Βασίλης Σπανούλης: Η οδύσσεια του “Kill Bill”
Το Contra.gr δημοσιεύει ξανά το κείμενο-αφιέρωμα του Zastro στον Βασίλη Σπανούλη. PhotoStop στη σπουδαία καριέρα του "Kill Bill".
Περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, στη Velia της Μεγάλης Ελλάδας, ο Παρμενίδης ζήτησε από τους μαθητές του να διατυπώσουν τη γνώμη τους σχετικά με το ποιον θεωρούν τον ιδανικό αρχηγό. Προσπάθησαν πολλοί, εκείνος όμως που εξέπληξε το δάσκαλο με την απάντησή του, ήταν ο Ζήνων. Γνωστό ανήσυχο πνεύμα και αρνητής των πάντων, ο νεαρός Ζήνωνας σηκώθηκε όρθιος και υποστήριξε ότι “ανάμεσα σε όλες τις κατηγορίες ανδρών, η μόνη ικανή να ηγηθεί και να αποτελέσει πρότυπο για τους υπόλοιπους στο πεδίο της μάχης και στην καθημερινότητα, είναι ο σοφός”.
Όταν είδε δε την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των συμμαθητών του, ο Ζήνων προσπάθησε να δώσει και τον ορισμό – κατ’ εκείνον – του σοφού: “σοφός άνδρας είναι ο ευφυής και ικανός, εκείνος που διακατέχεται από παρεξηγήσιμη αυτοπεπεοίθηση, προνοεί αλλά και προβλέπει, αυτός που μπορεί να διαχειριστεί μια κατάσταση φρόνιμα και συνετά αλλά και να ρισκάρει εκεί που οι υπόλοιποι λυγίζουν υπό το φόβο της αποτυχίας”. Σε αθλητικά πλαίσια, ο εκκεντρικός Ζήνων, είχε περιγράψει το Βασίλη Σπανούλη.
Μετά από αυτήν την μικρή εισαγωγή, προσπαθήστε να σκεφτείτε ένα άλλο ακριβές επίθετο για να περιγράψει στην ολότητά τους την ποιότητα και τις αρετές αυτού του αθλητή, ο οποίος διένυσε μια δύσβατη και γεμάτη παράδοξα διαδρομή, για να καταλήξει σήμερα να είναι ο σοφός άνδρας που περιέγραψε ο Ζήνωνας.
Τα πρώτα βήματα
Ο Βασίλης Σπανούλης είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ένα παιδί που αφού περιπλανήθηκε στα γήπεδα και στα ταρτάν της Λάρισας, αποφάσισε μόλις στα δέκα του χρόνια να “ανακοινώσει” στους γονείς του ότι θα γίνει μπασκετμπολίστας. Σημειολογικά, ήταν το 1992, η χρονιά που συντελέσθηκε και η “ανάσταση” του Ολυμπιακού στις κορυφαίες θέσεις του ελληνικού μπάσκετ. Ο μικρός και απείθαρχος Βασίλης με τη στήριξη των γονέων του αφοσιώθηκε στο μπάσκετ, ακολούθησε τα βήματα του μεγαλύτερου αδελφού του Δημήτρη και εντάχθηκε στον Κεραυνό Λάρισας. Για να είμαστε συνεπείς στις αρχαιοελληνικές αναφορές, από εκεί ξεκίνησε η οδύσσεια του Σπανούλη στα πορτοκαλί ύδατα της υφηλίου.
Από τον Κεραυνό αποχώρησε πρωταθλητής εφήβων το 1999, ο Βασίλης όμως είχε ήδη γίνει άντρας. Δύο χρόνια πριν, το Νοέμβριο του 1997 ο Θανάσης Σπανούλης, πατέρας του Δημήτρη και του Βασίλη, διέσχισε τον ποταμό Αχέροντα χτυπημένος από την επάρατη νόσο, αφήνοντας μόνη τη μητέρα τους Γεωργία, να μεγαλώνει δύο αγόρια στην εφηβεία που εκ των πραγμάτων και παρά τη θέλησή τους έπρεπε να γίνουν άντρες.
Ο Δημήτρης, ως μεγαλύτερος ανέλαβε τον άχαρο ρόλο του “καθοδηγητή”, η μητέρα κατόρθωσε να επωμιστεί το ανοίκειο βάρος και του πατρός, ισχυροποιώντας ακόμη περισσότερο τους οικογενειακούς δεσμούς και διδάσκοντας στα παιδιά τους πολύ σκληρούς νόμους της ζωής. Ο Βασίλης μέσα σε αυτήν την καινούρια και πιο δυσάρεστη από κάθε άλλη πραγματικότητα, εξακολούθησε να βρίσκει διέξοδο στο μπάσκετ. Είχε μετακομίσει πλέον στο Γυμναστικό, ίσως το ιστορικότερο σωματείο της Λάρισας με εξαιρετική παράδοση στο μπάσκετ, μια πρώτης τάξεως “μαρκίζα” για να προσεχθεί το ταλέντο του και εκτός των στενών ορίων του νομού Θεσσαλίας.
Μόλις στα 17 του, υπογράφει το πρώτο του κανονικό συμβόλαιο και για τα επόμενα δύο χρόνια δεν βγαίνει από την πεντάδα σχεδόν ποτέ: ο Σπανούλης συμπληρώνει 49 συμμετοχές και πολύ γρήγορα αποδεικνύει στους επαΐοντες ότι το άστρο του πρέπει να λάμψει ακόμη ψηλότερα. Ο Σπανούλης – κλειστός και λιγομίλητος χαρακτήρας εκτός παρκέ – εντός των τεσσάρων γραμμών είναι ένα “αγρίμι” με ακατέργαστο ατόφιο ταλέντο και σπάνια σοφία (νάτος ο Ζήνων) για την ηλικία του. Τα προσόντα του τα εκτιμά πολύ γρήγορα η Cinderella του ελληνικού μπάσκετ, το Μαρούσι του Άρη Βωβού, άρτι στεφθέν Κυπελλούχος Saporta για το 2001 σε εκείνον το συγκλονιστικό τελικό με τη γαλλική Σαλόν στη Βαρσοβία.
Ο Σπανούλης πλέον θα γνωρίσει το μπάσκετ που “μετράει”, θα τεθεί αντιμέτωπος με τους καλύτερους σε υψηλό επίπεδο και θα δουλέψει σε αμιγώς επαγγελματικά standards. Η πρώτη του χρονιά μακριά από τις ρίζες του είναι δύσκολη και εμπεριέχει μόνο ορισμένες σπίθες. Θα χρησιμεύσει όμως στον 21χρονο πλέον Βασίλη, επειδή θα δουλέψει πολύ σκληρά στις προπονήσεις, θα βελτιώσει τις αδυναμίες του, θα εντάξει νέα στοιχεία στο παιχνίδι του και θα ανακαλύψει ότι το σύγχρονο μπάσκετ απαιτεί διαρκή μάχη και στο γυμναστήριο και στο παρκέ. Επίμονος και φιλόδοξος, παύει να είναι χρήσιμος μόνον ως shooting guard και εξελίσσεται πολύ γρήγορα σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε combo guard.
Η πρώτη φαινομενικά μέτρια χρονιά προσαρμογής στην Α1 με τη φανέλλα του Αμαρουσίου είναι παρελθόν, ο Σπανούλης όμως αφού έχυσε τόνους ιδρώτα, έχει μετατραπεί σε έναν ολοκληρωμένο περιφερειακό, γεγονός που αποδεικνύεται εύγλωττα από την αλματώδη βελτίωση των ατομικών στατιστικών του τη δεύτερη σεζόν. Τα νούμερά του έχουν γίνει διψήφια και ο νεαρός που κερδίζει χρόνο έναντι των αστέρων που φέρνει ο Βωβός στα βόρεια προάστια, γίνεται απαραίτητος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΘΝΙΚΗ
Η κλήση στα εθνικά κλιμάκια, αντί να γράφει “Εφήβων” ή “Νέων” πλέον έγραφε Εθνική Ανδρών. Ο Σπανούλης είναι πια ακραιφνώς ένα από τα next big things του ελληνικού μπάσκετ. Η Εθνική ομάδα βρισκόταν τότε σε διαδικασία αναδόμησης, μετά από μια δεκαετία επιτυχιών, παρίστατο η ανάγκη ανανέωσης και το απαραίτητο rebuilding έπρεπε να ξεκινήσει με στόχο το Ευρωμπάσκετ του 2003 και σημείο αναφοράς τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που θα διεξάγοντο στην πατρίδα μας.
Ο Σπανούλης ξεκίνησε ως “βοηθητικός”, ο τότε προπονητής Γιάννης Ιωαννίδης εμπιστευόταν τους εμπειρότερους, ήταν όμως σαφές ότι ο 21χρονος Βασίλης θα αποτελούσε βασικό συστατικό εκείνης της επιχείρησης ανάστασης της ομάδας. Δεν θα καταφέρει να βρει θέση στη δωδεκάδα για το Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας, δεν είναι ακόμη ώριμος για το βήμα παραπάνω, αλλά το work rate του είναι ίσως το υψηλότερο όλων.
Παιχνίδι το παιχνίδι γίνεται ακόμη καλύτερος, το κρυστάλλινο ταλέντο του πλέον έχει εμπλουτιστεί με τακτική παιδεία, νουνεχείς επιλογές και μια άψογη φυσική κατάσταση. Το Μαρούσι του Γιαννάκη εξακολουθεί να κάνει απίθανα πράγματα, φθάνει ακόμη και στους τελικούς του Πρωταθλήματος κόντρα στον Παναθηναϊκό και εκεί είναι που την πόρτα του Σπανούλη θα τη χτυπήσει το ακόμη μεγαλύτερο επίπεδο. Τον επιλέγει το Dallas στο νούμερο 50 του draft (δίνοντας την επιλογή σχεδόν άμεσα στο Houston) και ηχούν στα αυτιά του οι πρώτες σειρήνες από την άλλη άκρη του ατλαντικού. Ο Σπανούλης πλέον σκοράρει 16 πόντους μ.ο. πασάρει, τρέχει, παίζει άμυνα, ψηφίζεται καλύτερος 6ος Ευρωπαίος παίκτης, φθάνει στον τελικό της FIBA Europe League, τον τελικό Κυπέλλου, τον ημιτελικό του Korac. Εν ολίγοις έχει καταξιωθεί ως ένα πολύ σοβαρό prospect που ανήκει στην ελίτ, αναγκάζοντας τον Πρωταθλητή και παντοδύναμο Παναθηναϊκό να ενδιαφερθεί ζωηρά να τον εντάξει στο δυναμικό του.
Το καλοκαίρι της ευφορίας του 2004, με την Εθνική ποδοσφαίρου να έχει κατακτήσει το Euro στην Πορτογαλία και την Αθήνα να φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η επιλογή του στην τελική δωδεκάδα που θα διεκδικήσει μετάλλιο είναι δεδομένη. Ο Γιαννάκης κάθεται πλέον στον πάγκο της ομάδας, η νουβέλ βαγκ είναι όλη εκεί και πλαισιώνεται από εμπειρότερα παιδιά όπως ο Θοδωρής Παπαλουκάς, ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, ο Λάζος, ο Ντικούδης, ο Χατζηβρέττας. Η Εθνική αποκλείστηκε στα προημιτελικά από τους μετέπειτα κατακτήσαντες το χρυσό μετάλλιο Αργεντίνους του Μάνου Τζινόμπιλι, ήταν όμως βέβαιο ότι η μαγιά ήταν εκεί, υπήρχε και απλώς ανέμενε τις κατάλληλες προϋποθέσεις και συγκυρίες για να απογειωθεί. Ο Σπανούλης θα κάνει ένα αρκετά καλό τουρνουά ως βοηθητικός point guard και με την προσωπικότητά του δείχνει σαν να είναι μέλος αυτής της ομάδας από καιρό. Είναι έτοιμος για το μεγάλο βήμα.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ
Πραγματικά, εκείνη η σπάνια ομάδα δεν θα απογοητεύσει κανέναν μας, ένα χρόνο αργότερα στο Βελιγράδι θα μας χαρίσει σπάνια χαρά, αναδεικνυόμενη Πρωταθλήτρια Ευρώπης για δεύτερη φορά στην ιστορία της. Παρά τις αντιρρήσεις μερίδας του Τύπου, ο Γιαννάκης εμπιστεύεται το Σπανούλη, τον εντάσσει στην τελική δωδεκάδα που ταξιδεύει στο Βελιγράδι και ο Σπανούλης τον αποζημιώνει στο ακέραιο. Η Εθνική αργεί να βρει τα πατήματά της, αλλά σιγά σιγά αναρριχάται στην κορυφή της Ευρώπης. Αποκλείει τους Ρώσους στα προημιτελικά, κερδίζει τη Γαλλία σε εκείνον τον συγκλονιστικό ημιτελικό με 67-66 και στον τελικό απελευθερωμένη από το άγχος διαλύει τη Γερμανία του Νοβίτσκι πολύ πιο άνετα απ’ ότι δείχνει το τελικό 78-62. Ο Σπανούλης είναι το μοναδικό μέλος εκείνης της ομάδας που προέρχεται από “μικρό” σύλλογο, όλοι οι υπόλοιποι ανήκουν στην ελίτ της Ευρωλίγκας, αλλά το επίπεδο του Λαρισαίου είναι για πολύ ψηλότερα όπως και αποδεικνύεται αμέσως.
Η προσφορά του Παύλου Γιαννακόπουλου στον εκ των πρωταγωνιστών της Πρωταθλήτριας Ευρώπης Εθνικής του Βελιγραδίου είναι ονειρώδης: 1,6 εκατ. ευρώ για τριετές συμβόλαιο και το καλοκαίρι του 2005, ο Σπανούλης φοράει το τριφύλλι στο στήθος του. Αμέσως γίνεται ο καλύτερος rookie της χρονιάς στην Ευρωλίγκα, κλείνει τη σεζόν νταμπλούχος και πρώτος σκόρερ του Παναθηναϊκού με 14.6 πόντους σε 28 λεπτά συμμετοχής.
Στα χέρια του Ομπράντοβιτς έχει απογειωθεί, το περιβάλλον του Παναθηναϊκού (ειδικά εκείνη την εποχή) είναι το ιδανικότερο για οποιονδήποτε μπασκετμπολίστα δεν φοβάται να δουλέψει. Η πρόοδος και η εξέλιξη του Σπανούλη είναι αλματώδης, πλέον οι αμφισβητίες του ταλέντου του ελαχιστοποιούνται, πλην όμως η αναγνώριση δεν είναι ακόμη καθολική. Ώσπου έρχεται η Σαϊτάμα.
Η Εθνική Ελλάδος είναι το λιγότερο εντυπωσιακή, καθαρίζει με συνοπτικές διαδικασίες τον όμιλο με πέντε νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια, διαλύει την Κίνα στη φάση των “16” με 31 πόντους και ξεπερνάει με χαρακτηριστική ευκολία το εμπόδιο των Γάλλων στον προημιτελικό. Εκείνη η παρέα γράφει ιστορία. Όλοι μας έχουν ξεγραμμένους στον ημιτελικό με την άλλοτε Dream Team USA, ο Σπανούλης (μαζί με τον baby Shaq, τον απίστευτο Παπαλουκά και τον αξεπέραστο 3D) ταπεινώνει τους Αμερικανούς, σκοράρει 23 πόντους και κάνει τους scouts από την Αμερική να τρίβουν τα μάτια τους. Το pressing από το ΝΒΑ γίνεται πιο ασφυκτικό και από την άμυνα του Ντακουρί στο Γκάλη, με πρώτους και καλύτερους τους Rockets που θέλουν το Σπανούλη και τον θέλουν εδώ και τώρα.
Το πέρασμα από το NBA
Ο Σπανούλης θα πειστεί. Παρά τις συμβουλές και την αγάπη με την οποία τον περιέλαβε η οικογένεια Γιαννακόπουλου και κατ΄ επέκταση ο Παναθηναϊκός, παρά το γεγονός ότι αγωνίζεται στην καλύτερη ομάδα της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι τον διδάσκει μπάσκετ ο καλύτερος προπονητής της Ευρώπης, ο Σπανούλης με μια απόφαση υψηλότατου ρίσκου, αποφασίζει πρόωρα το μεγάλο βήμα στο ακόμη μεγαλύτερο επίπεδο.
Δεν έχει πιο πάνω, πηγαίνει στη Μέκκα του μπάσκετ, εκεί που το παιχνίδι είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και ως φιλοσοφία και ως προϊόν και συναντά τον Steve Novak, τον Tracy McGrady το Shane Battier, το Yáo Míng. Δυστυχώς για εκείνον συναντά και το Τζεφ Βαν Γκάντι, τον προπονητή που δεν τον κατάλαβε ποτέ και του ζητούσε να μετατραπεί σε κάτι σαν swingman και σουτέρ πολυτελείας. Ο Βαν Γκάντι ήθελε να κάνει το Σπανούλη έναν σύγχρονο Steve Kerr “εκείνων” των Bulls.
Ο πρωταγωνιστής και ηγετικός Σπανούλης της Ευρώπης, overseas χάνεται. Τα νούμερά του στο ΝΒΑ είναι πενιχρά: σκάρτα 9 λεπτά συμμετοχής, 2.7 πόντοι, κάτω της μονάδας στις υπόλοιπες κατηγορίες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Βασίλη όμως είναι η ίδια η Αμερική. Μακριά από την οικογένειά του, μακριά από το θερμοκήπιο του Ομπράντοβιτς και του Παύλου Γιαννακόπουλου, μακριά από ανθρώπους που αναγνωρίζουν την αξία και το ταλέντο του. Το Τexas είναι πολύ δύσκολη υπόθεση για το Σπανούλη, είναι ανυπόφορο και εντελώς ξένο με την ιδιοσυγκρασία του, η κουλτούρα που συνάντησε περισσότερο τον αποξενώνει παρά τον απελευθερώνει.
Το χειρότερο όλων όμως στον αμερικάνικο νότο είναι ο Βαν Γκάντι. Ο παλιός assistant του Pat Riley στους σκληρούς Knicks των mid 90s επιδίδεται σε διαρκή μειωτικά σχόλια εναντίον του Σπανούλη και τους δείχνει με κάθε τρόπο ότι δεν τον υπολογίζει και δεν είναι δική του επιλογή.
Ευτυχώς υπάρχει η Εθνική, στην οποία επιστρέφει για το Ευρωμπάσκετ του 2007 και αποδεικνύεται ότι σε ευρωπαϊκό έδαφος αποδίδει εξαιρετικό μπάσκετ. Δεν θα ξαναφορέσει μετάλλιο στο στήθος του ξεκάθαρα λόγω των διαιτητικών αποφάσεων “εκείνου” του ημιτελικού εναντίον της Ισπανίας, της ομάδας που μας στέρησε το χρυσό στο Παγκόσμιο του 2006. Η ομάδα του Γιαννάκη χωρίς να πιάνει τα στρατοσφαιρικά επίπεδα απόδοσης του Βελιγραδίου και της Σαϊτάμα, δείχνει το μέταλλό της σε μια ακόμα made in Greece ανατροπή στον αγώνα με τους Σλοβένους και με το Σπανούλη σε ημι-ηγετικό πλέον ρόλο, φωνάζει ότι ανήκει δικαιωματικά στην ελίτ του παγκόσμιου μπάσκετ. Εκείνη η άδικη ήττα από τους Ισπανούς στοίχισε πολύ, σε βαθμό να δημιουργήσει μίσος εναντίον των Ιβήρων, ίσως και μια ιδιότυπη συμπλεγματική συμπεριφορά όπως διαπιστώθηκε και στο πρόσφατο ατυχές παιχνίδι του Λιλ. Εκείνο που μετρούσε για τον ηρωά μας, ήταν ότι σε ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν ο παίκτης που όλοι γνωρίζαμε, ο Σπανούλης των θαυμάτων, που για κάποιο λόγο στην Αμερική μετατρεπόταν σε κάτι άλλο.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ
Η Μέκκα του μπάσκετ έχει εξελιχθεί στο νησί του Αιόλου για την ιδιότυπη οδύσσεια του Σπανούλη και στο μυαλό του τριγυρίζει μόνον η ιδέα και ο νόστος της επιστροφής.Το λυρικό του πράγματος συνεχίζεται για ελάχιστο ακόμη χρονικό διάστημα, αφού σαν άλλες Σειρήνες, ηχούν στα αυτιά του οι μελωδίες των San Antonio Spurs του Greg Popovich. Εάν ο Σπανούλης δεν είχε κλείσει τα αυτιά του σε εκείνες τις Σειρήνες στο “στενό” του AT&T Center πιθανόν σήμερα η ιστορία της ζωής του να ήταν εντελώς διαφορετική και να φορούσε στα δάχτυλα του κάποια δαχτυλίδια Πρωταθλητή του ΝΒΑ, συμπαίκτης με τον Tim Duncan, το Manu Ginobili, τον Tony Parker. Μετά τη δοκιμασία του Houston όμως, ο V-Span όπως αποκαλείτο κατά κόρον εκείνη την εποχή, είχε στο νου του μόνο την Ιθάκη της Αθήνας και του Παναθηναϊκού. Η οικογένεια Γιαννακόπουλου κάνει τα πάντα για να τον φέρει πίσω, μια μεγάλη οικονομική θυσία της τάξης των 6,5 εκατ. ευρώ (1 εκατ. στους Spurs και 5.5 εκατ. για τριετή συνεργασία στον αθλητή) και τα καταφέρνει.
Ο Σπανούλης επιστρέφει στην Ευρώπη, επιστρέφει στη ζεστή αγκαλιά του Παναθηναϊκού, πάνω απ’ όλα όμως επιστρέφει στην πατρίδα του, στη μητέρα του, στην κουλτούρα του, την οικογένειά του. Η…δεύτερη θητεία στον Παναθηναϊκό είναι το απόλυτο: τρία σερί πρωταθλήματα, το triple crown του 2009, με τις μαγικές βραδιές στο Βερολίνο, το ξόρκισμα της ήττας σε f4 με αντίπαλο τον Ολυμπιακό και το 73-71 με την CSKA για το νέκταρ με το πέμπτο αστέρι. Με την Εθνική ταξιδεύει το καλοκαίρι στο Πεκίνο, τερματίζει 5ος και πασχίζει να αποδείξει ότι είναι ηγέτης και με το εθνόσημο. Ήδη μετράει επιτυχίες και τίτλους σε συλλογικό επίπεδο με Μαρούσι και Παναθηναϊκό, ενώ με την Εθνική ομάδα έχει πατήσει την κορυφή της Ευρώπης και είναι και δευτεραθλητής κόσμου. Η καριέρα του ήδη στα 26 του χρόνια μοιάζει ονειρεμένη.
Η απόφαση που άλλαξε την ιστορία
Ο καθένας θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο Σπανούλης βρήκε την Ιθάκη του, το περιβάλλον σε Εθνική και Παναθηναϊκό θα ήταν ιδανικό για τον καθένα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ονειρώδες. Δεν είναι όμως έτσι. Ο ιδιόρρυθμος και sui generis χαρακτήρας του, η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση που από μικρό παιδί είχε και η αγάπη του για το ρίσκο, τον σπρώχνουν στην πιο πολυζητημένη απόφαση της ζωής του. Ο Βασίλης Σπανούλης με το πέρας του συμβολαίου του, υπογράφει εν μέσω των πρώτων σημαδιών της οικονομικής κρίσης, ηγεμονικό συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό, μια απόφαση που ασφαλώς διατάραξε και τις σχέσεις και το status του στα ενδότερα της Εθνικής ομάδας.
Έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για τη μετακίνηση του Σπανούλη στον Πειραιά, έχει αναλυθεί στο μέγιστο βαθμό το αγαπημένο σε μερίδα του Τύπου δίπολο “Διαμαντίδη Vs Σπανούλη” που είναι ανώφελο να επαναληφθεί το χρονικό αυτής της σχέσης. Γεγονός είναι ότι ο Σπανούλης ήθελε να χτιστεί μια ομάδα γύρω του, ήθελε να είναι εκείνος το πρώτο βιολί στην παράσταση και αδυνατούσε να συνηγορήσει στην απόφαση του Παναθηναϊκού να τον διατηρεί πάντοτε σε δεύτερο πλάνο. Εγένετο πάταγος. Ο Σπανούλης ντύνεται στα ερυθρόλευκα με το “προκλητικό” ποσό των 7.2 εκατ. ευρώ. Η συνέχεια είναι επίσης γνωστή και πλούσια: ο Σπανούλης γίνεται με το καλημέρα ο ηγέτης του Ολυμπιακού, πασχίζει να ξορκίσει το “φάντασμα” Διαμαντίδη και να αποδείξει ότι είναι αυθύπαρκτος leader. Η ηγετική φυσιογνωμία του Σπανούλη μετατρέπει μια ομάδα ήδη ισχυρή, σε μια ομάδα δυνάμει πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Ο ίδιος προσπαθεί να μείνει ανεπηρέαστος από το κλίμα της εποχής, είναι ο γνωστός Σπανούλης στο Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας και κατακτά το χάλκινο μετάλλιο υπό τις οδηγίες του Λιθουανού Γιόνας Καζλάουσκας αυτή τη φορά, ενός προπονητή που αγαπάει το γρήγορο και επιθετικό μπάσκετ και λατρεύει προσωπικότητες και μπασκετμπολίστες με τα χαρακτηριστικά του Σπανούλη. Η αποχώρηση του Διαμαντίδη και η αποστρατεία του Παπαλουκά, θα τον χρίσουν αυτοστιγμή ηγέτη και της Εθνικής ομάδας, σε κεντρική φυσιογνωμία και κεντρικό πυλώνα του παιχνιδιού της Εθνικής, όπως συμβαίνει και στον Ολυμπιακό από την πρώτη στιγμή που φόρεσε τα ερυθρόλευκα.
Οι συμπαίκτες του mister 7 αρχίζουν να εμπιστεύονται τυφλά τις εντολές του και τον αναγνωρίζουν σαν το τέλεια συστατικό της επίτευξης των στόχων της ομάδας που κατακτώνται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Το ζητούμενο όμως εκτός από το πρωτάθλημα και το κύπελλο είναι πλέον η ευρωπαϊκή καταξίωση.
ΞΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ο Ολυμπιακός θα κάνει το απίστευτο: αφού κινδυνεύει να μείνει εκτός Top16 από τη Γαλατά, αποκλείει μετά από μια συγκλονιστική σειρά τη Montepaschi Siena και προκρίνεται στο Final4. Η Μπαρτσελόνα είναι το φαβορί, ο Ολυμπιακός όμως είναι Ολυμπιακός και η πρόκριση στον τελικό πανηγυρίζεται δεόντως. Ο τελικός αγγίζει το σουρεαλισμό: η ΤΣΣΚΑ Μόσχας, είναι όπως πάντα η σούπερ ομάδα, το υπερφαβορί, χαρακτηρισμούς που επιβεβαιώνει προηγούμενη ακόμα και με 19. Ένας Ολυμπιακός χωρίς Σπανούλη θα ύψωνε λευκή σημαία, ο Ολυμπιακός του Σπανούλη έχει προσωπικότητα και τον άνθρωπο που δίνει το σύνθημα της αντεπίθεσης.
Το comeback στο ματς είναι από τα χαρακτηριστικότερα του ελληνικού μπάσκετ. Όταν ο αναγεννημένος Γιώργος Πρίντεζης βάζει το νικητήριο καλάθι κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα σχεδόν εξαγνισμού. Ο Σπανούλης έχει δείξει ότι μπορεί να κερδίσει οπουδήποτε, οποιονδήποτε και υπό συνθήκες εξαιρετικής πίεσης. Δεδομένα έχει ξεπεράσει τα όριά του, είναι ένας παίκτης διαφορετικού επιπέδου που η εμπειρία του Houston τον έκανε κυνικότερο, ομαδικότερο και τον ανάγκασε να δει το παιχνίδι υπό διαφορετικό πρίσμα. Η κατάκτηση της Ευρωλίγκας τον ανακηρύττει και στον.. έξω κόσμο σε ηγέτη και παίκτη που με την παρουσία του και μόνο αλλάζει το status μιας ομάδας top επιπέδου.
Είναι ένα προσωπικό στοίχημα που κερδίζει, μια μάχη εναντίον της αμφισβήτησης και της άβολης μόνιμης σύγκρισης που τον ακολούθησε από την ημέρα που αποφάσισε με μια επιλογή ζωής να μεταπηδήσει από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό. Ο ίδιος πριν κάποια χρόνια σε συνέντευξή του στο “ΒΗΜΑ” θα δηλώσει ότι η απόφαση δεν τον προβλημάτισε, είναι όμως μια τοποθέτηση εγωισμού και ίδιον της ιδιοσυγκρασίας του να “μαζεύει” μέσα του και να απαντά όπως πρέπει με τον τρόπο που εκείνος θεωρεί πρέποντα.
ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ VS ΣΠΑΝΟΥΛΗΣ
Η απώλεια του Πρωταθλήματος με αλλεπάλληλα πικαρίσματα από την πράσινη εξέδρα, θα επαναθέσει το πρόβλημα στην παλιά του βάση. Ο Σπανούλης μπορεί εναντίον όλων, εκτός “του Παναθηναϊκού του Διαμαντίδη”. Οι δυο τους βέβαια ουδέποτε είχαν πρόβλημα μεταξύ τους, οι προσωπικές σχέσεις τους είναι άριστες, ο οπαδικός τύπος όμως είναι αδύνατον να καταπιεί τον μπασκετικό πολιτισμό και να πουλήσει αβρότητα αντί για φανατισμό. Είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα με πολλές παραμέτρους και πολλά αίτια, που χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης, ακριβώς διότι οι μόνοι που δεν ευθύνονται είναι οι αθλητές. Ο Σπανούλης και λόγω της οπαδικής αντιμετώπισης από τους “απέναντι” εξελίσσεται σε αγαπημένο παιδί της εξέδρας, εκείνου του μέρους της εξέδρας που δεν πολυασχολείται με το μπάσκετ, αλλά το εξιτάρει η κόντρα. Οι αμιγώς μπασκετικοί φίλοι του Ολυμπιακού όμως, ξέρουν.
Και “ξέρουν” όχι επειδή ο Σπανούλης αγγίζει τους 20 μ.ο. ούτε γιατί είναι πάντοτε εκείνος που βγαίνει μπροστά όταν η μπάλα καίει. Ένας φίλος κάποτε, μετά από μια σπανούλεια διείσδυση “ένας εναντίον όλων” χαριτολογώντας μου είπε ότι θα του εμπιστευόταν τα υπάρχοντά του στον Τιτανικό, γιατί ο Σπανούλης θα πήγαινε ακόμη και κόντρα στο παγόβουνο. Η υπερβολή επέτεινε βέβαια το λόγο, αλλά η μεγαλύτερη αρετή του Σπανούλη είναι ακριβώς αυτή: κάνει τους γύρω του να υπερβάλλουν. Οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι φίλοι του αθλήματος να υπερβάλλουν στο λόγο και οι συμπαίκτες του να υπερβάλλουν εαυτούς. Και με αυτήν τη συνταγή, ο Ολυμπιακός έκανε την απόλυτη υπέρβαση και κατέκτησε το back2back “Ευρωπαϊκό” όπως αρέσει στους οπαδούς του να το αποκαλούν. Αυτή τη φορά ήταν η Ρεάλ που έζησε την αντεπίθεση και το τρομερό κρεσέντο του Σπανούλη. Ο Ολυμπιακός επιστρέφει από το μείον είκοσι, με δώδεκα συνεχόμενους πόντους του αρχηγού του. Τρίτη Ευρωλίγκα, τρίτος προσωπικός τίτλος MVP και μια απαράμιλλη σύνεση και αναγνώριση του μεγαλείου του αντιπάλου.
Είναι μια κοινοτυπία και ένα χρόνιο κλισέ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στο νικητή και όταν άπαντες πανηγύριζαν και γιόρταζαν την κατάκτηση της Ευρωλίγκας, ο μειλίχιος Σπανούλης έσπευδε να χαιρετίσει και να ασπαστεί τους αντιπάλους του. Ψύχραιμος, πράος και με τους σφυγμούς στο κανονικό. Η εικόνα θα μείνει βαθιά χαραγμένη σε όσους από τύχη είχαν στραμμένο το βλέμμα στον ηττημένο και όχι στο νικητή. Το μάξιμουμ του ξεσπάσματος το είδαμε πρόσφατα και δεν ήταν παρά η οικογενειακή θαλπωρή και η αναζήτηση της συζύγου και των παιδιών του, εκείνη η αγκαλιά που συγκίνησε φίλους και εχθρούς.
Ένας άνθρωπος που ανέκαθεν έθετε ως πρώτη προτεραιότητα της ζωής του την οικογένειά του, ακριβώς διότι κατάλαβε τη σημασία της πολύ νωρίς και φρόντιζε να καλύπτει τα συναισθήματά του στο χαμηλό του βλέμμα και τα – λιγοστά είναι πλέον η αλήθεια – χαμόγελά του εντός παρκέ. Η maximum έκρηξη της αδρεναλίνης του, φάνηκε και πολύ πρόσφατα στην «ελεεινή» χειρονομία μετά το τρίποντο που σφράγισε τη νίκη του ανώτερου Ολυμπιακού στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό.
Αυτή είναι η ψυχοσύνθεση και η αυτοσυγκράτηση του Σπανούλη (με όσα ακολούθησαν εντέχνως δεν γίνεται αναφορά διότι ανάγονται σε άλλο επιστημονικό πεδίο ενδιαφέροντος) και αυτή περίπου είναι και η ζωή του. Ο Ζήνων, μετά από την απάντηση περί ιδανικού αρχηγού και ηγέτη, απομονώθηκε, περιορίστηκε στα λιγοστά πρόσωπα που εμπιστευόταν και τον εμπιστεύονταν. Ακολούθησε το δικό του, ξεχωριστό δρόμο, διατύπωσε μια σειρά θεωριών από παράδοξα, κυρίως μαθηματικού χαρακτήρα, τα οποία όμως κατόπιν ελεύθερης ερμηνείας βρίσκουν εφαρμογή και στο κοινωνικοαθλητικό πεδίο. Οι φιλοσοφικές θεωρίες του απασχολούν ακόμη και σήμερα την επιστήμη και ως βασικό άξονα έχουν το αξίωμα ότι η πραγματικότητα είναι αδιαίρετη και οι αισθήσεις μας παραπλανούν δίνοντάς μας την ψευδαίσθηση της πολλαπλότητας. Τη δική του κοσμοθεωρία ακολούθησε και ο Βασίλης Σπανούλης στη διαδρομή του από τη Λάρισα μέχρι τον Ολυμπιακό.
ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ
Η Εθνική ομάδα, όπως αποδείχθηκε και από το ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης αντίο του, αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή του. Δεν είναι και μικρό πράγμα να κοιτάζεις το άλμπουμ της καριέρας σου και να χαμογελάς ενθυμούμενος το χρυσό μετάλλιο του 2005 στο Βελιγράδι, το αργυρό μετάλλιο στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, το χάλκινο του 2009, τις ατέλειωτες ατομικές διακρίσεις, τις χαρές, τις πίκρες, μα πάνω απ΄ όλα τις ανθρώπινες σχέσεις που χτίστηκαν σε 15 χρόνια με το εθνόσημο στο στήθος.
Η αγκαλιά του Μπουρούση και του Ζήση τα λένε πολύ καλύτερα από όσες χιλιάδες λέξεις κι αν γραφούν και το soundtrack του Εθνικού ύμνου ως υπόκρουση προσέδωσε και τον απαραίτητο κόμπο στο λαιμό. Εκείνος έμεινε όπως πάντα ανέκφραστος, με τις σκέψεις να μην εξωτερικεύονται και τα συναισθήματα να πνίγονται για να μην τα αρπάξει κανείς. Είναι όλα δικά του, εμείς απλώς ευχαριστούμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ