυτόχρονα. Επίθεση, άμυνα, ριμπάουντ, ασίστ, κλεψίματα, κοψίματα. Ντράιβ, καρφώματα, σουτ από μέση και μακρινή απόσταση, παιχνίδι με πρόσωπο στο καλάθι, παιχνίδι με πλάτη. Θεαματικός και ταυτόχρονα νικητής, ο καλύτερος επιθετικός, ο καλύτερος αμυντικός, ο καλύτερος ψηλά, ο καλύτερος χαμηλά, ο καλύτερος στην κανονική σεζόν, ο καλύτερος στα πλέι-οφ, ο καλύτερος στους τελικούς.
Ο καλύτερος όλων των εποχών. Δεν ήταν. Έγινε. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως απλώς ήταν τέτοιο το ταλέντο του, αλλά κάνουν λάθος και τον αδικούν. Ο Μάτζικ ήταν ο καλύτερος, ο Τζόρνταν έγινε ο καλύτερος. Γιατί όπως δήλωσε κι ο ίδιος, “ποτέ μη λες ποτέ, γιατί τα όρια, όπως και οι φόβοι, είναι συχνά απλώς μια ψευδαίσθηση”.
Και μπορεί ο ίδιος να αναρωτήθηκε στην παρακάτω διαφήμιση αν η λανθασμένη μας άποψη ήταν δικό του λάθος, αλλά έχει δίκιο στην τελευταία του ατάκα. Το λάθος είναι δικό μας. Δεν φταίει αυτός που νομίζουμε πως όλα έγιναν εξαιτίας ενός πρωτοφανούς κι ανεπανάληπτου ταλέντου. Φταίμε εμείς που μας είναι βολικό να βρίσκουμε στο “θεϊκό ταλέντο” την εξήγηση για το μεγαλείο του. Φταίνε αυτοί που θέλησαν ή θέλουν να τον φτάσουν, γιατί εκεί, στο ταλέντο, βρίσκουν δικαιολογία που δεν τα καταφέρνουν. Ενώ ο ίδιος δεν αποδέχθηκε ποτέ πως “δεν γίνεται, υπάρχει όριο”. Κι αυτή, τελικώς, ήταν, είναι και θα είναι η διαφορά.
ΥΓ. Το δεύτερο πιο μεγάλο και συνηθισμένο λάθος που γίνεται για τον Τζόρνταν αφορά την αίσθηση για το τι πέτυχε στην δεύτερη επιστροφή του, αυτήν με την φανέλα των Γουϊζαρντς. Κι αν ποτέ την αναλύσουμε σε κάποιο κείμενο, τότε θα δείτε πως όχι μόνο δεν ήταν συνηθισμένη κι ίσως και αχρείαστη, αλλά ήταν μια ακόμη επίδειξη ανωτερότητας και μεγαλείου, μια διετία που έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο των όποιων επίδοξων ανταγωνιστών του Μάικλ.