Μουντομπάσκετ 2006: Η καλύτερη Εθνική ομάδα
Ο Γιαννης Φιλέρης θυμάται ξανά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006, ξαναταξιδεύει στην Ιαπωνία, ζει έναν-έναν τους αγώνες και βγάζει το καπέλο σε μια τέλεια ομάδα μέσα κι έξω από το γήπεδο. Κι ας έχασε στον τελικό με 27 πόντους!
Το βιβλίο του ελληνικού μπάσκετ είναι γνωστό ότι έχει εκατοντάδες σελίδες επιτυχιών. Μικρές, μεγάλες, μέγιστες. Αν υποθέσουμε ότι το Ευρωμπάσκετ ’87 είναι το πρώτο κεφάλαιο, αμέσως μετά θα πρέπει να βάλουμε το 2006. Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιαπωνίας. Αυτή η διετία (2005-2006) ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί, εκεί κοντά στη συμπλήρωση της 20ετίας από το θαύμα του ΣΕΦ.
Τα θεμέλια είχαν μπει το 2004 όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης ανέλαβε ξανά τα ηνία της Εθνικής Ελλάδας κι αφού ο προηγούμενος ομοσπονδιακός (Γιάννης Ιωαννίδης) είχε εμπλακεί με την πολιτική και το ασυμβίβαστο να είναι βουλευτής-προπονητής. Ο ‘δράκος’ δεν αρνήθηκε την πρόκληση. Πολλοί δεν το κατάλαβαν, αλλά το καλοκαίρι του 2004 όλα άλλαζαν στην Εθνική ομάδα, έστω κι αν η 5η θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν έλεγε πολλά πράγματα στους συνήθως επηρμένους νεοέλληνες μπασκετόφιλους.
Πριν από 2 χρόνια, λίγο πριν ξεκινήσει το Ευρωμπάσκετ 2004, είχα μιλήσει με τον Νίκο Ζήση, που παραδεχόταν: “Ο κόουτς Γιαννάκης ήρθε τότε, εκείνο το καλοκαίρι, και τα άλλαξε όλα. Παρένθεση: Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την προετοιμασία. Πρέπει να ξεκινήσαμε 10 εβδομάδες πριν. Είχαμε πάει στο Μέτσοβο, θυμάμαι τα πάντα. Είχαμε αρχίσει, ενώ η Εθνική ποδοσφαίρου έπαιζε στον ημιτελικό του Euro 2004, γιατί είχαμε δει όλοι μαζί το παιχνίδι. Τρομερή προετοιμασία, σου λέω. Με 20 παίκτες. Δεν ήταν όπως τώρα, που λίγο πολύ ο προπονητής έχει στο μυαλό του τον κορμό και κάνει απλές προσθαφαιρέσεις. Τότε σκοτωνόμαστε όλοι, για μια θέση. Ειδικά το καλοκαίρι εκείνο”.
Ο Γιαννάκης έβαζε στην ομάδα του ’04, εκτός του Ζήση και τους Βασίλη Σπανούλη, Κώστα Τσαρτσαρή. Δεν δίστασε να πάρει σκληρές αποφάσεις, όπως όταν ανακοίνωσε το κόψιμο του Ευθύμη Ρεντζιά από τη δωδεκάδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Έναν χρόνο αργότερα, στο Βελιγράδι, ήταν ακόμη πιο ‘δυναμικός’ καθώς ‘έκοψε’ Φραγκίσκο Αλβέρτη και Δημήτρη Παπανικολάου. Η Εθνική είχε μπει για τα καλά στη νέα εποχή, με τον προπονητή να κινεί τα νήματα και μέσα στο παρκέ μια ομάδα να εκφράζει τα … ‘θέλω’ του. Το χρυσό μετάλλιο στο Βελιγράδι επιβεβαίωσε με απόλυτο τρόπο ότι το ‘σύστημα Γιαννάκη’ πετύχαινε πράγματα και θαύματα. Τόσο μεγάλα, όσο και η νίκη έναν χρόνο αργότερα επί των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στον τελευταίο (από τότε) αγώνα που έχασε η Team USA σε μεγάλη διεθνή διοργάνωση.
Σοφοκλή, έλα κι εσύ…
Η ομάδα είχε βρει τον κορμό της. Δεν υπήρχε παίκτης, που να μην προσφέρει -όταν έμπαινε στο γήπεδο- ό,τι είχε και δεν είχε. Η τετράδα των περιφερειακών, ασυναγώνιστη. Θοδωρής Παπαλουκάς, Δημήτρης Διαμαντίδης, Σπανούλης, Ζήσης. Διαβάζεται και ανάποδα, το ίδιο κάνει. Πέμπτος, αλλά καθόλου αμελητέος ήταν ένας παίκτης του διαμετρήματος του Νίκου Χατζηβρέττα. Όταν χρειάστηκε (εναντίον της Βραζιλίας στην παράταση) έβαλε 14 πόντους. Έχοντας τους δίμετρους γκαρντ στη διάθεσή του, άρα και την επιλογή να παίζει αρκετή ώρα με 3 κοντούς, είχε ως βασικό τριάρι τον αρχηγό Μιχάλη Κακιούζη, με μπακ-απ τον Παναγιώτη Βασιλόπουλο. Ο Αντώνης Φώτσης και ο Τσαρτσαρής στο ‘4’, ο Δήμος Ντικούδης ενδιάμεσα και ο Λάζαρος Παπαδόπουλος με τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη στο ‘5’, συγκροτούσαν τη φροντ-λάιν. Ασυναγώνιστη!
Ο Γιαννάκης είχε σαν κολόνα τον Παπαδόπουλο, που ήταν από τους κορυφαίους της ομάδας το ’05, αλλά έφτιαξε ένα τρομερό δίδυμο, όταν λίγο πριν από την αναχώρηση για την Ιαπωνία, επέλεξε τον Σχορτσιανίτη για να συμπληρώσει τη δωδεκάδα. Ο ‘Σόφο’ προερχόταν από την πρώτη καλή χρονιά του στον Ολυμπιακό, είχε γυμναστεί πάρα πολύ και στην Εθνική ο Γιαννάκης του έδινε μια τεράστια ευκαιρία. Την άρπαξε, άσχετα αν δεν την κράτησε σφιχτά στα χέρια του, τα επόμενα χρόνια. Το 2006 ήταν 21 ετών, είχε όλο τον κόσμο δικό του και οι Αμερικανοί έτριβαν τα μάτια τους, με τον ‘Baby Shaq’, που στο περίφημο 101-95 ολοκλήρωνε όλα τα πικ εν ρολ, σκοράροντας 17 πόντους (6/7 δίποντα) με μοναδικό τρόπο απέναντι σε Ντουάιτ Χάουαρντ και Κρις Μπος!
Ο Σχορτσιανίτης, ή ο “σέντερ-μπετονιέρα”, όπως τον είχε παρομοιάσει, ο Φίλιππος Συρίγος, ήταν από την αρχή ενθουσιασμένος. Ο Γιάννης Παπαγεωργίου, γυμναστής της ομάδας, θυμόταν πόσο είχε λάμψει το πρόσωπό του όταν έβγαζε με άνεση την προπόνηση. “Τρέχω σαν ατμομηχανή, Γιάννη”, φώναζε.
Όλοι στα καλύτερά τους
Ο ‘Σόφο’ ολοκλήρωσε το παζλ, σε μια ομάδα που ήταν ένας-κι ένας. Κι όλοι στα καλύτερά τους. Ο Σπανούλης είχε συμφωνήσει με τους Χιούστον Ρόκετς, ο Παπαλουκάς είχε αναδειχθεί MVP του Final Four της Πράγας, ο Διαμαντίδης περνούσε στην ωριμότερη φάση της καριέρας του, ο Κακιούζης πρωταγωνιστούσε με την Μπαρτσελόνα, ο Παπαδόπουλος ήταν βασικό στέλεχος της Ντιναμό Μόσχας. Και έξω από το παρκέ, όμως όλα λειτουργούσαν υποδειγματικά. Το προπονητικό επιτελείο, ο Γιώργος Κολοκυθάς, ο Νίκος Φιλίππου και ο Συρίγος σε ρόλο εκπροσώπου Τύπου. Καμιά φορά, σκέφτομαι ότι μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να χαλάσουμε από μόνοι μας ένα τέτοιο τιμ. Έναν χρόνο μετά, στην Ισπανία, λες και δεν είχαμε άλλη δουλειά, τρώγαμε τις σάρκες μας. Κρίμα…
Από τη Χαμαμάτσου στη Σαϊτάμα
Το ταξίδι στην Ιαπωνία δεν ήταν εύκολο, ειδικά για έναν μοναχικό ταξιδιώτη, όπως η αφεντιά μου που υποχρεώθηκε να περάσει 13 ώρες στην πτήση Παρίσι-Τόκιο, δίπλα σε ένα ζευγάρι Ιαπώνων, οι οποίοι έπεσαν για ύπνο, με το που κάθισαν στις θέσεις τους! Η Χαμαμάτσου, 260 χιλιόμετρα από το Τόκιο, μια σχετικά μικρή πόλη, αρκετά απλωμένη και καυτή. Εκεί εδρεύουν εταιρείες όπως η Yamaha και η Suzuki, εκεί ιδρύθηκε η Honda. Η ωραιότερη εμπειρία ήταν το διαστημικό τρένο, που με πήγε (με 300 χιλιόμετρα την ώρα) από την πρωτεύουσα στη Χαμαμάτσου. Σε μια στιγμή νομίζω ότι ονειρεύομαι, γιατί θαυμάζοντας την οργιώδη γιαπωνέζικη φύση, βλέπω απο πάνω μου ένα άλλο τρένο. Αλήθεια ήταν! Μετά άρχισαν τα προβλήματα. Πρώτη κρυάδα το ότι να πάρω ασύρματο ιντερνετ κόστιζε… 300 ευρώ. “Στην αρχή ήθελαν τα τριπλάσια”, μου είπε για να με ησυχάσει περισσότερο, ο τότε υπεύθυνος επικοινωνίας της FIBA, Φλόριαν Βάνινγκερ.
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα τότε ήταν ένας μικρός μαραθώνιος. Πέντε ματς σε διάστημα 6 ημερών και με εξαίρεση την πρεμιέρα κόντρα στο Κατάρ, όλα τα άλλα ντέρμπι. Η πορεία γεμάτη από συγκινήσεις, σουτ της τελευταίας στιγμής και ξενύχτι στο νοσοκομείο, γιατί ο Βαρεζάο είχε σπάσει τη μύτη του Ζήση και την αίσθηση ότι η καλή νεράιδα που μας είχε αγαπήσει το 2005, δεν επρόκειτο να μας αφήσει ποτέ. Το ραβδάκι της, βέβαια, το κουνούσαμε κι εμείς. Μετά από το Κατάρ, ήρθε η Λιθουανία του Άρβιντας Ματσιγιάουσκας (είχε υπογράψει στον Ολυμπιακό) και η αγχωτική (αλλά πολύτιμη) νίκη στην παράταση (81-76). O ‘Μάτσε’ αστόχησε σε ελεύθερο τρίποντο, το 69-69 παρέμεινε και η ελληνική ομάδα επικράτησε στην έξτρα περίοδο.
Πες μας Δημήτρη, τι έγινε…
Με την Αυστραλία, πρώτα ο Φώτσης και μετά ο Ζήσης έστελναν του Αυστραλούς αδιάβαστους, καθώς 9” πριν από το τέλος, οι ‘Μπούμερς’ είχαν προηγηθεί 69-66. Θυμηθείτε:
Στη Μικτή Ζώνη, ο Ζήσης κάνει δηλώσεις για το τρίποντο της νίκης. Μετά είναι η σειρά του Φώτση, που αντί να κάνει δηλώσεις, ρώτησε με νόημα τον διερχόμενο Διαμαντίδη:“Έλα ρε Δημήτρη, πες εσύ τι γίνεται με αυτή την ομάδα και κερδίζει συνέχεια;” Ο Διαμαντίδης αιφνιδιάζεται, αναρωτιέται τι λέει πάλι ο τρελός και απαντάει: “Πού να ξέρω ρε παιδιά“. Ο Φώτσης ρίχνει την ατάκα: “Ε, άμα δεν ξέρεις εσύ, τότε ποιος;” Το θαύμα της ‘Μπεογκράτσκα Αρένα’ εναντίον της Γαλλίας ήταν νωπό. Μόνο που αυτήν τη φορά, στη Χαμαμάτσου το βλέπαμε εις διπλούν. Ο Φώτσης, από την πλευρά του, τσακωνόταν με τον Παπαδόπουλο για διάφορα θέματα, όπως το ποια είναι η μεγαλύτερη… διαφορά ώρας, που υπάρχει στον κόσμο.
To τρίποντο του Χατζηβρέττα
Με 3/3, η ελληνική ομάδα άρχισε να κάνει υπολογισμούς τι τη συνέφερε να τερματίσει. Έτσι είμαστε. Προτρέχουμε πάντοτε. Ο αείμνηστος Κολοκυθάς κάπνιζε το πούρο του και αναρωτιόταν πριν από το τζάμπολ: “Σήμερα με ποιον τρόπο θα κερδίσουμε;” Η δολοφονική αγκωνιά του Βαρεζάο στον Ζήση, ενώ η Ελλάδα προηγείται με 14 πόντους, πεισμώνει στην αρχή την ομάδα, που φτάνει τη διαφορά στο +20, αλλά η ‘σελεσάο’ εκμεταλλεύεται την αναστάτωση και κυρίως τα λάθη των Ελλήνων, κάνοντας ένα εντυπωσιακό 26-4, καλύπτοντας το χάντικαπ. Ένα σουτ του Τιάγκο Σπλίτερ και ένα λέι-απ του μακρυμάλλη (και 25 ετών τότε) Μαρσελίνιο Χουέρτας κάνουν το σκορ 72-69, 3:37 πριν από το τέλος. Ο Χατζηβρέττας δίνει τη λύση ισοφαρίζοντας 72-72 και τελικά νικάμε 91-80.
Ο Βαρεζάο ψελλίζει ένα “συγγνώμη” στα αποδυτήρια, ο Ζήσης ξημερώνει στο νοσοκομείο της Χαμαμάτσου και οι γιατροί κουνάνε το κεφάλι τους, όταν οι άνθρωποι της ομάδας ρωτάνε “αν υπάρχει περίπτωση να ξαναπαίξει”. Το κάταγμα στο ζυγωματικό, δεν επιτρέπει τέτοια αισιοδοξία. Η ομάδα επισκέπτεται τον Νίκο το άλλο πρωί. Από δω και στο εξής, όλοι θα παίζουν και γι’ αυτόν.
Ρεπετισιόν με… Σπανούλη και Τόκιο
Με τον ίδιο τρόπο (ένα τρίποντο στο ίδιο χρονικό διάστημα με το σκορ στο 69-69), η Ελλάδα ρίχνει την Τουρκία στο καναβάτσο. Δράστης ο Σπανούλης, που κάνει το 72-69, 3 λεπτά πριν από το τέλος. Οι Τούρκοι δεν θα ξαναβάλουν καλάθι, ο Παπαδόπουλος θα τελειώσει το ματς με 17 πόντους (8/12 δίποντα) . Άλλους τόσους βάζει ο Κακιούζης και ετοιμαζόμαστε για Τόκιο. Το πούλμαν που μας μετέφερε έκανε 5 ώρες. Κάπως έτσι είχα περιγράψει το ταξιδάκι: “Planet Tokyo! Οι υποχρεωτικές στάσεις στους… γιαπωνέζικους ‘Λεβέντηδες’, ξεκούρασαν λίγο τα ταλαιπωρημένα μέλη μας κι αφού περάσαμε από την ιαπωνική ενδοχώρα και το ηφαίστειο Φούτζι (κρυμμένο ψηλά, στον ομιχλώδη ουρανό, για να τρομάζει ακόμη περισσότερο), πατήσαμε γκάζι (λέμε τώρα, οι Ιάπωνες δεν τρέχουν) με προορισμό μια από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου.
‘Θα κάνουμε ακόμη 2 ωρίτσες’, μας είπε ο ευγενέστατος συνοδός, λίγο πριν από την τελευταία στάση. ‘Ναι, αλλά αν είδα καλά, η απόσταση δεν είναι πάνω από 40 χιλιόμετρα’, του απαντάμε. Μας κοιτάει χαμογελώντας στωικά και αποφαίνεται: ‘Tokyo my friend! Δηλαδή; Μια ώρα (και βάλε) για να περάσουμε έναν από τους εκατοντάδες περιφερειακούς, με τον ίδιο δρόμο να ξεδιπλώνεται σαν… φίδι, από τα 40 μέτρα ύψος, μέχρι σε υπόγεια τούνελ. Σημειωτόν κι όποιος αντέξει. Επίσης, όποιος ξαναπεί ότι έχει κίνηση η Αθήνα, δεν ξέρει τι του γίνεται. Δεξιά κι αριστερά των δρόμων που διακλαδώνονται, ένας Θεός ξέρει πώς και πόσο πολύπλοκα (οι περισσότεροι οδηγοί, είχαν δίπλα τους και τους απαραίτητους χάρτες), σε κάθε ελεύθερη σπιθαμή, ογκώδη κτίρια. Ουρανοξύστες και πολυκατοικίες, που φιλοξενούν μέχρι και 2.000 ανθρώπους, γραφεία με Ιάπωνες σκυμμένους μπροστά σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ούτε ένα τετραγωνικό ελεύθερο”.
“Φέρε για… 16” (πριν πάμε στους 4)
Η Σαϊτάμα, ένα προάστιο του Τόκιο, φιλοξενεί την τελική φάση. Η καθημερινή διαδρομή με το μετρό, μια πραγματική εμπειρία, καθώς ανακαλύπτω ότι στα βαγόνια, εκτός από… πολικό ψύχος (το air condition πρέπει να έμπαινε μάξιμουμ στους 19 βαθμούς) οι μισοί έπαιζαν παιχνίδια στο κινητό τους κι οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Μια μέρα, ένας φίλτατος Ιάπωνας κοιμήθηκε κρεμασμένος από τη χειρολαβή.
Η διαφορά της ώρας (6 ώρες μπροστά εδώ στην Ελλάδα) μας δίνει άνεση χρόνου, τη δυνατότητα να γνωρίσουμε το Τόκιο λίγο καλύτερα, αν και αναγκαζόμαστε να τρώμε σε μια πιτσαρία που λειτουργεί μέχρι αργά το βράδυ. Σε ένα από τα ρεπό, πάντως, επισκεπτόμεθα ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο. Τέσσερις νοματαίοι, παραγγέλνουμε κρέας. Ο ευγενέστατος σερβιτόρος κάνει την απαραίτητη γιαπωνέζικη υπόκλιση και επιστρέφει να μας σερβίρει 4 πιατάκια, με ένα κομματάκι κρέας στη μέση. Κοιταζόμαστε με απορία και κάνουμε την ερώτηση: “Αυτό είναι για… 4;” “Ναι”, απαντάει ο Ιάπωνας. “Ε, τότε φέρε για… 16”, του απαντάμε, χωρίς να γελάσουμε, για να το πάρει στα σοβαρά και να μη μείνουμε νηστικοί!
Πηγαίνοντας στη Σαϊτάμα με 5/5, η Εθνική ομάδα πλέον είχε βρει ρυθμό. Είχε ‘γιγαντωθεί’ από τις μεγάλες νίκες της 1ης φάσης, με τον δρόμο για την 4άδα, να έχει εν αρχή δυο εμπόδια. “Βουνό ήταν, ρε παιδιά. Δεν σπρώχνεται με τίποτε”, μονολογεί ο Σχορτσιανίτης, αμέσως μετά από την ‘εμπειρία’ του Γιάο Μινγκ. Η Κίνα του Γιόνας Καζλάουσκας έχει φιλοδοξίες και τον κορυφαίο Κινέζο μπασκετμπολίστα όλων των εποχών, όμως, ένα σπουδαίο 2ο δεκάλεπτο, ο τρομερός Παπαλουκάς (19 πόντους, 6 ασίστ) και ο ορεξάτος Σπανούλης φτάνουν (μαζί με τον ‘Σόφο’) να διαλύσουν τους Ασιάτες με 95-64. Αυτήν τη φορά, η Εθνική δεν χάνει τη διαφορά, πατάει πολύ γερά και ενθουσιάζει το κοινό στην υπερσύγχρονη αρένα, που σιγά-σιγά γεμίζει από Έλληνες. Το ταξίδι των ‘Πελαργών’ είναι απόλυτα πετυχημένο και οι γαλανόλευκες σημαίες πληθαίνουν μέρα με τη μέρα.
Απέναντί μας πια, θα βρεθεί (ένα βήμα πριν από τους ‘4’ και πιθανότατα την αμερικάνικη ομάδα, όπως έδειχνε ήδη το ‘δέντρο’ της διοργάνωσης) η Γαλλία. Το κάζο του 2005 με το σουτ του Διαμαντίδη είναι νωπό, οι Γάλλοι το φυσάνε και δεν κρυώνει με τίποτε, αλλά τους λείπει ο Τόνι Πάρκερ, για να μπορέσουν να απειλήσουν. Η Ελλάδα έχει 5 παίκτες με διψήφιο αριθμό πόντων και οι ‘τρικολόρ’ χάνουν 56-73, χωρίς… πολλά-πολλά. Η πρόκριση στην 4άδα πανηγυρίζεται δεόντως, επιβεβαιώνοντας τη σωστή δουλειά που άρχισε το 2004 για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και το χρυσό μετάλλιο του Ευρωμπάσκετ, έναν χρόνο μετά, στο Βελιγράδι. Η Ελλάδα, που δεν ήταν καν στην Ινδιανάπολη το 2002, επιστρέφει στην ελίτ, στις 4 καλύτερες ομάδες του κόσμου, όπως το 1998 εντός έδρας (Μουντομπάσκετ Αθήνας) και το 1994 στο Τορόντο.
Η αμυντική τακτική ήταν ένα από τα μυστικά της πρόκρισης και προσομοίαζε στο full court press του Ρικ Πιτίνο (από τα χρόνια του στο Κεντάκι στα 90’s), με τους Παπαλουκά-Διαμαντίδη να πρεσάρουν ανελέτητα τα αντίπαλα γκαρντ Κίνας και Γαλλίας.
“Ο σεισμός θα γίνει αύριο”
Κι εμείς ζούσαμε πλέον στον ρυθμό των Αμερικανών. Ο Λεμπρόν Τζέιμς νεαρός. Ο Καρμέλο Άντονι στα ντουζένια του. Ο Χάουαρντ τρομακτικός. Οι δυο Κρις, Πολ και Μπος. Μια ομάδα, που δεν… παιζόταν, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Μετρούσε 7/7 με μέσο όρο διαφοράς… 31 πόντους. Ο Μάικ Σιζέφσκι αποθέωνε, πάντως, όπου βρισκόταν τον Γιαννάκη και την Εθνική. Ο ‘Μέλο’ δεν θυμόταν τα ονόματα των παικτών μας, για να σταθεί κάπου συγκεκριμένα, όμως οι συνεργάτες του Σιζέφσκι έλεγαν: “Προσοχή στον καλύτερο σουτέρ της Ελλάδας, τον Δημήτρη Διαμαντίδη”. Ο Έλληνας γκαρντ απαντάει με τον δικό του τρόπο: “Μήπως εννοούν κάναν άλλον;” Φυσικά και έλεγαν για τον ίδιο, καθώς μέχρι το ματς με τους Αμερικανούς, ο ‘Μήτσος’ μετράει 9/18 τρίποντα. Δηλαδή 50%. Κι ο άνθρωπος που το είπε δεν ήταν άλλος από τον Ρούντι Τομγιάνοβιτς, που καθόταν στον πάγκο των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα προετοιμάζεται με ηρεμία και σίγουρα χωρίς φόβο. Μπορεί ενδόμυχα να σκεφτόμαστε ότι επέρχεται ‘σφαλιάρα’, που δεν είχαμε φάει ακόμη (όπως και οι Αμερικανοί, μετρούσαμε 7 σερί νίκες) κάναμε συζητήσεις ποια ομάδα μας ‘πήγαινε’ περισσότερο ως αντίπαλος στον μικρό τελικό (Αργεντινή-Ισπανία, ο άλλος ημιτελικός) αλλά κάπου στο τέλος κάθε κουβέντας υπήρχε και ένα “μωρέ λες;” Η απάντηση, ήταν επίσης η ίδια: “Ελα σοβαρέψου”.
Η Εθνική, πάντως, ήταν έτοιμη. Και το σχέδιο υπήρχε και η νοοτροπία, πολύ περισσότερο η φιλοσοφία. Την παραμονή του αγώνα, η Σαϊτάμα σείεται από έναν… μικροσεισμό (για τα δεδομένα της Ιαπωνίας) 5 Ρίχτερ. Ο πάντα ετοιμόλογος Κακιούζης, ειδικός στο να προφητεύει τις μεγάλες επιτυχίες (έναν χρόνο πριν είχε πει “πάμε για το χρυσό μετάλλιο, στο Ευρωμπάσκετ”) μιλάει στους απεσταλμένους δημοσιογράφους και δηλώνει: “Ο πραγματικός σεισμός θα γίνει αύριο”.
Έχει δίκιο. Ο ημιτελικός εξελίσσεται σε μια αποθέωση του ελληνικού πικ εν ρολ, με εμπνευστή τον ασταμάτητο Παπαλουκά (12 ασίστ) και εκτελεστή, τη… μπετονιέρα ‘Σόφο’! Ο Σπανούλης παίζει, δοκιμάζοντας και τις δυνάμεις του για το ΝΒΑ, σκοράροντας 22 πόντους νικώντας ακόμη και στον αέρα τους Αμερικανούς, ο Διαμαντίδης ολοκληρώνει με 12 πόντους και 5 ασίστ, ο Κακιούζης σκοράρει άκοπα 15 ποντάκια και έρχεται, πράγματι, σεισμός. Παίζουν 11 από τους 12 (μόνο ο Ζήσης απουσίασε, που ήταν έτσι κι αλλιώς νοκ-άουτ), σκοράρουν όλοι πλην του Βασιλόπουλου και το αποτέλεσμα προκαλεί σοκ: 101-95 υπέρ της Ελλάδας, που παίρνει πανηγυρικά το εισιτήριο για τον τελικό!
Οι Αμερικανοί αδυνατούν να το πιστέψουν. Οι Γιαπωνέζοι, που σε ολόκληρη τη διάρκεια ξελαρυγγιάστηκαν να φωνάζουν USA-USA, το ίδιο. Κι οι Έλληνες; Ζουν ένα τρελό όνειρο, χορεύοντας συρτάκι στο κέντρο του γηπέδου, κανείς δεν ξέρει αν είναι αλήθεια ή όχι, τρέλα και ενθουσιασμός! Όλος ο πλανήτης μένει με ανοιχτό το στόμα, γιατί δεν είναι μια απλή μεγάλη νίκη στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπάσκετ. Η Ελλάδα έχει νικήσει τις ΗΠΑ. Πάμε ακόμη μια φορά: Η Ελλάδα έχει νικήσει τις ΗΠΑ! Κι ήταν η τελευταία φορά που μια αμερικάνικη ομάδα ηττήθηκε σε ένα παιχνίδι μεγάλης διοργάνωσης. Από τότε μετράει απλά ένα 43-0 και 5 χρυσά μετάλλια!
Μετάδοση στην… Κύπρο
Το ξενοδοχείο της Εθνικής θυμίζει το ακρωτήριο Χιούστον και το διαστημικό κέντρο της NASA. Όλη τη νύχτα σχεδόν, τα ελληνικά κανάλια κάνουν ζωντανές συνδέσεις. Και να ‘θελε ο Γιαννάκης να πει “παιδιά, έχουμε έναν τελικό να παίξουμε”, δεν μπορεί να καταλαγιάσει τον ενθουσιασμό όλων μας.
Εν τω μεταξύ, οι Ισπανοί έχουν προκριθεί στον τελικό, σε ένα ακόμη πιο συναρπαστικό ματς κόντρα στην Αργεντινή (75-74 με τον Αντρές Νοσιόνι να αστοχεί στο τέλος για τη νίκη των Αργεντινών) και τον Πάου Γκασόλ να αποχωρεί με σπασμένο τον αστράγαλο. Στην ελληνική αποστολή είναι καχύποπτοι και προετοιμάζονται με δυο σενάρια (ένα με Γκασόλ κι άλλο ένα χωρίς)! Θα αποδειχθεί πως δεν έχει καμιά σημασία. Ο τελικός είναι σαν να μην άρχισε ποτέ, κρίνεται στο 1ο ημίχρονο, καθώς η ομάδα δεν μπορεί να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. Μόνο ο Κακιούζης και λίγο ο Παπαλουκάς προσπαθούν, την ώρα που ο Χόρχε Γκαρμπαχόσα μοιάζει να πετάει βότσαλα στη θάλασσα, όταν σουτάρει για 3 (6/11). Ο νυν πρόεδρος της ισπανικής ομοσπονδίας σκοράρει 20 πόντους. Άλλους τόσους βάζει ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο και η Ισπανία σχεδόν μας διαλύει με 70-43!
Στο τέλος, δεν ξέρω τι να πω από το μικρόφωνο. Ξαφνικά, έχω βρεθεί να κάνω μετάδοση του τελικού για την κυπριακή τηλεόραση, που δεν είχε απεσταλμένο στην Ιαπωνία. Μεγαλεία! Στην αρχή, γιατί η εξέλιξη του αγώνα φέρνει μόνο απογοήτευση. Εξ ου και τα σκυθρωπά πρόσωπα στην απονομή, όπου η Ελλάδα ανεβαίνει στο βάθρο για το αργυρό μετάλλιο!
Τώρα, που τα σκέφτομαι πάλι κι ενώ έχουν περάσει 13 χρόνια και βρισκόμαστε παραμονές του φετινού Παγκοσμίου Κυπέλλου, θα συμφωνήσω ότι με εξαίρεση τον τελικό, όπου όπως είπε ο Γιαννάκης χάσαμε το μυαλό και την υπομονή μας, είδαμε ενδεχομένως την καλύτερη Εθνική ομάδα όλων των εποχών. Καλύτερη κι από εκείνη του ’87, κι ας μοιάζει (ενώ δεν είναι) με ιεροσυλία. “Αφήσαμε τα χνάρια μας πολύ έντονα”, είπε μετά ο Γιαννάκης. Είχε δίκιο. Αν, μάλιστα, ήμασταν πιο προσεχτικοί στις… εσωτερικές σχέσεις μας, ίσως να έρχονταν και κάνα δυο μετάλλια ακόμα….