O Nτάρκο Μίλιτσιτς έπαιζε μπάσκετ γιατί τον πλήρωναν -αδρά
Δεκαεπτά χρόνια μετά την επιλογή του στο Νο2 του NBA Draft (2003) μνημονεύεται ακόμα ως 'ένα από τα χειρότερα πικ της ιστορίας'. Ο Καρμέλο Άντονι ήταν ο τελευταίος που χλεύασε τον Ντάρκο Μίλιτσιτς. Ο Σέρβος του εύχεται υγεία.
Το 2003 NBA Draft έχει περάσει στην ιστορία ως ‘ένα από τα πιο ταλαντούχα στην ιστορία των drafts, βάσει των μετεχόντων του’. Στη λίστα αυτών που είχαν δηλώσει το όνομα τους -και βρέθηκαν στο Theater του Madison Square Garden- ήταν τύποι όπως όπως ο Καρμέλο Άντονι, ο Κρις Μπος, ο Ντουέιν Ουέιντ, ο Τζέισον Καπόνο, ο Ντέιβιντ Ουέστ, ο Κάιλ Κόρβερ, ο Λιουκ Ουόλτον, ο Τζος Χάουαρντ, ο Μο Ουίλιαμς, ο Κέντρικ Πέρκινς και φυσικά ο ΛεΜπρον Τζέιμς. Μάλλον δεν χρειάζεται να σου πω τι ήταν για το έθνος ο Τζέιμς, ως τελειόφοιτος high school -το πιο ενδιαφέρον prospect και βέβαιο Νο1.
Υποψήφιοι να γίνουν ΝΒΑers ήταν και πολλοί μη Αμερικανοί. Το 2003 έγινε ρεκόρ διεθνών επιλογών, που έφτασαν τις 31. Μεταξύ τους ήταν ο Μικαέλ Πιετρούς, ο Ζάρκο Τσαμπαρκάπα, ο Λιάντρο Μπαρμπόσα, ο Σάσα Πάβλοβιτς, ο Μπορίς Ντιό, ο Ζόραν Πλάνινιτς, ο Σάνι Μπετσίροβιτς, ο Ζάζα Πατσούλια, ο Σλάβκο Βράνιες, ο Κάρλος Ντελφίνο, ο Μασέι Λάμπε, ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης και ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης.
Πρώτος άκουσε το όνομα του ο Ντάρκο Μίλιτσιτς. Ήταν ο δεύτερος που βρήκε δουλειά, μετά τον King. Τον είχαν προτιμήσει οι Πίστονς, που ‘χαν πάρει την επιλογή από το Μέμφις.
Μετά λοιπόν, το Κλίβελαντ που κάλεσε τον Τζέιμς και το Ντιτρόιτ που φώναξε τον Μίλιτσιτς, οι Νάγκετς πήραν τον Άντονι (είχε οδηγήσει το Syracuse στον τίτλο, ως πρωτοετής), οι Ράπτορς τον Μπος και οι Χιτ τον Ουέιντ. Αυτή ήταν η πρώτη πεντάδα. Η απόφαση των ‘Πιστονιών’ να επενδύσουν στον Σέρβο έγινε ‘μια από τις μεγαλύτερες γκάφες στην ιστορία της διαδικασίας’. Παρ’ ότι ο οργανισμός πήρε τον τίτλο, το 2004. Ο εν λόγω είχε για μέσο όρο συμμετοχής, τα 4.7 λεπτά ανά ματς. Εν αντιθέσει με όσους τον ‘περικύκλωσαν’, δεν έγινε All Star και δεν απήλαυσε μακρά και επιτυχημένη καριέρα. Κυρίως γιατί δεν είχε μυαλό.
Εν πάση περιπτώσει, εν μέσω καραντίνας, ο Καρμέλο Άντονι είχε μια online και δημόσια συζήτηση στο Instagram, με τον Ντουέιν Ουέιντ. Όταν ο D-Wade ‘γύρισε’ σε εκείνο το draft, είπε πως δεν ήξερε ποιος ήταν ο Μίλιτσιτς, πριν επιλεγεί. Ο Melo απάντησε, αυθόρμητα ‘ο ποιος;’, πριν σχολιάσει πως αν τον είχαν πάρει οι Πίστονς, θα ‘χε κατακτήσει 2-3 πρωταθλήματα στην αρχή της καριέρας του. Το video έγινε viral.
Προφανώς και ενημερώθηκε και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο οποίος κλήθηκε από το σερβικό μέσο Βlic να σχολιάσει τη φάση. “Να είναι καλά ο Θεός που εκείνοι ήταν επιτυχημένοι και εγώ όχι. Δεν είμαστε παιδιά. Είμαστε ενήλικες. Ελπίζω να είναι αρκετά ώριμοι, ώστε να ‘χουν καταλάβει πως η ζωή έχει σκαμπανεβάσματα. Θεωρώ πως δεν είναι απαραίτητο να κρίνεις και να γελοιοποιείς κάποιον, χωρίς -δόξα τω Θεώ- να έχεις ζήσει τις εμπειρίες του. Τους εύχομαι να είναι καλά και κάθε τιμή στις καριέρες του, συν περισσότερες επιτυχίες και λιγότερες επικρίσεις”.
Αν είχες ασχοληθεί έστω λίγο με τον Μίλιτσιτς, στα χρόνια που ήταν ΝΒΑer ή εκείνα που ακολούθησαν, μάλλον δεν περίμενες αυτήν την αντίδραση. Θα ‘χεις χάσει το τι μεσολάβησε από την περίοδο που ήταν ελαφρώς ‘επικίνδυνος’ (πρώτα για τον εαυτό του) μέχρι το σήμερα. Ο Σαμ Μπόρντεν, συνεργάτης του ESPN, είχε επισκεφτεί τον 34χρονο, στη φάρμα του, το καλοκαίρι του 2017. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, εμφάνισε το άρθρο με τίτλο “Finding Darko”. Σε αυτό υπήρχε όλη του η ιστορία. Η κανονική.
“Δεν ήμουν εγώ αυτός που ήθελε να μάθει μπάσκετ”
Ο Μίλιτσιτς ήταν 18 χρόνων, όταν έγινε pick. Έως τότε δεν είχε φύγει από τη χώρα του. Μια χώρα που τη δεκαετία του ’90 είχε πόλεμο. Ο πατέρας του ήταν στρατιώτης. Είχε πολεμήσει σε διάφορους πολέμους, στα Βαλκάνια. Ο Ντάρκο είχε ζήσει τους βομβαρδισμούς, τη διάλυση της πόλης του, ήταν μεταξύ εκείνων που αναγκάστηκαν να ζήσουν στα υπόγεια, ακούγοντας τις εκρήξεις πολλές φορές μέσα στην ημέρα.
Μια μέρα, ενώ έβλεπαν τηλεόραση με τη μητέρα του και την αδελφή του -ο πατέρας του ήταν στο μέτωπο-, διεκόπη το πρόγραμμα για να ενημερώσει δημοσιογράφος πως είχαν σκοτωθεί 15 με 20 Σέρβοι στρατιώτες. Ο ένας λεγόταν Μίλοραντ Μίλιτσιτς. Ξαφνικά εμφανίστηκε στην οθόνη η φωτογραφία του πατέρα του. Ο Ντάρκο δεν ήταν καν 10 χρόνων. Ρώτησε τη μητέρα του, γιατί ήταν ο μπαμπάς του στην οθόνη. Εκείνη δεν απάντησε. Ξέσπασε σε κλάματα. Μετά έκλαψε και ο ίδιος. Πέντε λεπτά αργότερα, ο δημοσιογράφος είπε πως επρόκειτο για λάθος και ότι κάποια ονόματα που αναφέρθηκαν δεν ήταν σωστά. “Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς αισθάνθηκα”.
Ο Μίλοραντ επέστρεψε σπίτι. Μεταξύ των όσων έκανε με τα παιδιά του, ήταν να παίζουν μπάσκετ. Έδειξε στον Ντάρκο πώς να σουτάρει. Δεν ήταν ότι λάτρευαν το σπορ. “Υπήρχαν πολλοί στο χωριό που έλεγαν ‘είσαι ψηλός. Γιατί δεν δοκιμάζεις;’. Δεν ήμουν δηλαδή, εγώ αυτός που ζήτησε να μάθει μπάσκετ, γιατί ήταν κάτι που ήθελα”. Εκείνος ήθελε να παίζει τούμπα. Το έκανε για έξι χρόνια. Όταν τον ζήτησε η Χέμοφαρμ έφυγε για το Βρσατς. Ήταν 14. Τότε το μπάσκετ έγινε προορισμός. Δεν έγινε ποτέ το πάθος του. Σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν οι scouts του ΝΒΑ. Εξέλαβε την ευκαιρία ως διέξοδο. Οικονομική. Και ζωής. Ο Μπόρντεν εξήγησε πως ‘όταν μιλάμε για κάποιον μη Αμερικανό παίκτη, περιμένουμε πως θα λατρεύει το ΝΒΑ. Ότι μεγάλωσε, παρακολουθώντας τη λίγκα. Όταν ρώτησαν τον Ντάρκο ποιος ήταν το είδωλο του, στις πρώτες του συνεντεύξεις στις ΗΠΑ, είπε ‘ο Κέβιν Γκαρνέτ’.
“Είχα δει τον Γκαρνέτ να παίζει ελάχιστα. Με κάποιον τρόπο υπέπεσε στην αντίληψη μου και άρχισα να λέω το όνομα του. Έδειχνε παίκτης που έπρεπε να θαυμάζω”.
Εξήγησε πως είχε πάει πολύ μικρός στις ΗΠΑ. Τον χώριζε ένας ωκεανός από το σπίτι του. Είχε προβλήματα να καταφέρει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Τη νέα κουλτούρα. Δεν μπορούσε να συνηθίσει καν, πως όλοι οι παίκτες κάνουν ντους μαζί, μετά τα ματς. Ο Τσόνσεϊ Μπίλαπς ήταν εκείνος που ενδιαφέρθηκε να τον βοηθήσει. Μεταξύ πολλών άλλων, του έμαθε και να οδηγεί. Όταν ο Λάρι Μπράουν σταμάτησε να του δίνει ευκαιρίες, η αθωότητα που είχε μετετράπη σε ‘γαμώ το’. Άρχισε να αντιδρά και κατάφερε να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Άρχισε και να πίνει. ‘Αφού δεν μπορούσε να γίνει σταρ, αποφάσισε να γίνει το κακό παιδί’. Ο Μπράουν είπε πως δεν μετάνιωσε ποτέ για τον τρόπο που φέρθηκε στον Μίλιτσιτς. “Μετανιώνω που δεν κατάφερε να ‘χει μεγαλύτερη υπομονή και δεν θέλησε να ωριμάσει”. Τα ίδια έζησε και στο Ορλάντο, όπως και στο Μέμφις. “Όπου και αν πήγαινα, αρκούσε μια μικρή σπίθα για να αρπάξω φωτιά”.
“Ένιωθα τόσο χαμένος που μίσησα το μπάσκετ”
Στις 17/11 του 2012 οι Σέλτικς αντιμετώπισαν τους Ράπτορς. Πριν το τζάμπολ, ο Μίλιτσιτς χτύπησε την πόρτα στο γραφείο του Ντοκ Ρίβερς. Σε εννέα ματς, εκείνη τη σεζόν, είχε αγωνιστεί συνολικά 5 λεπτά. Είπε στον προπονητή του πως τον επισκέφτηκε για να τον αποχαιρετήσει. Του είπε “στους σέντερ έχεις τον Τζέισον Κόλινς και τον Φαμπ Μέλο. Οπότε θα πάω σπίτι μου. Όχι μόνο δεν θα παίξω σήμερα, αλλά δεν θα ξαναπαίξω. Σας ευχαριστώ που προσπαθήσατε. Δεν είχε αποτέλεσμα. Φεύγω”. Τα ίδια είπε και στους συμπαίκτες του. Οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν πως όντως δεν θα τον ξαναέβλεπαν. Χρησιμοποίησε ως αφορμή και μια ασθένεια της μητέρας του -δεν είχε κάτι σοβαρό.
Αποκάλυψε πως για πρώτη φορά σκέφτηκε την έξοδο, όταν ήταν στο Ορλάντο “την εποχή που δεν μου έδωσαν επέκταση. Το Μέμφις όμως, μου έδωσε 21.000.000 δολαρίων συμβόλαιο. Αλλά δεν ‘δούλεψε’ το πράγμα. Και τότε σκέφτηκα πάλι, να φύγω. Αλλά ήλθε η Μινεσότα με προσφορά 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Με έπεισε και ότι θα έκανε τα πάντα για να δείξω το ταλέντο μου. Δεν τα έκανε”. Είχαν προηγηθεί οι Νικς. Ακολούθησαν οι Σέλτικς. Ήταν η τελευταία ευκαιρία. “Όλοι αναζητούσαν τρόπο να με κρατήσουν. Εκεί σταμάτησα να ελπίζω πως θα γίνει κάτι που θα άλλαζε την ιστορία μου. Ένιωθα τόσο χαμένος που μίσησα το μπάσκετ. Ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου και να ζήσω μια άλλη ζωή”.
Η άλλη ζωή ήταν αυτή του kickboxer. Έσπασε την πρώτη ζυγαριά, στην οποία ανέβηκε πριν το πρώτο ματς. Ήταν 150 κιλά. Είχε δυνατό γόνατο, αλλά είχε ξεχάσει να το χρησιμοποιεί. Είχε καλό αριστερό kick, αλλά χρησιμοποιούσε κυρίως το δεξί πόδι. “Ήθελα να ‘σκοτώσω’ τον αντίπαλο μου, αλλά δεν ήξερα το πώς”. Το τέλος τον βρήκε στα γόνατα, γεμάτο αίματα. Δεν μπορούσε να σηκωθεί. Η οικογένεια του προβληματίστηκε. Του το είπε. Εκείνος σεβάστηκε τη γυναίκα του και τη μάνα του και αποσύρθηκε. Το επόμενο project ήταν η αγροτιά. Είχε φίλους αγρότες. Ζήτησε βοήθεια. Πίστεψε πως μπορεί να τα καταφέρει. Σύντομα ανακάλυψε πως αυτό ήταν το πάθος του. “Στους αγρούς ένιωθα ευτυχισμένος. Όταν μάζευα τα μήλα μας, ήμουν εκστασιασμένος, γιατί ήταν τα δικά μας μήλα”.
“Ο παλιός Ντάρκο έχει πεθάνει”
Όταν αντάμωσαν ο δημοσιογράφος με τον Μίλιτσιτς, ο τελευταίος ρώτησε ‘κάνεις το θέμα γιατί είμαι ένα τεράστιο φιάσκο, έτσι;’. Αναφερόμενος στο 2003 NBA Draft, ανέφερε τα ονόματα αυτών που έχουν περάσει στη σφαίρα του θρύλου, λέγοντας ‘είστε οι καλύτεροι και εγώ θα είμαι για πάντα η ιστορική μουτζούρα’. Μετά, έβαλε τα γέλια. Οι δυο τους πέρασαν τρεις ώρες μαζί. Ο αρθρογράφος σημείωσε πως χρησιμοποίησε τη λέξη ‘φιάσκο’ αναρίθμητες φορές. Με άνεση. Κάποιες φορές την αντικαθιστούσε με τη λέξη ‘καταστροφή’.
Σε μια φάση, κατά τη διάρκεια 15” που του πήρε να διηγηθεί την καριέρα του, είπε’ φιάσκο’ τρεις φορές. Τη μια την έκανε και ταμπέλα στο μέτωπο του. “Τον ρώτησα αν όντως, πιστεύει ότι ήταν τόσο κακός. Μου απάντησε ‘ναι’”.
Τα πρώτα του χρόνια ως NBAer, είχε 6 πόντους ανά ματς και ‘έβγαζε’ 52 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Πλέον νιώθει ΟΚ με αυτό. Νιώθει πως είναι ΟΚ να τον θεωρούν από τις χειρότερες περιπτώσεις, στην ιστορία της λίγκας. Έχει βρει την ειρήνη του, μέσα του, με όλο αυτό. “Του είπα πως είχα γράψει μια ιστορία για τον Φρέντερικ Βάις, μια άλλη μπασκετική ‘καταστροφή’, ο οποίος είχε επιλεγεί από τους Νικς το 1999, αλλά δεν έπαιξε ποτέ για αυτούς. Ο Ντάρκο τον θυμήθηκε. Με ρώτησε πώς ήταν σαν τύπος. Του απάντησα ‘λυπημένος και σε κατάθλιψη’, γιατί είχε διάφορα άλλα θέματα να διαχειριστεί με τη γυναίκα και το παιδί του και ένιωθε θυμό για το πώς είχε εξελιχθεί η ζωή του. Ένιωθε θυμό με τη ζωή. Μια φορά είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει’. Με ρώτησε αν αυτό ήταν αλήθεια. Του είπα πως ναι και περάσαμε κάποια λεπτά, χωρίς να μιλάμε. Ώσπου μου είπε ‘είναι περίεργο, γιατί νιώθω σαν να ‘χει πεθάνει ο παλιός Ντάρκο. Όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου ή τον εαυτό μου όταν έπαιζα, νιώθω πως σκέφτομαι κάποιον που έχει πεθάνει‘.
Συνήθιζε να τσακώνεται για το παραμικρό. Να μπλέκεται σε καβγάδες, για ψύλλου πήδημα. Στις χειρότερες στιγμές του ήταν μια γροθιά που είχε ‘ρίξει’ σε άλογο. Συνήθιζε να χτυπά τους τοίχους του σπιτιού του, κάθε βράδυ μετά τα ματς στα οποία δεν έπαιζε. Ξεσπούσε, ηρεμούσε και μετά πήγαινε για ύπνο. Πλέον το μόνο που χτυπά είναι κάτι σάκοι προπόνησης. Για να γυμνάζεται, μια στο τόσο. Ένας παιδικός του φίλος είπε πως συνήθιζε να είναι ανεξήγητα προκλητικός. Ενώ όλη η ομάδα έκανε προπόνηση, εκείνος έφευγε. Όταν του έλεγαν να κάνει μια άσκηση, αρνείτο. Ο κόουτς δεν τιμωρούσε μόνο εκείνον, αλλά όλους τους παίκτες -που εύλογα εκνευρίζονταν μαζί του. “Δέκα λεπτά μετά, ήταν ο φυσιολογικός του εαυτός”. Υπέστη δυο κατάγματα στα χέρια του. Εν ώρα αγώνα. Τη μια όταν τον εμπιστεύτηκε ο Μπράουν -σε τζαμπ σουτ. “Έδειξα στον κόουτς πως έτρεμε το χέρι μου, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μου είπε να επιστρέψω στο ματς”. Πλέον έχει καιρό να ρίξει μπουνιά σε τοίχο. Προφανώς και δεν παρακολουθεί ΝΒΑ.
Το πάθος του, πια είναι τα κεράσια
Έχει αγοράσει μια φάρμα, στο Νόβι Σαντ, όπου καλλιεργεί μήλα και κεράσια. Όταν μιλάει για αυτά, τα μάτια του λάμπουν. Φαίνεται πως έχει πάθος. Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε για τη Σερβία. Για όσα πέρασε η χώρα του. Για όσα πέρασε εκείνος. “Αγαπώ την πατρίδα μου και σέβομαι αυτές των άλλων. Γύρισα γιατί εδώ είναι το σπίτι μου. Θα μπορούσα να μείνω στις ΗΠΑ, όπως έκαναν τόσοι άλλοι”. Παραδέχεται πως είναι εθνικιστής -όπως υποδηλώνουν τα tattoos του-, αλλά πια δεν είναι των άκρων. Σε εννέα σεζόν στο ΝΒΑ ‘έβγαλε’ 52.323.642 δολάρια. Σε κάθε πόλη που πήγαινε, για δουλειά (για να παίξει στον οργανισμό της) αγόραζε και ένα αυτοκίνητο. Τη συλλογή τη διατηρεί μέχρι σήμερα. Δεν έχει χάσει τα λεφτά του. Όπως λέει, του φτάνουν για 200 χρόνια. Αυτό που ‘χει φτιάξει δεν είναι ακριβώς σπίτι. Έχει αγοράσει μια έκταση, στην οποία υπάρχουν τρία κυρίως κτίρια (σπίτι, ξενώνας και εσωτερική πισίνα). Υπάρχει και εξωτερική πισίνα, παιδότοπος, γήπεδο μπάσκετ και διάφορα μέρη για να αράξεις.
Το υπόγειο του σπιτιού, το ‘χει κάνει χώρο για το κυνήγι -έχει εκεί ό,τι χρειάζεται για αυτήν την ενασχόληση. Διαθέτει και δωμάτιο που το ‘χει κάνει γυμναστήριο -με τα απαραίτητα όργανα. Έχει 14 ποδήλατα, τρίκυκλα και σκούτερ και μια φωτογραφία με τον ίδιο να καρφώνει. Τα παιδιά του πηγαίνουν σε ιδιωτικό σχολείο και η σύζυγος του έχει δημιουργήσει τη δική της fashion line. Έχει και δυο καταστήματα, όπου πουλάει τις δημιουργίες της. Όταν τον ρωτά ο γιος του για το μπάσκετ δεν λέει ψέματα, αλλά την πάσα αλήθεια. Συμπεριλαμβανομένων των λαθών του. “Της βλακείας μου, όλα όσα έκανα και κατέστρεψα τις ευκαιρίες μου. Είπα στον Λαζάρ να μην κάνει ό,τι έκανα εγώ και θα είναι μια χαρά. Μου απάντησε ‘γιατί; Είσαι ο πατέρας μου’. Του εξήγησα πως ‘είμαι, αλλά ο πατέρας σου έκανα λάθη που θα ήταν χρήσιμο να μην κάνεις κι εσύ“.