Νέοι, ωραίοι, αλλά πότε θα παίξουν;
Καλοί οι έφηβοι, αλλά όλο και πιο σπάνια μπαίνουν κατευθείαν στις ανδρικές ομάδες. Το Ζαν Πρες και ο Γιάννης Φιλέρης ψάχνουν τις απαντήσεις μέσω του ομοσπονδιακού προπονητή Γιώργου Λιμνιάτη που αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό! Σε τι φταίνε ατζέντηδες, γονείς και... νίκες.
O Ολυμπιακός κατέκτησε για δεύτερη φορά το πρωτάθλημα εφήβων στο μπάσκετ και βλέποντας τις πανηγυρικές φωτογραφίες αλλά και εκείνες με τους κορυφαίους του ωραίου τουρνουά στην Ελευθερούπολη, το πρώτο ερώτημα που βγαίνει αβίαστα είναι το ‘πόσα από αυτά τα παιδιά, θα παίζουν σε ένα-δύο, τρία χρόνια, στην Basket League‘. Όχι τόσο ο Ποκουσέφσκι (κεντρική φωτο) ο οποίος είναι και το μεγαλύτερο πρότζεκτ όσο οι υπόλοιποι νεαροί που ξεχώρισαν…
Η απάντηση δεν είναι εύκολη και οι λόγοι είναι παραπάνω από ένας και φυσικά δεν αφορά την φετινή, ή την περσινή φουρνιά. Ισχύει τα τελευταία χρόνια και είναι ένας γενικότερος προβληματισμός που υπάρχει στο ελληνικό μπάσκετ.
Θα προσπαθήσουμε να τον αποκωδικοποιήσουμε με τη βοήθεια του Γιώργου Λιμνιάτη, προπονητή της Εθνικής νέων (Under 19) που έχει ασχοληθεί πολλά χρόνια με τις υποδομές, γνωρίζει καλά τις ιδιαιτερότητες των ηλικιών, αλλά και ο ίδιος όταν ήταν έφηβος, έκανε τα ίδια όνειρα με τους παίκτες που τώρα προπονεί.
” Μόνο, που τότε ήταν αλλιώτικα τα πράγματα, γενικώς…”, δηλώνει. Αν σκεφτούμε έναν 18χρονο το 1990 και έναν τώρα, οι διαφορές -σε όλα τα επίπεδα- είναι τεράστιες.
“Το πρόγραμμα των παιδιών τώρα, είναι φορτωμένο. Τόσο πολύ, που καμιά φορά απορείς αν πράγματι τους μένουν δυο-τρεις ώρες ελεύθερες την ημέρα. Αλλά και η δομή των χαρακτήρων και δεν το λέω με την κακή έννοια είναι αλλιώτικη. Τα σημερινά παιδιά είναι λίγο πιο light. Εμείς παίρναμε μια μπάλα και ξεχνιόμασταν στην παιδική χαρά. Παίζαμε, μαθαίναμε, γινόμασταν καλύτεροι μέσα στο γήπεδο, παίζοντας διπλά, μονά ή καμιά φορά και μόνοι μας”, προσθέτει ο 48χρονος προπονητής.
Έχει δίκιο. Και όλα αυτά που λέει δεν ίσχυαν μόνο για τους παίκτες που κάποια στιγμή θα άφηναν την παιδική χαρά για να κάνουν καριέρα, αλλά για όλα τα παιδιά, που αγάπησαν το μπάσκετ παίζοντας ερασιτεχνικά και διασκεδάζοντας μια μια μπάλα στα χέρια.
Κάπως έτσι οι νεαροί που είχαν και δελτίο σε ένα σύλλογο, κάποια στιγμή έκαναν τη διασκέδασή τους… επάγγελμα. Εκεί γύρω στα 18, οι καλοί παίκτες έμοιαζαν έτοιμοι να συνεχίσουν στο ‘ανδρικό’. Και οι προπονητές τους εμπιστεύονταν.
Πρώτα ο μάνατζερ, μετά ο γονιός
Ήταν, βέβαια, και μια άλλη εποχή. Οι γονείς έμεναν μακριά από τα γήπεδα, οι ατζέντηδες δεν υπήρχαν (ή δεν είχαν την πρεμούρα να ασχοληθούν με τα παιδιά των υποδομών) και οι ατομικές προπονήσεις γίνονταν συνήθως μετά την κανονική όλων των παικτών.
“Εντάξει, άλλα χρόνια τότε. Μαθαίναμε μέσα από τη διαδικασία του παιχνιδιού. Τώρα, από 13 χρονών ένα ταλαντούχο παιδί έχει μάνατζερ, οι γονείς στο πρόσωπό του βλέπουν μια επένδυση που θα κάνει τη ζωή τους καλύτερη, οι προπονητές βγάζουν χρήματα κάνοντας ατομικές προπονήσεις και κανείς δεν … πάει στην παιδική χαρά”, λέει ο Λιμνιάτης.
Και είναι τόσο κακή η παρουσία ενός ατζέντη, ή αγωνία που θα έχει ένας γονιός, αν το παιδί του έχει προοπτική; ” Μα έτσι το παιδί δεν χαίρεται το μπάσκετ. Αγχώνεται, μπαίνουν πράγματα στο κεφάλι του, που ενδεχομένως να μην ισχύουν. Όταν είσαι 13, 14 και 15 χρονών, το μπάσκετ πρέπει να σε ευχαριστεί. Εμείς προσθέτουμε ευθύνες και άγχος στο παιδί, ενώ το πάμε στο μπάσκετ, ας πούμε για να ξεφύγει από τα μαθήματα. Να ξεδώσει. Ε, δεν μπορεί να του βάζουμε και έναν μάνατζερ.
Κάπως έτσι ‘χαλάμε’ τα μυαλά και κυρίως δεν δίνουμε χρόνο στα ταλέντα”.
Στην Α2 και κάτω αποθεώνονται οι βετεράνοι
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Με τους ατζέντηδες να ‘προασπίζονται’ τα συμφέροντά τους και τους γονείς να ονειρεύονται τον ‘επόμενο Σπανούλη’, υπάρχει η αίσθηση ότι όλοι οι καλοί πρέπει να πάνε σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, απαξιώνοντας τις υπόλοιπες ομάδες της Basket League, πολύ περισσότερο εκείνες της Α2.
” Μα οι μικρότερες κατηγορίες, που παλιότερα ήταν το φυτώριο των νέων παιδιών, στηρίζονταν οι ομάδες σε αυτά, είναι πλέον η λατρεία των βετεράνων. Δείτε όλες τις ομάδες, που πρωταγωνιστούν. Οι περισσότερες στηρίζονται σε παίκτες μεγάλων ηλικιών, που κάνουν περίπατο, γιατί νιώθουν και είναι καλύτεροι, αφού δεν υπάρχουν νεότεροι να τους ανταγωνιστούν.
Γι’ αυτό στην Β’ Εθνική είναι πρώτος σκόρερ ο Κουτρούλιας, ενώ ο Γκαγκαλούδης και ο Μίχαλος βάζουν 40 πόντους”, σχολιάζει ο Λιμνιάτης και συνεχίζει: ” Ναι, όλοι θέλουν να πάνε σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, χωρίς να βλέπουν ότι για να παίξεις εκεί, είναι θέμα συγκυριών, ξεχωριστών συνθηκών κλπ. Όμως, όλα τα νέα παιδιά, που πέτυχαν να καθιερωθούν, δεν ξεκίνησαν κατευθείαν από τους δυο μεγάλους.
Ο Σλούκας έγινε παίκτης Α1 όταν μετακόμισε στον Άρη, ο Παπανικολάου επίσης, ο Μάντζαρης μετακόμισε στον Ολυμπιακό από το Περιστέρι. Για να πάμε και πιο πίσω. Ο Πρίντεζης έκανε αγροτικό στη Λάρισα για να ανέβει ένα επίπεδο, ο Τσαρτσαρής έφτασε μέχρι την… Ισλανδία για να πάρει παραστάσεις, ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης έκαναν τη λογική διαδρομή ιδιαίτερη πατρίδα, μια ομάδα μικρομεσαία (Ηρακλής-Μαρούσι) μέχρι να πάρουν μεταγραφή στον Παναθηναϊκό.
Χωρίς παιχνίδια δεν γίνεσαι καλός πουθενά. Είναι ωραίο να προπονείσαι με μεγάλους παίκτες, Έλληνες και ξένους, η ουσία όμως είναι να παίξεις. Και στα μεγάλα κλαμπ δεν είναι εύκολο να σε βάλουν ακόμη και σε ένα θεωρητικά μικρής σημασίας παιχνίδι”.
Αυτοσκοπός η νίκη και όχι η παραγωγή
Ο ομοσπονδιακός προπονητής θα θέσει και το θέμα της… νίκης. ” Καταλαβαίνω μια εφηβική ομάδα να παίζει ζώνη, γιατί ετοιμάζει τους παίκτες της έτσι ώστε να ενταχθούν στο υψηλότερο επίπεδο. Αυτό που δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω είναι ο αυτοσκοπός της νίκης. Όχι τόσο στους εφήβους, όσο στις μικρότερες κατηγορίες. Αυτοσκοπός δεν μπορεί να είναι η νίκη, χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία της,αλλά η ανάδειξη νέων παιδιών. Αυτών που κάποια στιγμή θα επανδρώσουν τη μεγάλη ομάδα.
Η νοοτροπία να κερδίσουμε, έχει διαπεράσει τους πάντες. Και τους γονείς και τους προπονητές. Έχουν έρθει πολλοί πατεράδες ή μανάδες να μου πουν ‘κακή ομάδα η τάδε, ήταν το παιδί στο παιδικό αλλά δεν κερδίζαμε κιόλας, καταλαβαίνεις, λίγα πράγματα’. Πάνε, λοιπόν, στη δείνα ομάδα, όπου ο προπονητής κάνει δέκα ώρες τακτική, ξεχνώντας τα βασικά γιατί πρέπει να πάρει τις νίκες, να είναι ευχαριστημένοι όλοι”.
Τι κάνει, λοιπόν, ένας προπονητής Εθνικής Ομάδας όταν μαζεύει τους θεωρητικά καλύτερους παίκτες για ένα σπουδαίο τουρνουά; Ο Λιμνιάτης έχει σαν πρώτο στόχο “να τους προσγειώσω, γιατί πολλές φορές πιστεύουν ότι είναι κάτι που δεν συμφωνεί με την πραγματικότητα. Θέλει δουλειά κάτι τέτοιο, ειδικά όταν πρέπει να αλλάξεις μυαλά.
Μην απελπιζόμαστε ωστόσο, γιατί εκτός του ότι υπάρχουν παιδιά που καταλαβαίνουν τι πρέπει να κάνουν, το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό μας αλλά υφίσταται σε διεθνές επίπεδο. Μιλάω πολλές φορές με τους προπονητές των άλλων εθνικών ομάδων των μικρών ηλικιών και εκφράζουν ακριβώς τον ίδιο προβληματισμό. Δεν μπορεί η Εθνική Κροατίας των εφήβων, για παράδειγμα, να έχει βασικό πλέι-μέικερ ένα παιδί ύψους 1.80!”
Σωστό το τελευταίο. Άλλωστε ατζέντηδες και περίεργοι γονείς δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν μόνο στη χώρα μας…