Παναθηναϊκός: Ο Βούλνετ Μπάσα έμαθε πολλά από τον Γκατούζο
Γεννήθηκε στην Ελβετία, έζησε στο Κόσοβο και αγωνίστηκε για την Αλβανία. Υπήρξε (συμ)παίκτης του Τζενάρο Γκατούζο και διδάχθηκε τη θέση του αμυντικού χαφ. Το να μην αλλάζει συνεχώς αυτοκίνητα το έμαθε μόνος. Ο Βούλνετ Μπάσα έρχεται κατασταλαγμένος στον Παναθηναϊκό.
Τον προπονητή που θ’ αντικαταστήσει τον Γιώργο Δώνη στην τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού ο Τσάβι Ρόκα τον εντόπισε ήδη. Είναι, χωρίς βέβαια να βάζουμε το χέρι μας στη φωτιά, ο Ντάνιελ Πογιάτος από τις ακαδημίες της Ρεάλ Μαδρίτης. Σειρά παίρνουν οι ποδοσφαιριστές που θα ενταχθούν το νέο πρότζεκτ, πλαισιώνοντας όσους δεν αποχωρήσουν. Ο Βούλνετ Μπάσα από την πολωνική Βίσλα Κρακοβίας πρόκειται να είναι κομμάτι αυτού του σχεδιασμού. Θεμελιώδες λόγω θέσης, ηλικίας, εμπειρίας και παραστάσεων. Ο Βασίλης Τεμπέλης, ρεπόρτερ του Sport24.gr, είχε την πληροφόρηση, έγραψε για σχεδόν τελειωμένη δουλειά και πιστώνεται εξ ολοκλήρου τα credits.
Ο Παναθηναϊκός θα είναι η 9η ομάδα του Μπάσα σε 14 χρόνια επαγγελματικής πορείας. Το ‘πολλές σε λίγα χρόνια’ είναι πάντα σχετικό. Άξιο αναφοράς σίγουρα.
Στις 11 Ιουλίου ο Μπάσα θα συμπληρώσει 30 χρόνια ζωής. Γεννήθηκε στη Λοζάνη, την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ελβετίας, από Κοσοβάρους γονείς και δίχως ν’ απαρνείται τις ρίζες του, προτιμά να αυτοπροσδιορίζεται και να συστήνεται ως Ελβετός πολίτης. “Στην πραγματικότητα είμαι άνθρωπος τριών ταυτοτήτων“, καθώς στο μεσοδιάστημα αγωνίστηκε (για μία και μόνο φορά) στην εθνική Αλβανίας. Κεντρικός χαφ είναι η φυσική θέση του. 6άρι κατά βάση, παρά “το επιθετικό προφίλ μου“. Φροντίζει άλλωστε “να μην αμελώ τ’ αμυντικά μου καθήκοντα“.
Έως ότου μονιμοποιηθεί στο χώρο μπροστά από την άμυνα, τριάδα ή τετράδα, διέβη από διάφορα στάδια. Δοκιμάστηκε ως “πλάγιος αμυντικός, αριστερός ή δεξιά, ακραίος μέσος, στο ‘οκτώ’, στο ‘δέκα’, σε όλες τις θέσεις, ακόμη και επιθετικός“. Εκτός από τερματοφύλακας Σε διαδικασία εκμάθησης ήταν, λογικό να ψάχνεται για το τι του ταιριάζει καλύτερα. Πάνω απ’ όλα του άρεσε να παίζει και ποτέ δεν απέρριψε οποιαδήποτε προοπτική.
Στη Λοζάν Σπορ πρωτόδειξε τι μπορεί να κάνει. “Όταν ήμουν μικρός είχα ένα όνειρο: να αγωνιστώ στη Λοζάνη. Δεν σκεφτόμουν την Μάντσεστερ, την Μπάτσα ή τη Ρεάλ. Μονάχα την LS“. Είχε ταυτιστεί με την πόλη, ένιωθε τη θωράκιση που του εγγυόταν η ηρεμία της. Διότι μετά τη γέννησή του η οικογένεια χωρίστηκε. Ο πατέρας επέκτεινε την παραμονή του στην Ελβετία για το μεροκάματο και η μητέρα επέστρεψε στο Κοσσυφοπέδιο μαζί με τα τέσσερα παιδιά της λαμβάνοντας το έμβασμα. Για κάποια χρόνια, έως ότου αρχίσουν οι βομβαρδισμοί. “Όταν ακούσαμε τις πρώτες εκρήξεις, πήραμε μια άμεση απόφαση να βρούμε τον πατέρα. Κατά κάποιο τρόπο ο πόλεμος μάς πέρασε, κυρίως γιατί στην αρχή οι μάχες πραγματοποιήθηκαν μακριά από το σπίτι μας“.
Ο Μπάσα δεν έχει συγκρατήσει μνήμες. Ήταν σχεδόν 6, αλλά τις απέβαλε για να μην στοιχειώνεται. Ό,τι έχει μάθει είναι από διηγήσεις ιστοριών. Την Ελβετία έκανε πατρίδα του, στο κέντρο της Λοζάνης μεγάλωσε. Είναι το μέρος που θέλει να επιστρέφει πάντα. Η θητεία του στο ανδρικό τμήμα της ομάδας διήρκησε τρεις σεζόν. Από το 2006 ως το 2009.
Το καρμικό συναπάντημα με τον Γκατούζο
Τον παρακολουθούσαν ήδη ισχυρότερα κλαμπ και η Γκρασχόπερς της Ζυρίχης πρόλαβε τον ανταγωνισμό. Ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός.
Την πρώτη χρονιά έπαιξε σποραδικά και γύρισε δανεικός στη Λοζάνη για να εξελιχθεί. Το χρειαζόταν. Με τα γαλανόλευκα μέτρησε συνολικά 65 παιχνίδια, μεταξύ των οποίων η πρώτη ευρωπαϊκή συμμετοχή του. Στη Νοσατέλ Ξαμάξ που συνέχισε από το καλοκαίρι του 2011, έναντι 150.000 ευρώ, δεν πρόφτασε να μέτρησε περισσότερα από 11 ματς, διότι η Σιόν διαπίστωσε την πρόοδό του και από τον Γενάρη τον έβαλε στη μηχανή της. Με τα διπλά (300.000). Γρανάζι ο Μπάσα δούλεψε στο φουλ. Ο Γάλλος προπονητής Ρουσέ τον αντάμειβε για την αφοσίωσή του στη δουλειά και τού έδινε εξ αρχής χρόνο. Άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο.
Ήταν από καιρό διεθνής στα κλιμάκια της Ελβετίας, συμπαίκτης του Σατσίρι, του Μεμέντι, του Σεφέροβιτς και του Λανγκ. Διετέλεσε αρχηγός της γενιάς τους.
Η δεύτερη σεζόν του στη Σιόν (2012-13) ήταν αυτή τον σημάδεψε. Η Σιόν είχε τα λεφτά να πληρώσει τον Τζενάρο Γκατούζο και ο Μπάσα γνώρισε έναν τύπο που δεν ήθελε ποτέ να χάνει μονομαχία. Είτε ως συμπαίκτη είτε αργότερα ως προπονητή. “Ήμουν στα 22. Για μένα τότε ήταν σαν να πήγα στη Μίλαν, έτσι το ένιωσα. Δεν ήταν κάτι συνηθισμένο και φυσιολογικό. Έμαθα πολλά από τον Γκατούζο. Τόσο ως παίκτης όσο και ως άνθρωπος. Ήταν ένας νικητής. Ήταν 34, αλλά όταν ερχόταν στην προπόνηση, ήταν τρομερά πεισματάρης. Πάντα ήθελε να κερδίζει. Ήταν ένας πανέξυπνος τύπος, νικητής μονίμως, ο οποίος ήξερε πού να θέσει όρια. Αν κάποιος τον σεβόταν, τον αντιμετώπιζε επίσης με σεβασμό. Αλλά αν κάποιος δεν του έδειχνε αυτό τον σεβασμό, τότε ναι μπορούσε να εξοργιστεί“.
Τα τρία χρόνια στην Ισπανία
Ο Γκατούζο έφυγε, ο Μπάσα έμεινε. Έως ότου πάρει μεταγραφή στην ισπανική Σαραγόσα του Βίκτορ Μουνιόθ, το καλοκαίρι του 2014. Ο Ισπανός προπονητής τον γνώριζε από τη θητεία του στην Ελβετία, καθώς συνυπήρξαν στην Ξαμάξ και εισηγήθηκε την απόκτησή του. Η ισπανική ομάδα έπαιζε στη Segunda κι έψαχνε έναν χαφ με ανασταλτικές ικανότητες. Επειδή το τίμημα μιας πληρωμένης απόκτησης ήταν μεγάλο, παραχωρήθηκε δανεικός με υποσχετική για του χρόνου. Σκληρή η αρχική περίοδος εγκλιματισμού, γιατί συνδυάστηκε μ’ έναν τραυματισμό.
“Φυσικά, έπρεπε να προσαρμοστούμε λίγο. Ερχόμενοι από την Ελβετία, όπου τρώμε στις 12 το μεσημέρι και στις 6 μ.μ., αλλάξαμε αναγκαστικά στην αρχή. Στις 18:00 οι άνθρωποι έχουν ένα σνακ εδώ“. Από τον Δεκέμβρη κύλησε καλύτερα ο τροχός. Άρχισε να παίζει πιο πολύ, συμπλήρωσε 24 συμμετοχές, αλλά η άνοδος δεν ήρθε όπως είχε τεθεί ως στόχος και γύρισε πίσω. Για να φύγει για την Πονφεραντίνα, μια άλλη ομάδα της β’ κατηγορίας στην Ισπανία. Θα ήθελε κάτι άλλο, αλλά έχοντας συνηθίσει τη ζωή στη χώρα της Ιβηρικής δεν αρνήθηκε. Στους 31 αγώνες του σκόραρε τρεις φορές, βρέθηκε ωστόσο ξανά μετέωρος. Τον κάλεσε η Μούρθια, πήγε. Υπέγραψε πάλι μονοετές συμβόλαιο. Δεν βρήκε τη θαλπωρή, έπαιζε λιγότερο απ’ όσο ήθελε. Η ομάδα του νότου υποβιβάστηκε κι αυτός ήταν εκ νέου ελεύθερος.
Η σταθερότητα της Βίσλα
Έψαχνε κάτι πιο σταθερό, μια μονιμότητα που του είχε λείψει πολύ. Να νιώσει σημαντικός. “Είχα διάφορες προτάσεις, αλλά ο Κίκο Ραμίρεθ με ήθελε στη Βίσλα“. Το συμβόλαιο που του έριξαν στο τραπέζι (ένα χρόνο με οψιόν) ήταν μια προοπτική. “Δεν ήξερα τίποτα για την Πολωνία, μόνο μία φορά την είχα επισκεφτεί“. Συνεννοήθηκε με τη σύζυγό του, έλαβε την αναγκαία, σε αυτές τις περιπτώσεις, έγκριση και εγκαταστάθηκε σε μια πόλη παραμυθένια. Με παράδοση στο ποδόσφαιρο. Του άρεσε που τον υπολόγιζαν παρόλο που ο προπονητής που τον διάλεξε απολύθηκε πολύ γρήγορα. Υπήρχαν πολλοί Ισπανοί στην ομάδα και βοηθήθηκε στην ομαλή ένταξή του.
Από την ημέρα που προσγειώθηκε στην Κρακοβία μεσολάβησαν τρεις γεμάτες σεζόν. Οι 68 συμμετοχές είναι οι περισσότερες που κατέγραψε με τη φανέλα της ίδιας ομάδας. Πήγε λίγο μετά τα 26 του και πλέον οδεύει στα 30. “Έχω πραγματικά την αίσθηση ότι είμαι πιο ολοκληρωμένος παίκτης. Ας πούμε ότι γνωρίζω καλύτερα πότε να ρισκάρω και ότι παίζω πιο μπροστά“, έλεγε ήδη από την άφιξή του. Είναι σίγουρα διαφορετικός παίκτης. Έβγαλε πάλι κάποια προβλήματα τραυματισμών, μυϊκά. Παράγοντας αποσταθεροποίησης. Παρόλα αυτά εξελίχθηκε σε μια “κεντρική φιγούρα της δεύτερης γραμμής”, για τη Βίσλα, διότι “βοηθά στην άμυνα, αλλά μπορεί να παίξει την μπάλα προς τα εμπρός και μερικές φορές ακόμη και να σκοράρει”, όπως μετέφεραν όσοι τον παρακολουθούσαν στενά. “Είναι δύσκολο να μην παρατηρήσουμε ότι ολόκληρη η ομάδα παίζει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην άμυνα όταν ο Μπάσα καταφέρνει να πάρει την μπάλα στη μέση του γηπέδου. Ακόμα κι αν δεν παίζει άψογα ο ίδιος“, έλεγε ένας τρίτος παρατηρητής.
Αυτήν την τριετία το ‘λευκό αστέρι’ του πολωνικού ποδοσφαίρου βίωσε οικονομικές, πέρα από αγωνιστικές, δυσκολίες. Απειλήθηκε με ολική έκλειψη. Οι ποδοσφαιριστές είχαν μείνει απλήρωτοι για μήνες, σχεδόν ένα ολάκερο 6μηνο, ορισμένοι αυτομόλησαν, εγκαταλείποντας το καράβι που έμοιαζε να βουλιάζει. Ο Μπάσα όχι. “Πάντα συμπεριφέρομαι σαν επαγγελματίας, ακόμα και όταν δεν πληρώνομαι“. Ο έμπειρος χαφ έχει εξηγήσει ότι τον ενδιαφέρει πρωτίστως “να είμαι στο γήπεδο και να βοηθάω την ομάδα“.
“Θέλω απλώς φαγητό για το παιδί μου”
Αν ο ίδιος σκιαγραφούσε το προφίλ του θα τον περιέγραφε ως “έναν ήσυχο άνθρωπο που δεν μου αρέσει να μιλάω πολύ και κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ. Μ’ εμένα να είστε σίγουροι ότι δεν θα έχετε ποτέ προβλήματα στο αποδυτήρια, γιατί δέχομαι πάντα τις επιλογές του προπονητή. Αυτό είναι ίσως που χρειάζεται για να κάνω μια καλύτερη καριέρα, το λέω ειλικρινά. Μερικές φορές πρέπει να δείξεις τα δόντια σου, να φωνάξεις, να δείξεις χαρακτήρα. Αλλά το μισώ. Δεν είναι η προσωπικότητά μου“.
Δεν τον ενδιαφέρει να υποδυθεί κάτι άλλο. Ο Μπάσα έχει συμπεράνει πως το ποδόσφαιρο τού έχει προσφέρει όσα δεν είχε μικρός και δεν κυνηγά μεγαλεία. “Ξέρω από πού προέρχομαι και την αξία των χρημάτων, οπότε ξέρω ότι ο μισθός μου είναι σημαντικός σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Πάνω απ ‘όλα, αφήνω το μέγιστο στην άκρη, γιατί δεν είμαι ούτε παίκτης του Champions League, που δεν θα χρειαστεί να εργαστεί μετά την καριέρα του. Έχω έναν καλό μισθό, αλλά όχι υπερβολικό. Το μόνο που θέλω είναι το παιδί μου να έχει φαγητό κάθε μέρα. Και επειδή η γυναίκα μου δεν εργάζεται, είμαστε πραγματικά προσεκτικοί με τα χρήματα έτσι ώστε η διαβίωση να γίνεται όσο το δυνατόν πιο ομαλά σε λίγα χρόνια. Για παράδειγμα, δεν θα με βλέπετε να αλλάζω αυτοκίνητα κάθε μήνα“.