O Κριστόφ Ντουγκαρί παίζει δυνατά για τον τίτλο του βασιλιά της απατεωνίας
Ο Μάκης Παπασημακόπουλος κάνει πρεμιέρα στο Contra.gr ανοίγοντας το σεντούκι με τους απανταχού απατεώνες του αθλητισμού. Προσοχή. Τα κείμενα δεν γράφονται για εύκολο κράξιμο, αλλά για ποιοτική κατάθεση θαυμασμού προς κάθε, μικρό ή μεγάλο, απατεώνα.
Στη Λέσχη Απατεωνίας βάζουμε, τοποθετούμε, καλοδεχόμαστε και ασφαλέστατα ΑΠΟΘΕΩΝΟΥΜΕ όλους εκείνους τους αγαπημένους χαρακτήρες που με τσι επιλογές και τον τρόπο ζωής τους πήραν επάξια το βραβείο του ΑΠΑΤΕΩΝΑ. Άνθρωποι που πήραν πολύ παραπάνω αξία από όσο άξιζε στο ταλέντο και τις επιδόσεις τους, άνθρωποι που ξεκάθαρα ΖΗΛΕΥΟΥΜΕ, γιατί κι εμείς έχουμε ελάχιστο ταλέντο αλλά όχι τις ανάλογες κατακτήσεις.
1st entry: Κριστόφ Ντιγκαρί (ΝΤΟΥΓΚΑΡΙ για τους παλαιούς, ΝΤΟΥΓΚΑΡΗΣ για τους μόρτες)
Ο Κριστόφ δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι παίζει δυνατά για τον τίτλο του all time βασιλιά της απατεωνίας. Αψηλός , αλιγνός (δικιά μου λέξη, έχω πολλές, ας το ξεπεράσομε) και χωρίς ίχνος δροπής. Όπως ακριβώς γουστάρουμε τους απατεώνες μας. Έχοντας πατήσει πλέον τα 47 χρόνεα, ο Χριστόφορός μας είχε από την αρχή της επαγγελματικής του καριέρας μια πρόταση να τον συνοδεύει από δίπλα. Μια πρόταση που είναι εξόχως αγαπημένη γιατί βρωμάει καλοπηγμένο απατεωνότυρο: “Για ψηλός ξέρει πολύ μπάλα”. Διότι ναι, για 1,90 καμπουροπαλίκαρος, ήξερε τόπι. ΑΛΛΑ. Η μαγεία της εν λόγω πρότασης είναι απλή. Το ‘για ψηλός ξέρεις μπάλα’ σου αφήνει περιθώριο κίνησης μεγάλο. Διότι δεν χρειάζεται να ξέρεις ΤΗΝ μπάλα (άλλωστε ψηλό είναι το παιδί), ενώ επίσης δεν χρειάζεται να έχεις στοιχεία που συνήθως έχει ένας αψηλός ποδοσφαιριστής (κοιτάχτε, δυνατός πολύ δεν είναι, ούτε είναι να του πετάς την μπάλα να στηνε κατεβάνει, αλλά το ξέρει το τόπι).
Κοινώς, έχει αυτό που λέμε εξόδους κινδύνου. Ό,τι και να θέτε από μένανε κύριοι και κυρίες, εγώ έχω μια καλοδουλεμένη δικαιολογία. ‘Απόφοιτος’ της πολύ καλής Μπορντό εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο ψηλός μας αγαπημένος έδειξε στοιχεία αξιόμαχου λέλεκα δίπλα στους Ζινεντίν Ζιντάν (μπορεί να τον έχει πάρει το αυτί σας, καλό παιχτάκι) και Μπιθέντε Λιθαραζού (αγαπημένος αριστερός οπισθοφύλακας και μετέπειτα αθλητέας του μπραζίλιαν ζίου ζίτσου πριν αυτό γίνει μόδα). Μια Μπορντο-νιάρικη πορεία στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ του ‘ξεκλείδωσε’ την πόρτα μιας μεταγραφής στην Μίλαν, σημείο ζωής στο οποίο ο Χρηστάκης μας είχε να πάρει μια κομβική απόφαση: να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να πει “λεβέντη μου, 5 τεμάχια σε 27 αγώνες έβανες, μήπως να τον μαζέψουμε λίγο τον αετό μην βρει σε τίποτα γραμμές της ΔΕΗ” ή να καταλήξει στο πολύ πιο περιπετειώδες “σιγά την Ιταλία, θα βρούμε και αλλού πλούσια κορόιδα να δολέβομε”. Και ως γνήσιος και αγαπημένος απατεών, παίρνει το κουτί Β, μαζεύει κάλτσες και σώβρακα και πάει στην Μπαρτσελόνα, όπου για κακή του (ή και καλή του εδώ που τα λέμε) πέφτει πάνω στον Λουίς «με φωνάζουν τρελό, με φωνάζουν κι αλήτη» Φαν Χάαλ, ο οποίος του επιτρέπει να μαζέψει τα μισθά του συμπληρώνοντας μονάχα 7 εμφανίσεις.
Με ψεύτικα κλάματα και αναστεναγμούς (όχι σοβαρά, το έχει παραδεχτεί ο ίδιος) ο Χρηστάρας δραπετεύει εν τέλει προς την αγκαλιά της Γαλλίας και κάπου εκεί καταλαγιάζει και η μπάντα με τα κλαρίνα που τον συνοδεύει μιας και όλος ο αθλητικός κόσμος είπε “καλό ήταν το αστείο όσο τράβηξε, αλλά έχω ακούσει και καλύτερα, πάμε στον επόμενο φίλο”. Ο Χρήστος μας δεν το βάνει κάτω όμως μιας και νιώθει βαθιά στο στομάχακι του το γλυκό γουργούρισμα του απατεώνα. Μαζεύει εκ νέου σώβρακα και κάλτσες και πάει -ο ΑΘΕΟΦΟΒΟΣ- δανεικός στην Μπέρμινγχαμ Σίτι της σεζόν 2002-2003, μιας ομάδας που της έδειχναν την μπάλα και ζητούσε την βοήθεια του κοινού. Με προπονητή τον Παράσχο της Αγγλίας, Στηβ Μπρους και με roster highlights τον Ρόμπι τον Σάβατζ, τον Μάθιου τον Άπσον, τον Στήβεν τον Κλέμενς και τον Φερντινάντ τον Κολί. Μιλάμε για ιδανικά ‘θύματα’. Έφτασε προς τα τέλη εκείνης της σεζόν και για τους ποδοσφαιρικούς ‘ιθαγενείς’ της Μπέρμπινγχαμ Σίτι τα είχε ούλα: γαλλική φινέτσα, καμπουροκορμοστασά, βιογραφικό με τσιτάτα περάσματα και μουντιαλική αύρα και κοντρόλ σε λιγότερο από 3 λεπτά της ώρας. Δεν τον είδαν απλώς για θεό της μπάλας, του φέρναν τα παιδιά τους δια να τα ευλογήσει.
Και ο Χρηστάρας όμως τους το έδωκε το τυράκι. Πέντε γκολάκια όνειρο, μια χούφτα τακουνάκια, παραμονή στην Πρέμιερ Λιγκ και γενικά μια αίσθηση του στυλ “ρε πως τηνε πατήσανε ούλοι και αφήκανε αυτόνα τον παιχταρά να έρθει κατά δω. ΡΕ ΤΟΥΣ ΜΑΛΑΚΗΔΕΣ ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΕΜΑΣ ΜΑΣ ΚΟΒΕΙ”. Μέχρι που τον απέκτησαν την άλλη σεζόν με μεταγραφή κανονικιά, οπότε και ο Χρηστάκης του είπε ένα μνημειώδες κου-κου-τσα, έβανε ένα γκολ σε 15 εμφανίσεις και τα μάζεψε διατί “η οικογένειά μου δεν μπορεί να συνηθίσει το κλίμα εδώ στην μουντο-Μπέρμινγχαμ, μα καιρός είναι αυτός τι διάολο, όλο βρέχει”.
Ολοκληρώνει ΩΣ ΟΦΕΙΛΕΙ ΕΝΑΣ ΑΠΑΤΕΩΝ ΠΟΥ ΣΕΒΕΤΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ την καριέρα του στην Ντόχα του Κατάρ και την Doha SC μετόνομα (μια λέξη), όπου τα τσεπώνει κανονικά και αφού διαγράφει ΜΑΓΙΚΗ σεζόν με 0 εμφανίσεις (ΚΟΥΛΟΥΡΙ που λένε), ανακοινώνει στο περίπου ότι “το ποδόσφαιρο κι εγώ αποφασίσαμε να χωρίσουμε, δια το καλό του παιδιού μας, αλλά παραμένομε δύο καλοί φίλοι”. Τόσο καλοί φίλοι δε, που ο Χρήστος μας είναι πλέον ποδοσφαιρικός αναλυτής με προσωπικό του χαηλάη την ατάκα “ο Ντε Λιχτ πάει στην Γιουβέντους για τα λεφτά”. Και το είπε κοιτώντας την κάμερα. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΕΛΑΕΙ.
Εάν αυτό δεν φτάνει για να τον πάρεις μια ζεστή ανχαλίτσα και να του πεις ΠΟΣΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΕΙΣΑΙ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ τότε τι; ΟΧΙ ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ. ΤΙ;