ΣΤΗΛΕΣ

Από τον Τέρνερ στον Μπόμπαν: Τρεις ιστορίες από το κλειστό της Αρτάκης που πέφτει

O Γιάννης Φιλέρης γράφει για το κλειστό της Αρτάκης, που γκρεμίζεται και μαζί του παίρνει το πιο μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του μπασκετικού Πανιωνίου, με τρεις ιστορίες που έζησε από κοντά.

Από τον Τέρνερ στον Μπόμπαν: Τρεις ιστορίες από το κλειστό της Αρτάκης που πέφτει
eurokinissi

Λίγο πριν κλείσουν 40 χρόνια από τα επίσημα εγκαίνια του το κλειστό της οδού Αρτάκης αλλάζει σελίδα. Αν όλα πάνε καλά και με βάση τον σχεδιασμό, στα επόμενα δυο-τρία χρόνια θα πάρει μια τελείως διαφορετική μορφή και θα αναμορφωθεί σε ένα από τα πιο σύγχρονα κλειστά γήπεδα στην Αθήνα.

Και κάπως έτσι κλείνει ένας ολόκληρος κύκλος ζωής, που ανάθρεψε γενιές και γενιές και φιλοξένησε τα πιο σημαντικά κεφάλαια στην ιστορία της ομάδας μπάσκετ του Πανιωνίου. Έζησε μεγάλες στιγμές απόλυτης χαράς και ικανοποίησης, αλλά και δράματα που κανείς δεν θα ξεχάσει όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Αυτό το γηπεδάκι έγινε σημείο αναφοράς του ελληνικού μπάσκετ κι αν οι τοίχοι του είχαν… μιλιά θα έλεγαν πάρα πολλά για το τι έζησαν σε αυτές τις τέσσερις δεκαετίες. Δεν ήταν λίγα, εδώ που τα λέμε. Από την πίκρα του υποβιβασμού στη Β’ Εθνική, ο Πανιώνιος, βρέθηκε στην ελίτ του ελληνικού μπάσκετ. Σε αυτό το γήπεδο, πολλοί νεαροί βαπτίστηκαν πανιώνιοι και κατάλαβαν γιατί ο σύλλογός του αποκαλείται και ‘ιστορικός’.

Οι Νεοσμυρνιώτες λάτρεψαν το μπάσκετ το σπούδασαν κιόλας με εξαιρετικές επιδόσεις και το κλειστό της οδού Αρτάκης, έμοιαζε με γυμνάσιο, λύκειο και πανεπιστήμιο μαζί.

Από τα συντρίμμια των γκρεμισμένων τοίχων θα ξεπροβάλλουν μία-μία οι φιγούρες των μεγάλων (ή και μικρών) πρωταγωνιστών. Πρώτα εκείνων, που μας άφησαν, έχοντας ωστόσο προλάβει να υπογράψουν επί προσωπικού την ιστορική διαδρομή της κυανέρυθρης ομάδας.

Το όραμα του Βαρίκα και η τάπα του Τέρνερ

Ο Ανδρέας Βαρίκας,το όνομα του οποίου φέρει το γήπεδο των υποδομών , ήταν ο παράγοντας οραματιστής. Το μυαλό μιας διαφορετικής διοίκησης, μιας 100% μπασκετικής παρέας, που πήγε το κλαμπ (αλλά και το ίδιο το άθλημα) μπροστά από την εποχή του. Ο Ανδρέας, που κρατούσε σφιχτά για ένα ολόκληρο βράδυ το δελτίο του Φάνη Χριστοδούλου, καθησυχάζοντας τάχα μου τους παράγοντες των άλλων ομάδων: “Ε, δεν είναι τίποτε σοβαρό. Για το … εφηβικό τον πήραμε”. Ο ίδιος ήξερε ότι η ομάδα του είχε κάνει μια από τις μεγαλύτερες μεταγραφές στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ (γι αυτό και ο ‘μισός’ Πανιώνιος μετακόμισε στη Δάφνη, σαν αντάλλαγμα).

O Bαρίκας δεν ήταν ένας συνηθισμένος παράγοντας, άσχετα αν ασχολήθηκε με τα διοικητικά του μπάσκετ από νεαρή ηλικία. Πολυσχιδής προσωπικότητα, ασχολήθηκε ακόμη και με την ποίηση, ενώ σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανολόγος και μετέφρασε αρχιτεκτονικά εγχειρίδια. Ήταν γιος του δημοσιογράφου Βάσου Βαρίκα και… όταν ήθελε να αστειευτεί με τους εκπροσώπους του Τύπου τούς αποκαλούσε αναποδογράφους!

Με βιτριολικό χιούμορ (χαρακτηριστική ατάκα του “ποιος Μάτζικ Τζόνσον, είναι ο Καττής του ΝΒΑ” σε μια ιερόσυλη σύγκριση του μεγάλου άσου των Λέικερς με τον πλέι-μέικερ του Περιστερίου!) ο Βαρίκας είχε πρωτοποριακές ιδέες για όλα τα θέματα της ομάδας και του μπάσκετ. Μελετούσε ΝΒΑ, ήξερε παίκτες, ρωτούσε να μάθει πως λειτουργούσε η διαιτησία σε όλη την Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ιταλία) και ηγήθηκε μιας 100% μπασκετικής παρέας στην οποία συμμετείχαν ο Παύλος Κορκίδης, ο Τάσος Γιάνναρος και ο Αργύρης Κορωναίος.

Στον ‘Βαλέσα’, στη γειτονική ψησταριά όλοι μαζί, εκπονούσαν -πολλές φορές μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες- τα σχέδια τους για τη δημιουργία μιας ομάδας που θα ανταγωνιζόταν τις υπερδυνάμεις της δεκαετίας του 80 (Άρη και ΠΑΟΚ) αλλά και στα πρώτα χρόνια των 90ς θα προσπαθούσε να μπει σφήνα στο δίπολο Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού.

Την ώρα που οι μεγάλοι μετακόμιζαν στα ‘παλάτια’ του ΟΑΚΑ και του ΣΕΦ, ο ταπεινός Πανιώνιος ήταν ένας σκληρός οικοδεσπότης στην πολλές φορές πύρινη του έδρα. Το σπίτι που διοικούσε με τον δικό της τρόπο η επίσης μακαρίτισσα Ελένη Παυλάκου, η ψυχή του Πανιωνίου για χρόνια.

Οι ξύλινες εξέδρες που τοποθετήθηκαν κάποια στιγμή, έκαναν το γήπεδο να δονείται ακόμη περισσότερο από τις φωνές των οπαδών του Πανιωνίου. Έχουν μπει τρομερά καλάθια σε αυτό το γήπεδο. Σουτ υπό πίεση, τρίποντα, λέι-απ, εντυπωσιακά καρφώματα. Παρόλα αυτά, αν μια φάση έχει σημαδέψει το κλειστό της Αρτάκης, είναι το απίθανο κόψιμο του Χέρνι Τέρνερ στο Νικο Γκάλη στις 17 Οκτωβρίου του 1993. Ο Φάνης Χριστοδούλου αστοχεί στην βολή και οι ‘πράσινοι’ μετά από μάχη παίρνουν την μπάλα για να κάνουν την τελευταία τους επίθεση. Ο Κούσμα πασάρει στον Γκάλη, που έχει βρεθεί φάτσα με το καλάθι. Ο Τέρνερ τον παρακολουθεί και γίνεται αυτό…

Σε αυτή τη σεζόν, για να καταλάβετε πόσο καλά έπαιζε ο Πανιώνιος αλλά και πόσο σκληρό ήταν το πρωτάθλημα της Α1, στη Νέα Σμύρνη είχαν ηττηθεί Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΠΑΟΚ, Άρης, ΑΕΚ!

Στα χέρια του “βούδα”

Ο Μάκης Δενδρινόςπου έφυγε από κοντά μας πριν από τρεισήμισι χρόνια, ήταν ο προπονητής δημιουργός μέσα στο παρκέ των οραμάτων του Βαρίκα και των φίλων του, στη δεκαετία του ’80. Ένας κόουτς που παρακολουθούσε ΝΒΑ, πριν γίνει της μόδας, είχε άποψη και θέση για το μπάσκετ και μια παθολογική αγάπη για τον Πανιώνιο. Ταίριαξε απόλυτα με τις ιδέες της διοίκησης κι όταν χρειάστηκε πήγε αφιλοκερδώς να κοουτσάρει τη Δάφνη, ώστε να καλυφθεί ένα μέρος των ανταλλαγμάτων για την απόκτηση του Φάνη Χριστοδούλου.

Στον Μάκη, ο Πανιώνιος χρωστάει (αν δεν κάνουμε λάθος) το παρατσούκλι ‘ιστορικός’ και ο Άρης το προσωνύμιο… αυτοκράτορας.

Ήταν η εποχή που οι Νεοσμυρνιώτες ήθελαν να μπουν στη μύτη τόσο του Άρη, όσο και του ΠΑΟΚ. Κάθε άλλο παρά εύκολο, καθώς η διαφορά στο οικονομικό κομμάτι ήταν χαώδης. Οι δυο ομάδες της Θεσσαλονίκης πλησίαζαν τον επαγγελματισμό (αν δεν τον είχαν κιόλας κατακτήσει), αυτή της Νέας Σμύρνης πάλευε με σφεντόνες. Το 1987 στο απόγειο της παντοδυναμίας του Άρη, οι ‘κιτρινόμαυροι’ μπαίνουν στο κλειστό της Αρτάκης και πέφτουν κορμιά. Πέφτουν και σφαλιάρες, καθώς σε μια ένταση στην εξέδρα, γίνεται εισβολή των ΜΑΤ που βγάζουν τα γκλοπ και αρχίζουν να χτυπούν αδιακρίτως. Το ματς διακόπτεται, μέχρι να ηρεμήσει η ατμόσφαιρα και εν τέλει ο Άρης να νικήσει με 83-80. Ο Μάκης Δενδρινός κάνει μια δήλωση που μένει στην ιστορία: “Σήμερα έπαιξε μια αυτοκρατορία μέσα και έξω από τα γήπεδα εναντίον ρομαντικών νομάδων”.

Τόσο ενοχλεί η φράση τον ισχυρό Άρη, οι άνθρωποι του οποίου προσφεύγουν στα δικαστήρια για να μηνύσουν τον Δενδρινό. Παρόλα αυτά θα κρατήσουν τον χαρακτηρισμό ‘αυτοκράτορας’ που μάλλον περίγραψε ανάγλυφα την πραγματική τους θέση στο ελληνικό μπάσκετ στην εποχή που σάρωνε τους πάντες.

Η αντιπαλότητα με τον Πανιώνιο είχε ρίζες λίγα χρόνια νωρίτερα. Η ομάδα της Ν.Σμύρνης ήταν η τελευταία που νίκησε τον Άρη, πριν ξεκινήσει το τρομερό σερί των 80 νικών, που κράτησε 44 μήνες.

Για να χάσει ο Άρης (στις 2 Μαρτίου του 1985) 84-82, μετά από δυο παρατάσεις και τελευταίο νικητήριο σουτ του ‘στρατηγού’ Κώστα Μίσσα, είχε προηγηθεί το παιχνίδι που… κέρδισε με 69-65. Η ένσταση που έκανε όμως ο Πανιώνιος, η γενναία παραδοχή του διαιτητή Τσαγκαμίλη πως έκανε λάθος, οδήγησαν την ΕΟΚ να αποφασίσει την επανάληψη του ματς.

Τι είχε συμβεί. Με το σκορ στο 54-57 υπέρ του Άρη, περίπου έξι λεπτά πριν από τη λήξη, ο Καραμανώλης κόβει το σουτ του Γιαννάκη και ο Μίσσας κερδίζοντας την μπάλα, φεύγει στον αιφνιδιασμό. Πάει στο λέι-απ, υπό την πίεση του Νίκου Φιλίππου και του Παναγιώτη Γιαννάκη. Ενώ ο Μίσσας βρίσκεται στον αέρα και έχει επαφή με τον Φιλίππου, ο Τσαγκαμίλης σφυρίζει φάουλ. Λογικά δυο βολές. Όταν όμως ο Μίσσας χάνει την πρώτη, με τους αρειανούς να κερδίζουν το ριμπάουντ, το ματς συνεχίζεται κανονικά. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι υποδείχθηκαν 1+1 βολές (ο κανονισμός μετά την συμπλήρωση των 7 ομαδικών φάουλ έδινε το δικαίωμα στην ομάδα να εκτελέσει 1+1 βολές, αν δηλαδή έχανε την πρώτη δεν εκτελείτο η δεύτερη, ή να παίξει την μπάλα από πλάγια).

Στην πρώτη διακοπή, ο Πανιώνιος διαμαρτύρεται, υποβάλει ένσταση, η απάντηση των ρέφερι περιπλέκει την κατάσταση. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται με νίκη του Άρη 69-65 (χάρη σε δυο… ραβέρσες του Δημήτρη Κοκολάκη, μετά την ισοφάριση σε 65-65) ωστόσο παρόντων στο ματς του τότε ΓΓΑ Κίμωνα Κουλούρη και του προέδρου της ΕΟΚ Γ.Βασιλακόπουλου (πιο βαθύ ΠΑΣΟΚ δεν γίνεται), ο παρατηρητής διαιτησίας Κ. Λυκουρέσης μιλάει για παράβαση κανονισμών.

Ο Τσαγκαμίλης παραδέχεται το σφάλμα του: “Πράγματι ο Μίσσας εκτέλεσε μία βολή διότι βρισκόμουν κάτω από το καλάθι και νόμιζα ότι είχε πετύχει καλάθι στη φάση που ο Φιλίππου του έκανε φάουλ. Ύστερα διαπίστωσα ότι δεν είχε μπει καλάθι, άρα έπρεπε να εκτελέσει δυο βολές και όχι μία. Το λάθος είναι δικό μου και ζητώ συγνώμη. Είμαι τίμιος άνθρωπος και λέω την αλήθεια. Θα μπορούσα να πω ότι έδωσα μία και μία βολές, αλλά προτιμώ να αναγνωρίσω το λάθος μου”.

Όλοι καταλαβαίνουν, ακόμη και ο… δύσπιστος σε κάτι τέτοια Γιάννης Ιωαννίδης, καταλαβαίνουν ότι η ένσταση του Πανιωνίου έχει τύχη.

Δείτε το βίντεο του ιστορικού αγώνα σε περιγραφή του αείμνηστου Φίλιππου Συρίγου. Μετά το 59:30 η επίμαχη φάση, με τον αιφνιδιασμό του Κώστα Μίσσα. Δείτε τον Τσαγκαμίλη (στην κανονική ροή) να καταλογίζει το φάουλ στον Φιλίππου και να δείχνει μία βολή (γιατί είχε πιστέψει ότι ο Μίσσας πέτυχε καλάθι).

Λεπτομέρεια: Το κλειστό της Αρτάκης έχει αντί για παρκέ, πλαστικό και δεν υπάρχουν οι δυο πτυσσόμενες εξέδρες πίσω από τα δυο ταμπλό!

Ο εφιάλτης του Μπόμπαν

Σε ένα γήπεδο, συνήθως χαίρεσαι το μεγαλείο του αθλητισμού. Πανηγυρίζεις μεγάλες νίκες. Προφανώς λυπάσαι και σε οδυνηρές ήττες. Δύσκολα, όμως, μπορεί να περάσει από το μυαλό σου ότι θα δεις έναν άνθρωπο να μένει ανάπηρος. Η πιο δραματική στιγμή που έζησε ολόκληρος ο Πανιώνιος και όλο το μπάσκετ ήταν ο αυτοτραυματισμός του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς. Στις 28 Απριλίου του 1993, οι κυανέρυθροι υποδέχονταν τον Παναθηναϊκό στη Νέα Σμύρνη για τα πλέι-οφ του πρωταθλήματος. Η σειρά ήταν στο 1-2 υπέρ του ΠΑΟ, που ήθελε να πάρει το εισιτήριο για τους τελικούς.

Ο Πανιώνιος, βρέθηκε να χάνει ακόμη και με διαφορά 17 πόντων. Γύρισε, όμως το ματς και δυόμισι λεπτά πριν από το τέλος είχε πλησιάσει στους 6, έχοντας την μπάλα στα χέρια του για επίθεση. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, καλύτερα να έχανε με… 30.

Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς ήταν ένας σπουδαίος φόργουορντ-σκόρερ, που είχε πάρει στον Πανιώνιο ο Βλάντο Τζούροβιτς. Με το εκρηκτικό ταπεραμέντο του, το παθιασμένο παιχνίδι του και τους 18.6 π, που σημείωνε κατά μέσο όρο, έγινε ίνδαλμα των οπαδών του Πανιωνίου. Πρωταγωνιστής και σε αυτό το ματς, παίρνει την μπάλα μέσα στη ρακέτα. Ο Φραγκίσκος Αλβέρτης προσπαθεί να εκμαιεύσει το φάουλ, ο Στέλιος Κουκουλεκίδης το καταλογίζει.

Ο Μπόμπαν, που χρεώνεται με πέμπτο φάουλ, δεν συγκρατεί τα νεύρα του και πάει με δύναμη κουτουλώντας την μπασκέτα. Σωριάζεται στο παρκέ αιμόφυρτος. Από πάνω του σπεύδει ο Βαγγέλης Αγγέλου.

Στην αρχή όλοι νομίζουν ότι αρκεί ένας καθαρισμός για να επανέλθει. Αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ όσο φαίνεται, καθώς αρχίζει να μην αισθάνεται τα πόδια του. Ο γιατρός του Πανιωνίου Γιώργος Κατσιφαράκης κρατάει την αναπνοή του, διαισθανόμενος το μέγεθος της ζημιάς. Μεταφέρεται με φορείο και το ασθενοφόρο τον πηγαίνει στο ‘Λαϊκό’, όπου οι εξετάσεις δείχνουν αιμάτωμα στον νωτιαίο μυελό, μεταξύ πέμπτου και έκτου σπονδύλου. Οι γιατροί απορούν πως έφτασε ζωντανός (!) στο νοσοκομείο, καθώς λίγα χιλιοστά πιο πάνω να είχε χτυπήσει θα ήταν νεκρός και αφήνουν ελάχιστες ελπίδες να περπατήσει.

Το ελληνικό μπάσκετ ζει από κοντά το δράμα του άτυχου Σέρβου. Οι συμπατριώτες του που λόγω και του πολέμου στην πατρίδα τους είχαν συρρεύσει σε ελληνικό έδαφος δίνουν το βροντερό ‘παρών’. Ο Δημήτρης Καρύδας σε άρθρο του στοContra.gr μνημονεύει τον μακαρίτη Τόζα Βεσελίνοβιτς, που εμφανίζεται στο νοσοκομείο, συνοδεύοντας ένα χειροπράκτη τον οποίο αποκαλεί Θεό.

Μετά από σύσκεψη στο Λαϊκό αποφασίζεται να μεταφερθεί ο Μπόμπαν στο ΚΑΤ, όπου οι γιατροί είχαν μεγαλύτερη εμπειρία από τέτοιους τραυματισμούς. Στο νοσοκομείο, εν τω μεταξύ, έχουν σπεύσει τόσο ο Παύλος όσο και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος. Ο ίδιος ο Μπόμπαν αργεί να διαισθανθεί πόσο άσχημα έχει χτυπήσει. Όταν τον επισκέπτεται ο Βλάντο Τζούροβιτς ρωτάει αν ο Πανιώνιος πήρε τη νίκη απέναντι στον ΠΑΟ.

Στο ΚΑΤ κι ενώ έχει αποφασιστεί η εγχείριση, στα άγρια χαράματα, εμφανίζεται ο Γιάννης Ιωαννίδης που συζητάει με τους γιατρούς και προτείνει (λίγο πιεστικά είναι αλήθεια) να αναλάβει την επέμβαση ο νευροχειρουργός Νίκος Παπαδάκης από την Πάτρα. Οι γιατροί του ΚΑΤ φέρνουν αντίρρηση, αλλά δέχονται την παρουσία του συναδέλφου τους, που έρχεται στην Αθήνα με αυτοκίνητο το οποίο διέθεσε ο ‘ξανθός’.

Η επέμβαση κρατάει τέσσερις ώρες, ο Μπόμπαν βγαίνει ζωντανός, αλλά με πρόβλεψη ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να ξαναπερπατήσει. Τα επόμενα δεκατρία χρόνια της ζωής του θα μείνει καθηλωμένος σε καροτσάκι, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στις 28 Ιουνίου του 2006, αρκετά πικραμένος γιατί κάποια από τα μεγάλα λόγια που άκουσε όταν συνήλθε δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα.

Photo credits: eurokinissi, αρχείο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK