Όταν ο Σανμαρτεάν έδωσε την κορυφαία παράστασή του στον Παναθηναϊκό
Ένας δημοσιογράφος του Oneman.gr θυμάται την πρώτη φορά που πήγε στο γήπεδο. Ταυτόχρονα, ήταν η πρώτη φορά που είδε τον Λουτσιάν Σανμαρτεάν, στην κορυφαία παράσταση της καριέρας του στον Παναθηναϊκό. Το περίφημο φιλικό με τη Βίλεμ.
Γενικά, οι 'πρώτες φορές' αφορούν συνήθως αναμνήσεις οι οποίες είναι τελείως εξιδανικευμένες στο μυαλό μας. Τις αναπολούμε και σκεφτόμαστε μελαγχολικά για την αθωότητά μας, τους ανθρώπους γύρω μας, την τότε όρεξή μας να γνωρίσουμε. Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι μνήμες μάς εξαπατούν. Οι πρώτες φορές είναι στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων είτε παντελώς αγχωτικές και άβολες είτε πραγματικά βαρετές. Εξαίρεση για μένα σε αυτόν τον κανόνα είναι η πρώτη φορά που πήγα γήπεδο.
Ήταν 5 Αυγούστου στην Αθήνα του 2003. Και όταν λέμε για Αθήνα του 2003, μιλάμε για πραγματικό Αύγουστο. Όχι τα τωρινά τα φλώρικα, 12-22 άδεια Αθήνα. Επί 25 μέρες η πόλη ήταν φάντασμα. Εγώ είχε τύχει να είμαι μέσα στο φάντασμα και να έχω πάει από τους πρώτους-πρώτους να βγάλω εισιτήριο για ένα φιλικό του Παναθηναϊκού με τη Βίλεμ, μια ομάδα που μου ήταν τότε παντελώς άγνωστη. Ήταν ένα κρίσιμο παιχνίδι, παρότι φιλικό με μια άσημη ομάδα, καθώς ήταν το πρώτο ματς της σεζόν που ακολουθούσε τη Ριζούπολη.
Τα εισιτήρια τα είχα βγάλει νομίζω 2-3 μέρες πριν στα εκδοτήρια της Λεωφόρου και ήταν για μένα και άλλα 3 άτομα: τη μάνα μου (μη με ρωτάτε πώς βρέθηκε εκεί, δεν θυμάμαι), τον θείο μου και τον ξάδερφό μου. Και κάπου εδώ το μυαλό μου που θυμάται την αφόρητη ζέστη έξω από τα εκδοτήρια, κάνει fast-forward και πάει κατευθείαν στην εικόνα που είχα, όταν μπήκα από τη θύρα μου μέσα στο γήπεδο. Παρεμπιπτόντως, οι πρώτες φορές που κάνεις πράγματα τα οποία φανταζόσουν για χρόνια, συνδέονται πολύ έντονα με διάφορες ψευδαισθήσεις. Ακόμα έχω στο κεφάλι μου το κάδρο του γηπέδου της Λεωφόρου και ακόμα θυμάμαι πόσο τεράστιο μου είχε φανεί όλο αυτό: ο κόσμος, ο αγωνιστικός χώρος, τα δίχτυα, τα κάγκελα.
Πρέπει να μου πήρε αρκετά λεπτά για να προσαρμοστώ σε αυτό που συνέβαινε. Γύρναγα γύρω-γύρω και έβλεπα άπειρο κόσμο (περίπου 10.000) να είναι στραμμένος προς τον αγωνιστικό χώρο. Και αν δεν πας στο γήπεδο να δεις χιλιάδες ανθρώπους να είναι στραμμένοι προς 22 μαντραχαλάδες που κυνηγάνε μια μπάλα, με αυτό το αδιανόητο ενδιαφέρον για κάτι φαινομενικά τόσο ασήμαντο, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει ποδόσφαιρο.
Κάπου εκεί αρχίζει το παιχνίδι. Το 1ο ημίχρονο είναι 'σούπα'. Οι παίκτες του Παναθηναϊκού δεν μπορούν να αλλάξουν πάσα. Οι παίκτες της Βίλεμ επίσης δεν μπορούν να αλλάξουν πάσα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε και τόσο πολλές απαιτήσεις από αυτούς. Κάπου εκεί στο κέντρο έπαιζε ένας Ρουμάνος ποδοσφαιριστής, ο οποίος είχε σώμα και κινήσεις μπαλαδόφατσας, έκανε κάποιες ντρίμπλες, έκανε κάτι ωραία κοντρόλ και κάτι μπασίματα. Στο ημίχρονο τελειώσαμε με την αίσθηση του απογοητευμένου οπαδού. Ούτε φέτος πρωτάθλημα. Πού να ξέραμε!
Και αρχίζει το 2ο ημίχρονο και γίνεται κάτι μαγικό, κάποια μετάλλαξη. Δεν ξέρω. O Λουτσιάν Σανμαρτεάν ήταν πάντα -και στον υπόλοιπο καιρό του στον Παναθηναϊκό- σαν καλλιτέχνης που δεν έχει τέχνη να υπηρετήσει. Ο τύπος βγήκε στο 2ο ημίχρονο και είχε τρελαθεί. Έκανε πραγματικά ό,τι ήθελε πάνω στο χορτάρι. Θυμάμαι θολά κάτι αδειάσματα 2-3 αντιπάλων επάνω στη γραμμή του πλαγίου, κάτι αδιανόητα κοντρόλ αλλά και ένα απίστευτο γκολ. Αυτό που τελικά έκρινε το ματς.
Στην εξέδρα, από το 1ο ημίχρονο υπήρχε μουρμούρα, κατευθυνόμενη κυρίως στους παλιούς παίκτες. Όσους έμειναν από τη Ριζούπολη. Αυτή η μουρμούρα άρχισε σιγά-σιγά να μειώνεται. Τελικά, έδωσε τη θέση της στον ενθουσιασμό. Όσο και να γράφουν οι δημοσιογράφοι πόσο σύνθετο έχει γίνει το ποδόσφαιρο, όσο κι αν το βλέπουμε αυτό πραγματικά μπροστά μας, πάντα στο μυαλό μας ενστικτωδώς ένας μπαλαδόρος δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Και ο Σανμαρτεάν εκείνη την ημέρα πραγματικά ήταν ο ένας στους χιλιάδες ποδοσφαιριστές.
Όταν το ματς τέλειωσε, βγήκαμε από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Γύρισα για μια τελευταία ματιά προς το γήπεδο. Ήταν παραδόξως και η τελευταία ματιά που έριξα στη Λεωφόρο μέχρι σήμερα. Μετά το έριξα στο ΟΑΚΑ και κυρίως στο κλειστό του. Μου φάνηκε, πάντως, πολύ μικρότερο σε σχέση με την εντύπωση που είχα όταν πρωτομπήκα. Όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι μέσα, μικραίνουν όλα όσα τους πλαισιώνουν. Και ο Σανμαρτέαν είχε ψηλώσει κάμποσο εκείνο το βράδυ.
Στον Σανμαρτεάν, λοιπόν, έμελε το καλύτερο παιχνίδι της καριέρας του να είναι ένα φιλικό 5 Αυγούστου στην άδεια Αθήνα. Ακόμα και στο κλασικό παιχνίδι που όλοι οι Παναθηναϊκοί θυμούνται, αυτό κόντρα στον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη, ο Σανμαρτεάν δεν έκανε ούτε τα μισά από αυτά που είδα μπροστά μου
Μεγάλο το κρίμα, δεν το συζητώ. Από την άλλη, βέβαια, το γεγονός ότι αυτά που έκανε δεν επαναλήφθηκαν, επιτείνει στη φαντασία μου και όλο αυτό το μαγικό στοιχείο. Ποιος ήταν αυτός ο τύπος που μπήκε στο 2ο ημίχρονο του φιλικού με τη Βίλεμ; Κάποια ελάσσων ποδοσφαιρική θεότητα που απλά δεν είχε τι να κάνει στην Αθήνα του Αυγούστου; Μάλλον ναι.
Έχει ταλέντο τελικά η εθνική Βραζιλίας; Η απάντηση στο Pod-όσφαιρο: