ΣΤΗΛΕΣ

Ρατσισμός και αντιρατσισμός όπου μας παίρνει

Ο Γρηγόρης Μπάτης άφησε λίγες μέρες να περάσουν και γράφει με πιο ψύχραιμη, αλλά και πιο καυστική ματιά για το γαϊτανάκι του ρατσισμού σε μια χώρα που δεν πρέπει να αντιδρά μόνο περιστασιακά σε ένα θέμα που τις περισσότερες φορές είναι ταξικό.

Ρατσισμός και αντιρατσισμός όπου μας παίρνει

Το κύμα συμπαράστασης υπέρ του Θανάση Αντετοκούνμπο και αγανάκτησης/οργής κατά του Τάκη Τσουκαλά, είναι δίχως άλλο, ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον και για τα αντιρατσιστικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας μας. Τα αντανακλαστικά που δείξαμε είναι αξιοθαύμαστα και έτσι θα πρέπει να συμβαίνει κάθε που ένας ρατσιστής ή μισάνθρωπος θα σκορπά το δηλητήριό του. Είναι όμως ένας τέτοιος άνθρωπος ο Τάκης Τσουκαλάς και είναι πράγματι η κοινωνία μας τόσο έτοιμη και σωστή, έτσι ώστε να απομονώνει τέτοιες συμπεριφορές; Μπούρδες, θα πω εγώ, αν μου επιτρέπετε και αυτό το λέω με απόλυτη συναίσθηση των πραγμάτων και έχοντας πάρει την συνειδητή απόφαση να αφήσω τις μέρες να περάσουν και τις κραυγές να καταλαγιάσουν.

Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι μια λαμπρή απόδειξη πως ως άνθρωποι του 2018 ή έστω η πλειοψηφία των ανθρώπων, έχουμε περίσσεμα υποκρισίας και σημαντικό έλλειμμα ειλικρίνειας και γενναιότητας πολλές φορές. Διότι, όπως διδασκόμαστε από καθημερινά περιστατικά στη ζωή μας, βάλλουμε, καταδικάζουμε και εναντιωνόμαστε κυρίως σε ό,τι μας παίρνει και είμαστε υπερβολικά σιωπηλοί και δεκτικοί όταν καταλαβαίνουμε ότι στη μάχη που ακολουθεί εμείς έχουμε το ρόλο του αδύναμου.

Ένα καλό παράδειγμα που θα μπορούσα να δώσω στην προκειμένη περίπτωση είναι οι χαρακτηρισμοί που φέρεται σύμφωνα με τον μάνατζερ του Γ. Αντετοκούνμπο να είπε ο Γ. Βασιλακόπουλος στον διεθνή άσο, για τους οποίους ο Πρωθυπουργός της χώρας όχι μόνο δεν φόρεσε τη φανέλα του Γιάννη, αλλά κράτησε στάση σιωπής, όπως αντίστοιχα και δημοσιογράφοι/άνθρωποι που τώρα δα μπήκαν στην μάχη του αντιρατσισμού. Καλώς όρισαν λοιπόν, αλλά δεν θα τους κάνω τη χάρη και δεν θα το χρησιμοποιήσω αυτό το παράδειγμα, καθώς γνωρίζω πως ευθύς θα ενταχθώ στο γκρουπ “φίλων Τσουκαλά”, ακολουθώντας την υπερασπιστική του γραμμή και πιστέψτε με δεν έχω καμία τέτοια διάθεση.

Την ίδια στιγμή, είναι τόσα πολλά τα ρατσιστικά και ομοφοβικά σχόλια που λένε κατά καιρούς δημόσια πρόσωπα χωρίς να βρίσκουν απέναντί τους όλη την κοινωνία, παρά μονάχα λίγους, που στις περισσότερες των περιπτώσεων χαρακτηρίζονται γραφικοί και τους ρουφάει η αφάνεια. Πρόεδροι, στελέχη ομάδων, πολιτικοί, πρώην ποδοσφαιριστές και νυν (αν)αρθρογράφοι, σχολιαστές των social, κάθε καρυδιάς καρύδι, ξερνάει δηλητήριο μίσους για τους πρόσφυγες, για τους Αλβανούς, για τους γκέι, για τους άθεους και για όσους τέλος πάντων επιλέγουν να έχουν διαφορετική άποψη απ’ αυτούς και από της πλειοψηφίας. Και φυσικά τότε, είναι απλά μια ακόμα μέρα και η ζωή συνεχίζεται σ’ αυτή την υπέροχη χώρα που λένε Ελλάδα.

Θα μου πεις «και τότε τι έπρεπε να κάνουμε; Να μην το αναδείξουμε το θέμα;» και θα σου απαντήσω πως σαφώς και έπρεπε να το αναδείξουμε, αφού πρώτα όμως θα είχαμε αναδείξει και αντίστοιχες συμπεριφορές από ανθρώπους που δεν μας παίρνει να «ενοχλούμε» και να «ακουμπάμε» ή θα είχαμε αναδείξει κάποια πιο χοντρά και άσχημα λεγόμενα του Τάκη Τσουκαλά στην εκπομπή του. Δηλαδή στα σοβαρά τώρα, έχουμε υπόψη μας ότι μιλάμε για μια οπαδική εκπομπή που ακούγονται επί μονίμου βάσεως λέξεις όπως «ταναπούδες», «πουστράκια» κτλ; Πάνω σ’ αυτή τη βάση λοιπόν πρέπει να κάνουμε συζήτηση, γιατί όπως σωστά λένε «σημασία δεν έχει τι λέει κάποιος, αλλά ποιος το λέει».

Κι αν έχεις πάει έστω και μια φορά στη ζωή σου στο γήπεδο, θα ‘χουν πάρει μια τζούρα αθυροστομίας τα ώτα σου και είναι δεδομένο πως στις λέξεις που θ άκουσες ή πιθανότατα να είπες κιόλας, υπήρχε μια εσάνς ρατσισμού, ομοφοβίας και γενικού μίσους απέναντι στους αντίπαλους παίκτες ή στον διαιτητή. Ο “εχθρός” όπως και στην περίπτωση του Τσουκαλά είναι ο αυτός που παίζει απέναντι στην ομάδα τους και όχι αυτός που είναι λευκός, έγχρωμος, ψηλός, κοντός ή χοντρός.

Ο Τάκης Τσουκαλάς λοιπόν, δεν έχει κανένα ελαφρυντικό να ξεστομίζει ρατσιστικά λόγια από την εκπομπή του, αλλά αν βάλουμε την ταμπέλα του ρατσιστή σ’ εκείνον, τότε θα πρέπει να τοποθετήσουμε μια ταμπέλα ομοφοβίας σ’ όποιον χρησιμοποιεί τη λέξη «πούστης» και «αδερφή» για να χαρακτηρίσει κάποιων για την κακή/διαφορετική συμπεριφορά του, να βάλουμε μια ταμπέλα ρατσιστή πάνω από το τάφο του Ζαμπέτα για τον «μαύρο τον σκύλο τον ταμ ταμ ταμ», να χαρακτηρίσουμε αντικομμουνίστρια την Δ. Παπαδοπούλου για τον Σπύρο στους Απαράδεκτους, να (ξανα)πούμε ομοφοβικό τον συγχωρεμένο Τζίμη Πανούση για κάποια σχόλια που έκανε (την ίδια στιγμή που έχει γράψει το τραγούδι-σφαλιάρα στη φοβία του διαφορετικού, «ένα τραγούδι για τον χειμώνα») και να μείνουν στο τέλος 2-3 άνθρωποι στον κόσμο που θα είναι τελείως καθαροί και αμόλυντοι αντιρατσιστές.

Ένας από τους προβληματισμούς μου στην προκειμένη περίπτωση είναι πως αν φτάσουμε να κατά-δικάζουμε ανθρώπους και να βάζουμε ταμπέλες ρατσισμού και ομοφοβίας με το παραμικρό, θα πετύχουμε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Θα καταντήσουμε κουραστικοί, υπερβολικοί, γραφικοί και τότε η κοινωνία δεν θα παίρνει στα σοβαρά το πραγματικά σημαντικό πρόβλημα της φοβίας και απέχθειας σε οτιδήποτε διαφορετικό. Όσο ασχολούμαστε με τους Τσουκαλάδες, οι δηλωμένοι ρατσιστές και φασίστες, μιλάνε στη Βουλή για χούντες, σουλατσάρουν στους δρόμους του Πειραιά και της Αθήνας τρομοκρατώντας μετανάστες και γενικά «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί και εμείς γελούσαμε στις γειτονιές σαν κάθε μέρα».

Αντί λοιπόν να πυροβολούμε τον εύκολο στόχο τώρα που τον βρήκαμε μπόσικο, θα πρέπει να προτάσσουμε τις αντιφασιστικές ιδέες μας καθημερινά και όταν ο εχθρός θα φαντάζει Γολιάθ να ψάχνουμε τρόπους να γινόμαστε Δαυίδ

Εμείς οι πολίτες, οι δημοσιογράφοι και ακόμα και ο Αντετοκούνμπο, που ορθά αντέδρασε και υπερασπίστηκε ως όφειλε τον αδερφό του, αλλά θα ‘ταν ακόμα πιο χρήσιμο να έκανε το ίδιο όταν τον λοιδορούσαν οι χρυσαυγίτες μέσα από τις άθλιες εκπομπές τους. Θα μπορούσε επίσης να αποφύγει τις φωτογραφίες και τα χαμόγελα με τον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος την ίδια στιγμή που του έβγαλε την ελληνική ιθαγένεια, ξεστόμιζε απειλές για καθαρό κέντρο από «λαθρομετανάστες». Θέλω να πιστεύω και το πιστεύω πως όλα αυτά δεν έγιναν ηθελημένα και προφανώς σκοπός μου δεν είναι να κατηγορήσω τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Δεν παύω να θεωρώ όμως ότι τη δύναμη που μόνος του και με το σπαθί του έχει αποκτήσει, θα πρέπει να τη δείχνει μεταξύ άλλων και σε πιο δύσκολες περιπτώσεις απ’ αυτή ενός επώνυμου οπαδού.

Γιατί ο Γιάννης δεν είναι απλά ένας ακόμη σταρ του NBA, είναι πολλά περισσότερα για τους Έλληνες και ακόμα περισσότερα για τους μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα. Είναι ο ήρωας ενός παραθυμιού, που η πλειοψηφία ξέρει πως δεν θα το ζήσει. Είναι η φωνή των ανθρώπων που άφησαν πίσω τα πάντα, για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Είναι φωνή εκείνων, που παιδεύονται χρόνια να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια γιατί δεν έχουν το ταλέντο του Γιάννη και δεν ξέρουν να πηδάνε τόσο ψηλά. Ξέρουν και αν δεν ήξεραν η ζωή τους έκανε να ξέρουν, να τρέχουν να ξεφύγουν από μαχαίρια και μπουνιές φασιστών, από σχόλια χειρότερα του Τάκη Τσουκαλά και από ακατάσχετο bullying που δέχονται τα παιδιά τους στα σχολεία και στις πλατείες.

Γι’ αυτούς λοιπόν τους ανώνυμους που καθημερινά διασχίζουν βουνά υπομονής για να φτάσουν στην κορυφή που ονομάζεται “αξιοπρεπής ζωή”, θα πρέπει να δείξουμε αντίστοιχα αντανακλαστικά και έστω και το 1% της αγανάκτησης που νιώσαμε στην περίπτωση Τσουκαλά – Αντετοκούνμπο. Αλλιώς θα αποδείξουμε στους εαυτούς μας, πως παραμένουμε από την πλευρά των “τα βάζουμε μόνο μ’ όσους μας παίρνει” και θα γίνει ξεκάθαρο για ακόμη μια φορά πως όλο αυτό το πανηγυράκι αντιρατσισμού που στήθηκε είχε και ταξικό υπόβαθρο. Γιατί όσο κι αν προσπαθούμε να κρύβουμε συνεχώς τις ταξικές διαφορές θεωρώντας πως πλέον ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου αυτά τα “κομμουνιστικά” δεν υπάρχουν, έρχονται εκατομμύρια τέτοια παραδείγματα να μας (επανα)φέρνουν στα ίσα μας.

Αυτά..