Μια μουσικογραφία του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Κίνας
Ο Θανάσης Ασπρούλιας, καλεσμένος της στήλης Ήμουν Μέσα, επιχειρεί να κάνει μια μουσικογραφία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, διοργάνωση που έζησε όλο αυτό το διάστημα από την Κίνα.
Αρχικά να συστηθούμε, καθότι οι καλοί λογαριασμοί είναι… αγιασμοί. Το όνομά μου είναι αυτό που βλέπεις κάτω από το εισαγωγικό intro και την εργασία μου θα μάθεις, αν επιδείξεις λίγο υπομονή και διαβάσεις τον αστερίσκο που ακολουθεί το φινάλε του κειμένου (Καθημερινή είναι η φάση). Δεν έχω ιδέα πόση ώρα θα σου πάρει για να το διαβάσεις. Να είσαι σίγουρος/η ότι δεν είχα ιδέα πόση ώρα θα ΜΟΥ πάρει να το γράψω, ακούγοντας μουσική στο youtube, ξημερώματα Πέμπτης.
To τζετ λαγκ δοκιμάζει τις αντοχές μου ακόμα, έστω κι αν περνιέμαι για νυχτοπούλι τρομάρα μου, αλλά στο κάλεσμα του Ηλία Αναστασιάδη, ήταν αδύνατον να αρνηθώ. “Θα γράψεις κάτι για το Contra.gr, Θανασάρα;”, έγραφε το μήνυμα στο facebook (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων). Ακόμα κι αν δεν με πετύχαινε στην ταξιτζίδικη ραστώνη του Πεκίνου, που εξαντλεί ακόμα και τις ρεζέρβες της αντοχής σου λόγω της κίνησης, δε θα είχα τον παραμικρό λόγο να (του) αρνηθώ. Ελα, ένα κείμενο τύπου ‘Ημουν Μέσα‘ ζήτησε. Και πράγματι ήμουν εκεί, όπως σχεδόν πάντα από το 2000 κι εντεύθεν.
Ναι, Ηλία, ήμουν κι εγώ παρών σε μία διοργάνωση που, ως είθισται καμιά δεκαετία τώρα, μας αφήνει κληρονομιά ένα γαμώματσο χτικιό να έχουμε να συζητάμε τα επόμενα χρόνια, αναλύοντας το παρολίγον. Παρολίγον το ’10 στην Τουρκία λόγω Ισπανίας, παρολίγον το ’11 λόγω Γαλλίας, παρολίγον το ’12 λόγω Νιγηρίας στο προολυμπιακό, παρολίγον το ’13 λόγω Φινλανδίας, παρολίγον το ’14 λόγω Σερβίας, το ’15 λόγω Ισπανίας, το ’16 λόγω Κροατίας, το ’17 λόγω Ισπανίας… Και το ’19 λόγω Βραζιλίας. Καλά, τις περισσότερες φορές, κάθε άλλα παρά… ολίγον ήταν, αλλά μην αφήνεις ποτέ μία λεπτομέρεια να σου χαλάει μία όμορφη ιστορία. Μη χολοσκάς, δε θα σου αναλύσω τα αίτια της αποτυχίας, έτσι κι αλλιώς έχεις διαβάσει τόσες αναλύσεις από ειδικούς και μη, που η δική μου θα σου καθόταν στο στομάχι σαν ένα κομμάτι σοκολατίνας, έπειτα από αλκοολική ολονυχτία.
Ανατρέχοντας στις όψιμες εικόνες που κουβαλώ στα μπαγκάζια μου (τιμή και δόξα στον Άρη Μπάρκα, ξέρει αυτός), το ‘ήμουν κι εγώ εκεί’ επιδρά στο μνημονικό μου και συντονίζεται σε μία και μοναδική σκηνή, αλλά ξέρεις κάτι; Τώρα που το καλοσκέφτομαι (και φταίει η εικόνα γι’ αυτό), αποφάσισα να αλλάξω το σενάριο του κειμένου που ήθελα να σου γράψω. Δε θα σου μιλήσω για τη μία και μοναδική εικόνα που μου ενεργοποιεί έντονα συναισθήματα, όταν σκέφτομαι το ταξίδι στην Κίνα και το Παγκόσμιο Κύπελλο του μπάσκετ. Αποφάσισα να σου κάνω μία μικρή… μουσικογραφία του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Γιατί; Μα γιατί τα πάντα είναι -ή γίνονται- πιο όμορφα, όταν συνοδεύονται από ήχους και μελωδίες. Θα ένιωθες ρίγος, αν έβλεπες σε οθόνη μία απονομή χωρίς να ακούγεται, τύπου φούστα μπλούζα πια, το ‘We Are The Champions’; Ή μήπως θα έτρεχε κάποιο δάκρυ στο πρόσωπό σου, αν τα highlights μεγάλων επιτυχιών δεν συνοδεύονταν από μελωδικές συναισθηματικές μπαλάντες; Έχεις σκεφτεί πώς θα ήταν να βλέπεις μία ταινία χωρίς soundtrack;
Η Μαρ ντελ Πλάτα είναι τρόπος ζωής
Τέλος πάντων… Προχωράω για να μη σε κουράζω… Πληκτρολογώ στο youtube το λατρεμένο μου Cumbia Sombre el Mar του Quantic και της πολυμελούς μπάντας του, για να σου μιλήσω για έναν φιλαράκο μου, τον Σέρχιο Ερνάντες, τον προπονητή της Αργεντινής, στο πρόσωπο του οποίου συναντάμε τον cool, ψιλοπαραλία (φαινομενικά) gaucho, που, έχοντας χρόνια στο κουρμπέτι, είναι μαστοράτζα στη διαχείριση ομάδων των 45 ημερών. “Απορώ πώς αυτός ο τύπος δεν έχει δουλέψει ποτέ σε σύλλογο της Ευρώπης”, μου είπε ένας Ρώσος συνάδελφος, μετά τη νίκη στον ημιτελικό επί της Γαλλίας. Τότε, που όλοι εμείς, οι ‘ειδικοί’ (τρομάρα μας), δε δίναμε και πολλές πιθανότητες στους Λατίνους.
Ο κόουτς Ερνάντες συντηρεί το μύθο του what if (εργαζόταν στην Ευρώπη) και περνάει καλά στη Μαρ ντελ Πλάτα, έχοντας συνεχώς στο μυαλό του, ότι “δεν έχει σημασία τι θα συμβεί. Σημασία έχει να περνάμε καλά”. Αν νομίζεις ότι είναι ελαφρύς, γύρνα πλευρό και συνέχισε να ροχαλίζεις. Είναι… τόσο όσο (ικανός και μάγκας) χρειάζεται, για να δημιουργεί το κίνητρο σε μία ομάδα που το ταλέντο της περιορίζεται σε μία χούφτα πρόσωπα, να γκρεμίζει το ταβάνι της. Και από το 2000, το έχει κάνει κάμποσες φορές, είτε ως assistant είτε ως head coach.
“Και τώρα;”, τον ρώτησα μετά τη συνέντευξη Τύπου του τελικού, όπου είπε το εκπληκτικό: “Δεν χάσαμε το χρυσό μετάλλιο, κερδίσαμε το ασημένιο”… “Να πάρω ένα τηλέφωνο λίγες ημέρες αργότερα ή θα σε ζαλίσω;”. “Σώπα μωρέ… Δυο τρεις μέρες χρειάζομαι για να ξεκουραστώ λίγο και μετά η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Πάρε με όποτε θες”.
Ο Ερνάντες, γεννημένος σε μία χώρα που δημιουργεί είδωλα και θύματα με την ίδια ευκολία που το κάνουμε στην Ελλάδα, ξέρει καλά ότι η αποτελεσματική εθνική ομάδα δεν είναι αυτή που θα έχει 12 κορυφαίους παίκτες, αλλά αυτή η ομάδα που θα καταφέρει να χωρέσει και να προσαρμόσει στην αγκαλιά της 12 εγωισμούς, 12 χαρακτήρες, 12 παιδιά, 12 άντρες, 12 ανθρώπους, 12 ψυχές, που η κάθε μία από αυτές έχει τα δικά της χούγια. Οι τακτικές έπονται!
Από την Άνδρο, στο Πεκίνο
Το καλοκαίρι ήμουν στην Καλύβα, στον Άγιο Πέτρο. Και ο bro μου, ο Άλεξ Χάτον, γνωρίζοντας την εμμονή μου με τις μελωδίες, με φωνάζει στον μπαρ. “Άκου αυτό”… Με ξέρει καλά αυτός ο μπαγάσας. Από την Καλύβα, ειδικά όταν δε φυσάει, βλέπεις τον ήλιο να πέφτει στα χέρια σου μόλις σουρουπώνει. Τέτοια ώρα ήταν. Και το έκανε επίτηδες ο μαν, γιατί ήξερε ότι θα χανόμουν.
Μισό λεπτό, να σου πω… Γράφω τωρα, στο youtube, Barbara Luna, India Morena…
Αυτή η divine μελωδία με συνόδευσε στο Πεκίνο και από τις πρώτες ημέρες τη συνδύασα με την ομάδα που θαύμασα περισσότερο στην Κίνα. Την Αργεντινή. Ακούγοντας τo India Morena, αν σου αρέσουν τα γυρίσματα και τα κοψίματα της λάτιν που δεν είναι φεστιβαλική σάλσα, έστω κι αν δε θες, σου δημιουργούνται συναισθήματα:
Πληρότητα: Όπως αυτή που ένιωθες, όταν έβλεπες τους Αργεντινούς να καταρρίπτουν όλα τα προγνωστικά και με σφεντόνα τους την αλεγρία, να είναι αποφασισμένοι ότι είτε θα κυριαρχήσουν (γιατί μπορούν, γιατί “γουστάρουμε αυτό που παίζουμε, ρε αδελφέ”) είτε θα πεθάνουν με τον δικό τους τρόπο. Και τελικά σάρωσαν.
Συγκίνηση: Αν δεν εκτιμάς λιγο παραπάνω τους overachievers, πίστεψέ με, χάνεις πολλά μαγικά πραγματάκια που μπορεί να σου προσφέρει ο αθλητισμός. Οι gauchos είναι η επόμενη γενιά των συγκλονιστικών παλίκαρων που σε ανάγκασαν να τους αγαπήσεις. Ο λασπωτήρας του Ταγιαβέκ Γκαλίτσι, το baby face του Μάρκος Ντελία, το 10άρι στην πλάτη του Μάξιμο Φιέλερουπ με το ποδοσφαιρικό όνομα, ένωναν κάθε βράδυ τον ενθουσιασμό τους με τον σμιλεμένο χαρακτήρα των 6 (Φακούντο Καμπάτσο, Λούις Σκόλα, Πατρίσιο Γκαρίνο, Νικολάς Λαπροβίτολα, Γκαμπριέλ Ντεκ, Λούκα Βιλντόσα) και ποιο ηταν το αποτέλεσμα; Να τους βλέπεις και να μη τους χορταίνεις! Και όλοι αυτοί οι μπαγάσηδες, δεν έπαιζαν μόνο! Νικούσαν! Ξέρεις γιατί; Διότι, ήξεραν όλοι ότι αν δεν χαίρονται, αν δεν το απολαμβάνουν, αν δεν παίζει ο ένας για τον άλλον, αν δεν βγάλουν τον πραγματικό εαυτό τους στο παρκέ, αλλά κάποιον άλλον, αν δεν συγκεντρώσουν όλη την ορμή και την αγάπη για τον λαό τους και αυτούς που τους περιμένουν πίσω να τους αγκαλιάσουν, θα συντριβούν.
Ρίγος: Το live της Barbara Luna είναι καλύτερο, σε ενημερώνω. Γιατί κάθε live παράσταση έχει μία λιγότερο περιποιημένη τελειότητα κι ένα θράσος, που μετατρέπεται σε αυθορμητισμό, τον οποίο δε θα συναντήσεις σε κανένα άλμπουμ. Είναι το ίδιο ρίγος που νιώσαμε όλοι όταν επισκεφθήκαμε την τελευταία απογευματινή προπόνηση των gauchos, στο προπονητήριο της κεντρικής αρένας του World Cup και περιμένοντας το φινάλε της, γίναμε μάρτυρες την ιεροτελεστίας. Της απόλυτης ιεροτελεστίας. Οι μπάλες πετάγονταν από το ένα καλάθι στο άλλο, ο κόσμος χαμογελούσε, οι παίκτες χαζολογούσαν, περπατώντας προς το κέντρο του γηπέδου κι όταν όλοι σχημάτισαν ένα κύκλο, άρχισε το χειροκρότημα. Όλοι! Ο ένας προς τον άλλον. Ο ένας προς όλους τους υπόλοιπους. Όλοι για όλους.
- “Γιατί το κάνετε;”
- “Γιατί αυτός είναι ένας τρόπος να δείξουμε το σεβασμό, τη στήριξη, την πίστη, την αφοσίωση του ενός προς τον άλλον”.
Και δώστου το χειροκρότημα. Και να γίνεται ολοένα και πιο δυνατό. Κι εκεί που πήγαινε να σβήσει, να εμφανιζόταν αυτός, ο οποίος θα έδινε το έναυσμα για το encore. Και πιο δυνατά. Χωρίς πρωτόκολλο. Τριγύρω άλλοι γελούσαν, άλλοι καυλάντιζαν, άλλοι μιλούσαν, αλλά το χειροκρότημα να τσιτώνει. Και πιο δυνατά ακόμα. Περίπου δύο, δυόμισι λεπτά αργότερα, σταμάτησαν. Κι εγώ ήμουν εκεί, δίπλα ακριβώς, να σκέφτομαι “ωραία ομάδα, ρε φίλε”. Λίγο πιο μετά, έγραψα στο facebook ότι ένα δευτερεύον υλικό, αν λείψει από μία συνταγή, δε θα είναι άνοστο το φαγητό. Αλλά πολλά δευτερεύοντα υλικά, κάνουν τη συνταγή μοναδική, ένα γευστικό masterpiece. Οι Αργεντινοί δεν έσπασαν το φράγμα τους, επειδή χειροκροτούσαν ο ένας τον άλλον και μάλιστα χωρίς καμια κατάνυξη. Οι Αργεντινοί πανηγύρισαν γιατί έκαναν πολλά τέτοια μικρά πραγματάκια.
Ο υπνοβάτης της Σελήνης
Όταν άρχισα να γράφω αυτήν τη μουσικογραφία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, δε σου κρύβω ότι τρόμαξα λίγο. “Μπορώ; Το έχω; Θα μου βγει;”. Αλλά ρε φίλε, η μουσική, έστω κι αν δεν είσαι ειδικός (και πίστεψέ με, δε θα συναντήσεις τίποτα πιο maisntream από εμένα), ρέει χωρίς καν να αμφιβάλεις για τις γνώσεις σου.
Δώσε μου μία ανάσα τώρα, γιατί πρέπει να σου γράψω ότι πληκτρολογώ στο youtube ενα τραγούδι που έμαθα στον πιο κόζι συνοικιακό χώρο που έχω επισκεφθεί ποτέ. Και συμβαίνει να είναι κάτω από το σπίτι μου. Σίβερτ λέγεται. Χόγιερν. Στους Μαντρουγκάντα (μου είπαν) τραγουδούσε. Ιδέα δεν είχα. Τώρα έχω. Moonlanding έγραψα. Δώστου λίγο φωνή.
Εγώ, πάλι, από τη στιγμή που τελείωσε ο τελικός στο Πεκίνο, είχα στραμμένο το βλέμμα μου σε αυτόν τον τύπο, που έχει αποκτήσει την κακή συνήθεια, να μας υπενθυμίζει πώς γίνεται να είσαι ένας πραγματικά σπουδαίος άνθρωπος. Τον παρατηρούσα. Θυμάμαι σχεδόν κάθε γκριμάτσα ή κίνηση που έκανε. Και τις θυμάμαι φυσικά γιατί μου έκανε τόση, μα τόση εντύπωση. Λίγους μήνες πριν, πολύ λίγους, είχε καταφέρει κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο πριν από μερικά χρόνια. Ήταν χοντρός, ήταν ατσούμπαλος, ήταν ο αδελφός του αδελφού, ήταν ο wannabe κάτι, που ήταν ήδη ο bro του. Και σήμερα είναι κάτι σχεδόν ισάξιο. Και ίσως πολύ περισσότερο. Δεδομένου ότι η επιτυχία του συγκεκριμένου δεν είναι ο τίτλος, το μετάλλιο, το κύπελλο. Είναι ο τρόπος που καταφέρνει να μας θυμίσει ότι πάνω απ’ όλα αρκεί να είμαστε άνθρωποι για να είμαστε χαρούμενοι.
Τον ειχα στοχεύσει, σαν το λοκάρισμα των πυραύλων στο Top Gun. Όπου κι αν πήγαινε. Έπιανε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια και στο φινάλε της κίνησής του, έμοιαζε σαν να τραβάει τα μαλλιά του. Γελούσε σχεδόν άβολα. Έδειχνε να μην πίστευε. Ήταν σαν ένας άνθρωπος που μόλις είχε προσγειωθεί στη Σελήνη, αν και πριν μερικούς μήνες είχε κατακτήσει το σύμπαν ολόκληρο. Λίγο πριν την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, τον είδα να κουνάει τρεις φορές το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, αφού είχε χαμηλώσει το βλέμμα του από το ταβάνι. Έδειχνε να μην πιστεύει…
- “Τι δεν πιστεύεις, ρε φίλε; Τι σου κάνει τόση εντύπωση; Τι διάολο έχεις στο κεφάλι σου εκείνη τη στιγμή;”
Φρίκαρα! Ήθελα να τον ρωτήσω. Δεν τον ρώτησα. Θέλω να πιστεύω ότι έχουμε ανανεώσει το ραντεβού μας (όπως μου είπε) για ένα προσωπικό γράμμα. Θα δούμε!
Ο Μαρκ Γκασόλ νίκησε τον χοντρό και αντιαθλητικό εαυτό του, νίκησε τη σκιά του αδελφού του, νίκησε την αδιαφορία του ανθρωπίνου είδους, όταν πέρσι το καλοκαίρι μπήκε σε μία βάρκα και έθεσε τα μούσκουλά του στη διάθεση των σωστικών δυνάμεων που δρουν στη Μεσόγειο, προσφέροντας ζωή σε ημιθανείς ναυαγούς πρόσφυγες, ή συγκεντρώνουν κουφάρια που επέπλεαν. Ένα από αυτά ήταν ένα 10χρονο αγόρι.
Έχει νικήσει στα πάντα. Κι όμως, αυτή τη νίκη του, στο Πεκίνο, έμοιαζε αδύνατον να την πιστέψει. Κι εγώ αδυνατούσα να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του. Το στο διάολο είναι ο αθλητισμός, ρε γαμώτο; Τι στο διάολο είναι να παίζεις για την εθνική ομάδα της χώρας σου; Ναι, μάλλον, είναι τόσο δυνατό, που ακόμα και σε έναν πανίσχυρο άνθρωπο, δημιουργεί αίσθημα απιστίας.
Lo hiciste Marc. Lo hiciste bien!
H φάση του ήμουν, αλλά δεν ήμουν εκεί
Εδώ ζορίστηκα λίγο. Είναι τόσες οι επιλογές γαμώτο… Αλλά το αποφάσισα και στο δίνω. “Άγγελοι σαν θνητοί θα σ’ αγκαλιάζουνε, εχθροί θα σου μιλούν αγαπημένα”. Σταύρος Σιώλος και Φωτεινή Βελεσιώτου. Αυτές οι δύο φωνές θα ήθελα διαχρονικά να συνοδεύουν την πιο ‘άτυχη’ στιγμή μου στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά την πιο ισχυρή από όλες τις άλλες για τους υπόλοιπους. Ήμουν εκεί, αλλά… δεν ήμουν. Άκουσα την Αμερικανίδα συνάδελφο να κάνει την ερώτηση. Άκουσα και τις πρώτες λέξεις της απάντησης. Αλλά για κάποιον λόγο σταμάτησα να δίνω τη δέουσα σημασία. Δεν έβλεπα. Κοιτούσα. Άκουγα, αλλά δεν πρόσεχα.
“Τhere is somebody always following me. I lost my mon three year ago. She was behind me, pushing me every day to get the best out of me. And i know there is nobody in this world who love me more than her and she is still driving me every day, even when she is not here i feel it. It’s something that i am really proud to have the mom that i had and i keep going through her”. Ακριβώς αυτά ήταν τα λόγια του, σε περίπτωση που έχεις διαβάσει μόνο τη μετάφραση της απάντησης του πολυτιμότερου παίκτη του Παγκοσμίου Κυπέλλου, γράφοντας την πιο θλιβερή και ταυτόχρονα συναισθηματική ιστορία στο δρόμο του μεταξιού. Ύστερα από 5 λεπτά άκουσα και διάβασα τι είχε πει. Καλύτερα, είπα. Γιατί ποιος είμαι εγώ να μη λυγίσω ακούγοντας αυτές τις κουβέντες.
Η μητέρα του Ρίκι Ρούμπιο ήταν ο άγγελος που σαν θνητός, τον αγκάλιαζε σε κάθε βήμα του στην Κίνα και όλοι εμείς, οι εχθροί που μιλούν αγαπημένα για έναν παίκτη που δεν τον πίστεψαν και στην Κίνα απέδειξε ότι αν πραγματικά το θέλεις, μπορείς να βελτιωθείς και πως η πρώτη ύλη ενός αθλητή, ακόμα κι αν στερείται βασικών συστατικών, μπορεί να αναπτυχθεί. Ο Ρούμπιο, όπως και ο Καμπάτσο, είναι τα αληθινά πρότυπα μίας αθλητικής κοινότητας παικτών, που νιώθουν ότι είναι αδύνατον να γίνουν (πολύ) καλύτεροι. Αλλά μπορούν. Και τα παραδείγματα είναι δίπλα τους.
Αν τα διόδια είχαν ισπανικό cover, θα χαμήλωνα ελαφρώς την ένταση των στίχων και θα έβαζα υπότιτλο τις κουβέντες του Ρίκι, με μία φωτογραφία: Αυτήν που δείχνει τον ουρανό με το δάχτυλό του, λίγο μετά το φινάλε του τελικού.
Έχω φτάσει ήδη στις 2.313 λέξεις και νιώθω ότι μάλλον σε κούρασα. Μπορώ να γράφω για ώρες ακόμα. Αλλά κάπου εδώ θα τελειώσω με 2-3 στίχους κι ένα βίντεο, διδακτικό, επιμορφωτικό, επεξηγηματικό. Αρχικά, δες το βίντεο αυτό που μας έκανε όλους να λυγίσουμε όταν το βλέπαμε live:
Κάποια στιγμή λοιπόν, η Μπάρμπαρα Λούνα τραγουδάει:
Es la voz del pueblo / Que no murió / Es la voz pueblo / Vives en mi interior
Είναι η φωνή των ανθρώπων που δεν πέθαναν / Είναι η φωνή των ανθρώπων που ζουν μέσα μου
Αυτό κι αν είναι το μυστικό της επιτυχίας των εθνικών ομάδων. Κυρίως αυτών. Η ‘φωνή’ αυτών που έφυγαν, αλλά δεν πέθαναν (φυσικά) ποτέ! Είναι η κληρονομιά που αισθάνεσαι που κουβαλάς. Είναι η φανέλα, ρε μαλάκα, αυτήν τη φανέλα που δεν την κάνουν οι κλωστές, αλλά τα πρόσωπα, η ιστορία τους, ο ιδρώτας τους, οι ήττες τους, οι νίκες τους. Αυτή η αγκαλιά και τα δάκρυα δύο φίλων είναι η ‘φωνή’ που αποτελεί την έμπνευση.
Άντε, τα λέμε και πάλι κάποια στιγμή.
Υ.Γ. Ηλία, ευχαριστώ για την πρόσκληση. Το απόλαυσα.
*Ο Θανάσης Ασπρούλιας είναι Media Desk της FIBA στην Ελλάδα.