“Is… Athens”
Η προφορά της Αγγελοπούλου που έφερε γέλια και το βίντεο που έφερε δάκρυα. Η στιγμή που ο Σάμαρανκ είπε "Athens", ένας δημοσιογράφος που λιποθυμά κι ένας άλλος που ευχαριστεί το Δία. Η λάθος δισκέτα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος που κάθεται στο πάτωμα, οι ατάκες του Μανώλη Μαυρομμάτη και η κουζίνα που δεν είχε άλλα υλικά. Ο Θέμης Καίσαρης θυμάται την ημέρα που η Αθήνα ανέλαβε τους Ολυμπιακούς του 2004.
Δεν θα διαβάσετε εδώ σχόλια κι αναλύσεις για την κληρονομιά (;) των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, για αναξιοποίητα Ολυμπιακά Ακίνητα, τη στέγη και την πεζογέφυρα του Καλατράβα, τα χρέη, κτλ. Τέτοιες συζητήσεις έχουν γίνει άπειρες τα τελευταία χρόνια, έγιναν ξανά με αφορμή την επέτειο των δέκα χρόνων απ’το καλοκαίρι του 2004.
Τώρα θα πάμε ακόμα πιο πίσω. Δεκαεπτά χρόνια πριν, στην ημέρα που ξεκίνησαν όλα. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1997, στο Παλέ ντε Μπολιέ, την έδρα της ΔΟΕ στη Λωζάνη, όταν αποφασίστηκε ποια πόλη θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς του 2004. Υποψήφιες ήταν το Κέιπ Τάουν, η Στοκχόλμη, το Μπουένος Άιρες, η Ρώμη και η Αθήνα.
Η διαδικασία έλεγε πως πριν την ψηφοφορία, κάθε πόλη θα έκανε την τελική της παρουσίαση. Ελάχιστοι είχαν πρόσβαση στην αίθουσα της παρουσίασης και έτσι οι δημοσιογράφοι είχαν δύο λύσεις: τις τηλεοράσεις στους διαδρόμους του Παλέ ντε Μπολιέ ή τις αίθουσες με καθίσματα και μεγάλη οθόνη.
Φορ δε άθλjιτς
Κάθε πόλη υποτίθεται πως κρατούσε κάτι μυστικό, ένα χαρτί εντυπωσιασμού που θα έπαιζε στην τελευταία παρουσίαση. Νομίζω πως το δικό μας ήταν ένα παιδί, που και καλά θα ήταν έφηβος πια το 2004, αλλά δεν παίρνω και όρκο, είναι πολλά τα χρόνια. Για τη Ρώμη μας είχε προειδοποιήσει, με γλαφυρό στιλ, ο Μανώλης Μαυρομμάτης. “Θα μπει πρώτος ο Παβαρότι, τραγουδώντας το O sole mio”. Δεν θυμάμαι αν όντως έγινε έτσι, αλλά όπως και με κάθε τι που αφορά το Μανώλη Μαυρομμάτη, η πραγματικότητα δεν έχει την παραμικρή σημασία.
Απ’την παρουσίασή μας θυμάμαι τα εξής. Τα γέλια που κάναμε όταν στη Γιάννα Αγγελοπούλου ξέφυγε ένα Ηρακλειώτικο λjι στη φράση “Athens for the athletes”, που ακούστηκε “Άθενς φορ δε αθλjιτς”. Τα λόγια με τα οποία έκλεισε ο λόγος της: “We have a dream. You, the IOC Members are the dream-makers. Make our dream come true”.
Το βίντεο
Όμως, η πιο έντονη ανάμνηση της παρουσίασης δεν ήρθε απ’στόμα της Αγγελοπούλου. Πέρα απ’τα βίντεο με τις υποδομές και τα πλάνα της πόλης, η παρουσίαση είχε προς το τέλος της ένα βίντεο, που όμοιό του δεν έχω δει ποτέ ξανά. Μεγάλες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού, χωρίς περιγραφή, χωρίς μουσική. Ένα βίντεο μόνο με το φυσικό ήχο των στιγμών, απ’όσα είχαμε πετύχει στους αγωνιστικούς χώρους τα τελευταία χρόνια.
Το άλμα της Μπακογιάννη, οι άρσεις του Πύρρου και των υπολοίπων σε Βαρκελώνη και Ατλάντα, ο τερματισμός του Κακλαμανάκη, το πρόγραμμα και το άλμα του Μελισσανίδη, τα καλάθια στο μπάσκετ, κτλ. Τα βίντεο που μας συγκινούν είναι αυτά με την περιγραφή, το γρήγορο μοντάζ, τη μουσική, τα εφέ, κτλ. Εκείνο το βίντεο ήταν το πιο απλό και δυνατό πράγμα: οι φάσεις, χωρίς “σφιχτό” μοντάζ, μόνο με το φυσικό ήχο, αυτόν του αγωνιστικού χώρου.
Όταν άναψαν τα φώτα και βγήκαμε απ’την αίθουσα, δεν είδα κανέναν γύρω μου που να μην είχε κόκκινα μάτια. Κάποιοι όχι μόνο είχαν δακρύσει, αλλά έκλαιγαν κανονικά, ακόμα και για πολλά λεπτά μετά το τέλος της παρουσίασης.
Πύρρος, το φουγάρο
Οι παρουσιάσεις τελείωσαν, οι “αθάνατοι” αποσύρθηκαν στα ενδότερα για την ψηφοφορία και εμείς δεν είχαμε παρά να περιμένουμε το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που θα κρατούσε 3-5 ώρες. Και αδιάφορος να ήσουν, δεν γινόταν να μείνεις έξω απ’την αγωνία της αναμονής.
Κάθε τρεις και λίγο κάποιος εμφανιζόταν και είχε είτε μια άποψη είτε μια “πληροφορία” που ήθελε να τη μοιραστεί. “Καλά ρε, πλάκα κάνετε; Το Κέιπ Τάουν θα κερδίσει, εύκολα. Μαντέλα, Αφρική, ξέρεις τώρα, είναι δυνατόν να χάσουν;” Μισή ώρα αργότερα, άλλος. “Μην ασχολείσαι τώρα, τελειωμένη υπόθεση είναι. Πρίμο Νεμπιόλο ρε, Ιταλός πρόεδρος στην Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου, ήρθε εδώ και ο Παραβότι, εύκολα θα τους πάρει η Ρώμη, που να πάμε εμείς;” Ενδιάμεσα, όλο και κάτι ακουγόταν απ’τον προαύλιο χώρο. Οι Νοτιοαφρικανοί έστηναν πάρτι με κρουστά, τίποτα Ιταλοί φώναζαν και τραγουδούσαν. “Νά’το ρε, κάτι ξέρουν αυτοί, κέρδισαν”.
Δεν θυμάμαι πως, αλλά είχα βρεθεί στον ίδιο καναπέ με τον Πύρρο Δήμα. Ν’ακούει τις απόψεις, να συμμετέχει, να αγχώνεται, να μονολογεί, να ανασηκώνεται. Παγκόσμιος Πρωταθλητής και Ολυμπιονίκης, μ’ένα άγχος παιδιού που δίνει πανελλήνιες εξετάσεις. Δεν έχω κάτσει ποτέ με κάποιον που να καπνίζει περισσότερο από μένα, εκτός απ’αυτόν. Εκείνες τις ώρες ο Πύρρος είχε καπνίσει το βάρος των κιλών που είχε σηκώσει στην Ατλάντα.
Ο Νεμπιόλο με σταυρωμένα χέρια
Έφτασε η ώρα της απόφασης. Προσωπικά είχα ξεκαθαρίσει τη θέση μου στους υπολοίπους της παρέας από πριν. “Να πάμε κάπου που δεν έχει κόσμο. Άμα χάσουμε, να μη βλέπουμε τους άλλους να πανηγυρίζουν, να είμαστε μόνοι μας”. Και τι θα κάνουμε αν τους πάρουμε; “Θα φωνάξουμε γκολ ρε, τι άλλο θα κάνουμε;”
Οι περισσότεροι στάθηκαν μπροστά στις τηλεοράσεις στους διαδρόμους. Μπήκαμε σε μια μικρή αίθουσα, μέσα είχε μόνο 6-7 Σουηδούς δημοσιογράφους, δηλαδή ήταν άδεια. Κάτσαμε δύο θέσεις μπροστά τους και περιμέναμε. Ήταν σαν να βλέπουμε διαδικασία πέναλτι.
“Ωχ, ο Νικολάου, σοβαρός είναι, πάει χάσαμε, στο είπα ρε, χάσαμε, αμάν, ο Φιλάρετος, έκανε νόημα, ΕΚΑΝΕ ΝΟΗΜΑ; το είδες ρε, τι νόημα έκανε, τι γίνεται, ρε συ ο Νεμπιόλο, με τα χέρια σταυρωμένα ρε, είναι σημάδι αυτό, χάσανε ρε, με τα χέρια σταυρωμένα περπατάει, κερδίσαμε, άντε ρε φέρτε το φάκελο μια ώρα, τελειώνετε, άντε ρε, πες το, πες το,
ΓΚΟΟΟΟΟΟΛ!!!!!
Αμοντάριστα πλάνα
Πεταχτήκαμε πάνω, έφυγαν οι καρέκλες πίσω μας, έπεσαν πάνω στους Σουηδούς, εμείς είχαμε πάθει Ντραγκάο επτά χρόνια πριν το Ντραγκάο και αρχίσαμε να τρέχουμε, λες και πηγαίναμε να πανηγυρίσουμε στο κόρνερ. Ο,τι ακολουθεί είναι σαν τα πλάνα που έχεις τραβήξει με κάμερα σε πάρτι ή εν κινήσει, σαν αυτά που προβάλλονται στα δελτία ειδήσεων με τίτλο “αμοντάριστα πλάνα”: Κάποιες σταθερές εικόνες ελάχιστων δευτερολέπτων ανάμεσα σε κουνημένα πλάνα που ζαλίζουν.
Βγαίνουμε έξω απ’την αίθουσα. Στο διάδρομο όλοι αγκαλιάζονται και πανηγυρίζουν. Κάποιες κοπέλες είναι δίπλα στον Παύλο Γερακάρη. Ζητάει ένα νερό και είναι στα πρόθυρα λιποθυμίας. Λίγα μέτρα πιο εκεί, κάποιος είναι στα γόνατα. Ο Ανδρέας Μαζαράκης, με δάκρυα στα μάτια, γονατιστός, με τα χέρια σηκωμένα προς τα πάνω, φωνάζει “πατέρα Δία, τα παιδιά σου σ’ευχαριστούν”. Αλήθεια.
Για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω, συνεχίζω να τρέχω, δεν μπορώ να μείνω εκεί. Θέλω να πάω κάτω, στο ισόγειο, εκεί που είναι η αίθουσα που έγινε η ανακοίνωση. Κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες, ανάμεσα σε Ιταλίδες που κλαίνε. Φτάνω στο ισόγειο και βρίσκομαι μπροστά σε συνθήκες πολιορκίας.
Ένας μόνο σεκιουριτάς μπροστά στην πόρτα της αίθουσας, προσπαθεί να αμυνθεί. Δέχεται επίθεση απ’τα τέρατα των ελληνικών ιδιωτικών καναλιών. Δημοσιογράφοι, καμεραμάν, κάμερες, μικρόφωνα, όλοι θέλουν να μπουν στην αίθουσα, όπου φυσικά απαγορεύεται η είσοδος και δεν έχει καν τελειώσει η τελετή της ανάθεσης. Εννοείται πως η πόρτα ανοίγει με κλωτσιά και οι Ούννοι εισβάλουν στην αίθουσα.
Μπάχαλο
Σκηνές ροκ. Οι Ελβετοί δεν μπορούν να πιστέψουν αυτό που συμβαίνει, τους ήταν αδύνατο να προβλέψουν κάτι τέτοιο και φυσικά είναι ανήμποροι να το διαχειριστούν. Η Αγγελοπούλου και οι υπόλοιποι έχουν ανέβει πάνω για να υπογράψουν τα έγγραφα της ανάληψης και ξαφνικά έχουν περικυκλωθεί απ’τις κάμερες και τους δημοσιογράφους και γίνεται χαμός. Το τελετουργικό έχει διακοπεί και στην ουσία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, η Ελβετική τηλεόραση “έριξε γράμματα” με τη σκηνή γεμάτη κόσμο λες και ήταν πίστα σε μπουζούκια. Εννοείται πως θα ξεκινούσαμε την ιστορία του 2004 με ένα ιστορικό μπάχαλο.
Δεν ανέβηκα πάνω στη σκηνή, έμεινα στο διάδρομο στο πλάι. Δίπλα μου, μια κυρία, που νομίζω πως ήταν η σύζυγος του Μανώλη Μαυρομμάτη, κρατούσε την Ολυμπιακή Σημαία πάνω απ’τους ώμους της και απήγγειλε δυνατά τους στίχους του Ολυμπιακού Ύμνου. Το πιο σουρεαλιστικό τρίλεπτο της ζωής μου ολοκληρώθηκε κάπου εκεί.
Φέρε πίσω τη δισκέτα
Κάποια στιγμή όλοι ηρέμησαν, ήρθε η ώρα της δουλειάς. Αρκετές ώρες αργότερα, χρειαζόμουν τις δηλώσεις που έκανε η Αγγελοπούλου στα αγγλικά, ώστε να τις στείλω και ν’ανέβουν στο επίσημο site της υποψηφιότητας. Θα μου τις έδινε, σε δισκέτα εννοείται, ένας εκ των δύο Αμερικανών που δούλευαν για την Επιτροπή Διεκδίκησης το τελευταίο διάστημα. Επικοινωνιολόγοι, image makers, κάτι τέτοιο.
Πάμε στο γραφείο που είχε εγκατασταθεί, του δίνω μια δισκέτα, κάθεται στον υπολογιστή, σώζει το αρχείο με τις δηλώσεις, παίρνω τη δισκέτα και σηκώνομαι να φύγω. Με πιάνει απ’τον ώμο και με καθίζει κάτω. “Φέρε πίσω τη δισκέτα, έκανα ένα λάθος”. Το λάθος είναι πως μου είχε δώσει το αρχείο με τις δηλώσεις που θα έκανε η Αγγελοπούλου αν η Αθήνα έχανε. Η μοναδική ευκαιρία που είχα ποτέ για μια παγκόσμια αποκλειστικότητα είχε μόλις παρέλθει.
Οκλαδόν
Λίγο αργότερα, πήγαμε σ’ένα δωμάτιο που είχαν τον εξοπλισμό τους οι τεχνικοί της ΕΡΤ. Ο εικονολήπτης που βρισκόταν μέσα στην αίθουσα της απόφασης είχε στρέψει την κάμερά του προς τους ανθρώπους της ελληνικής αποστολής απ’την ώρα που ο Σάμαρανκ πήρε το φάκελο και έτσι ήταν ο μοναδικός που είχε πλάνα απ’την αγωνία, αλλά και την αντίδραση ακριβώς τη στιγμή της ανακοίνωσης.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε ο Αγγελόπουλος με τη Γιάννα, που έμαθαν για την ύπαρξη του βίντεο και ήθελαν να το δουν. Μοναδικό μέσο προβολής, ήταν ένα μικρό μόνιτορ στο πάτωμα του δωματίου. Υπήρχε μόνο μία καρέκλα, που επιστρατεύτηκε για να κάτσει η Γιάννα. Προς έκπληξη όλων, ο Αγγελόπουλος κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα. “Μια χαρά είμαι ρε σεις, αφού και η οθόνη στο πάτωμα είναι, βάλτε το τώρα να το δούμε”.
Το είδαν, ξανά και ξανά. Ο Μανώλης Μαυρομμάτης που φυσικά ήταν εκεί επεξηγούσε και το γιατί ο Σάμαρανκ είπε Athens, αντί για Αθήνα. “Όλη την εβδομάδα του έλεγα Γιάννα μου του Χουάν πως προφέρεται το Αθήνα, για να το πει σωστά, αλλά απ’την πολλή χαρά του εκείνη τη στιγμή είπε Athens”.
Τελείωσαν τα υλικά
Τελειώσαμε πολύ αργά, δεν είδαμε τίποτα απ’όσα ακολούθησαν, με τον Φούρα να ξυρίζει το μουστάκι και ρίχνει πασοκικικά ζεϊμπεκικα. Στο δρόμο της επιστροφής στη Γενεύη όπου μέναμε, το άγχος ήταν ένα: να βρούμε κάτι να φάμε, ήμασταν νηστικοί όλη μέρα. Ο Βασίλης Σκουντής μιλούσε διαρκώς στο κινητό με κάποιον που είχε επιστρέψει νωρίτερα. “Κράτα τους ανοιχτούς. Ας έχει κλείσει το εστιατόριο, κράτα ανοιχτό το μπαρ του ξενοδοχείου, πες πως έρχονται 20-30 άτομα και θέλουν να φάνε, έστω να τσιμπήσουμε κάτι”.
Το μπαρ στο λόμπι έμεινε ανοιχτό μόνο για εμάς, πέσαμε νεκροί απ’την κούραση στις πολυθρόνες του λόμπι και εμφανίστηκε ο night manager. Μόνο club sandwich μπορούσαν να φτιάξουν. “ΟΚ, μέτρα πόσοι είμαστε και φέρε ένα στον καθένα”. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν αυτά τα τρόλεϊ που έχουν στα ξενοδοχεία, φορτωμένα με τα club που περιμέναμε.
Λίγο αργότερα αποδείχθηκε πως δεν ήταν αρκετά. Παραγγείλαμε άλλα τόσα ή τα μισά, δεν θυμάμαι ακριβώς. Ο night manager πήρε έκπληκτος την παραγγελία, αλλά επέστρεψε μετά από λίγο. “Δυστυχώς, δεν γίνεται να σας τα φέρουμε, γιατί τελείωσαν τα υλικά”. “ΟΚ, και τι υλικά έχουν μείνει”, ήταν η ερώτηση που τον αποτελείωσε. “Ε, νομίζω στην κουζίνα υπάρχει σολομός”. “Κανένα πρόβλημα, φτιάξτε club με σολομό”.
Τα έφτιαξαν. Και μπορεί να μην υπάρχει τρόπος να το διαπιστώσουμε, αλλά ίσως εκείνο το βράδυ να φτιάχτηκαν τα πρώτα club sandwich με σολομό στον κόσμο και εμείς αυτοί που τα δημιούργησαν.
Μανόλο
Ο Μανώλης Μαυρομμάτης είχε αποχωρήσει νωρίτερα. Σηκώθηκε απ’τη θέση του και μας καληνύχτισε. “Εγώ θα πρέπει να πάω για ύπνο, ήταν μια δύσκολη μέρα. Σας ευχαριστώ που με πλαισιώσατε κι απόψε”.