De Officiis Saravakos
Ο Zastro γυρίζει πίσω τον χρόνο και θυμάται τα πρώτα "βήματα" της συγκλονιστικής καριέρας του Δημήτρη Σαραβάκου.
Περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ο σπουδαίος Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος Κικέρων, έχοντας ως κύρια πηγή έμπνευσης το "Περί Καθηκόντων" του Παναίτιου του Ρόδιου, προσπάθησε να εξηγήσει για ποιο λόγο παρ’ όλο που η φύση έχει φροντίσει να μας εφοδιάσει όλους με νου, εκχωρεί με συγκεκριμένο τρόπο ταλέντο και δεξιότητες. Ένα τουλάχιστον ταλέντο και κάποια δεξιότητα λαμβάνουν οι περισσότεροι, το ζητούμενο είναι πως το διαχειρίζονται και τι μέσα μετέρχονται για να ξεχωρίσουν και να φθάσουν στην αριστεία που είναι η υπέρτατη καταξίωση. Εκεί ξεχωρίζει ο πραγματικά μεγάλος από τον προικισμένο, σε εκείνο το σημείο που η αίσθηση της ευπρέπειας και της μετριοφροσύνης γίνονται τα απαραίτητα συστατικά της επιτυχίας και της διάρκειας στο χρόνο, εκεί όπου η σεμνότητα μετατρέπεται σε αρετή και η προσωπικότητα γίνεται αποδεκτή από φίλους και εχθρούς. Σε αυτήν την ιδιαίτερη κατηγορία ξεχωριστών ανθρώπων ανήκει ο Δημήτρης Σαραβάκος, ένας από τους πιο ταλαντούχους επιθετικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας και μια από τις ελάχιστες προσωπικότητες που κατόρθωσαν να αφήσουν μια παρακαταθήκη αποδεκτή και παραδεκτέα απ’ όλους.
Από την "πλατεία" με όνομα βαρύ σαν ιστορία
Γιος του πολύ μεγάλου Θανάση Σαραβάκου, του θρυλικού "σβούρα" του Πανιωνίου, ενός σπάνιου ζογκλέρ που έκανε θαύματα με τη μπάλα στα πόδια τη δεκαετία του ’50 και του ’60 στο γκροτέσκο ελληνικό ποδόσφαιρο, μεγάλωσε με μια μπάλα στα πόδια στη Νέα Σμύρνη, τη γειτονιά που θαρρεί κανείς είχε αναλάβει την ιερή αποστολή να τροφοδοτεί με αστέρες το άθλημα. Νεστορίδης, Δέδες, Μαύρος, Αναστόπουλος, κάθε δεκαετία είχε στην ούγια κυανέρυθρο χρώμα και την αύρα της "πλατείας". Παρά το όνομα βαρύ σαν ιστορία και την αναπόφευκτη δυσκολία των a priori συγκρίσεων με τον πατέρα του, ο Δημήτρης από πολύ μικρός έμοιαζε predestinated να γίνει ποδοσφαιριστής και να μπει στο άτυπο club των "άριστων".
Πολύ πριν ενταχθεί στα "τσικό" του Πανιωνίου, σε ηλικία μόλις 13 ετών, είχε ήδη εξελιχθεί στη μασκότ της πλατείας, ήταν ήδη ο "μικρός" που αγαπούσαν και ήξεραν όλοι στη συνοικία που αποφάσισε να εγκατασταθεί μεγάλο μέρος των ξεριζωμένων προσφύγων της Σμύρνης. Τον φώναζαν "μικρό" διότι πάντοτε έπαιζε μπάλα με μεγαλύτερους και ακόμη και σε εκείνους που δεν τον γνώριζαν έβγαζε μια σπάνια οικειότητα και συμπάθεια με το σεμνό και συνετό χαρακτήρα του. Ήταν ο γιος του Θανάση που γεννήθηκε μόλις λίγες μέρες μετά τον τελικό του 1961 με τον Ολυμπιακό, μιας επιτυχίας που στιγμάτισε και φούσκωσε από υπερηφάνεια μια ολόκληρη γενιά φιλάθλων του Πανιωνίου, αλλά σε κέρδιζε χωρίς να γνωρίζεις το background.
Το "βάπτισμα" μέσω συγκυριών
Η προδιαγεγραμμένη του μοίρα έστειλε το πρώτο σημάδι της το 1977, όταν στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών και εξ αιτίας μιας σειράς γεγονότων με κορωνίδα την απεργία που είχε κηρύξει ο ΠΣΑΠ, ο προπονητής του Πανιωνίου, του χάρισε την πρώτη του συμμετοχή στο πρωτάθλημα. Ο προπονητής που "βάπτισε" ποδοσφαιρικά το Δημήτρη Σαραβάκο, ήταν ο Ιγκόρ Αλεξάντροβιτς Νέτο, μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του σοβιετικού ποδοσφαίρου, ένας ταχύτατος αριστεροπόδαρος μπακ, που λόγω των επιθετικών αρετών του, εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους μεσοεπιθετικούς στην ιστορία του ρωσικού ποδοσφαίρου. Ο Νέτο κάπου διέκρινε και τον εαυτό του (αριστεροπόδαρος γαρ) στο νεαρό Δημήτρη, τον είχε παρακολουθήσει άλλωστε πολλάκις και στις προπονήσεις και εντυπωσιασμένος από τα προσόντα και τη σεμνότητά του, τον επέλεξε για το άκρο της επίθεσης σε εκείνο το χριστουγεννιάτικο και αλλόκοτο 2-2 με τον Άρη στη Νέα Σμύρνη.
Το παιχνίδι της μοίρας και των οιωνών δεν σταματά στο Νέτο, αλλά επεκτείνεται και στην παρουσία πλειάδας αστέρων του ελληνικού ποδοσφαίρου στις εξέδρες του γηπέδου της Νέας Σμύρνης, που ακούσια παρακολούθησαν το ντεμπούτο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές: Μίμης Παπαϊωάννου, Κώστας Αϊδινίου, Αντώνης Αντωνιάδης, Τάκης Νικολούδης ήταν εκεί λόγω της απεργίας του σωματείου των αμοιβομένων ποδοσφαιριστών και της φήμης ότι στο παιχνίδι του Πανιωνίου με τον Άρη θα εμφανιστούν "απεργοσπάστες". Η εμφάνιση του έφηβου Δημήτρη ήταν σχετικά ανώνυμη, το άγχος του πρωτάρη και οι ιδιαίτερες συνθήκες του παιχνιδιού δεν του επέτρεψαν να δείξει ούτε ελάχιστο δείγμα του ταλέντου του, εκείνο όμως που μετρούσε ήταν τα σημάδια της μοίρας που απροκάλυπτα καταδείκνυε τη γέννηση ενός ακόμη μεγάλου.
Η άνοδος του "μικρού"
Δεν ήταν άλλωστε ακόμη η ώρα του, ο Πανιώνιος μετά την εποχή του Θωμά Μαύρου διέθετε ήδη τον επόμενο μεγάλο γκολτζή στις τάξεις του, το Νίκο Αναστόπουλο και η σειρά του Σαραβάκου θα ερχόταν λίγα χρόνια αργότερα. Η πρόοδος ήταν εντυπωσιακή: την επόμενη σεζόν οι συμμετοχές ήταν εννέα, διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός για ένα δεκαεπτάχρονο παιδί που ανήκε στο ρόστερ του Κυπελλούχου Ελλάδος, αφού εκείνος ο Πανιώνιος του Πάνου Μάρκοβιτς είχε καταπλήξει τα πλήθη κατακτώντας τον δεύτερο τη τάξει θεσμό του ποδοσφαίρου της χώρας, επικρατώντας με 3-1 της ΑΕΚ σε μια από τις εκκωφαντικότερες εκπλήξεις στην ιστορία της διοργάνωσης. Το παιχνίδι του ολοένα και βελτιωνόταν, η εμπιστοσύνη από τους προπονητές αυξανόταν, καθώς πέραν της ταχύτητας ο "μικρός" είχε εντάξει κι άλλα χαρατηριστικά στο παιχνίδι του, όπως η τεχνική και η αφομοίωση της τακτικής.
Η πρώτη σεζόν επαγγελματοποίησης του αθλήματος στην Ελλάδα, τον βρίσκει να καταγράφει 12 συμμετοχές και όταν πια αποχωρεί ο Αναστόπουλος για τον Ολυμπιακό, ο δρόμος ανοίγει διάπλατα μπροστά του. Θα σκοράρει για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική την επόμενη χρονιά, το 1980, σε ένα εντός έδρας παιχνίδι εναντίον της Παναχαϊκής. Ήταν και πάλι Δεκέμβριος, ο μήνας που έκανε και εκείνο το αλλόκοτο ντεμπούτο. Πλέον και πριν κλείσει τα είκοσι, είναι ο ηγέτης της επίθεσης του Πανιωνίου, αναλαμβάνει να σηκώσει το βάρος ενός ιστορικού συλλόγου που βγήκε ζημιωμένος από τις αλλαγές που επέφερε η γένεση των ΠΑΕ, αφού δεν διέθετε το οικονομικό εύρος για να σηκώσει το βάρος μιας εταιρείας που έπρεπε να λειτουργήσει σε επαγγελματικά πρότυπα. Ο Πανιώνιος δεν γνώριζε τον επαγγελματισμό, λειτουργούσε ανέκαθεν βασιζόμενος στο dna της "πλατείας", το οικογενειακό κλίμα, ένα αγνό modus operandi που επιτρέπει να παράξεις "σαραβάκους".
Δεν "βεντέτισε" ποτέ
Η έβδομη θέση του Πανιωνίου το 1981/82 δεν συνιστούσε εφαλτήριο για επιστροφή στην ελίτ, αλλά αποτέλεσε ίσως τον τελευταίο συνδετικό κρίκο με τον Πανιώνιο της ερασιτεχνικής ή ημιεπαγγελματικής καλύτερα εποχής. Η συνέχεια ήταν πολύ δύσκολη. Ο σύλλογος έφθασε δύο φορές πολύ κοντά στον υποβιβασμό, αντίκρισε δις τον όλεθρο της διάλυσης, αλλά είχε την τύχη να διαθέτει στις τάξεις του ένα παιδί που τον Πανιώνιο τον πονούσε και δεν ήταν μισθοφόρος. Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι περιθώρια βελτίωσης σε εκείνον τον Πανιώνιο δεν υπήρχαν, ο Δημήτρης Σαραβάκος ήταν ένας ποδοσφαιριστής που "φώναζε" ότι πρέπει να περάσει στο ανώτερο επίπεδο. Είχε ήδη προλάβει να χρισθεί διεθνής 10 φορές όντας παίκτης του Πανιωνίου, έπαιζε πάντοτε τουλάχιστον μία ταχύτητα πάνω από τους υπόλοιπους, αλλά ποτέ δεν ακούστηκε η φωνή του. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν "βεντέτισε", ποτέ δεν αλλοίωσε το χαρακτήρα του και δεν προσέβαλε τον Πανιώνιο.
Παρέμενε πάντα ο σεμνός "μικρός", ο γιος του Θανάση που παίζει για τη φανέλα και προτιμούσε τις πράξεις από τα λόγια. Είχε ήδη διαμορφώσει τον κλειστό είναι η αλήθεια χαρακτήρα του και ήδη είχε θέσει την προσωπική του ζωή εκτός της δημοσιότητας που αδηφάγα επιζητούσε νέους ήρωες στο boom του ποδοσφαίρου στις αρχές των 80’ς. Η παρουσία του στο σύλλογο που επί της ουσίας τον γέννησε και τον γαλούχησε, έπρεπε να κλείσει εμφατικά και μέσα στο γήπεδο. Φρόντισε το Μάιο του 1984 να χαρίσει στον Πανιώνιο μια ολόκληρη κατηγορία, σκοράροντας στο 104’ της παράτασης το πρώτο γκολ της παραμονής στην κατηγορία, σε εκείνο το αγχώδες μπαράζ του Βόλου εναντίον του ΠΑΣ Γιάννινα, επίσης ενός συλλόγου που πλήρωσε με το χειρότερο τρόπο την αλλαγή σελίδας στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ήταν το κλείσιμο της πρώτης πενταετίας του στη Νέα Σμύρνη, όπου από τα 18 του μέχρι τα 23 του ως επαγγελματίας σε 132 συμμετοχές (πολλές εκ των οποίων ως αλλαγή) σκόραρε 35 φορές και ξεκίνησε να γράφει τη δική του ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού
Αυτόματα με τη λήξη του της επαγγελματικής πενταετίας τέθηκε εν ισχύ ο νόμος της προσφοράς και της αντιπροσφοράς που επέτρεπε στους μνηστήρες να καταθέσουν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αντιπροσφορά κατά 40% αυξημένη σε σχέση με την προσφορά του συλλόγου που ανήκει ο ποδοσφαιριστής. Το ενδιαφέρον του νταμπλούχου Παναθηναϊκού ήταν δεδομένο, με το Γιώργο Βαρδινογιάννη να επιθυμεί να δημιουργήσει τη δική του αυτοκρατορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο, στοχεύοντας ταυτόχρονα και στην ευρωπαϊκή διάκριση. Ο Πανιώνιος έκανε τα αδύνατα δυνατά, δραματικές ΓΣ και μια απέλπιδα προσπάθεια στη συνέλευση στο θέατρο "Κερκίδα" στήνοντας ακόμη και κιόσκι υπέρ της ανεύρεσης χρημάτων για την παραμονή του Σαραβάκου στη Νέα Σμύρνη.
Η προσπάθεια των ανθρώπων του Πανιωνίου ήταν συγκινητική. Διενεργήθηκε ακόμη και λαχειοφόρος αγορά, αντιπροσωπεία φιλάθλων συνέστησε επιτροπή που προσπάθησε να συλλέξει χρήματα από τους καταστηματάρχες της Νέας Σμύρνης προκειμένου να μείνει ο Δημήτρης στον Πανιώνιο. Η αγάπη της "πλατείας" στο πρόσωπό του ήταν το ίδιο ανιδιοτελής με τη δική του προς το σύλλογο. H μοίρα όμως του Σαραβάκου έγραφε "Παναθηναϊκός" και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης καταθέτοντας 3 επιταγές της Εθνικής Τράπεζας των 10 εκατομμυρίων εκάστη στο Ταμείο Παρακαταθηκών, έντυσε το Σαραβάκο στα πράσινα. Και δεν επρόκειτο για έναν απλό Παναθηναϊκό, αλλά για τον άρτι νταμπλούχο Παναθηναϊκό, ο οποίος εκτός από το Σαραβάκο θα προσέθετε στο ήδη πλούσιο ρόστερ του, τον αρχηγό της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, Βέλιμιρ Ζάετς, έναν απίστευτα εγκεφαλικό κεντρικό μέσο που αποτελούσε μήλον της έριδος για συλλόγους επιπέδου premiership, αλλά επέλεξε τον Παναθηναϊκό σαν επόμενο σταθμό της καριέρας του.
Η ώρα της Ευρώπης
Με το καλημέρα κιόλας, έγινε κατανοητό πόσο βοήθησε το Σαραβάκο η αλλαγή επιπέδου, πόσο πολύ ανάγκη είχε το ταλέντο του να λειτουργήσει πλάι σε συμπαίκτες του διαμετρήματος του Ζάετς και του Ρότσα, πόσο μπροστά από την εποχή του ποδοσφαιρικά ήταν αυτό το μειλίχιο παιδί από τη Νέα Σμύρνη. Το άστρο του λάμπει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, κάνει απίθανα πράγματα από την πρώτη του σεζόν, εκείνη που οι ειδικοί συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως "χρόνο προσαρμογής στα δεδομένα της μεγάλης ομάδας". Ο Σαραβάκος πλαισιωνόμενος κι από άλλες προσωπικότητες, αφοσιώνεται στο παιχνίδι και ξεπερνά τα στενά όρια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ευρωπαϊκή σεζόν του Παναθηναϊκού είναι ονειρώδης και ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας οφείλεται στο Σαραβάκο.
Το άλλοτε Κύπελλο Πρωταθλητριών υποδέχεται το Δημήτρη Σαραβάκο στο Ρότερνταμ, στη χώρα της τουλίπας και των ανεμόμυλων όπως είπε ο σχολιαστής της ΕΡΤ2 Γιάννης Αργυρίου, σε εκείνο το 0-0 εναντίον της Φέγενορντ του Ρούντ Γκούλιτ. Ο Παναθηναϊκός αποκλείει τους Ολλανδούς κερδίζοντάς τους δύσκολα με 2-1 στη ρεβάνς, με το Σαραβάκο να αποτελεί την κύρια πηγή κινδύνων για την ολλανδική άμυνα και ακρογωνιαίο λίθο της πρόκρισης. Τέλη Οκτωβρίου είναι η σειρά της Λίνφιλντ που δυσκολεύει περισσότερο από ότι θα περίμενε κανείς τον Παναθηναϊκό και στη ρεβάνς του Μπέλφαστ, μετά το αναπάντεχο 3-0 του 28ου λεπτού που προμήνυε διασυρμό και όχι απλώς αποκλεισμό, έρχεται το πρώτο γκολ σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Ο Σαραβάκος στο ημίωρο δίνει το σύνθημα της αντεπίθεσης, ο Παναθηναϊκός ξυπνάει από το λήθαργο και ισοφαρίζει εν τέλει σε 3-3 τους σκληροτράχηλους Ιρλανδούς, εξασφαλίζοντας την πρόκριση.
Έρεισμα εκτός Ελλάδος
Στο πρωτάθλημα η μάχη με τον εκπληκτικό ΠΑΟΚ του Σκότσικ είναι αδυσώπητη, η προσοχή όλων όμως είναι στραμμένη στην Ευρώπη, στα όνειρα για την επανάληψη του έπους του Wembley. Ο Παναθηναϊκός κληρώνεται με τη σουηδική Γκέτεμποργκ του μετέπειτα προπονητή του Γκίντερ Μπένγκτσον (ουσιαστικά η συνέχεια της ομάδας του Σβεν Γκόραν Έρικσον) και περιμένει πως και πως την άνοιξη για να κυνηγήσει το όνειρο. Οι Σουηδοί δεν έχουν προλάβει να μάθουν ακόμη το "μικρό" με το 7 και εστιάζουν στα γνωστά ονόματα του Ζάετς και του Ρότσα. Με τους Σουηδούς είναι και η πρώτη πραγματικά μεγάλη ευρωπαϊκή παράσταση στην καριέρα του Σαραβάκου. Μάρτιος του 1985 στο Ούλεβι και ο Παναθηναϊκός με πέναλτυ του "7" που δεν γνώριζε ο φλεγματικός Σουηδός προπονητής, με αποτέλεσμα να το πληρώσει ακριβά.
Ο Σαραβάκος ξεκινά να αποκτά και έρεισμα εκτός Ελλάδος, το όνομά του και οι αρετές του θα γίνουν ακόμη πιο γνωστά όταν αναλαμβάνει την εκτέλεση του πέναλτι της πρόκρισης στην πολύ δύσκολη ρεβάνς με τους Σουηδούς στην Αθήνα. Όπως θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος σε συνέντευξή του, το συγκεκριμένο γκολ το θεωρεί από τα κρισιμότερα της καριέρας του και για εκείνον αποτελεί σταθμό αφού τον έμαθε να λειτουργεί υπό καθεστώς τρομακτικής πίεσης. Ο Παναθηναϊκός οδηγούμενος από τον οίστρο του Σαραβάκου που ορθότατα ο Γκμοχ έχει απελευθερώσει επιτρέποντάς του να αγωνίζεται ως ελεύθερος στην επίθεση ξεκινώντας από χαμηλά, έχει προκριθεί στα ημιτελικά του Champions League, o κόσμος παραληρεί, μετά το "έχω στο Λονδίνο μια δουλειά", ο κόσμος τραγουδά "Βρυξέλλες-Βρυξέλλες έρχονται οι βαζέλες" μιας και ο τελικός επρόκειτο να διεξαχθεί στο Χέηζελ.
Σάρωσε χωρίς τίτλο
Η κληρωτίδα όμως φέρνει απέναντι στον Παναθηναϊκό τη μεγάλη Λίβερπουλ και με εξαίρεση την υπόθεση εργασίας του τι θα συνέβαινε εάν μετρούσε το ακυρωθέν γκολ του Ρότσα στο Άνφιλντ, η σύγκρουση είναι πολύ βίαιη. Ήττα με 4-0 στο λιμάνι και ένα "τιμητικό" 0-1 στο Ολυμπιακό Στάδιο βάζουν τέλος στις φιλοδοξίες του τριφυλιού για έναν δεύτερο τελικό που θα άλλαζε όχι μόνο την ιστορία του Παναθηναϊκού και του ήρωά μας, αλλά και την ίδια την ιστορία του αθλήματος αφού θα απέτρεπε τα θλιβερά γεγονότα της τραγωδίας του Χέηζελ. Η ιστορία γράφτηκε, η Γιουβέντους κατέκτησε το πρώτο της Κύπελλο Πρωταθλητριών, βαμμένο όμως με αίμα και κάπως έτσι λησμονήθηκε και η μεγαλειώδης πορεία του Παναθηναϊκού στα ημιτελικά εκείνης της διοργάνωσης. Η παρθενική σεζόν του Σαραβάκου στον Παναθηναϊκό, τον βρίσκει να ολοκληρώνει την παρουσία του με 18 γκολ σε πρωτάθλημα και Ευρώπη, χωρίς όμως να κατακτήσει κάποιον τίτλο, αφού ο ΠΑΟΚ στερεί από το τριφύλι και τους δύο εγχώριους τίτλους.
Η συνέχεια στον Παναθηναϊκό είναι σταθερά ανοδική, συνδέεται άμεσα με το νταμπλ του 1986 και το εμφατικό 4-0 στον τελικό με τον Ολυμπιακό και συμπίπτει με την περίοδο παγίωσης των πρασίνων ως "ευρωπαϊκού εκπροσώπου" του ελληνικού ποδοσφαίρου και αυτός ο τίτλος τιμής φέρει την υπογραφή του Δημήτρη Σαραβάκου. Ο μικρός μεγάλωσε και μεγάλωσε πολύ: το καταπληκτικό γκολ του εναντίον της Γιουβέντους στο εντός έδρας 1-0 για το Κύπελλο UEFA με το σήμα-κατατεθέν scrop του στο "γάμμα" της εστίας του Τακόνι, μνημονεύεται ακόμη και σήμερα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και θέτει για πρώτη φορά επί τάπητος το ζήτημα της μεταγραφής του σε ευρωπαϊκό σύλλογο σε μια εποχή που ήταν έως αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο για Έλληνα ποδοσφαιριστή. Ο Παναθηναϊκός αποκλείει τη Γιουβέντους, ο Σαραβάκος σκοράρει και στο Comunale (αν και στους περισσότερους έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη το απίθανο γκολ του Χρήστου Δημόπουλου) και η Φιορεντίνα εκφράζει επισήμως την επιθυμία της να τον εντάξει στο δυναμικό της. Ο Βαρδινογιάννης δεν ενδίδει και εκμεταλλεύεται το γεγονός της πολύ ισχυρής νομοθεσίας που τότε προστάτευε τους συλλόγους και όχι τους ποδοσφαιριστές όπως σήμερα.
Το πιο hot όνομα
Ο Σαραβάκος πλέον είναι το πιο hot όνομα στο ελληνικό πρωτάθλημα, ο ποδοσφαιριστής που σημειώνεται ως υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος από τους αντίπαλους προπονητές, η φήμη του έχει ξεπεράσει τα στενά ελληνικά όρια και μετά τον Αναστόπουλο μετατρέπεται στο νηπιακού σταδίου star system που εκκολάπτεται στο περιβάλλον του ελληνικού αθλητισμού. Ο ίδιος παραμένει αρνητικός στη δημοσιότητα, απρόσιτος και πολύ προσεκτικός στις δημόσιες τοποθετήσεις και εμφανίσεις του. Η σεμνότητα και η ιδιοσυγκρασία του, καθώς και ο χαρακτήρας του, υπαγορεύουν μια εντελώς διαφορετική στάση ζωής από τη συνήθη των ομολόγων του και αστέρων της εποχής. Δεν πίνει, δεν ξενυχτάει, δεν φωτογραφίζεται με ηθοποιούς και μοντέλα, αρνείται να συμμετέχει στην παράδοξη αισθητική της δεκαετίας του ’80, εκείνης του κιτς και της υπερβολής.
Ο Σαραβάκος είναι νέος, επιτυχημένος, στο απόγειο της παικτικής δόξας του, περιζήτητος εργένης, διαθέτει εμφάνιση, χρήματα, ένα "ευρωπαϊκό" star quality και προφίλ που τον καθιστά τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή και σύμβολο του Παναθηναϊκού στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Όλα αυτά τα στοιχεία παρακινούν τον τυφώνα Γιώργο Κοσκωτά να αποφασίσει το αδιανόητο προκειμένου να αλλάξει το status quo του ελληνικού ποδοσφαίρου: προσεγγίζει το μεγάλο αστέρι του "αιώνιου" αντιπάλου και καταθέτει την υψηλότερη και θελκτικότερη προσφορά από καταβολής επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Ο πράος και "αντιδημοσιογραφικός" Σαραβάκος βρίσκεται ενώπιον μιας προσφοράς-σταθμό για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Κοσκωτάς συναντά το Σαραβάκο Οκτώβρη μήνα, λίγους μήνες πριν εκπνεύσει η προθεσμία της λήξης του συμβολαίου του με τον Παναθηναϊκό αφού προηγουμένως έχει φροντίσει σε κάθε περίσταση να καταστήσει σαφές στο συνομιλητή του ότι θα κάνει το.. άπαν για να τον αποκτήσει.
Η πρόταση του Κοσκωτά
Το νούμερο και οι έξτρα παροχές που ακούει ο Σαραβάκος από το στόμα του Τραπεζίτη είναι πρωτόγνωρο ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα: 600 εκατομμύρια δραχμές, 1 εκατομμύριο μισθό το μήνα, επαγγελματική αποκατάσταση όλων των οικογενειακών μελών, σπίτια, αυτοκίνητα, κάθε λογής πριμ και bonus σε ένα συμβόλαιο που όμοιό του έβρισκε κανείς μόνον στην Ιταλία εκείνη την εποχή. Ο έκπληκτος Σαραβάκος ακούει εμβρόντητος την πρόταση και αντιλαμβάνεται ότι ο Κοσκωτάς δεν του κάνει πλάκα. Άμεσα επικοινωνεί με το Γιώργο Βαρδινογιάννη ενημερώνοντάς τον για την προσφορά και ο Καπετάνιος θρυλείται ότι του αποκρίθηκε ως εξής: "μόνο τρελός θα αρνιόταν τόσα λεφτά, να πας!".
Το ραντεβού με τον αδελφό του Γιώργου, Σταύρο Κοσκωτά λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς κινηματογραφικής μυστικότητας ξημερώματα στο Άλσος της Νέας Σμύρνης. Ο Σαραβάκος αντικρύζει το απίστευτο: ο Κοσκωτάς φέρει μαζί του δύο μαύρους φουσκωμένους χαρτοφύλακες, ανοίγει το φερμουάρ και του λέει "κάθε ένας έχει μέσα από 50" εννοώντας τα εκατομμύρια της προκαταβολής. Μπροστά του, στο δασάκι, σε μετρητά. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Σταύρος Κοσκωτάς του παραδίδει και ένα κλειδί, το περίφημο κλειδί της θυρίδας 202 της Τράπεζας Κρήτης, η οποία περιείχε επιταγή ημέρας ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών στο όνομα του Σαραβάκου. Ο ποδοσφαιριστής ήταν αδύνατον να αντιδράσει μπροστά στο σοκ, παραλαμβάνει απλώς τα χρήματα της προκαταβολής και πηγαίνει στο σπίτι του.
Μια τέτοια συμφωνία και με δεδομένο ότι ειδικά ο Σταύρος Κοσκωτάς ήταν...επιρρεπής στη δημοσιότητα, ήταν αδύνατον να παραμείνει μυστική. Τα καλά πληροφορημένα δημοσιογραφικά γραφεία γνώριζαν, η "πιάτσα" βοούσε και τα απίστευτα νέα δεν άργησαν να φθάσουν και στα αυτιά των φιλάθλων των αιωνίων. Το κερασάκι της απίθανης ιστορίας ήλθε με το ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού στις αρχές Νοεμβρίου του ’88, με το θρυλικό "στη θυρίδα διακόσια δύο είναι του Μητσάρα το δελτίο" που φώναζαν εν χορώ οι οπαδοί του Ολυμπιακού στους Παναθηναϊκούς. Για την ιστορία, ο Σαραβάκος στο ματς πετυχαίνει με εύστοχη εκτέλεση πέναλτι το νικηφόρο 2-1 υπέρ του Παναθηναϊκού και αποθεώνεται από τους οπαδούς των πρασίνων, αν και η σχέση μεταξύ των δύο μοιάζει να έχει διαρραγεί εξ αιτίας της επικείμενης μετακίνησης στον Ολυμπιακό.
Η μεταγραφή που δεν έγινε ποτέ
Η μεταγραφή που θα άλλαζε το ρου του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν γίνεται ποτέ, αφού ξεσπά το σκάνδαλο Κοσκωτά, το μεγαλύτερο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο στην ιστορία της χώρας, με προεκτάσεις πολύ πιο σημαντικές από μια ατελέσφορη μεταγραφή και στον ορυμγδό των εξελίξεων το θέμα πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Ο Σαραβάκος εν τέλει υποχρεώθηκε να επιστρέψει τα χρήματα της προκαταβολής, ουδέποτε αρνήθηκε τα στοιχεία όπως εξιστορήθηκαν στην αφήγηση και μάλιστα έχει δηλώσει ότι κράτησε το κλειδί της "θυρίδας 202Α" σαν ενθύμιο εκείνης της απίθανης διαπραγμάτευσης με τους αδερφούς Κοσκωτά. Εκείνο που δεν διασαφηνίστηκε ποτέ, είναι το κατά πόσον ισχύει ο αστικός μύθος ότι στο μεσοδιάστημα είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της προκαταβολής και επιστρατεύθηκε μίνι συμβούλιο των Βαρδινογιάννηδων για την εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα.
Εικάζεται ότι με ψήφους 2-1 (όπως το σκορ στο ντέρμπι) αποφασίστηκε να καλύψει τη διαφορά ο Βαρδινογιάννης προκειμένου να επιστραφούν τα χρήματα στο κράτος, με την άποψη του Βαρδή και του Γιώργου που ήταν υπέρ της παραμονής και της βοήθειας στο Σαραβάκο, να υπερισχύει εκείνης του αείμνηστου Θόδωρου που ήταν κάθετος και είχε εκφράσει την άποψη να μην ξανασχοληθεί με τον ποδοσφαιριστή ο Παναθηναϊκός και να τον αφήσει έκθετο σε ολόκληρη την κοινή γνώμη. Εάν κρίνει κανείς από τη μετέπειτα πορεία της σχέσης της οικογένειας με τον ποδοσφαιριστή, πιθανόν να υπάρχει βάση στα θρυλούμενα. Εκείνο που μετρά, δεν παύει να είναι ότι ο Σαραβάκος παρέμεινε στον Παναθηναϊκό, διάγοντας τρόπον τινά το δεύτερο στάδιο της καριέρας του με το τριφύλι στο στήθος, μιας καριέρας εξίσου σημαντικής που σηματοδότησε το πέρασμά του στην ποδοσφαιρική ωριμότητα, αλλά και στο (προσωρινό) τέλος της σχέσης του με τον Παναθηναϊκό.
................Συνεχίζεται