Στο ντεμπούτο του ο Χατζηπαναγής πέρασε 5 παίκτες (δύο φορές)
Ιστορική επέτειος σήμερα (7/12) για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το 1975 ξεκίνησε να παίζει μπάλα στα ελληνικά γήπεδα ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Ο χορευτής από την Τασκένδη, εφάμιλλος του μακαρίτη Μαραντόνα και δεν κάνουμε πλάκα. Ένα νοσταλγικό Ζαν Πρες για το πρώτο του ματς του Βάσια (Ηρακλής-Ατρόμητος στην Βέροια), την ιστορία της άφιξης του στην Ελλάδα και το έγκλημα που δεν έπαιξε ποτέ στην Εθνική ομάδα...
Υπάρχουν πολλές σημαδιακές ημερομηνίες που θυμόμαστε κάθε χρόνο. Είναι οι περίφημες “επέτειοι” που μας θυμίζουν μεγάλες επιτυχίες, ενδεχομένως και τεράστιες απογοητεύσεις. Για το ελληνικό ποδόσφαιρο η σημερινή θα έπρεπε να έχει καρφιτσωθεί στη συνείδηση όλων όσων αγάπησαν την μπάλα. Σαν σήμερα (7/12) πριν από 45 χρόνια, ξεκινούσε μια διαδρομή γεμάτη χορευτικές ντρίπλες, απίθανα γκολ, απίστευτες πάσες και μια καθολική αναγνώριση από τους οπαδούς όλων των ομάδων. Στο γήπεδο της Βέροιας, το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ηρακλής σαν έδρα, λόγω μιας τιμωρίας του, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ο Βασίλης Χατζηπαναγής!
Ο Έλληνας Μαραντόνα, όπως τον αποκάλεσαν τα ξένα ΜΜΕ, αν και ο ίδιος μιλώντας κάποτε στο Contra.gr είχε πει ότι δεν του αρέσει να τον συγκρίνουν ούτε με τον μακαρίτη πια Ντιέγκο, ούτε με το Λιονέλ Μέσι. Προτιμούσε να είναι ο … δικός μας Χατζηπαναγής, ο τρομερός μπαλαδόρος που ήρθε από την Τασκένδη και χάρισε ορισμένες από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ναι, ο Χατζηπαναγής όχι μόνο δεν υπερβάλλει θεωρώντας επί της ουσίας τον εαυτό του ισάξιο του Μαραντόνα και του Μέσι. Η κλάση του, το ποδοσφαιρικό του dna ήταν απ’ αυτή την πάστα. Των κορυφαίων του πλανήτη. Με αυτούς, άλλωστε, έπαιξε μαζί το 1984 όταν συμμετείχε σε φιλανθρωπικό παιχνίδι της Μικτής Κόσμου.
Ο προπονητής του στον Ηρακλή, ‘Αγκνε Σίμονσον, μέλος της Εθνικής Σουηδίας το 1958, που φόρεσε και τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης είχε δηλώσει: “Ο Χατζηπαναγής είναι μέσα στους δέκα κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών”
Ο “άνθρωπος που μπορούσε να ντριπλάρει μέσα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο”, το παιδί που “το γέννησε η μπάλα”, ο “Νουρέγεφ”, ο “Χατζηπαναγιά μου ένας παίκτης” (ορισμένες από τις εμπνεύσεις των Ελλήνων αθλητικών συντακτών να τον περιγράψουν στο χαρτί, η τελευταία είναι και τίτλος του Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη). Αυτός που γέμιζε το Καυτατζόγλειο με κόσμο κι ας μην ήταν φίλοι του Ηρακλή, δεν είχε σημασία. Πλήρωναν και έβλεπαν απίθανα πράγματα:
✐Το … κυνηγητό χωρίς να μπορέσουν να τον σταματήσουν των αμυντικών του Ολυμπιακού στο νικηφόρο, για τον Ηρακλή, τελικό του Κυπέλλου το 1976 στη Φιλαδέλφεια, με τα δυο μαγικά γκολ που ουσιαστικά τον σύστησαν σε όλη την ποδοσφαιρική Ελλάδα, καθώς ο τρομερός αγώνας (κανονικό ματς 2-2, παράταση 4-4, 6-5 για τον Ηρακλή στα πέναλτι) είχε μεταδοθεί από την τηλεόραση.
✎Η ντρίπλα στον Παναγιώτη Στυλιανόπουλο, όταν τον πέρασε με ένα αδιανόητο τρόπο σηκώνοντας την μπάλα με ένα απίστευτο τακουνάκι σε αγώνα εναντίον της ΑΕΚ
✐Η πάσα με το τακουνάκι, χωρίς να βλέπει κι ενώ έχει κάνει μια μαγική κίνηση παρασύροντας όλη την άμυνα του Παναθηναϊκού (ο Δημήτρης Αδάμου έχασε μοναδική ευκαιρία) στο περίφημο 2-2 με τους “πράσινους”, όπου εκτός των άλλων ρίχνει κάτω τον Γρηγόρη Ταράση ενώ σερβίρει έτοιμο γκολ στον Ντούσαν Μιτόσεβιτς που παρόλα αυτά με ένα περίεργο τρόπο καταφέρνει να αστοχήσει (και ο Ηρακλής δεν μπόρεσε να πάρει τη νίκη, που ενδεχομένως να του έδινε το πρωτάθλημα).
✎Γκολ με φάουλ, με πέναλτι και με … κόρνερ (η σπεσιαλιτέ του). Ντρίπλες χωρίς έλεος, πάσες που δεν καταλάβαιναν καλά-καλά οι συμπαίκτες του, τακουνάκια, σουτ με φάλτσο, σουτ ευθύβολα, κεφαλιές και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί πως τον ευχαριστεί μέσα στο γήπεδο.
Ο ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε να αγωνιστεί σε οποιαδήποτε ομάδα της Ευρώπης εκείνης της εποχής (άλλωστε τον ζήτησαν η Άρσεναλ και η Ρόμα, τον φιλοξένησε η Στουτγκάρδη και του είχε κάνει μια μυθική πρόταση ο Κόσμος της Νέας Υόρκης) αλλά έπεσε στην εποχή που το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα ζούσε στην εποχή του … δελτίου.
Κι ο παίκτης που θα ανέβαζε δύο και τρία επίπεδα την Εθνική Ομάδα, στην οποία αγωνίστηκε μόλις μια φορά (σε ένα φιλικό με την Πολωνία) καθώς η έλλειψη διπλωματίας και θέλησης της ΕΠΟ να βρει λύση στο θέμα, έκλεισαν την πόρτα του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Σε ποιον; Στον κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή όπως ψηφίστηκε το 2003, με αφορμή τα 50 χρόνια της UEFA και την ανάδειξη των αντίστοιχων παικτών σε όλη την Ευρώπη. Το να μην παίζει ο Χατζηπαναγής στην Εθνική, έμοιαζε σα να ξεκινούσε κάθε αγώνας της Ελλάδας και να βάζαμε … ένα αυτογκόλ.
Όλα ξεκίνησαν στη Βέροια
Η αρχή έγινε, στη Βέροια. Ο Βάσια (έτσι τον λέγαμε εμείς στην Ελλάδα, στην Σοβιετική Ένωση τον φώναζαν … Λάκη ή σκέτο Βασίλη, ή Χότζα προσωνύμιο που του κόλλησαν οι Ουζμπέκοι, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά μέσα στο γήπεδο) είχε έρθει (με τρένο) στις 22 Νοεμβρίου, ήταν να αγωνιστεί στις 29 του μήνα, αλλά ένας μικροτραυματισμός ανέβαλε το ντεμπούτο του για τις 6/12. Τρεις χιλιάδες οπαδοί του Ηρακλή ακολούθησαν την ομάδα τους μέχρι τη Βέροια για να δουν το πρώτο ματς του Χατζηπαναγή, η μεταγραφή του οποίου είχε προκαλέσει αίσθηση σε όλη την Ελλάδα και άκρατο ενθουσιασμό στους “κυανόλευκους”.
Ο Ηρακλής βρέθηκε να χάνει 1-0 από γκολ του Θόδωρου Μπεργελέ που με μια ωραία κεφαλιά είχε νικήσει τον Γρηγόρη Φανάρα, μόλις στο τέταρτο λεπτό. Ο Χατζηπαναγής δεν άργησε να απαντήσει. Δυο λεπτά μετά το γκολ, πέρασε πέντε αντιπάλους του και με τακουνάκι πάσαρε στον Τάκη Νικολούδη που αστόχησε από πλεονεκτική θέση. Μια παρόμοια φάση έκανε και στο 12′, όταν πάλι πέρασε όσους βρήκε μπροστά του και πλάσαρε για να αποκρούσει πάνω στη γραμμή ο Γιώργος Καψιμάλης.
Σύμφωνα με την “Ελευθεροτυπία” και τον ανταποκριτή της οι οπαδοί του Ηρακλή “ενθουσιάστηκαν από τον Χατζηπαναγή”, αν και όπως σημειώνεται “στο δεύτερο ημίχρονο οι παίκτες του Ηρακλέους βεντετίζοντες και αδιαφορούντες προσπαθούσαν περισσότερο να “απομακρύνουν” τον Χατζηπαναγή, παρά να κερδίσουν τους Αθηναίους. Οι παίκτες του Σάνον μετά την εμφάνιση-έκπληξη του “Ρώσου” στο πρώτο ημίχρονο έπαιζαν με τέτοιο τρόπο λες και ο νέος τους συμπαίκτης δεν υπήρχε στο γήπεδο”
Δεν ξέρουμε, βέβαια, αν όλα αυτά είναι αλήθεια. Πολλές φορές οι … παλιοί μιας ομάδας δεν βλέπουν με καλό μάτι ένα “νέο” που μπαίνει μέσα και κλέβει την παράσταση. Μπορεί να γινε ό,τι περιγράφεται στην ανταπόκριση του ματς, το μαγικό ταλέντο του Χατζηπαναγή, ωστόσο, πρώτοι απ’ όλους το έβλεπαν στις προπονήσεις οι ποδοσφαιριστές του Ηρακλή. Αυτοί ήξεραν τι μπορεί να κάνει ο προικισμένος με θεϊκό ταλέντο συμπαίκτης τους.
Πολλοί … έχαναν στοιχήματα όταν τολμούσαν να τον προκαλέσουν. Ο συγχωρεμένος Ζόραν Αντονίεβιτς, πολύ καλός τεχνίτης, του είπε μια μέρα να δοκιμάσουν από το σημείο του πέναλτι να χτυπήσουν δέκα πέναλτι σημαδεύοντας το οριζόντιο δοκάρι. Ο Σέρβος το πέτυχε δυο φορές. Ο Βάσια… οκτώ. Ενδεχομένως ο πολύ θρασύς στα όρια της ειρωνείας του αντιπάλου, “Ρώσος” να τους είχε αιφνιδιάσει όλους σε εκείνη την πρεμιέρα. Μέχρι να τον συνηθίσουν, θα έπρεπε να περάσει και ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Παρόλα αυτά κι αφού οι Περιστεριώτες έχασαν μεγάλη ευκαιρία στο 73′ όταν ο βιρτουόζος Σέρτζιο Εσπινόζα (απόκτημα του Ατρομήτου από την Καλαμάτα) είχε δοκάρι, ο Ηρακλής ισοφάρισε οκτώ λεπτά πριν από το τέλος. Ο Χατζηπαναγής εκτέλεσε κόρνερ με μαεστρία και ο Καψιμάλης έκανε χέρι. Το πέναλτι χτύπησε εύστοχα ο αρχισκόρερ του Ηρακλή και έμεινε το 1-1 ως το πρώτο σκορ αγώνα του Ηρακλή με τον μεγάλο άσο στην ενδεκάδα του.
Ο Χατζηπαναγής είχε παίξει και στα 90 λεπτά μαζί με τους Φανάρα, Ζαφειρίδη, Χριστοφορίδη, Σεντελίδη, Τουμπόγλου, Δεληγιάννη (58′ Κακαρινέλης), Πανταζή, Κουσουλάκη, Γκέσιο, Νικολούδη. Η σύνθεση του Ατρομήτου: Κωνσταντινίδης (73′ Κόκκινος), Κ.Μισαηλίδης, Κώτσος, Ράπτης, Καψιμάλλης, Τάμπρατζης, Σ.Μισαηλίδης, Κώτσαλος, Ράμφος, Εσπινόζα
Καλύτερός του μόνο ο Μπλαχίν…
Το 1975 ο Χατζηπαναγής ήταν 21 ετών και το όνομά του στην Σοβιετική Ένωση ήταν μέσα στα μεγαλύτερα του ποδοσφαίρου της αχανούς χώρας. Φορώντας τη φανέλα της Παχτακόρ, ο Έλληνας άσος, που είχε γεννηθεί το 1954 στην Τασκένδη. Ο πατέρας του Κυριάκος, με καταγωγή από την Κύπρο και η μητέρα του (με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη) είχαν βρεθεί στο τωρινό Ουζμπεκιστάν (τότε δημοκρατία της ΕΣΣΔ) μετά τον εμφύλιο πόλεμο, όπως χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες.
Ο Βασίλης ξεχώρισε από μικρός για την ικανότητα του να παίζει ποδόσφαιρο προδιαγραφών και από την Ντιναμό Τασκένδης όπου ξεκίνησε να παίζει μπάλα, πήγε γρήγορα στην Παχτακόρ την κορυφαία ομάδα της περιοχής που αργότερα (το 1979) έγινε πασίγνωστη δυστυχώς για το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα, όταν ολόκληρη η ομάδα ξεκληρίστηκε.
Αν ο Χατζηπαναγής δεν είχε πάρει το τρένο για την Ελλάδα, μπορεί να βρισκόταν σε εκείνο το αεροσκάφος, μαζί με τους δυο καλούς του φίλους, Μίσα Αν και Βελόντια Φεντόροφ. Μαζί, άλλωστε, είχαν παίξει στην ολυμπιακή ομάδα της ΕΣΣΔ (η οποία το 1976 πήρε το αργυρό μετάλλιο στο Μόντρεαλ) στην οποία ο μετέπειτα μαέστρος του Ηρακλή είχε παίξει τέσσερις φορές, σημειώνοντας και ένα γκολ. Για άλλους μια τέτοια συμμετοχή ήταν ευκαιρία, για τον Βασίλη αποδείχτηκε ένα αξεπέραστο εμπόδιο.
Μπορεί πάλι να ήταν σε κάποια μεγάλη ομάδα της Σ. Ένωσης, καθώς η Σπαρτάκ και η Τορπέντο Μόσχας είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη μεταγραφή του τρομερά ταλαντούχου αριστεροπόδαρου επιθετικού μέσου από την Παχτακόρ. Σε ένα ματς κόντρα στην Ζόρια (4-2), όπως έχει πει ο ίδιος, πέτυχε ένα από τα ωραιότερα γκολ της καριέρας του, όταν κατά την προσφιλή τακτική του πέρασε όλους τους αντιπάλους του, περνώντας την μπάλα πάνω από τον τερματοφύλακα με ένα τακουνάκι (όπως με τον Στυλιανόπουλο). Την επόμενη μέρα ένα περιοδικό, κυκλοφόρησε με τη φωτογραφία του δίπλα σε ένα σκιέρ, παρομοιάζοντας τις ντρίπλες του με τα σλάλομ!
“Οι ντρίπλες είναι δώρο Θεού, τα υπόλοιπα έρχονται από την προπόνηση” είχε εξομολογηθεί στη ρωσική εφημερίδα Sport-Express, το 2011. Όταν οι δυο δημοσιογράφοι του θύμισαν την ικανότητά του να σκοράρει από … κόρνερ, κάτι που έκανε μόνο ο Βαλερί Λομπανόφσκι, όταν έπαιζε ποδόσφαιρο, ο τρομερός άσος σχολίασε γελώντας: “Ναι, αλλά εγώ έχω βάλει περισσότερα. Μου άρεσε να κάθομαι πολλή ώρα, μετά την προπόνηση, και να δοκιμάζω πως θα έστελνε την μπάλα στην εστία από το κόρνερ”
Στην Παχτακόρ ο νεαρός Έλληνας περνούσε, για τα δεδομένα της εποχής (και της Σ.Ένωσης) μια χαρά. Είχε αυτοκίνητο (Ζιγκούλι) και διαμέρισμα. Για να μπορεί να ταξιδεύει είχε πάρει σοβιετική υπηκόοτητα και διαβατήριο. Η καριέρα του προδιαγραφόταν λαμπρή καθώς το 1975 σε μια ανασκόπηση των Σοβιετικών για τους καλύτερους ποδοσφαιριστές της χώρας ανά θέση, για το αριστερό άκρο, καλύτερος του ήταν μόνο ο Ολέγκ Μπλαχίν.
Η Ντιναμό Κιέβου (του Βαλερί Λομπανόφσκι) ήταν η καλύτερη ομάδα της ΕΣΣΔ εκείνα τα χρόνια, κάτοχος του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ (το 1975, στον διπλό τελικό με την Τβέντε είχε φέρει 0-0 στην Ολλανδία και θριάμβευσε 5-1 στο Κίεβο) αλλά και του ευρωπαϊκού Super Cup (όταν νίκησε δυο φορές την πρωταθλήτρια Ευρώπης Μπάγερν με 1-0 στο Μόναχο και 2-0 στο Κίεβο και τα τρία γκολ ο Μπλαχίν). Αυτή την ομάδα, η Παχτακόρ την είχε νικήσει με … 5-0!
“Εγώ σκεφτόμουν πάντα την Ελλάδα. Ίσως γιατί ήμουν επηρεασμένος από τις ευχές που ανταλλάζαμε στις εθνικές εορτές, λέγοντας “και του χρόνου σπίτι μας”. Μια φορά, κάναμε προετοιμασία στο Χάσκοβο της Βουλγαρίας, που βρισκόταν κοντά στα ελληνικά σύνορα. Οι συμπαίκτες μου με παρακινούσαν να πάω κοντά στα σύνορα και να μαζέψω λίγο χώμα ελληνικό να το πάω στον πατέρα μου…” έχει διηγηθεί ο ίδιος ο Χατζηπαναγής σε Ρώσο δημοσιογράφο.
Ο Ηρακλής πρόλαβε τον Ολυμπιακό
Η πρώτη ελληνική ομάδα που εκδήλωσε επίσημα ενδιαφέρον για τον Χατζηπαναγή ήταν ο Ολυμπιακός. Το 1975 μάλιστα είχε στείλει στα Γραφεία της Παχτακόρ (και την σοβιετική ομοσπονδία) επίσημο έγγραφο με το οποίο ζητούσε τον ποδοσφαιριστή, προσφέροντας 10 εκατομμύρια δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Οι “ερυθρόλευκοι” είχαν ακολουθήσει τη … νόμιμη οδό, αλλά στη Σοβιετική Ένωση οι μεταγραφές δεν ήταν συνηθισμένη υπόθεση. Σύμφωνα με τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του Βάσια, ο διοικητικός υπεύθυνος της Παχτακόρ Αντρέι Σταρόσιν, τον συμβούλεψε να πάει μέχρι το Κίεβο και να μιλήσει με τους ανθρώπους του Ολυμπιακού, που είχαν πάει στην ουκρανική πρωτεύουσα για τον αγώνα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών…
“Πώς όμως να αφήσω την Παχτκακόρ και να πάω στο Κίεβο; Με ποια δικαιολογία;” αναρωτιόταν ο Χατζηπαναγής. Ο Ηρακλής είχε ήδη κάνει τις μεθοδικές κινήσεις του για να τον αποκτήσει. Ο άνθρωπος που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορική μεταγραφή ήταν ο Νίκος Ατματσίδης εμβληματικός πρόεδρος του Γηραιού.
Όπως έχει διηγηθεί ο ίδιος ένα γράμμα του εξαδέλφου του Γιώργου Πολωνίδη, που διέμενε στην Τασκένδη, τα Χριστούγεννα του 1974 τον πληροφόρησαν για την ύπαρξη ενός “παικταρά” με το επίθετο Χατζηπαναγής. Το περιοδικό που τον συμπεριέλαβε στους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της ΕΣΣΔ εκείνης της σεζόν, έφτανε στα χέρια του λίγες μέρες αργότερα. Στο μυαλό του μπήκε η ιδέα να φέρει αυτόν τον παίκτη στην Ελλάδα κι ας μην τον είχε δει με τα μάτια του. Αυτά θα τα … έτριβε αργότερα.
Άρχισε να ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση, έχοντας φίλους που ήξεραν τις σοβιετικές ιδιαιτερότητες αλλά και τις τεχνικές λεπτομέρειες για τον επαναπατρισμό ενός πολιτικού πρόσφυγα, που ακόμη και μετά την πτώση της χούντας δεν ήταν τόσο εύκολη. Ο πατέρας Χατζηπαναγής έπρεπε να πάρει βίζα για να μπορεί να έρθει στην Ελλάδα. Από την άνοιξη του 1975 ο Νίκος Ατματσίδης ήξερε ότι ο Βασίλης ήταν παίκτης του Ηρακλή, αφού τα είχε κανονίσει, σχεδόν, όλα. Ο Ολυμπιακός μάλλον είχε εμφανιστεί καθυστερημένα…
Οι Πειραιώτες έμαθαν ότι είχε το δελτίο του παίκτη (προφανώς και με την συγκατάθεση της Παχτακόρ) και προσπάθησαν, σύμφωνα με τον άλλοτε πρόεδρο του Ηρακλή, να τον δελεάσουν: “Ο παππούς δίνει δέκα εκατομμύρια” λέγεται ότι του είπαν. Όπου παππούς, διάβαζε Νίκος Γουλανδρής. Ο Ατματσίδης αντέδρασε: “Θα πλακωθούμε εδώ και θα μας βρουν στη Σιβηρία…” ήταν η απάντησή του.
Με το τρένο και υποδοχή στην Ειδομένη
Στις δικές του διηγήσεις ο Χατζηπαναγής (συνετεύξεις σε ρώσικα ΜΜΕ) υποστηρίζει ότι αυτός που τον επηρέασε να δεχθεί την πρόταση του Ηρακλή ήταν ένας Αρμένης, ονόματι Γιάκομπ Μιρκιτσάν, πρόεδρος της Ένωσης Πολιτικών Προσφύγων της ΕΣΣΔ, που τον συμβούλευσε να πει ναι στον σύλλογο της Θεσσαλονίκης. Εκεί, άλλωστε, έμενε η γιαγιά του και οι αδερφές της μητέρας του: “Θα κάτσεις δυο χρόνια και μετά θα πας σε όποια ομάδα θες στο εξωτερικό” του είπε.
“Δεν ήξερα ότι στην Ελλάδα σε έδεναν χειροπόδαρα” σχολίαζε χρόνια αργότερα ο μεγαλύτερος αρτίστας των ελληνικών γηπέδων, που ο πρώτος του μισθός στον Ηρακλή ήταν 10.000 δραχμές (οι 1.500 πήγαιναν στο ενοίκιο του διαμερίσματος). Ακόμη και όταν η οικογένεια του, πρότεινε να έρθει πρώτα και να δει τι γίνεται στην Ελλάδα και μετά να συμφωνήσει, ο Βασίλης δεν άκουσε. Αργότερα θα ανακάλυπτε ότι στη διετή συμφωνία που είχε κάνει, του είχε προστεθεί αυθαίρετα μια … δεκαετία (το 1977 κέρδισε το σχετικό δικαστήριο, μάλιστα, στη Θεσσαλονίκη).
Το Νοέμβριο του 1975, ωστόσο, έχοντας ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις του στο σοβιετικό πρωτάθλημα (η Παχτακόρ υποβιβάστηκε στην Β Εθνική, απ΄ όπου είχε ανέβει το 1972) μετρώντας 98 ματς και 22 γκολ, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο ταξίδι στην πατρίδα που δεν είχε δει ποτέ του, μέχρι τότε. Αεροπορική σύνδεση μεταξύ Τασκένδης και Ελλάδας δεν υπήρχε. Μια λύση ήταν να πάει στην Οδησσό. Προτίμησε να ταξιδέψει με το τρένο, δυόμισι μερόνυχτα, μέχρι να φτάσει στη Θεσσαλονίκη.
Η πρώτη του υποδοχή έγινε στην Ειδομένη, στον πρώτο μεθοριακό σταθμό επί ελληνικού εδάφους. Περίπου 1.500 οπαδοί του Ηρακλή τον σήκωσαν στα χέρια. Άλλοι τόσο και περισσότεροι, περίμεναν στην Θεσσαλονίκη. Η επιβεβαίωση ότι στην αμαξοστοιχία 225 επιβαίνει ο Βασίλης και ο πατέρας του, ξεσήκωσαν τον ενθουσιασμό του κόσμου, καθώς ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα, τον υποδέχονται αλαλάζοντας με τον Νίκο Ατματσίδη να τον καλωσορίζει στα πάτρια εδάφη: “Επιτέλους Κυριάκο βρίσκεσαι στην πατρίδα σου. Στη Θεσσαλονίκη μας περιμένεις πολύς κόσμος” λέει στον πατέρα του που είχε φύγει κυνηγημένος 26 χρόνια πριν και επέστρεφε σχεδόν με θριαμβικό τρόπο!
“Ακόμα ζω ένα μεγάλο όνειρο” δηλώνει στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη” και τον αείμνηστο δημοσιογράφο Γιώργο Καράδαλη. “Είμαι έτοιμος να βοηθήσω τον Ηρακλή. Είμαι σε καλή κατάσταση και αν κριθώ κατάλληλος από τον προπονητή μου μπορώ να αγωνισθώ από τη μεταπροσεχή Κυριακή…” προσθέτει, ενώ στην ερώτηση για τη μεγαλύτερη χαρά και λύπη του, απαντάει με αυθορμητισμό: “Χάρηκαν όταν πρόσφατα σημείωσα το πρώτο γκολ της Παχτακόρ εναντίον της Ντιναμό Κιέβου. Ντρίπλαρα τρεις αμυντικούς και τον γκολκίπερ. Λυπήθηα όταν στο ματς Παχτακόρ-Σπαρτάκ Μόσχας, ο διαιτητής μου έδειξε κίτρινη κάρτα γιατί διαμαρτυρήθηκα επειδή δεν έδωσε πέναλτι υπέρ της Παχτακόρ…”
Η Εθνική που δεν ήρθε ποτέ…
Ο Χατζηπαναγής ήταν έτοιμος να παίξει και στην Εθνική Ομάδα. Η κλήρωση μάλιστα των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978, είχε φέρει την Ελλάδα αντιμέτωπη με την Σοβιετική Ένωση (και την Ουγγαρία, η οποία, μάλιστα πήρε την πρόκριση). Μια μέρα μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, η Αθλητική Ηχώ έχει χτύπημα στην πρώτη σελίδα ότι “η αρκούδα της στέπας” θα παίξει εναντίον της Ρωσίας.
Τον Μάιο του 1976 θα χριστεί διεθνής σε φιλικό με την Πολωνία. Η ΕΠΟ, ωστόσο, δεν κάνει ποτέ τις σωστές κινήσεις για να πείσει την FIFA ότι ο Βασίλης έστω κι αν είχε παίξει στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, έπρεπε να αγωνιστεί κανονικά στην Εθνική Ομάδα της Ελλάδας. Αντί να κινηθεί γη και ουρανός για να παίξει αυτός ο υπεράσος στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα οι παράγοντες της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας οχυρώθηκαν πίσω από τη δικαιολογία της “απροθυμίας των σοβιετικών, της γραφειοκρατίας κλπ”.
Έξι χρόνια μετά (το 1982) ο αείμνηστος Κώστας Καίσαρης αποκαλύπτει στον “Ριζοσπάστη” ότι το θέμα βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων της ΕΠΟ, αρκεί να κινηθούν άμεσα και στοχευμένα.
Οι Σοβιετικοί δεν είχαν πρόβλημα, όπως αποδεικνύεται. Θα έπρεπε βέβαια να εξηγηθεί πλήρως η κατάσταση, πως έφυγαν από την Ελλάδα οι γονείς του, γιατί τους αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, πως ο “Βάσια” πήρε την σοβιετική υπηκοότητα, όλα αυτά δεν ήταν τόσο “εύκολα” για την αρτηριοσκληρωτική ΕΠΟ.
Ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής λέει μετά από χρόνια ότι το πρόβλημα ακόμη και μετά τον επαναπατρισμό της οικογένειας (αργότερα ήρθε και η μητέρα του στην Ελλάδα) ήταν τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα του…
Στον Ριζοσπάστη, πάντως (φύλλο της 17/10/1982) ο τότε 28χρονος Νουρέγεφ, δηλώνει: “Είναι πολύ μεγάλη αδικία να μην μπορείς να αγωνιστείς στην εθνική ομάδα της πατρίδας σου. Αυτό το θέμα με βασανίζει από τότε που ήρθαν στην Ελλάδα. Θέλω πολύ να παίξω στην Εθνική. Θέλω να προσφέρω κι εγώ στο εθνικό ποδόσφαιρο της πατρίδας μου. Δυστυχώς όμως οι πόρτες είναι κλειστές. Προσωπικά έχω εξηγήσει δυο φορές την κατάσταση στους ανθρώπους της σοβιετικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν. Ελπίζω ότι θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες από την ελληνική πλευρά για να λυθεί τελικά αυτό το πρόβλημα”
Οι ενέργειες δεν έγιναν ποτέ. Ο Χατζηπαναγής δεν έπαιξε ποτέ σε επίσημο ματς με το εθνόσημο στο στήθος. Κι εμείς μείναμε με την απορία τι θα μπορούσε να κάνει αυτός ο παικταράς, παίζοντας (και έχοντας κίνητρο απέναντι στους κορυφαίους αντιπάλους του) με την Εθνική Ομάδα. Μείναμε, όμως, και με τις υπέροχες αναμνήσεις μιας αξεπέραστης ποδοσφαιρικής ιδιοφυίας, που άρχισε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, ακριβώς πριν από 45 χρόνια. Να’ σαι καλά Βασίλη…