Ντιέγκο Φορλάν: Ο τέλειος Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής
Ο Ντιέγκο Φορλάν λέει "αντίο" στο ποδόσφαιρο, έπειτα από μια μακρόχρονη καριέρα, η οποία συνδέθηκε κυρίως με την εθνική Ουρουγουάης.
Ξανθός, με κορδέλα στα μαλλιά και μάτια προς το μελί, ο Ντιέγκο Φορλάν οφείλει στον… ρατσισμό προς την έξοχη εμφάνιση το γεγονός ότι είναι υποτιμημένος ως αρχηγός της Ουρουγουάης. Εννιά χρόνια πριν αποφασίσει να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του, το 2010, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής, ήταν εκείνος ο εμπνευσμένος παίκτης με το περιβραχιόνιο. Αλλά η ελάχιστη πολεμική αύρα της κοψιάς του, την οποία δεν έσωζαν το θεληματικό πιγούνι και τα δόντια που έτριζαν από τη θέληση για νίκη και μάχη, δεν τον βάζουν σε κάποια κατηγορία από αυτές που βρίσκονται ο πρόγονός του, Ομπντούλιο Βαρέλα, ο Κάρλες Πουγιόλ, ακόμα και ποδοσφαιριστές που δεν ενσάρκωναν απολύτως το φύσει και θέσει, όπως ο Στίβεν Τζέραρντ, ο Ράιαν Γκιγκς, ο Φραντσέσκο Τότι.
Σε ό,τι αφορά το κοινό αίσθημα, στον Φορλάν δεν βρισκόταν εκκεντρικότητα. Ακόμα και σε σχέση με τους μεταγενέστερους Ουρουγουανούς, τον Έντισον Καβάνι και τον Λουίς Σουάρες, στον Φορλάν έμοιαζαν να λείπουν συστατικά, τα οποία θα τον καθιστούσαν δημοφιλή: ο πρώτος, αρχοντικός και με αρρενωπά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν περισσότερο σε Χιλιανό, βρήκε στη Νάπολι την κερήθρα της επαναστατικότητας που δεν έλειψε από τον ιταλικό νότο, συν ότι λογίζεται ως ένας επιθετικός από το πάνω ράφι και πανάκριβος. Ο δεύτερος είναι ποδοσφαιρικός… βίος και πολιτεία, περισσότερο από όλα, ειδικά τα χρόνια που ήταν νεαρός, υπακούει στο ορμέμφυτο και φυσικά το δείχνει, μια και το ένστικτο πρωτίστως αναδεικνύεται από αυτό που τρως και, συμβολικά, από αυτό που κάνει το στόμα σου.
Ο Φορλάν δεν ήταν αυτός ο τύπος. Έπαιζε ποδόσφαιρο. Μόνο ποδόσφαιρο. Ίσως φταίει το γεγονός ότι δεν πέτυχε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όταν πήγε το 2002 από την Ιντεπεντιέντε, αφού η δική του απόκτηση, που έγινε μάλλον εν κρυπτώ τον Γενάρη εκείνου του έτους, σχεδόν συνέπεσε με εκείνη του Ολλανδού Ρούουντ φαν Νίστελροϊ, του επιθετικού που έβαλε πιο γρήγορα από κάθε άλλον 50 γκολ στο αγγλικό πρωτάθλημα. Ο Ουρουγουανός τελείωσε με 17 γκολ σε 98 ματς, κάποια εκ των οποίων εντοπισμένα σε ένα εντυπωσιακό σερί παιχνιδιών με σκοράρισμα.
Ίσως φταίει ότι ήταν δεύτερο όνομα την εξόχως γόνιμη 3ετία του στη Βιγιαρεάλ, πίσω από τον Χουάν Ρομάν Ρικέλμε, ότι με την Ατλέτικο Μαδρίτης δεν κατόρθωσε να διεκδικήσει το Champions League, ότι η Ίντερ είναι η… Ίντερ, ένα ‘νεκροταφείο’ ποδοσφαιριστών, πριν χαθεί στα ασιατικά στενά, κάνει μία στάση στην ομάδα της πατρίδας του Πενιαρόλ (34 συμμετοχές, 8 γκολ) και τελικά αποφασίσει να αποχωρήσει ύστερα από 14 ματς με την Κίτσεε του Χονγκ Κονγκ, με τη φανέλα της οποίας πέτυχε 6 γκολ.
Στη Γιουνάιτεντ είχε 17 γκολ σε 98 ματς, στη Βιγιαρεάλ 59 σε 128, στην Ατλέτικο Μαδρίτης, με την οποία κατέκτησε το Europa League το 2010, σημειώνοντας και τα 2 γκολ στον τελικό με τη Φούλαμ που κρίθηκε στην παράταση (2-1), πέτυχε 96 σε 196. Και στην Ίντερ, 2 σε 20. Έπαιξε επίσης στη Σερέζο Οσάκα (19 σε 45), στην Ιντερνασιονάλ (22 σε 55) και στη Μουμπάι Σίτι (5 σε 12).
Όμως, ο Φορλάν ήταν ο τέλειος Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής. Το ότι ο κόσμος συνήθως δεν έβλεπε τα ραβασάκια που του έστελνε, προκειμένου να μιλήσει στην καρδιά του, τόσο το χειρότερο για τον κόσμο.
Με τη ‘σελέστε’
Υπάρχουν παίκτες που κυρίως τους θυμάσαι για την πορεία με την εθνική ομάδα. Ο Φορλάν είναι ένας εξ αυτών. Τον θυμάσαι για το πώς, στα 23 του, στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2002, πέτυχε ένα απίστευτο γκολ, με κοντρόλ στήθους και βολ πλανέ σε… μισό χρόνο, στο παιχνίδι με τη Σενεγάλη, που σηματοδότησε τη θαυμάσια επιστροφή των Ουρουγουανών, οι οποίοι βρέθηκαν πίσω 0-3 πριν ισοφαρίσουν 3-3 και ψάξουν με αξιώσεις για το γκολ που θα τους έδινε την πρόκριση στον επόμενο γύρο, ένα τέρμα που δεν ήρθε.
Ο ξανθός ποδοσφαιριστής έγινε ο αρχηγός της εθνικής ομάδας και μετέδωσε ένα αγαστό πάθος στους συμπαίκτες του για το τι σημαίνει. Δεν είχε σημασία η θέση και δεν είχε νόημα ο τρόπος, όχι, βέβαια, ότι θα χρησιμοποιούσε μακιαβελικά μέσα, αλλά ότι θα έκανε όντως ό,τι περνούσε από το χέρι του γι’ αυτήν την ομάδα.
Τα 12 χρόνια που έπαιξε, από τα 23 έως τα 35, σταματώντας μετά από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας, σε ένα αντίο τόσο φανερό, με τα 53 λεπτά στο ματς της φάσης των 16 με την μπριόζα και ταλαντούχα Κολομβία, τον χρόνο ενός γέρου με τιμητική συμμετοχή (και επειδή ο Σουάρες δάγκωσε τον Τζιόρτζιο Κιελίνι αφήνοντας ‘γυμνή’ την ομάδα του Όσκαρ Ταμπάρες σε ό,τι ήταν η δική του διοργάνωση ως τότε), ήταν από τα ωραιότερα στην εθνική ομάδα.
Ο Φορλάν δεν είχε καλό πόδι, όπως δεν είχε θέση στο γήπεδο. Συνήθως έπαιζε δεύτερος επιθετικός, αλλά στη Βιγιαρεάλ ήταν καθαρός επιθετικός, ενώ στη Γιουνάιτεντ δεν λογιζόταν ως φορ. Μπορούσε να σουτάρει με κάθε τρόπο και με κάθε πόδι. Το εκπληκτικό γκολ στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2010 με την Ολλανδία έρχεται με ένα φαλτσαριστό σουτ με το αριστερό, το θαυμάσιο γυριστό στον μικρό τελικό με τη Γερμανία με το δεξί, όπως και το θεσπέσιο φάουλ στον ιστορικό προημιτελικό με την Γκάνα αλλά και εκείνη η οπτασία στην πρεμιέρα με τη Νότια Αφρική. Μαζί με το πέναλτι στο πρώτο παιχνίδι έφτασε τα 5 γκολ και πήρε το ‘Χρυσό Παπούτσι’ της διοργάνωσης, μιας και ουδείς άλλος θα έβαζε περισσότερα.
Στιβαρός στο γήπεδο, ο Φορλάν δεν κρυβόταν από την ευθύνη. Δεν ήταν ότι την επιζητούσε με ματαιοδοξία εκεί που βρισκόταν ή ότι θα εμφανιζόταν σαν σούπερ ήρωας, ανακουφίζοντας τους υπολοίπους, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να την αναλάβει, όταν αυτή βρισκόταν. Ειδικά με τη γαλάζια ομάδα, θα ήταν έκπληξη αν δεν ερχόταν. Κι ήταν καθήκον του, ιερό μάλιστα, να βρίσκεται εκεί, χωρίς να σημαίνει ότι ήταν πολεμοχαρής.
Αυτό έφερε και την εμπιστοσύνη, αλλά και το διαμέτρημα της προσωπικότητας, η έλλειψη της οποίας φαίνεται τα χρόνια που λείπει από τους Ουρουγουανούς. Ήταν τα τρεξίματά του που υποδήλωναν την αυταπάρνηση, πώς πήγαινε και μάζευε τις μπάλες από τα πλάγια για να δημιουργήσει, πώς έψαχνε κάποια μακρινή μπαλιά ή το ίδιο το πόδι του, για να εξαπολύσει ένα από εκείνα τα σουτ του τρίτου δαχτύλου, αυτά που η μπάλα αλλάζει πορεία στον αέρα, χωρίς να έχει απαραιτήτως κάποια φάλτσα, για να ξεγελάσει τον τερματοφύλακα.
Ο Φορλάν ήταν, εν τέλει, ένας αρχηγός μιας μοναδικής εθνικής ομάδας, που σεβόταν τον εαυτό του. Τα 36 γκολ σε 118 συμμετοχές, αν λένε κάποια αλήθεια, διατυπώνουν μόνο ένα μικρό μέρος της. Δεν έχει υπάρξει μεγάλος αρχηγός της ‘σελέστε’ που να μην έχει σηκώσει πρώτος το τρόπαιο του Copa America. Από τον Χοσέ Πιεντιμπιένε και τον Έκτορ Σκαρόνε, ως τον Βαρέλα και τον Ένσο Φρανσέσκολι. Ο ξανθός αρχηγός οδήγησε την Ουρουγουάη στην κατάκτηση του 2011, μέσα στο ‘λάκκο των λεόντων’. Απέκλεισε την οικοδέσποινα Αργεντινή στα προημιτελικά στα πέναλτι, πέρασε το Περού στα ημιτελικά και στον τελικό έβαλε τα 2 από τα 3 γκολ της Ουρουγουάης, στο 3-0 επί της Παραγουάης. Έτσι, ξεπλήρωσε ενδεχομένως και την οφειλή του για το χαμένο πέναλτι στον ημιτελικό με τη Βραζιλία στη διαδικασία της Βενεζουέλας, όταν και πάλι ο Πάμπλο Γκαρσία θα μπορούσε να τους έχει δώσει την πρόκριση, 4 χρόνια πριν.
Ύστερα από 21 χρόνια καριέρας, τα παπούτσια του κρεμάει ο τέλειος Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής. Όμορφος, παθιασμένος, άφοβος, έτοιμος να αρπάξει, τα καλά χρόνια του, την πρόκληση. Κι αν το τετριμμένο “το ποδόσφαιρο θα γίνει φτωχότερο” δεν ισχύει σε αυτήν την περίπτωση, αυτή η μικρή χώρα μπορεί να συγκινείται που ένας από τους Θεούς της, με τη μεγάλη καρδιά που ποτέ δεν έγινε διαφήμιση παπουτσιών, μπορεί τώρα να αναπαύεται με την οικογένειά του. Πιθανότατα, όπως κάνουν όλοι οι σπουδαίοι Ουρουγουανοί, μακριά από τα μάτια των πολλών και σεμνά, όπως η ίδια η φυσιογνωμία του στο γήπεδο υπαγόρευε.
Ήταν καλύτερος του Φαν Ντάικ ο Μέσι πέρυσι; Η απάντηση στο Pod-όσφαιρο: