ΣΤΗΛΕΣ

Ένας πωλητής στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004

Πωλητής αυθεντικών προιόντων των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 και θεατής της τελετής έναρξης με βάρδιες. Ένα αλησμόνητο βράδυ στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004.

Ένας πωλητής στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004
Εθελοντές στο άθλημα της άρσης βαρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004, Ολυμπιακό Κλειστό Γυμναστήριο Άρσης Βαρών Νίκαιας, Δευτέρα 23 Αυγούστου 2004 ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς ξεκίνησε όλο αυτό. Πρέπει να ήταν μια αγγελία στην εφημερίδα, μια συνέντευξη με χαρακτηριστικά εύκολη έκβαση, μια ‘πρόσληψη’ σε κάτι που έμοιαζε με δουλειά ή και με αποστολή στο άγνωστο.  H τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ήταν πολλά περισσότερα. Ακόμα και σήμερα, 15 χρόνια μετά από το καλοκαίρι του 2004, αδυνατώ να εξηγήσω όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή. Οι λέξεις ‘πανηγυρικό, εορταστικό κλίμα’ ίσως αρκούν για να καλύψουν ένα στερεοτυπικό δημοσίευμα, η πραγματικότητα τις ξεπερνούσε σε εξωπραγματικό βαθμό.

Εκείνο το καλοκαίρι, η Αθήνα ήταν μια πόλη που είχε αποτυπωμένο ένα τεράστιο χαμόγελο στο συλλογικό DNA της. Ναι, υπήρχαν εκατομμύρια επισκέπτες, αλλά το συγκοινωνιακό δίκτυο δούλευε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Ναι, υπήρχε η παραζάλη της έκθεσης μιας μικρής πόλης στα media παγκοσμίως, αλλά όλοι όσοι εργάζονταν στην Αθήνα εκείνες τις μέρες, έμοιαζαν έτοιμοι από καιρό. Ναι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν δημιουργήσει ένα συλλογικό άγχος, ένα αγωνιώδες “θα προλάβουμε;” ως προς την παράδοση όλων των απαιτούμενων έργων, αλλά όλα ήταν έτοιμα. Η Αθήνα είχε μετατραπεί σε μια μητρόπολη, έτοιμη να αγκαλιάσει κάθε έθνος που δήλωνε ‘παρών’ σε ακόμα μία ολυμπιακή πρόκληση.

Θεατές κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 EUROKINISSI

Τον Αύγουστο του 2004, η σχέση μου με τη δημοσιογραφία περιγραφόταν ακόμα με όρους ρομαντικής φαντασίωσης. Ως δευτεροετής φοιτητής στο Καποδιστριακό, φορούσα τη διαπίστευση των Αγώνων και ετοιμαζόμουν να γίνω πωλητής αυθεντικών προϊόντων της διοργάνωσης. Το γεγονός ότι δεν είχα καμία εμπειρία πώλησης ήταν μια τεχνική λεπτομέρεια. Πόσο δύσκολο ήταν άραγε το να προσφέρεις κούπες, κονκάρδες, μαγνητάκια, t-shirt και άλλα μικρά -αλλά συλλεκτικά- προϊόντα των Αγώνων; Θα σου απαντήσω, με δυο λέξεις: ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ΔΥΣΚΟΛΟ.

Στις 13 Αυγούστου 2004 είχα βρεθεί στο Ολυμπιακό Στάδιο από τις 13:00. Η ανέγερση του κιόσκι θα γινόταν εντός του χώρου του σταδίου, περίπου 100 μέτρα από τις θύρες όπου θα εισέρχονταν οι θεατές. Η ζέστη δεν μπορούσε να περιγραφεί με λόγια, όπως και η εντατικοποίηση των ετοιμασιών. Στις 16:30 είχαν ανοίξει οι πόρτες, με την έναρξη να έχει προγραμματιστεί περίπου 3 ώρες αργότερα. Κάποιος τακτικός θαμώνας συναυλιών, θα μπορούσε να αναφωνήσει “ε, και; Όλοι έρχονται λίγο πριν από την έναρξη”. Ο κανόνας αυτός είχε ανατραπεί πανηγυρικά.

Η απόβαση του κόσμου θύμιζε εκκένωση κάποιας μεγάλης πόλης ή κάποιων -αρκετά- μεγάλων πόλεων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να γνωρίζεται με μια νεαρή Βρετανίδα με καταγωγή από την Βραζιλία, που ήθελε να της εξηγήσω αναλυτικά το πρόγραμμα των Αγώνων, την ίδια στιγμή που πίσω της είχε σχηματιστεί μια ουρά περίπου 75 ατόμων από την οποία προερχόταν ένα κράμα από 4-5 διαφορετικές γλώσσες, καθώς ανέμεναν στωικά να αγοράσουν κύπελλα, κονκάρδες και κουκλάκια – μασκοτ των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς μια μυθικού μεγέθους μάζα ανθρώπων αγκάλιαζε το Ολυμπιακό Στάδιο.  Όχι, ήμουν κακός πωλητής, μπορώ να το παραδεχτώ. Όμως εκείνη η μέρα, ώρες πριν αρχίσει η Τελετή Έναρξης, έμοιαζε επική, ζούσαμε μια στιγμή που ο χρόνος και ο χώρος ήδη είχε σταματήσει, γινόταν σαφές ότι ήμασταν κάτοικοι ενός καταφυγίου που δεν υπάρχει ούτε στον χάρτη ούτε σε κάποια ιστορική εποχή. 

Χορευτές ντυμένοι με ιστορικές και παραδοσιακές φορεσιές, παρευλάνουν κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004. EPA

Ξαφνικά, σκοτάδι. Αντίστροφή μέτρηση. Ιαχές χωρίς γλώσσα, που σκεπάζουν τις ριπές του αέρα, τύμπανα ηχούν ως παλμοί μια γιγαντιαίας καρδιάς που μπορεί και να κάνει τη σφαίρα της γης να μοιάζει με μπάλα του μπάσκετ. “Πολίτες του κόσμου καλωσήρθατε στην γιορτή της Αθήνας”. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που αγοράζουν αντικείμενα των Αγώνων. Είμαστε μόνο εμείς και οι φωνές, οι ήχοι, τα χρώματα του σταδίου. Από το άνοιγμα των κερκίδων στο νότιο τμήμα του σταδίου μπορούμε να διακρίνουμε τις εικόνες να ξεπροβάλλουν, σαν ένα αναδυόμενο Twilight Zone σταυροδρόμι της ιστορίας και του ονείρου. Η Τελετή έχει αρχίσει.

Στιγμιότυπο από την τέλετη έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαιωάννου, Ολυμπιακό Στάδιο, Παρασκευή 13 Αυγούστου 2004 EUROKINISSI

Δεκάδες μπουζούκια και τύμπανα παίζουν το κλασσικό πια ζεϊμπέκικο του Σταύρου Ξαρχάκου και η εισαγωγή νομίζω πως μπορεί και να με γονατίσει, να με κάνει πολύ μικρό μπροστά σε αυτό το υπερβατικό θέαμα που μόλις αρχίζει, αλλά και γίγαντα, γιατί η Αθήνα είναι η οικοδέσποινα των Ολυμπιακών Αγώνων. Για λίγο, μπορούμε να κολυμπήσουμε στην ψευδαίσθηση ότι είμαστε στην  κορυφή αυτού του κόσμου. 

Η Τελετή αρχίζει με φιγούρες της μυθολογίας να μπλέκονται με τη σύγχρονη ιστορία, με το θρυλικό χάρτινο καραβάκι να διασχίζει τη λίμνη, με τη φωτιά να ‘ζωγραφίζει’ τα σήματα των Ολυμπιακών Αγώνων στο νερό. Κάποιοι, ελάχιστοι, τοποθετούν τα χέρια πάνω σε μηχανές κόντακ και φωτογραφίζουν, οι περισσότεροι έχουμε στείλει βλέμμα και καρδιά σε ό,τι συμβαίνει στην αυτοσχέδια λίμνη, στους μικρούς χρωματιστούς θεούς, στο βιβλίο μιας ολόκληρης ζωής, μιας ιστορίας αιώνων που ανοίγεται μπροστά μας. 

Στιγμιότυπο από την τέλετη έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαιωάννου, Ολυμπιακό Στάδιο, Παρασκευή 13 Αυγούστου 2004 EUROKINISSI

Φυλάμε σκοπιά με βάρδιες στο κιόσκι των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι μισοί μπροστά από το ταμείο, οι άλλοι μισοί μέσα στο στάδιο. Φοράμε παρόμοιες διαπιστεύσεις με τους εθελοντές των Αγώνων, με αποτέλεσμα να βρίσκουμε στον δρόμο μας Άγγλους, Ιταλούς, Έλληνες, Αφρικανούς, Ασιάτες που μας ρωτούν που μπορούν να αγοράσουν φωτογραφικές μηχανές μιας χρήσης (είμαστε στο 2004, κινητά με φωτογραφική μηχανή δεν υπάρχουν), που είναι η τουαλέτα, μέχρι πότε λειτουργεί το τρένο, ο προαστιακός σιδηρόδρομος και ό,τι άλλο πιθανό και απίθανο μπορεί να σκαρφιστεί ο ανθρώπινος νους. 

Περίπου 3,5 ώρες αργότερα δεν υπάρχει αίσθηση κάτω άκρων, δεν υπάρχει αίσθηση κούρασης/ξεκούρασης. Μια μάζα εκτυφλωτικά λαμπερή και χρωματιστή αποχωρεί από το στάδιο και κατευθύνεται στα σημεία όπου πωλείται φαγητό και φυσικά στο κιόσκι μας. Η ομοβροντία του κόσμου αυτήν τη φορά είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη, όλοι νιώθουν αλλοπαρμένοι, με μια δυσκολία συγκέντρωσης, σχεδόν γίνονται μια παρέα που έχει ενωθεί υπό ένα κολοσσιαίο και υπεράνω γλώσσας και εθνότητας σημείο αναφοράς. 

Φωτογραφία της ταυτότητας διαπίστευσης μου ως πωλητής αυθεντικών προϊόντων

Η ώρα είναι 23:50, η βάρδια μου ως πωλητής έχει ολοκληρωθεί. Καλούμαι να ακολουθήσω αυτό το τεράστιο κύμα ανθρώπων που διασχίζει την ανηφόρα που οδηγεί προς το τρένο, για να επιστρέψω σπίτι. Όλα εξελίσσονται με μια συγκλονιστική απλότητα. Χιλιάδες θεατές, εθελοντές, περαστικοί περιμένουν με υπομονή τους συρμούς που καταφθάνουν με χρονική απόσταση περίπου 6-7 λεπτών ο ένας μετά τον άλλο. Η κούραση είναι υπόκωφη ως και ανύπαρκτη και όλοι μοιάζουν να κυκλοφορούν με ένα διαρκές χαμόγελο ευδαιμονίας κολλημένο σαν μπλούζα επάνω τους.

Δεν ξέρω αν η τελετή έναρξης μπορεί να αξιολογηθεί από κάποιους κριτικούς τέχνης, δεν μπορώ να προσδιορίσω καν αν ήταν καλή ή κακή, δεν κατάφερα να την δω ολόκληρη από κοντά, παρά μόνο σε ένα συνεχές, αγωνιώδες ‘πήγαινελα’ από και προς το ηρωικό κιόσκι των ολυμπιακών προϊόντων. Ξέρω, πάντως, ότι αυτό που συνέβη εκείνο το βράδυ στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας ήταν κάτι που κανείς από εκείνους που είχαν την τύχη να το δουν από κοντά, δεν πρόκειται να ξεχάσει. Θα είμαστε για πάντα σαν μια ανώνυμη συμμορία, εμείς που βρεθήκαμε για λίγες ώρες στην κορυφή του κόσμου. Κι ας ήταν μια όμορφη ψευδαίσθηση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ