ΣΤΗΛΕΣ

Όταν οι βόμβες σταματάνε το παιχνίδι των παιδιών, είμαστε πάντα με τα παιδιά

Ο Θέμης Καίσαρης βρέθηκε στο Βελγράδι στις 7 Απριλίου του 1999 και περιγράφει τις αναμνήσεις του από το ταξίδι.

Όταν οι βόμβες σταματάνε το παιχνίδι των παιδιών, είμαστε πάντα με τα παιδιά

Το ματς της ΑΕΚ με την Παρτιζάν στις 7 Απριλίου του 1999, τον αγώνα που έσπασε το εμπάργκο εν μέσω των βομβαρδισμών.

Ο Κώστας Γεωργιάδης, διευθυντής τότε του sport.gr (Sportline την λέγαμε τότε) ήταν κάθετος εξ αρχής. “Θα πάμε στο Βελιγράδι, θα έρθεις κι εσύ μαζί, θα καλύψουμε στο ίντερνετ όλο το ταξίδι”. Ετοιμάσαμε ένα ειδικό section στο σάιτ, που είχε μάλιστα κι ένα κείμενό του. Δεν υπάρχει πουθενά πια, αλλά θυμάμαι πως τελείωνε. “Γιατί όταν οι βόμβες σταματάνε το παιχνίδι των παιδιών, είμαστε πάντα με τα παιδιά”.

Δεκαέξι χρόνια μετά, υπάρχουν πολλά που έχω ξεχάσει. Λεπτομέρειες για την ώρα που ξεκινήσαμε τα ξημερώματα από την Βουδαπέστη, τον αριθμό των πούλμαν, το πόσο μας καθυστέρησαν οι Ούγγροι στα σύνορα μέχρι να μας αφήσουν να περάσουμε, πότε φτάσαμε στο Βελιγράδι, τι ώρα επιστρέψαμε στην “ασφάλεια” του Ουγγρικού εδάφους.

Θυμάμαι το κλίμα στο λόμπι του ξενοδοχείου στην Βουδαπέστη. Δημοσιογράφοι, παίκτες, παράγοντες, πολιτικοί, όλοι σε πολυθρόνες και καναπέδες. Κανείς δεν έλεγε “φοβάμαι”. Κάποιοι έκαναν αστεία για τις βόμβες, κάποιοι έκαναν τελείως άσχετες συζητήσεις, άλλοι ανέλυαν σοβαρά την κατάσταση στην χώρα. Τα βλέμματα, όμως, ήταν στις τηλεοράσεις. Κι αυτές έδειχναν βομβαρδισμούς, ζωντανά.

Το κλίμα στο ξεκίνημα του ταξιδιού ήταν χαλαρό. Πάντα φτιάχνει η διάθεση μια επιστροφή σε κλίμα πενταήμερης. Όταν φτάσαμε στα σύνορα και μας άφησαν επιτέλους να περάσουμε, η ατμόσφαιρα ήταν εμφανώς διαφορετική. Ήμασταν πια στο έδαφος μιας χώρας που ήταν σε πόλεμο, διασχίζαμε την επαρχία της, πηγαίναμε στην πρωτεύουσα.

Σ’όλο τα ταξίδι υπήρχε ένα άγχος για τον χρόνο. Έπρεπε να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα ώστε να έχουμε επιστρέψει στην Ουγγαρία πριν νυχτώσει, πριν αρχίσουν οι βραδυνές επιδρομές. Κάποια στιγμή το πούλμαν χάλασε, αλλά ευτυχώς η βλάβη διορθώθηκε γρήγορα.

Μετά από λίγο, σταματήσαμε πάλι. Είδαμε κόσμο συγκεντρωμένο στον δρόμο, ένα μπλόκο. Όλοι κατέβηκαν κάτω, παρότι βιαζόμασταν. Άνθρωποι από γειτονικό χωριό είχαν έρθει στην εθνική οδό με στόχο να σταματήσουν και να συναντήσουν την αποστολή της ΑΕΚ. Ανάμεσά τους, οι ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας, με τις φόρμες τους, λες και θα έδιναν αγώνα.

Φωτογραφίες, αγκαλιές, χειραψίες, λόγια που το νόημά τους δεν βρίσκονταν στις λέξεις, αλλά στα πρόσωπα των ανθρώπων. Είχαν ετοιμάσει κάτι να δώσουν σε όλους μας. Ψωμί κι αλάτι. Μια φέτα ψωμί, με μπόλικο αλάτι στη μια πλευρά της. “Μια δαγκωνιά εσύ, μια εγώ”.

Έπρεπε να συνεχίσουμε. Μπροστά μας είχαμε τη γέφυρα του Νόβισαντ, την τελευταία που είχε μείνει να στέκεται. Το διάστημα που έκανε το πούλμαν να διασχίσει τον ποταμό ήταν το πιο ήσυχο της διαδρομής. Στο Βελιγράδι δεν υπήρχε σιωπή, υπήρχαν τα “κοίτα το κτήριο δεξιά, κοίτα αριστερά, να κι άλλο βομβαρδισμένο”. Η στιγμή που πιάνεις τον εαυτό σου να κάνει πολεμικό sightseeing.

Η χώρα ήταν σαφές πως μας περίμενε. Οι σημαίες κρεμασμένες μπροστά και πίσω από τα πούλμαν έκαναν το κονβόι αμέσως αναγνωρίσιμο. Στην επαρχία οι αγρότες στο πλάι του δρόμου πρώτα απορούσαν και όταν καταλάβαιναν, μας χαιρετούσαν με χαμόγελο και με την βιασύνη που χειρονομείς όταν κάποιος απομακρύνεται γρήγορα και θες να προλάβει να σε δει. Στους δρόμους του Βελιγραδίου, το ίδιο.

Τα πούλμαν μας άφησαν έξω από το γήπεδο. Πριν μπούμε σ’αυτό, φωνές, στα ελληνικά. Έλληνες φοιτητές, στα παράθυρα του δωματίου τους, με τα χέρια μέσα από τα κάγκελα. Η αποστολή είχε μαζί της σάκους με τρόφιμα και κούτες με τσιγάρα. Εννοείται πως οι φοιτητές ήθελαν τα τσιγάρα.

Τα χαμογέλα στην επαρχία και στους δρόμους της πόλης δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’αυτό που συνέβαινε μέσα στο γήπεδο. Πιστέψτε με, η συμπεριφορά του κόσμου ήταν ανάλογη μ’αυτήν που συναντάς σε υποδοχή μια πρωταθλήτριας ομάδας, που επιστρέφει με το κύπελλο από το εξωτερικό. Σαν τα τουρ με το ανοιχτό λεωφορείο που γίνονται στις πόλεις, σαν την υποδοχή της Εθνικής μας όταν μπήκε το 2004 στο Καλλιμάρμαρο.

Μόνο που τότε δεν ήταν επιστροφή, αλλά επίσκεψη. Και τα πούλμαν της αποστολής δεν είχαν ένα κύπελλο στην πρώτη θέση. Δεν είχαμε φέρει κάτι μαζί μας για να δείξουμε, η παρουσία της ΑΕΚ ήταν από μόνη της αρκετή. Ένας αγώνας για τον αγώνα, μια φιέστα για την φιέστα, μια υποδοχή για την υποδοχή, για την παρουσία.

Έψαχνα να βρω μια τηλεφωνική γραμμή μπας και καταφέρουμε να στείλουμε κάτι στην Αθήνα κι έπεσα πάνω στον Ντέγιαν Τομάσεβιτς. Δέχθηκε με χαρά να μου πει δυο λόγια, σε μια κουβέντα που δεν υπάρχει πια στο διαδίκτυο. Θυμήθηκα πως το προηγούμενο καλοκαίρι ήταν να πάει στην ΑΕΚ, αλλά είχε προτιμήσει να μείνει στην Παρτιζάν. “Δεν μετάνιωσα, παρά τα όσα συμβαίνουν, εδώ θα ήθελα να βρίσκομαι τώρα, στην πόλη που γεννήθηκα”.

Καλώς ή κακώς, έχω το βίτσιο να κρατάω τα πάντα, σημαντικά ή ασήμαντα. Βρήκα αυτά που βλέπετε στις φωτογραφίες. Τη βίζα στο διαβατήριο, το λάβαρο της Παρτιζάν, τις κονκάρδες με το Target και το σκουριασμένο πια “Σόρι, δεν ξέραμε πως ήταν αόρατο”, για το Στελθ που είχε τότε καταρριφθεί. Τις φωτογραφίες με τα σύνορα, το πέρασμα του ποταμού, ένα κτήριο με τα σημάδια του πολέμου.

Και πάνω απ’όλα, αυτές από το “μπλόκο”. Τότε που δύο γκρουπ ανθρώπων έγιναν ένα για μερικά λεπτά κι έφαγαν ψωμί κι αλάτι. “Μια δαγκωνιά εσύ, μια εγώ”.

Διαβάστε ακόμη:

Όπου τολμούν οι Αετοί!