Στον τελικό του Μπάκα που τέλειωσε στο 112′
Μια βιωματική ιστορία από ένα τελικό Κυπέλλου Ελλάδας, μεταξύ Παναθηναϊκού και ΑΕΚ, πριν από 24 χρόνια. Από το "Μητσάρα βαζέλα" και το γκολ που δεν είδα ποτέ, στο κόκκινο εσώρουχο της Μπριζίτ Μπαρντό!
Μια και μόνο ήταν η έγνοια που ‘χα ως έφηβος Παναθηναϊκός των 90s, προτού καν κλείσω τα 14: πώς θα πάω γήπεδο. Πόσο μάλλον σ’ έναν τελικό Κυπέλλου Ελλάδας με αντίπαλο την ΑΕΚ. Τότε, θα ξέρεις, ότι το δίπολο του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν αυτό.
Η μάνα, υπερπροστατευτική, δεν επέτρεπε εξορμήσεις με παρέα τόσο μακριά και η διέξοδος που μού έδινε ένας 30άρης θείος μου, ο Φώτης, ήταν η αποκλειστική επιλογή. Το γεγονός πως ο ίδιος ήταν (και παραμένει φυσικά) ‘κιτρινόμαυρων’ αισθημάτων, ασχέτως αν ο γιος του ‘μεγάλωσε’ ποδοσφαιρικά στις ακαδημίες του ‘τριφυλλιού’, και τα εισιτήρια βγήκαν αναπόφευκτα στην ανάλογη κερκίδα δεν λειτούργησε αποτρεπτικά. Για μένα που λαχταρούσα να είμαι εκεί, δεδομένου τι είχε προηγηθεί ένα χρόνο πριν (3-3 στην παράταση, πέναλτι) τοσοδούλικο το κακό. Αφού συναίνεσε η μάνα, “αν και φοβάμαι μην γίνουν τίποτα φασαρίες”, όλα ήταν καλώς καμωμένα.
Το μεσημέρι της άγιας 19ης Απριλίου του ’95, σαν να τσίνισε λίγο. “Μήπως να μην πας” και όλα τα συμπαραμαρτούντα της Ελληνίδας μητέρας. Εγώ απέκρουσα τις βολές μ’ ένα επιβλητικό “τα ‘παμε, τα συμφωνήσαμε” και προετοιμάστηκα για την αναχώρηση. Χωρίς διακριτικά φυσικά, ούτε καν στοιχεία – ήταν της μόδας οι κονκάρδες στο τζιν μπουφάν (που υποχρεωτικά πήρα μαζί) – τα οποία θα με ‘πρόδιδαν’. Κύριος!
Ο Φώτης (θα κόψω το θείος) κι ένας φίλος του (ταπεινά συγγνώμη που δεν θυμάμαι το όνομά του) έφτασαν από νωρίς το απόγευμα στο πατρικό. Από τον ενθουσιασμό και την ανυπομονησία θα μπορούσα να εισβάλω στο αυτοκίνητο όπως ο Λιουκ Ντιουκ, αλλά δεν υπερέβαλα. Φύγαμε άμεσα για ν’ αποφύγουμε την κίνηση, η Κατεχάκη πηγμένη όμως, μετά από τα φανάρια του Καρέα. Περιττό να γράψουμε πως η Περιφερειακή Υμηττού ήταν ακόμη ιδέα-υπόσχεση. Ευτυχώς, μετά από τη Μεσογείων υπήρχε ‘μυστικό πέρασμα’ από το λαβυρινθώδες Ψυχικό. Το ήξεραν κι άλλοι, τουλάχιστον όμως κερδίζαμε μέτρα.
Βγήκαμε μάλιστα σε σημείο που μας επέτρεπε να παρκάρουμε και προχωρώντας για κάμποσο με τα πόδια να προσεγγίσουμε στο ΟΑΚΑ πριν από τις ορδές. Μου έκοψαν το εισιτήριο, μολόνότι παρακάλεσα να μου το ‘μαγαρίσουν’ ελάχιστα, (δεν) μάς έψαξαν υποτυπωδώς παίρνοντας έναν αναπτήρα (αν θυμάμαι καλά) από τον φίλο του Φώτη και κινηθήκαμε προς το σημείο του πάνω διαζώματος που ανέγραφαν τα εισιτήρια – στην 30.
Ακόμη κι αν ήμασταν εκεί στην προσδωκόμενη ώρα, ούτε λόγος για τις θέσεις μας. Τι ζητάς τώρα, δεν φτάνει που ήσουν μέσα; Αράξαμε 5-6 σειρές πάνω από τα κάγκελα και τουλάχιστον είχαμε τέλεια ορατότητα – όρθιοι! Ο Καλατράβα(ς) ακόμη δεν είχε επέμβει, το ρολόι… τοίχου ήταν SEIKO και η γραμματοσειρά από Amiga 500. Δέος!
Η συμφωνία προέβλεπε πως ούτε κιχ δεν θα κάνω, όταν αρχίσει ο αγώνας. Δεν θα τους ‘έκαιγα’ τους συνοδούς – προστάτες μου. Ούτε που διανοήθηκα φυσικά να φωνάξω το “Μητσάρα βαζέλα, βγάλε τη φανέλα” όταν ο Δημήτρης Σαραβάκος στο 12′ πήρε πολλή φόρα για τα δικά του στάνταρ και ξόδεψε, ψηλά άουτ, το πέναλτι που πήρε μια φάση πίσω, από τον Στράτο Αποστολάκη, που τον είχε αναλάβει προσωπικά (ως τρίτος αριστερός στόπερ με τον Γιώργο Γεωργιάδη του Χαραλάμπους στα δεξιά). Ήταν το αποκορύφωμα της υπεροχής της ΑΕΚ στα πρώτα λεπτά, αφού μετά ο Παναθηναϊκός ισορρόπησε όντας ανά διαστήματα ανώτερος. Απειλώντας με σουτ του Δημήτρη Μάρκου, αλά… Ντιβόκ Ορίγκι, από κόρνερ.
Και να ‘θελα βέβαια να εκτεθώ, άλλες αφορμές δεν προέκυψαν. Μόνο από μαρκαρίσματα. Το ένα πιο σκληρό από το άλλο. Με σκληρότερο του πρώτου μισού στο 44’ από τον Μιχάλη Βλάχο στον Κριστόφ Βαζέχα. Στο σημερινό ποδόσφαιρο καραμπινάτη κόκκινη – τότε κίτρινη της ώχρας, απαλή.
Ο διαιτητής Φίλιππος Μπάκας, το ‘alter ego’ του Αλ Μπάντι σε μορφή και νοοτροπία, προσπαθούσε να επιβληθεί με αδεξιότητα, άνευ πυγμής, βαριεστημένα.
Τόσο που ο Αποστολάκης και Γιάννης Καλιτζάκης ήρθαν στα χέρια. Μακριά βέβαια από το καλό οπτικό πεδίο μου.
Όπως ποτέ δεν είδα ποτέ τις συμπλοκές στ’ αποδυτήρια και τον αστυνομικό Ζουμπούλη. Κάτι έφτασε μέχρι πάνω, αλλά χωρίς τις πικάντικες λεπτομέρειες! Αντιθέτως παρακαλούθησα όλον τον καρεκλοπόλεμο στη διάρκεια του τετάρτου μεταξύ των δύο ημιχρόνων. Είχε κρατηθεί κενό ένα μικρό κομμάτι, αλλά χωρίς αστυνομική παρουσία στο ενδιάμεσο έγινε κρανίου τόπος. Ο σχεδιασμός (ν’ καταστρέψουν) είχε πετύχει.
Δεν ρώτησα με απορία “γιατί θείε;”. Γνώριζα ήδη. Οι δυο πανίσχυρες διοικήσεις ( Βαρδινογιάννης vs Μελισσανίδης/Καρράς) – ομάδες της εποχής είχαν προηγούμενα και ρεβανσιστικες διαθέσεις.
Μόνο τη μάνα μου σκεφτόμουν τότε, αφού ο αγώνας μεταδιδόταν σε ανοικτό κανάλι (ΑΝΤ1) και κινητά επικοινωνίας ούτε να το συζητάς. Έβλεπε άρα τι ακριβώς συνέβαινε. “Είναι το παιδί μέσα”, θα μονολογούσε 100%.
Τουλάχιστον η παύση πυρών συνδυάστηκε με την έναρξη του δεύτερου 45λεπτου. Ο Παναθηναϊκός επιτεθόταν στην άλλη εστία απ’ αυτήν που είχα ευθεία μπροστά και δεν μου άρεσε. Ούτως ή άλλως η ΑΕΚ πολύ επιθετική δεν ήταν, με τον Τσιάρτα και τον Σαραβάκο να μην βοηθούν πολύ.
Η μόνη στιγμή που ένιωσα το κορμί μου να πάλλεται, δίχως να εκφράσω αγανάκτηση ή πανηγυρισμό, ήταν στην προσπάθεια του Καλιτζάκη στο 79′ να κρεμάσει τον Γιόζεφ Βάντσικ με το γιγαντιαίο ‘1’ στην πλάτη. Ο Πολωνός γκολκίπερ πάτησε… βουνοκορφή για να ακουμπήσει την μπάλα και έδιωξε.
Η πολύ μεγάλη χαμένη ευκαιρία του Μπορέλι στο 84′ ήταν η απάντηση του Ηλία Ατματσίδη στον Βάντσικ και το χαμόγελο του Φώτη η απάντηση στο δικό ψυχρό ύφος.
Αφού ούτε ο Θανάσης Κολιτσιδάκης αποβλήθηκε, η δεύτερη κόπια τελικού με παράταση με πέναλτι, αλλά στην κακή βερσιόν του, άρχιζε να πλάθεται στο μυαλό μου.
Ο Παναθηναϊκός ήταν πιο φρέσκος και δυνατός, την ώρα που ο Ντούσαν Μπάγεβιτς έβαζε δυο δεξιά μπακ (τον έναν αναγκαστικά)! Ωστόσο ο Αλέξης Αλεξούδης ήταν άστοχος.
Περίμενα σχεδόν μοιρολατρικά τα πέναλτι, αφού το όποιο ρίσκο ήταν ούτε καν με μέτρο, με εκατοστό! Ως το 112′ που ο ρεφ υπέδειξε πέναλτι στο σφιχταγκάλιασμα του Βλάχου με τον Βαζέχα.
Ο θύτης και ο Στέλιος Μανωλάς εκτός εαυτού τραβούν και σπρώχνουν τον Μπάκα. Δεν ακούω τι του λένε, βλέπω όμως. Την ίδια στιγμή αρχίζει ένας ‘ορυμαγδός’ λευκών καθισμάτων από τη δική μας κερκίδα.
Περνούν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας.
Οι δυο συνοδοί μου προσπαθούν να με προστατεύσουν, αλλά η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη. Ο Φώτης δεν ρισκάρει. “Φεύγουμε”. Ορίζει αναγκαστικά και τη δική μου μοίρα.
Στον περιβάλλοντα χώρο εκτός από κροτίδες, ακούγονται πανηγυρισμοί. Μετά από 7 λεπτά, δυο κόκκινες σε Μανωλά – Βλάχο και μια αναγκαστική αλλαγή σκισμένης κορακί μπλούζας, ο Βαζέχα είχε βρει δίχτυα. Εν μέσω καπνού που διαχέεται στον ουρανό της Καλογρέζας – έτσι μας το είπαν!
Ωσότου φτάσουμε στο αυτοκίνητο, ακούγονται νέες ζητωκραυγές. Ο τελικός έχει λήξει. “Το πήραμε”, λέω χαμηλόφωνα για να πικάρω τον Φώτη και το φίλο του.
Κρύφτηκα για 112 λεπτά σ’ έναν ‘εχθρικό’ χώρο. Άντεξα. Τα είδα όλα (#diplis). Όχι το γκολ που έκρινε τον τελικό. Δεν μου άξιζε στον 14χρονο εαυτό μου. Ευτυχώς είχα το μπουφάν γιατί έχει κρύο στα βόρεια.
Του ελληνικού ποδοσφαίρου ενδεχομένως ναι. Τα έζησε πολλάκις σε επανάληψη. Μόνο το κόκκινο βρακί της Μπριζίτ Μπαρντό απουσίαζε.
Στο νέο επεισόδιο του Pod-όσφαιρο αναλύουμε τις μεγαλύτερες ανατροπές του φετινού Champions League, το αν πρέπει να φύγει ο Κώστας Φορτούνης από τον Ολυμπιακό και το αν είναι υποτιμημένος ο Νταμίρ Κάναντι. Ακούστε το!
Photo credits: Eurokinissi