ΣΤΗΛΕΣ

Ωραίο το Final Four. Εμείς πότε θα ξαναπάμε;

Στην Κολωνία βρίσκονται οι τέσσερις ομάδες του φετινού Final-4 κι ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για την ασύγκριτη αίσθηση της κορυφαίας στιγμής της Euroleague, αλλά και για το αν θα επιστρέψουν ποτέ σε αυτή τη γιορτή Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός. Λείπουν εννιά και τέσσερα χρόνια, αντίστοιχα.

Ωραίο το Final Four. Εμείς πότε θα ξαναπάμε;
Οι αρχηγοί των τεσσάρων φιναλίστ ποζάρουν με φόντο το τρόπαιο της Euroleague euroleague.net

Η άφιξη της Ολίμπια Μιλάνου στην Κολωνία, νωρίς το απόγευμα της Τρίτης, σηματοδότησε την αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη του επερχόμενου Final-4. Λίγο αργότερα ακολούθησαν κι οι άλλοι τρεις συνδαιτημόνες, κατά σειρά Εφές, Μπαρτσελόνα και ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Συνήθως οι ομάδες φτάνουν στη βάση τους δυο μέρες πριν από το τζάμπολ (Τετάρτη), εφέτος λόγω διαδικασιών που πρέπει να γίνουν ελέω covid βρέθηκαν μια μέρα νωρίτερα στην πόλη του μεγάλου ραντεβού. Η εκκίνηση της διοργάνωσης γίνεται παραδοσιακά την Πέμπτη, ημέρα της συνέντευξης Τύπου και της πρώτης επαφής των φιναλίστ, φέτος πάντως άπαντες βρέθηκαν ένα 24ωρο πριν, ίσως για να προετοιμαστούν και καλύτερα.

Final-4, λοιπόν. Καλώς το κι ας μας έλειψε ένα χρόνο, αφού για πρώτη φορά πέρσι μετά από το 1988 που έγινε η πρώτη διοργάνωση στη Γάνδη το τουρνουά, λόγω της πανδημίας, αναβλήθηκε. Κι ήταν επίσης η πρώτη φορά, μετά το 1958 την πρώτη χρονιά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου στη θέση της πρωταθλήτριας Ευρώπης τοποθετήθηκε μια παύλα. Την κούπα δεν την κατέκτησε κανείς σε αντίθεση, ας πούμε, με τη σεζόν 2000-01, όταν είχαν δυο πρωταθλητές Ευρώπης (Κίντερ Μπολόνια και Μακάμπι Τελ Αβίβ)!

Η φαεινή ιδέα που είχε η FIBA πριν από 33 χρόνια, όταν αποφάσισε -στα πρότυπα του κολεγιακού μπάσκετ- να εφαρμόσει το θεσμό του Final-4 στην Ευρώπη αποδείχθηκε η σπουδαιότερη που είχαν στη δεκαετία του ’80. Μια κίνηση που πραγματικά εκτόξευσε την κορυφαία διοργάνωση και διαμόρφωσε σταδιακά το σκηνικό σε αυτό που βλέπουμε τώρα. Σ’ ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, βεβαίως, αλλά μην ίδια μορφή και ιδιαιτερότητα όπως το 1988 στο ‘Φλάντερς Εξπο’ της Γάνδης.

Δεν υπάρχει κάτι πιο συναρπαστικό από το Final-4. Όλα όσα συζητάμε, όλα όσα προβλέπουμε, αουτσάιντερ και φαβορί πάνε στην άκρη, καθώς η μπάλα φεύγει ψηλά για το πρώτο τζάμπολ“, σχολίασε γλαφυρά ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, ο άνθρωπος που φιλοδοξεί φέτος να γίνει ο πρώτος που κατέκτησε την Ευρωλίγκα με την ιδιότητα τόσο του παίκτη, όσο και του προπονητή.

Για την αίγλη αυτή συμφώνησε ο πιο έμπειρος προπονητής απ’ όλη την τετράδα. Ο Έτορε Μεσίνα ήταν πρωταθλητής Ευρώπης, πριν από 23 χρόνια με τη Βίρτους Μπολόνια στη Βαρκελώνη. Εφέτος, κοουτσάροντας τη Μιλάνο, φιλοδοξεί να κερδίσει το τρόπαιο για 5η φορά (έχει δυο με την ιταλική ομάδα κι άλλα τόσα με την ΤΣΣΚΑ) με μια τρίτη διαφορετική ομάδα:”Μετά από μια τόσο περιπετειώδη χρονιά, με αναβολές αγώνων, ασθένειες παικτών, με αμφιβολίες για την επόμενη μέρα το ότι βρισκόμαστε εδώ είναι μεγάλη υπόθεση για την Ευρωλίγκα. Ναι είναι σπουδαίο να βρίσκεσαι σε ένα Final-4“.

Τις αποστολές υποδέχθηκε μια σχεδόν χειμωνιάτικη Κολωνία, με το θερμόμετρο στους 10 βαθμούς. Κοντομάνικα και σορτσάκια έδωσαν τη θέση τους σε φούτερ και φόρμες. Ο Σέιν Λάρκιν, που δήλωσε έτοιμος να οδηγήσει την Εφές στην κατάκτηση του τίτλου, δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του, παρά το ψύχος: “Φίλε, ακόμη και στη Γροιλανδία να πήγαινα, πάλι το ίδιο θα ‘λεγα. Είμαι ευτυχής που φτάσαμε ως εδώ“.

Θα συμφωνήσουμε με όλους. Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο (στην μπασκετική Ευρώπη) από το Final-4 της Euroleague. Κι αν ενίοτε διατυπώνεται η άποψη πως θα ήταν πολύ δικαιότερο να βλέπαμε μια σειρά τελικών για την ανάδειξη του πρωταθλητή Ευρώπης, θα αντιτάξουμε εκτός από επιχειρήματα κι αυτή την αίσθηση που αποπνέει η διοργάνωση. Μια φορά να βρεθείς φτάνει για να το καταλάβεις.

Προφανώς μια σειρά τελικών αποκλείει αποτελέσματα-βόμβες και ευνοεί σαφώς την καλύτερη ομάδα, που έχει την ευκαιρία να διορθώσει ένα λάθος. Επειδή την εμπειρία, ωστόσο, τη ζήσαμε το 2001, στους τελικούς Βίρτους-Μπασκόνια(Τάου), δεν θα πάρουμε. Ή για να ακριβολογήσουμε δεν θα το συγκρίνουμε με όλα όσα έχει ζήσει όλα αυτά τα χρόνια το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Καλά τα πλέι οφ και οι συνεχόμενοι αγώνες, χωρίς Final-4 ωστόσο τα περισσότερα που είδαμε από τη Γάνδη και μετά δεν θα υπήρχαν.

✐ Πολύ δύσκολα η Ελλάδα θα μετρούσε 9 τρόπαια (6 ο Παναθηναϊκός 3 ο Ολυμπιακός σε 15 τελικούς, αν προσθέσουμε τους πέντε χαμένους των ‘ερυθρολεύκων’ και τον έναν της ΑΕΚ το 1998) με την ιστορία να γράφεται από το ταξίδι των αιωνίων στο Τελ Αβίβ και μετά. Αλλά και πριν, ποιος αρειανός έχει ξεχάσει τις χαμένες ευκαιρίες της μεγάλης ομάδας των ‘κιτρίνων’ στα τρία πρώτα φάιναλ-φορ, ποιος ΠΑΟΚτσής δεν είδε εφιάλτες στο σουτ του Ραγκάτσι στην εκπνοή του ημιτελικού του 1993;

✎ Δεν θα είχαμε δει την ομάδα-μύθο, τη Γιουγκοπλάστικα της τριετίας 1989-91, που ακόμη έχει το ρεκόρ των τριών συνεχόμενων κατακτήσεων, το θαύμα της Παρτιζάν, την εκπληκτική Ζαλγκίρις του 1999, την πρώτη ομάδα που έκανε back to back (Μακάμπι Τελ Αβίβ), την απόλυτη έκπληξη (ήττα της ΤΣΣΚΑ του Ίβκοβιτς μέσα στη Μόσχα από την Μπασκόνια το 2005). Δεν θα χαμε δει τον συγκλονιστικό ημιτελικό Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού το 2009, τις δυο σφαλιάρες των ‘ερυθρολεύκων’ στην ΤΣΣΚΑ (2015,2017), την πρώτη φορά των Τούρκων με τη Φενέρμπαχτσε του Ομπράντοβιτς, τη Ρεάλ του Λάσο, την ΤΣΣΚΑ του Ιτούδη. Γενικά όλους τους μύθους που γράφτηκαν σε αυτά τα 33 χρόνια.

✏ Συν τοις άλλοις η λίγκα μπορεί να εκμεταλλευτεί το event, ξεχωριστά απ’ όλη τη διοργάνωση. Είναι το ‘φιλέτο’ που πουλάει κάθε χρόνο και οι αγώνες συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τηλεόραση, σπόνσορες και συνολική εμπορική κάλυψη

Το Final-4 παραμένει το κορυφαίο ραντεβού, όπου όλα επιτρέπονται και όλα μπορούν να συμβούν. Είναι η ετήσια γιορτή με τους καλύτερους να προσπαθούν μέσα σε τρεις ημέρες να ανέβουν στην κορυφή, που ονειρεύονται ένα χρόνο. Ναι καμιά φορά είναι άδικο για τη θεωρητικά καλύτερη ομάδα, αλλά ακριβώς για αυτό, επειδή μπαίνει στη μέση το απρόβλεπτο στοιχείο, είναι εν τέλει και ανεπανάληπτο. Σε μια Ευρωλίγκα, άλλωστε, όπου επικρατούν οι δυνατοί, κλείνουν σιγά-σιγά οι πόρτες, ε… ας αφήσουμε ένα μισάνοιχτο παράθυρο και για τα αουτσάιντερ!

Γίνονται πολλά τα χρόνια (χωρίς τους αιωνίους)

Από την άλλη γίνονται πολλά τα χρόνια, που οι δυο ομάδες μας βλέπουν τη διοργάνωση από τον καναπέ. Ο Παναθηναϊκός μετράει εννιά από την τελευταία του εμφάνιση (Κωνσταντινούπολη 2012), ο Ολυμπιακός τέσσερα (επίσης Κωνσταντινούπολη, αλλά το 2017). Φέτος για πρώτη φορά οι δυο αιώνιοι δεν έπαιξαν καν στα πλέι οφ, σε μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά μετά από 30 χρόνια.

Πόσο εφικτό είναι να ξαναδούμε είτε τον Παναθηναϊκό είτε τον Ολυμπιακό, στην κορυφαία διοργάνωση, σε βάθος -ας πούμε- πέντε χρόνων. Ρώτησα μερικούς φίλους που τους αρέσει το μπάσκετ, παρακολουθούν την Euroleague, είναι οπαδοί και των δυο ομάδων. Πλην ενός, κανείς δεν ήταν αισιόδοξος ότι κάποια στιγμή οι αιώνιοι θα επιστρέψουν. Ίσως να ‘ναι η απογοήτευση από την εφετινή σεζόν, στη διάρκεια της οποίας το ταβάνι έμοιαζε η οριακή (για τον Ολυμπιακό) πρόκριση στους οκτώ. Ο Παναθηναϊκός βρέθηκε πολύ πίσω.

Σίγουρα, μεσολάβησε μια σφοδρή οικονομική κρίση που όπως και να ‘χει επηρέασε την άλλοτε οικονομική ισχύ των δυο ελληνικών συλλόγων. Εδώ, βέβαια, μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι ο Ολυμπιακός της διετίας 2012-13 και των Final-4 του 2015 και του 2017 δεν ήταν η ομάδα που ξόδευε 25 και 30 εκατομμύρια δολάρια για να πάρει το τρόπαιο. Πόσες φορές όμως αυτό το μοντέλο, που έφτιαξαν οι ‘ερυθρόλευκοι’ μπορεί να πετύχει, ειδικά από την στιγμή, που η ψαλίδα -τα τελευταία χρόνια- ανοίγει και ακόμη σε μια εποχή πανδημίας, ο προϋπολογισμός, ας πούμε της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, είναι 35 εκατομμύρια;

Η δική μου εξήγηση για την ελληνική αδυναμία πατάει σε δυο άξονες:

  1. Οι ομάδες μας δεν παίζουν πια ‘μόνες’ στην προσέλκυση καλών ξένων παικτών. Παλιότερα μια πρόταση είτε από τον Ολυμπιακό είτε από τον Παναθηναϊκό ήταν ένα έξτρα κίνητρο για τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους, που ήθελαν να κάνουν καριέρα στην Euroleague. Πήγαιναν σε εν δυνάμει ομάδες του Final-4, επίδοξους πρωταθλητές Ευρώπης. Τώρα, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, άρα από το πρώτο-πρώτο ράφι, οι δυο ομάδες μας δύσκολα μπορούν να ψωνίσουν κι από την άλλη, ενώ και από το πιο κάτω επίπεδο, ο συναγωνισμός πλέον είναι έντονος. Γιατί ένας καλός Αμερικανός να έρθει στην Ελλάδα, ενώ μπορεί να πάρει τα ίδια χρήματα από την Μπάγερν ή την Βαλένθια και την Μπασκόνια, έχοντας το πλεονέκτημα ότι εντός συνόρων θα αγωνίζονται και σε καλύτερα πρωταθλήματα;
  2. Η σταδιακή αποχώρηση μιας κορυφαίας φουρνιάς παικτών που κράτησε το μπάσκετ στο υψηλότερο επίπεδο (και σε εθνικό επίπεδο) αρχίζει και αφήνει τα σημάδια της σιγά-σιγά, ειδικά στον Παναθηναϊκό, που στην περίοδο της ακμής του, συνήθιζε να συγκεντρώνει τους κορυφαίους γηγενείς παίκτες. Ο Ολυμπιακός εμπιστεύτηκε την τελευταία έκδοση, αλλά οι 20άρηδες του 2012 είναι 30άρηδες με τους δυο βετεράνους Σπανούλη και Πρίντεζη στη δύση της καριέρας τους. Το πρόβλημα είναι ότι οι επόμενοι καλοί Έλληνες παίκτες, συστατικό επιτυχίας και των δυο ομάδων, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και ίσως όχι ανάλογου επιπέδου.

Θα πρέπει λοιπόν να τα βάψουμε μαύρα;

Όχι ακριβώς. Αν δούμε τα ρόστερ των δυο ομάδων, ο κορμός υπάρχει και δεν είναι καθόλου αμελητέος. Δεν ξέρουμε πολλές ομάδες να έχουν γηγενείς όπως οι Παπαπέτρου, Μήτογλου, Παπαγιάννης, ή οι Σλούκας, Παπανικολάου, Βεζένκοφ. Σύμφωνα μάλιστα με όσα ισχύουν εδώ και αρκετό καιρό η φορολογία των συμβολαίων που ήταν ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο για την απόκτηση καλών ξένων έχει μειωθεί σημαντικά. Άρα; Απαιτούνται υπερβάσεις (εν πρώτοις οικονομικές, γιατί το τρεις το λάδι τρεις το ξύδι δεν βγάζει πουθενά) και χάραξη, ενδεχομένως, μιας πιο μακροπρόθεσμης πολιτικής. Όχι πως θα βγει η επόμενη χρονιά, αλλά πως θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις επιστροφής στα μεγάλα σαλόνια. Όπως τα φετινά στην Κολωνία!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ