Ο Αλσίδες Σαγάρα Καρόν ήταν ο Φιντέλ των ρινγκ
Ο θρύλος της πυγμαχίας στην Κούβα φαίνεται ότι οφείλεται αποκλειστικά σε ένα φουτουριστή, που φαντάστηκε το μέλλον στο άθλημα.
Κρυμμένος πίσω από 32 χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, 63 χρυσά σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και 64 σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα νεαρών ηλικιών, ο προπονητής πυγμαχίας Αλσίδες Σαγάρα Καρόν έχει την ευτυχία όλα να συνοψίζονται στο προσωνύμιό του: El Maestro. Στα 84 προς 85, ταπεινός, ο συνοδοιπόρος μίας Κούβας που έχει, πια, το ασύλληπτο προνόμιο να περηφανεύεται ότι στην πρόσφατη ιστορία της ήταν ένα πρότυπο αντίστασης και αντοχής, είναι η ζωντανή ιστορία του μποξ στη χώρα της Καραϊβικής. Ενός από τα ολυμπιακά αγωνίσματα που… φτύνεις αίμα για να βρίσκεσαι στη διοργάνωση, που η πρόκριση είναι λιγότερο πιθανή από το μετάλλιο.
Ο Σαγάρα είναι ο “πατέρας της κουβανικής πυγμαχίας”, όπως τον αποκάλεσε ο ‘χρυσός’ ολυμπιονίκης της Μόσχας το 1980, Αρμάνδο Μαρτίνες. Ο σπουδαίος Αριέλ Ερνάντες Αζκούι, με τα δύο χρυσά το 1992 στη Βαρκελώνη και το 1996 στην Ατλάντα, είπε ότι “ήταν σκληρός, αλλά τα αποτελέσματα τον δικαιώνουν. Όταν έβγαζες τον αντίπαλό σου νοκ άουτ, δεν ήταν ευχαριστημένος. Αν τον έριχνες στα 35” από την έναρξη του 1ου γύρου, σου έλεγε ότι πρέπει να πας στο γυμναστήριο, να προπονηθείς για 6 λεπτά”.
Είναι ασφαλές να ειπωθεί ότι η κουβανική σχολή της πυγμαχίας έφερε αποτελέσματα τα οποία ήταν εκπληκτικά. Στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, οι Κουβανοί έγιναν οι κυρίαρχοι. Όταν οι Αμερικανοί έπαιρναν το δρόμο για το επαγγελματικό μποξ, τα παιδιά από την Καραϊβική, με ή παρά τη θέλησή τους, αντιστέκονταν σθεναρά. Ο Σαγάρα έπαιξε το ρόλο του σε αυτό. Μέσα στην παραμονή στη χώρα, ενυπήρχε το στοιχείο του φόβου για την κατασκοπία. Στις ΗΠΑ θα ήθελαν πολύ να δουν τον πιο γνωστό Κουβανό μποξέρ, τον Τεόφιλο Στίβενσον, να αγωνίζεται στα λημέρια τους, στη Νέα Υόρκη, επί παραδείγματι, με τον Μοχάμεντ Αλί.
Μετά το Μόναχο, το 1972, όταν ο χαρισματικός πυγμάχος πήρε το χρυσό μετάλλιο άνευ αγώνος, αφού ο Ρουμάνος Ίον Αλέξε δεν κατάφερε να εμφανιστεί στον τελικό λόγω τραυματισμού, οι Αμερικανοί έκαναν το διάβημα, να δοκιμάσουν να τον φέρουν στον επαγγελματικό κόσμο. Κάποιος, με το παρατσούκλι ‘ο Κόκκινος Τεόφιλο’ παραταγμένο ως γνώση, θα μπορούσε να μαντέψει τι έγινε, αφού ο Στίβενσον δεν ήθελε να αφήσει τη χώρα του, ούτε για 5.000.000 δολάρια, που λέγεται ότι είναι τα χρήματα που του προτάθηκαν. Ένα πολύ σημαντικό κίνητρο ήταν ότι πήρε από την κυβέρνηση της Κούβας δύο αυτοκίνητα και δύο σπίτια και αυτή η κίνηση επικρίθηκε από την ΑΙΒΑ, την παγκόσμια ομοσπονδία ερασιτεχνικής πυγμαχίας, αλλά δεν ματαιώθηκε. Υπήρχαν Κουβανοί πυγμάχοι που ήθελαν και, αργότερα, που μπόρεσαν. Αλλά ο βασικός λόγος για εκείνους που δεν το επεδίώξαν ήταν ο Σαγάρα.
Ο Στίβενσον έχει κατοχυρωθεί ως ένας θρύλος και, όπως συμβαίνει σε σχετικό βαθμό με όλες τις κομουνιστικές χώρες, ένα μυστήριο τον περιβάλλει. Ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι αυτό που του… λείπει, τέλος πάντων, στην ομίχλη που καλύπτει τα άκρα του, είναι ότι δεν έγινε ο πρώτος Κουβανός που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην πυγμαχία. Όταν ο Σαγάρα ήταν στα 37, το 1972, ευτύχησε να πανηγυρίσει για πρώτη φορά με τον Ορλάντο Μαρτίνες, ο οποίος κατέκτησε για πρώτη φορά την ολυμπιακή κορυφή στο αγώνισμα για τη χώρα του.
Ο Στίβενσον υπερτέρησε μόνο σε αυτό, αλλά την εντύπωση έκανε από πολύ νωρίς στο τουρνουά, όταν… κομμάτιασε τον Ντουέιν Μπόμπικ, τον Αμερικανό στην κατηγορία των βαρέων βαρών, ρίχνοντάς τον κάτω 3 φορές στον 3ο γύρο και μάλιστα με μία τελευταία γροθιά η οποία ήταν… τηλεγράφημα, πάει να πει ότι ο Μπόμπικ ένιωσε την επιρροή της σχεδόν 10 δευτερόλεπτα μετά την έλευσή της. Έδιναν τέτοια σημασία οι Αμερικανοί στην κατηγορία, που οι 3 τελευταίοι ‘χρυσοί’ ολυμπιονίκες τους ήταν ο Κάσιους Κλέι (κατόπιν Μοχάμεντ Αλί) στη Ρώμη το 1960, ο Τζο Φρέιζερ το 1964 στο Τόκιο και ο Τζορτζ Φόρμαν το 1968 στο Μεξικό. Αν κάποιος τους βάλει με αυτήν ή οποιαδήποτε σειρά ως τους 3 κορυφαίους της κατηγορίας όλων των εποχών, ουδείς μπορεί να τον αδικήσει.
Όταν ο Φόρμαν έλεγε στον Χάουαρντ Κοσέλ ότι ο Στίβενσον μπορούσε να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών στην επαγγελματική πυγμαχία, δεν έλεγε ψέματα. Τον περιγράφουν ως τον τύπο που είχε την ταχύτητα του Αλί και τη δύναμη του Φόρμαν. Όταν ο Αλί, καταβεβλημένος από τη νόσο Πάρκινσον, έφτασε στην Αβάνα, ο Στίβενσον τον περίμενε στο αεροδρόμιο. Φορώντας και οι δυο τους άσπρα πουκάμισα, μπήκαν στο ρινγκ και ο Στίβενσον άπλωσε τη γροθιά του και το τρεμάμενο χέρι του πιο σημαντικού πυγμάχου στην ιστορία (ενδεχομένως μαζί με τον Τζο Λούις) την πήρε και την απέθεσε στο στόμα του. Ήταν μια επιδεικτική και συνάμα τρυφερή ένδειξη σεβασμού.
Κι ενώ το κουβανικό και έπειτα το παγκόσμιο μποξ χειροτονείτο στη χορευτική κίνηση (ως γονίδιο ενός λαού που λατρεύει τη μουσική και τη… ζάχαρη) και την ακρίβεια περισσότερο από τη δύναμη, ο Σαγάρα υπήρξε σκληρός με τους αθλητές του. Οι Κοζάκοι κοροϊδεύουν τους Ρώσους, λέγοντάς τους ότι η σοβιετική σχολή της πυγμαχίας άρχισε επειδή ο Σαγάρα φαντάστηκε το μέλλον. Ο ίδιος λέει ότι οι μεγαλύτερες επιρροές του προέκυψαν από τη Σοβιετική Ένωση. Αλλά οι μεγαλύτερες επιρροές του προέκυψαν από τις ήττες την 5ετία που μπήκε ως αθλητής στα ρινγκ, από το 1951 έως το 1956. Μπήκε στην πυγμαχία για να καταπολεμήσει το άσθμα του, με την προτροπή ενός προπονητή, οπότε άφησε στην άκρη τις μικροδουλειές που έκανε στη δικτατορική Κούβα: τα φιστίκια και τις εφημερίδες που πουλούσε, τα παπούτσια που γυάλιζε. Συνηθίζει να λέει στους επίδοξους πυγμάχους ότι “όποιο κι αν είναι το πρόβλημα υγείας που έχετε, θα περάσει αν ασχοληθείτε σοβαρά με το άθλημα”.
Χωρίς να έχει τελειώσει το δημοτικό, ο Σαγάρα ευτύχησε να βρει δουλειά στο υπουργείο Δημόσιας Υγείας και να πάρει το διδακτορικό του στη Φυσική Αγωγή. Το είχε δει το όνειρο, ακόμα κι αν από τους 120 αγώνες που συμμετείχε, δεν νίκησε παρά μόνο ένα μικρό ποσοστό. Όταν αποχώρησε, στα 20, το έκανε προς χάριν της δημιουργίας οικογένειας. Έπρεπε να βρει κανονική δουλειά. Αλλά ο προπονητής του δεν ήταν έτοιμος να δει τον Σαγάρα μακριά από τα ρινγκ. “Από τη στιγμή που πήρες την απόφαση να ασχοληθείς με το μεγάλο σπορ, να με θεωρείς βοηθό. Κοίτα… Δοκίμασε… Τόσο ξαφνικά αποφασίζεις;”
Αυτά τα λόγια τον έπεισαν να ξεκινήσει με την προπονητική, την οποία κιόλας θεωρούσε μοιραία για τη ζωή του ούτως ή άλλως. Οι συναντήσεις του, ενώ ήταν ακόμη εν ενεργεία πυγμάχος, με τον Σοβιετικό καθηγητή Κανσταντίν Γκρανταπαλόφ έδωσαν στο δεύτερο μια αίσθηση, την οποία δεν ντράπηκε να συμπεράνει φωναχτά: “Φαίνεται ότι μέσα σου κρύβεται ένας καλός προπονητής”. Παντρεύτηκε, λιγότερο από ένα χρόνο μετά, την κοπέλα που αγαπούσε από παιδί και έκαναν μία χαρούμενη οικογένεια, με τρεις γιους και μία κόρη: ουδείς εξ αυτών έγινε ολυμπιονίκης στην πυγμαχία. Μόνο ο πρώτος, που πήρε το όνομά του, ασχολήθηκε.
Εισήγε την ανθρωπιστική επιστήμη στην πυγμαχία, ώστε “ο αθλητής να ξέρει ποιον εκπροσωπεί. Τι αντιπροσωπεύει. Εκπροσωπώντας το αθλητικό κίνημα στην Κούβα παλεύεις για τη σημαία και, στη δική μας περίπτωση, την Επανάσταση. Για αυτό μας λένε, κιόλας, τους σημαιοφόρους του κουβανικού αθλητισμού”. Το μότο του ήταν και παραμένει “δεν ρίχνουμε μόνο μπουνιές εδώ”. Το “εδώ” είναι το Χολφέιν Κεσάδα, το καμπ στο Γκουαχάι, που έγινε το κέντρο της κουβανικής πυγμαχίας. Ο Σαγάρα μπορεί να έχει μία θεωρία, αλλά οι παραλλαγές της αφορούν στους ανθρώπους. Η πρόοδος που επιτυγχάνεται στον πυγμάχο, ο οποίος γίνεται πια υποψήφιος για μετάλλιο, είναι αποτέλεσμα δουλειάς χρόνου, συνειδητοποίησης ότι ο αθλητής και ο προπονητής είναι μία μονάδα και, έπειτα, ανάλυσης των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων κάθε αθλητή, ώστε να νιώθει την εύνοια στις δικές του συνθήκες. Τα συναισθηματικά ερεθίσματα και τα βιώματα είναι διαφορετικά, οπότε η μέθοδος του Σαγάρα ήταν πρωτοποριακή: ενασχόληση παιδαγωγική, ψυχολογική, βιολογική και ιατρική για και με τον πυγμάχο.
Το 1980 στη Μόσχα, ο Στίβενσον πήρε για 3η φορά το χρυσό μετάλλιο, κάτι που είχε κάνει ο Ούγγρος Λάζλο Παπ, από το 1948 έως το 1960. Ο επίγονός του, ο σπουδαίος Φέλιξ Σαβόν, ο οποίος είχε… κανονίσει τύπους όπως ο Σάνον Μπριγκς και ο Ντέιβιντ Τούα, αμφότεροι επαγγελματίες σοβαρής υπόστασης αργότερα, το επανέλαβε στη Βαρκελώνη, την Ατλάντα και το Σίδνεϊ, από το 1992 έως το 2000. Ο Σαγάρα έχει προπονήσει δεκάδες μυθικά ονόματα του παγκόσμιου μποξ: από τον Αντρές Αλντάμα και τον Αζκούι μέχρι τον Ζοέλ Κασαμαγιόρ και τον Μάριον Κίντελαν. Έχει προπονήσει ακόμα και τον Γκιγέρμο Ρίγκοντο, τον Κουβανό… αποστάτη, ‘χρυσό’ ολυμπιονίκη στο Σίδνεϊ και στην Αθήνα στην bantamweight, που έμοιαζε πιο… σίγουρη από τη βαρέων βαρών για τα γεροδεμένα παιδιά από την Καραϊβική. Ο Ρίγκοντο τους την… έκανε, αφού είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που έφυγε για τα ξένα, προκειμένου να γίνει επαγγελματίας. Αν κάποιος αμφέβαλλε για τη μέθοδο, είναι μια πειστική ένδειξη ότι είναι παγκόσμιος πρωταθλητής 3 κατηγοριών και ότι έχει ρεκόρ 20-1, μέχρι δηλαδή την ήττα από τον Βασίλ Λοματσένκο.
Όση περηφάνια παίρνει από τις ατέλειωτες νίκες, άλλη τόση και περισσότερη απολαμβάνει για τη φιλία του με τον Φιντέλ Κάστρο. Ο Σαγάρα λέει ότι πήγαινε συχνά στο προπονητικό κέντρο, φορούσε ακόμα και γάντια και ήταν φίλος με όλους τους αθλητές. Μόνο που ακόμα κι ο Κάστρο, ο οποίος ήταν δίπλα σε όλους τους αθλητές, δεν είχε πασαπόρτι και αυτό είναι η απόδειξη για το σκληρό χαρακτήρα του Σαγάρα. Τη μέρα των τελικών του μποξ στους Παναμερικανικούς Αγώνες του 1991, που φιλοξενήθηκαν στην Αβάνα, ο Φιντέλ ήθελε να δει τα παιδιά. Ο Σαγάρα έστειλε άνθρωπο να του πει ότι απαγορεύεται και όταν ο Κουβανός ηγέτης αναρωτήθηκε γιατί, βγήκε έξω από τα αποδυτήρια και του είπε: “Δεν πρέπει να σε δουν. Θα ενθουσιαστούν κι αυτό είναι κακό”. Ο Κάστρο γέλασε, τον αγκάλιασε, του είπε ότι συμφωνεί και εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι θα κερδίσει πολλά πολλά μετάλλια. Εκείνη τη μέρα οι Κουβανοί νίκησαν σε 11 από τους 12 τελικούς και, για πρώτη φορά στην ιστορία, μία χώρα ξεπέρασε τους Αμερικανούς στον πίνακα των μεταλλίων για την πυγμαχία.