Ο Κάρλτον Μάγερς ήταν ο τελευταίος Ίταλός cannoniere
Ο Κάρλτον Μάγιερς συνελήφθη να 'σπάει' την καραντίνα, για να γυμναστεί στο πάρκο που είναι απέναντι από το σπίτι του. Η αφορμή για να ασχοληθούμε μαζί του, ώστε να μάθουν οι νέοι και να θυμηθούν οι παλιοί ήταν άλλη: μια παραγγελιά.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι 'παραγγελιά'. Δεν είναι η πρώτη. Ελπίζω να μην είναι η τελευταία. Αν θέλεις να μάθεις τι κάνει κάποιος αθλητής που αγάπησες -το πάλαι ποτέ- τώρα, αν σου ήλθε μια σκέψη για οποιοδήποτε -αθλητικό- θέμα, είμαι εδώ για εσένα. Ας παίξουμε μαζί, μπάλα -να σωθούμε μαζί. Για τις γραμμές που ακολουθούν, μπορείς να ευχαριστήσεις τον Γιώργο, ο οποίος μου έγραψε 'μέσα στην καραντίνα που ζω, θυμήθηκα έναν παίκτη, που όταν έπιανε την μπάλα έκλεινα τα μάτια μου, γιατί φοβόμουν -πάντα- πως θα μπει μέσα'. Το όνομα αυτού είναι Κάρλτον Μάγερς.
Θα αρχίσω από το τέλος: o 48χρονος πια, Μάγιερς ζει στο Ρίμινι της Ιταλίας (όπου μεγάλωσε) και δηλώνει στην εφορία 'ατζέντης παικτών'. Έχει τη δική του εταιρία (Beside Management) που ασχολείται με την έρευνα και τη συμβουλευτική, στο χώρο των αθλητικών. Στη λίστα του έχει πελάτες στις 'μικρές' κατηγορίες της γείτονας. Είναι εκπρόσωπος της ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής -όπως είναι και συνεργάτης της Ferrero Group, στο project Κinder+Sports-, ενώ τελεί και χρέη σχολιαστή σε μεταδόσεις και εκπομπές για το μπάσκετ. Στο τελευταίο post που έκανε, στη σελίδα του στο Facebook μοιράστηκε με το κοινό του, ένα απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη -εκείνο για τον Αρμαγεδδώνα.
Πριν λίγες ημέρες, είχε απολογηθεί -μέσω της ιδίας 'οδού- στο λαό, γιατί είχε 'σπάσει' την καραντίνα για τον κορονοϊό, προκειμένου να προπονηθεί σε πάρκο. Και χρησιμοποίησε χώρο, στον οποίον είχαν τοποθετηθεί κορδέλες απαγόρευσης. Εξήγησε ότι “το πάρκο που είναι εξοπλισμένο με όργανα, είναι μπροστά στο σπίτι μου. Δεν ήξερα πως δεν μπορώ να πάω. Ζητώ συγγνώμη”. Σημείωσε πως δεν ήταν μόνος, αλλά με τέσσερις φίλους του. “Κρατήσαμε ωστόσο, τις αποστάσεις μας. Βέβαια, απαγορευόταν να χρησιμοποιήσουμε τα όργανα”. Η αστυνομία εμφανίστηκε και διέκοψε την προπόνηση, ενώ του έδωσε και πρόστιμο. “Τους συγχαίρω και τους ζητώ συγγνώμη. Δεν ήταν πρόσθεση μου να μη σεβαστώ τους κανόνες”.
Τώρα που τελειώσαμε με τα πρόσφατα, ας ζητήσουμε από τον Σάσα Ντανίλοβιτς να προλογήσει το θέμα μας. Ο ηγέτης της Βίρτους στα θρυλικά ντέρμπι της Μπολόνια, κατά τη δεκαετία του '90 (οι Ντανίλοβιτς και Μάγιερς είχαν ιστορική κόντρα -είχαν ανταλλάξει και μπουνιές), έχει πει πως “ο Κάρλτον υπήρξε ένας πολύ αθλητικός και δυνατός παίκτης, ο οποίος ήταν εξαιρετικός σουτέρ. Αναμφίβολα ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες της γενιάς του”. Αναμφίβολα είχε και την ταμπέλα του 'loser', καθώς σε όλη του την καριέρα (από το 1988 έως το 2012) κατέκτησε, με τις ομάδες του, ένα πρωτάθλημα Ιταλίας (2000), ένα κύπελλο (1998) και ένα ιταλικό Supercup (1998). Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε στην Φορτιτούντο (1995-2001), ως ηγέτης μιας ομάδας που είχε αδυναμία στο να σηκώσει τρόπαια.
Η πιο χαρακτηριστική 'εικόνα' αυτής της αδυναμίας ήταν το πέμπτο ματς των τελικών της ιταλικής λίγκας, για τη σεζόν 1996-97. Ο Μάγιερς σκόραρε 41 πόντους, η Μπενετόν νίκησε (84-82) και πήρε τον τίτλο. “Με σκοτώνει να βάζω πάνω από 40 πόντους και να χάνουμε” είχε πει. “Είναι μια άχρηστη εμφάνιση. Και η αλήθεια είναι πως με κάνει να αισθάνομαι άσχημα, γιατί δεν νικήσαμε”.
Σε ατομικό επίπεδο, αναδείχθηκε MVP της ιταλικής λίγκας δυο φορές (1994, 1997) και πρώτος σκόρερ της Εuroleague (όπου δεν μετείχε ποτέ σε τελικό), το 1997. Οι φήμες τον ήθελαν να μην είναι η καλύτερη περίπτωση συμπαίκτη, καθώς δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το πώς θα κάνει τους συμπαίκτες του καλύτερους. Εστίαζε στο να βάζει πόντους. Αυτό ήταν αποτελεσματικό όταν έπαιζε για την Ιταλία, του χρυσού στο Eurobasket του 1999, ενώ είχε προηγηθεί το αργυρό σε εκείνο του 1997.
Μέχρι τα 16 κυρίως έπαιζε φλάουτο
Ο Carlton Ettore Francesco Myers γεννήθηκε στο Λονδίνο (30/3/1971) και έζησε εκεί έως τα 9, όταν η οικογένεια του μετακόμισε στην πόλη Ρίμινι της Ιταλίας. Η μητέρα του είναι από τo Πέζαρο -της Ιταλίας. Ο πατέρας του, από την Καραϊβική. Ο πρεσβύτερος Μάγιερς ήταν επαγγελματίας σαξοφωνίστας. Ο γιος του αγάπησε επίσης, τη μουσική, αλλά είχε επιλέξει το φλάουτο. Όταν δεν ήταν στο σχολείο και δεν ήταν στα μαθήματα μουσικής, ξέδινε με τους φίλους του, παίζοντας μπάσκετ. Στα 16 κατάλαβε ότι προτιμά την πορτοκαλί μπάλα από το φλάουτο, έφυγε από το μουσικό σχολείο και έπεισε τους γονείς του πως το μέλλον του ήταν στο μπάσκετ. Από το 1988 έως το 1992 ήταν μέλος της Mar Rimini, στη δεύτερη κατηγορία.
Την πρώτη σεζόν (στη Β1) είχε για μέσο όρο πόντων τους 2.5. Τη δεύτερη (στην Α2) τους 5.9. Το 1992 (τη χρονιά που η Ρίμινι προκρίθηκε στην Α1 και αυτός πήρε την πρώτη κλήση για την εθνική) τελείωσε με 26.8 πόντους, ανά ματς. Και τότε ήταν που τον κάλεσε η Σκαβολίνι, καθώς είχε ήδη χαρακτηριστεί 'μεγάλο prospect του ιταλικού μπάσκετ'. Στην πρώτη του σεζόν με τη νέα του παρέα, μετείχε σε 39 ματς και έδινε 16.8 πόντους, σε κάθε αγώνα, με 33.5% από το τρίποντο. Αυτό θα γινόταν το 'όπλο' του, την επόμενη δεκαετία.
Ήταν το επίκεντρο του πιο απλού συστήματος του πλανήτη
Η Mundo Deportivo είχε γράψει για το σύστημα που ακολουθούσε η Σκαβολίνι, επί των ημερών του Μάγιερς. Το είχε διηγηθεί ο συμπαίκτης του, Χέιγουντ Ουόρκμαν. “Ήταν πολύ απλό: δίναμε την μπάλα στον Κάρλτον και αυτός αποφάσιζε τι θα την κάνει”. Με αυτήν την τακτική, η ομάδα πήγε στον τελικό το 1994. Μη το ψάχνεις. Άλλα χρόνια.
Τη σεζόν 1994-95 επέστρεψε στη Ρίμινι και στην Α2. Στις 26/1, εναντίον της Order σκόραρε 87 πόντους, αριθμός που παραμένει ρεκόρ μέχρι σήμερα στις επαγγελματικές κατηγορίες της γείτονας. Ήταν κατά 36 πόντους καλύτερο του προηγούμενου career high (των 51 πόντων). Με την Ούντινε μέτρησε 14/22 δίποντα, 9/19 τρίποντα και 32/35 βολές. Το index έγραψε 94, αριθμός που επίσης, είναι ρεκόρ (στο Νο2 είναι ο Νίκολα Μίροτιτς του 84, στο Cuitat de L' Hospitalet των εφήβων, του 2008).
Μια που φτάσαμε εδώ, να σου πω ότι το πανευρωπαϊκό ρεκόρ το κρατάει ο Ερμάν Κουντέρ, των 153 πόντων (81 στο πρώτο ημίχρονο), σε ματς της Φενέρμπαχτσε με την Χιλασπόρ, το 1988, για την τουρκική λίγκα. Το 1995 πήγε στη Φορτιτούντο, όπου έγινε και αρχηγός. Μαζί της πήρε ό,τι τρόπαιο απέκτησε ποτέ. Όταν έφυγε, το 2001 πήγε στη Βίρτους και τρία χρόνια μετά στη Σιένα, έπειτα στη Βαγιαδολίδ και πίσω στο Πέζαρο.
Ο πρώτος μαύρος Ιταλός σημαιοφόρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες
Το 2000 η ιταλική Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε να γίνει ο Μάγερς ο σημαιοφόρος της παρέλασης που θα γινόταν, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ. Έγινε ο πρώτος μαύρος σημαιοφόρος, στην ιστορία της χώρας, σε Αγώνες. Ένα χρόνο νωρίτερα, οι 'ατζούρι' είχαν κατακτήσει την κορυφή της Ευρώπης, στο Eurobasket της Γαλλίας. Στον τελικό με την Ισπανία, είχε σταματήσει στους 18 πόντους. Κατά μέσο όρο πρόσφερε 16.3 πόντους, 3 ασίστ και 1.6 ριμπάουντ, σε 30 λεπτά συμμετοχής ανά ματς. Ήταν το 'σιγουράκι' του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς. Από το πρώτο του τίτλο πήρε σπίτι την μπάλα και το διχτάκι του “Palais de Bercy”. Tην μπάλα την έκανε δώρο στο γιο του (Τζόελ). “Είναι η καλύτερη ανάμνηση που θα 'χω από αυτήν τη διοργάνωση. Κάθε κομμάτι της ανήκει και σε έναν συμπαίκτη μου. Όλοι την υπέγραψαν”.
Με την ευκαιρία, είπε και ένα απόσπασμα από τη Βίβλο. “Όποιος είναι δίπλα σου σε εγκαταλείπει. Αν σε εγκαταλείψουν όλοι, θα είμαι Εγώ κοντά σου”, όπως αναφερόταν στην πορεία της Ιταλίας στη διοργάνωση -που λίγο έλειψε να τερματίσει 13η. “Η διαφορά με τη Βαρκελώνη ήταν πως θέσαμε εκτός τελικού τη Γιουγκοσλαβία” είχε πει.
Είχε παίξει για πρώτη φορά, ως εκπρόσωπος της Ιταλίας στο Eurobasket του 1993, στη Γερμανία. Είχε 14.3 πόντους, ανά αγώνα. Δεν μετείχε στο Πανευρωπαϊκό της Αθήνας και επέστρεψε σε εκείνο της Βαρκελώνης, το 1997, όπου η Ιταλία κατετάγη δεύτερη (έχασε στον τελικό από τη Γιουγκοσλαβία, με τον Μάγερς να 'χει 24 πόντους και τον Ντανίλοβιτς να είναι ο ήρωας). Η δικαίωση ήλθε δυο χρόνια μετά.
Έχει για ρεκόρ καριέρας στις βολές το 85%
Επειδή δεν ήταν πολύ συνετό να τον αφήνουν οι αντίπαλοι του να κάνει σουτ ή διεισδύσεις, πήγαινε πολύ τακτικά στη γραμμή των βολών. Και αν μη τι άλλο, το 'χε δουλέψει το θέμα. Το πιο χαμηλό ποσοστό που 'χε ποτέ ήταν το 74.2% της σεζόν 2001-02 της Euroleague. Συνήθως μετρούσε από 85% και πάνω, όταν τα πράγματα ήταν σοβαρά.
Το ρεκόρ που του ''πήρε' ο Λάρκιν
Μέχρι να συναντήσει η Αναντολού Εφές την Μπάγερν, στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη, για την Euroleague, οι περισσότεροι πόντοι που 'χε βάλει ποτέ παίκτης, σε ένα ματς της διοργάνωσης ήταν οι 41. Το 'χε κάνει πρώτος ο Αλφόνσο Φορντ (2001, με το Περιστέρι), ακολούθησε ο Μάγερς την ίδια σεζόν, μετά ο Κασπάρς Καμπάλα (2002, με την Εφές) και τέλος ο Μπόμπι Μπράουν (2013, με τη Σιένα). Ο ηγέτης της Εφές είχε τελειώσει με 49 πόντους, στο 104-75 των Τούρκων, ενώ έγινε και ρέκορντμαν των περισσότερων εύστοχων τρίποντων (10 -ισοφάρισε τον Άντριου Γκάουντλοκ, ο οποίος είχε βάλει τόσα, ως παίκτης της Φενέρ, το 2014).
Οι 41 πόντοι του Μάγερς μπήκαν σε ματς με τη Ρεάλ Μαδρίτης, στις 7/3 του 2001. Η Φορτιτούντο είχε νικήσει 88-70. Εκείνος είχε για αξιολόγηση το 45.
O τελευταίος των 'cannonieri'
Ανήμερα των 40ων γενεθλίων του ενημέρωσε πως δεν θα επιστρέψει στα παρκέ, ως παίκτης. Είχε συμπληρώσει 25 χρόνια σε αυτά. Είπε το 'αντίο' ως μέλος της Cimberio de San Patrignano, στο πρωτάθλημα C2. Ουσιαστικά η 'καταμέτρηση' άρχισε το 1998 όταν πήγε στην Τιμσίστεμ Μπολόνια και ολοκληρώθηκε το 2009, στη Σκαβολίνι. Στο μεσοδιάστημα είχε 28.8 λεπτά συμμετοχής ανά αγώνα σε 547 ματς κανονικής περιόδου, 15.6 πόντους, με 39.7% σε τρίποντα (σε 5.6 σουτ κατά μέσο όρο), 48.9% στα δίποντα (5 σουτ ανά ματς), 87.8% στις βολές (4.7 προσπάθειες), 2 ασίστ, 1.6 κλεψίματα και 2.3 λάθη. Μετείχε και σε 90 παιχνίδια των ιταλικών playoffs.
Σε ποσοστό true shooting (βολές, δίποντα, τρίποντα) ήταν στο Νο1 της σεζόν 1999-2000 (με 72.6%). Για να σε βοηθήσω, στο ΝΒΑ της ίδιας περιόδου, στο Νο1 της ίδιας κατηγορίας βρέθηκε ο Μίκι Μουρ (των Πίστονς), με 67.1%. Ο Μάγιερς είχε ως μέσο όρο καριέρας το 62.6%.
“Ελπίζω εσείς οι νέοι, να μελετήσετε τα video που δείχνουν πώς ήταν το παιχνίδι στην εποχή του. Ο Κάρλτον αποτέλεσε παράδειγμα για όλους” είχε πει ο Ντίνο Μενεγκίν, από το πόντιουμ του event στο οποίο αποχαιρέτησε την καριέρα του ο Μάγιερς. Το πρόσωπο της βραδιάς είχε ενημερώσει πως στο εξής θα αφοσιωθεί στο να έλθει πιο κοντά με το Θεό.
Εγκατέλειψε ως 'ο καλύτερος Ιταλός παίκτης των 25 τελευταίων χρόνων'.
Σε ένα από τα τελευταία του παιχνίδια, το Μάιο του 2013 φαν της αντιπάλου ομάδος (Santarcangelo di Romagna) του επιτέθηκαν λεκτικά, με ρατσιτσικούς χαρακτηρισμούς και γιουχαϊσματα, στον αγώνα που γηπεδούχος ήταν η Ρίμινι. Η είδηση δημοσιεύτηκε σε όλη τη χώρα, καθώς ο Μάγερς παραμένει στη λίστα των 'θρύλων των ιταλικών σπορ' και η βλακεία ανίκητη. Ο Δήμαρχος της πόλης όπου ζουν οι ρατσιστές απολογήθηκε εγγράφως, χαρακτηρίζοντας 'ηλίθιους' αυτούς που έκαναν την επίθεση και ενημερώνοντας πως η περιοχή του δεν δέχεται τέτοιες συμπεριφορές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τη ζούσε -μάλλον δεν ήταν και η τελευταία. Είχε μάθει όμως, να ζει με αυτό και να επικεντρώνει σε ό,τι του έκανε καλό. Δηλαδή, το μπάσκετ και το πώς θα σκοράρει όσους περισσότερους πόντους μπορούσε.