ΣΤΗΛΕΣ

Άρης-ΠΑΟΚ: Ένας Αθηναίος στο ντέρμπι της Θεσσαλονίκης

Με αφορμή το μεγάλο αποψινό ντέρμπι στο 'Κλεάνθης Βικελίδης' (21/10, 19:00), ο Γρηγόρης Μπάτης αφηγείται τη μοναδική εμπειρία του να ζεις την απόλυτη μάχη της Θεσσαλονίκης ως (μάλλον) ουδέτερος παρατηρητής. Ένα απολαυστικό και ιδιαίτερο 'Ήμουν Μέσα' κατευθείαν από το 2009.

Άρης-ΠΑΟΚ: Ένας Αθηναίος στο ντέρμπι της Θεσσαλονίκης

7 Ιουνίου 1972: Σε μια γειτονιά στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, ο Νίκος είχε δεν είχε συμπληρώσει τα 12 χρόνια και παρακολουθούσε αθλητικά στην τηλεόραση. Από πολύ μικρός είχε δείξει την αγάπη του στον αθλητισμό, όχι όμως και σε κάποια ομάδα συγκεκριμένα. Έλεγε πως υποστήριζε Παναθηναϊκό όταν των ρωτούσαν οι φίλοι, αλλά δεν το έκανε με θέρμη. Δεν είχε και πολλά να τον δέσουν με τον ΠΑΟ, πέρα από την εξαιρετική ομάδα που διέθετε τότε το τριφύλλι, όμως ο Νίκος ήταν από τους παθιασμένους. Απ’ αυτούς που δεν πάνε απαραίτητα με τους νικητές, αλλά με τους μαχητές.

Εκείνη την ημέρα, ο Άρης έπαιζε με τον ΠΑΟΚ αγώνα Κυπέλλου, όπου ο νικητής θα έπαιρνε την πρόκριση στον τελικό του θεσμού, όμως ο ηττημένος έμελλε να κερδίσει έναν πιστό οπαδό από την Αθήνα. Ο μικρός -τότε- Νίκος, είδε τον Άρη να παίζει καλύτερα και να αδικείται κατάφωρα σύμφωνα με τις μαρτυρίες του (οι οποίες έκαναν λόγο για άδικη αποβολή στον Άρη και τέσσερα πέναλτι που δεν δόθηκαν από τον γνωστό διαιτητή επί χούντας, Μίχα) σ’ ένα ματς που δεν τελείωσε ποτέ. Το μόνο που τελείωσε εκείνη τη μέρα ήταν τα χαζοδιλήμματα και το τι ομάδα τελικά θα υποστηρίζει. “Άρης ρε”, έλεγε με αποφασιστικότητα και πλήρη συνείδηση πια. Ήταν κάτι σαν έρωτας με την πρώτη ματιά, αν και έρωτας εξ’ αποστάσεως.

Ο Νίκος μεγάλωσε, έκανε οικογένεια (για την οποία σας έχω γράψει πριν χρόνια πόσο μεγάλη είναι στην πραγματικότητα, σ’ ένα κείμενο αποχαιρετισμού), απέκτησε ένα γιο τον Μιχάλη, που μπορεί να μην ακολούθησε την κιτρινόμαυρη τρέλα του, όμως παρότι Ολυμπιακός έμαθε να σέβεται τον Άρη. Μεγάλωσε ακούγοντας κιτρινόμαυρες ιστορίες για ταξίδια αστραπή Αθήνα – Θεσσαλονίκη, για σπουδαίους παίκτες, για μεγάλες νίκες, αλλά και για δύσκολες και περίεργες εποχές.

Στο μυαλό του Μιχάλη, δημιουργήθηκε μια ωραία εικόνα για τον Άρη και παρά την επιλογή του να γίνει Ολυμπιακός, ήθελε να ζήσει μια εμπειρία σαν μια απ’ αυτές που διηγούνταν ο ήρωάς του, ο πατέρας του. Μια ιστορία κιτρινόμαυρης τρέλας στο ‘Κλεάνθης Βικελίδης’ ή Χαριλάου όπως το έλεγαν παλιότερα. Κι επειδή η ζωή ή καλύτερα η μοίρα ποτέ δεν σ’ αφήνει παραπονεμένο, έφερε στο δρόμο μου τον Μιχάλη στο Λύκειο και έκτοτε εκτός από συνοδοιπόροι στη ζωή, γίναμε και συνοδοιπόροι σ’ ένα τρελό ταξίδι που θέλαμε να κάνουμε και οι δύο, για να ζήσουμε από κοντά ένα Άρης-ΠΑΟΚ.

Και προφανώς οι ιστορίες του κύριου Νίκου, έγιναν αντικείμενο συζήτησης κάτι καλοκαίρια στην αυλή της Λούτσας και προφανέστατα, δεν κατάφερα να ξεφύγω από τη μέθη συμπάθειας για τον Άρη, που προκαλούσαν όλοι αυτοί οι μύθοι. Βάλτε σ’ όλα αυτά και ότι εκείνα τα χρόνια, ο Άρης είχε την αδερφοποίηση με την Μπόκα, βάλτε ότι μια ορχήστρα στο ‘Βικελίδης’ έδινε ρυθμό σε αργεντίνικα συνθήματα (“Άρη για σένα τον τρελογιατρό”, “Δυνατά, πιο δυνατά” κλπ.) που σιγοτραγουδούσαν χιλιάδες φίλαθλοι ανεξαρτήτου ομάδας και διεύθυνσης κατοικίας, ε δεν θες και κάτι άλλο για να γουστάρεις λίγο τη φάση που θυμίζει κάτι από γαλατικό χωριό.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο 2009 και στη μέρα που έπεσε στο τραπέζι το ενδεχόμενο να περάσω τη γιορτή μου, όχι σε στενό οικογενειακό και φιλικό κύκλο, αλλά στο άγνωστο μέχρι τότε ‘Κλεάνθης Βικελίδης’. Προτού ακόμα τελειώσω την πρότασή μου στον Μιχάλη, η απάντηση είχε δοθεί και πριν ακόμα το καταλάβουμε ήμασταν μέσα στο τρένο με δύο μικρές αποσκευές. Κλείσαμε ένα δωμάτιο μόλις 20 λεπτά με τα πόδια από τον Λευκό Πύργο, που για κάποιο λόγο στην Θεσσαλονίκη δεν το θεώρησαν κοντά στο κέντρο και αρχίσαμε να ψαχνόμαστε για το πώς μπορούμε να πάμε την επόμενη μέρα στο γήπεδο και τι αξίζει να ζήσουμε. Στην πραγματικότητα ψάχναμε για Αρειανούς που ήξεραν τα κόζια και βρήκαμε με το που πατήσαμε το πόδι μας στο δωμάτιο, στη reception του ξενοδοχείου.

Ο ψηλός ρεσεψιονίστ μας εξήγησε τι λεωφορεία πρέπει να πάρουμε για να φτάσουμε στο γήπεδο, αλλά μας παρότρυνε να προτιμήσουμε ταξί. Όπως και κάναμε. Φύγαμε 2 ώρες νωρίτερα από το δωμάτιο και το πρώτο που θυμάμαι τόσο έντονα από την Παπαναστασίου, είναι τα κίτρινα φανάρια με μαύρες λεπτομέρειες, που στο ψαρωμένο μυαλό μου τα ταύτισα με τον Άρη, όμως τις επόμενες ώρες διαπίστωσα πως αυτό το χρώμα έχουν όλα τα φανάρια στην Θεσσαλονίκη.

Αυτό ήταν το πρώτο δείγμα του πόσο έξω από τα νερά μας ήμασταν και πως θα χρειαζόμασταν αρκετό χρόνο προσαρμογής και σίγουρα 2-3 μπύρες.

Μόλις φτάσαμε έξω από το ‘Βικελίδης’ όλα ήταν τόσο συνηθισμένα και ταυτόχρονα τόσο ξένα στα μάτια μας. Εικόνες που έχουμε αντικρίσει δεκάδες φορές σε ντέρμπι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, μόνο που αντί για την οικειότητα του ‘Καραϊσκάκης’, νιώθαμε όχι φόβο αλλά αμηχανία. Ο Μιχάλης πρότεινε να πιούμε την πρώτη μπύρα για να ζεσταθούμε κι αυτή του η φράση ξεκόλλησε το βλέμμα μου από έναν ψηλό τυπά με δερμάτινο μπουφάν και μακρί κατσαρό μαλλί, ο οποίος είχε πάνω του 4 κασκόλ του Άρη και ένα του ΠΑΟΚ δεμένο στην κορυφή της μαύρης αρβίλας του, μόνο και μόνο για να μπορεί να το σέρνει στα λασπωμένα νερά και στα κατά λάθος χυμένα λίτρα ρετσίνας και μπύρας.

Η ατμόσφαιρα ‘ευωδίαζε’ αλκοόλ, δύο-τρεις παρέες περίπου δέκα ατόμων έκαναν προθέρμανση με βασικά συνθήματα και κάπως έτσι άρχιζε να φεύγει από πάνω μας η αόρατη ταμπέλα την οποία βλέπαμε μόνο οι δυο μας και έγραφε “είμαστε Αθηναίοι, δεν είμαστε Άρης”.

Παρατηρούσα τις κινήσεις των ανθρώπων, είχα στήσει αυτί στις συνομιλίες με το παχύ ‘λ’ και ταυτόχρονα προσπαθούσα να παρομοιάσω τις εικόνες με τις δικές μου, τις γνώριμες, τις ερυθρόλευκες. Αν το έβλεπα επιφανειακά είχαμε πολλές διαφορές, όμως στην ουσία του πράγματος όλα ίδια ήταν με κάποιες παραλλαγές. Η ίδια τρέλα, το ίδιο πάθος, η φλόγα στα μάτια των οπαδών που ανυπομονούσαν για ακόμη μια μάχη. Φτάσαμε στο μαγαζί για τη δεύτερη μπύρα και ζήτημα να ‘χαμε ανταλλάξει πάνω από 10 λέξεις όλο αυτό το διάστημα. Η τελευταία μας συνομιλία ήταν λίγο αφότου κατεβήκαμε από το ταξί: “Λοιπόν, αν μας ρωτήσουν τι ομάδα είμαστε, θα πούμε Άρης. – Ναι ρε Μιχάλη, μαλάκας είμαι;”

Οι μπύρες τελείωσαν, μαζί τους και η βόλτα γύρω από το γήπεδο σ’ έναν τέλειο συγχρονισμό και έτσι πήραμε την απόφαση να ξεκινήσουμε για μέσα. Είχαμε μπροστά μας μιάμιση ώρα για τη σέντρα, όμως είχαμε τελειώσει τα ‘πρώτα πιάτα’ και θέλαμε να πάρουμε θέση για το κυρίως. Στις εξέδρες ήταν δεν ήταν 100-150 νοματαίοι και οι περισσότεροι στο πέταλο. Έστηναν πανό, μετέφεραν κούτες με χαρτάκια, έφτιαχναν τα τύμπανα, δοκίμαζαν τρομπέτες και που και που πέταγαν κάνα σύνθημα, σαν να ζέσταιναν κι αυτοί τη φωνή τους.

Η μουγγαμάρα που μας είχε κυριεύσει απ’ έξω, έδωσε τη θέση της στην ακατάσχετη πολυλογία και στον σχολιασμό ακόμα και για τον αίθριο καιρό που μας έφτιαξε τη φάση. Ήταν τόσο νωρίς και τόσο ήρεμα τα πράγματα που νόμιζα πως άκουγαν οι απέναντι τις άνευ ουσιαστικού περιεχομένου συνομιλίες μας. Προτού προλάβω να χαμηλώσω τη φωνή μου και να κοιτάξω την ώρα, οι 150 είχαν γίνει 1.000 και η ησυχία εξαφανίστηκε σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου όταν μπήκαν οι ποδοσφαιριστές για τις πρώτες αναγνωριστικές βόλτες στο γήπεδο. Αποθέωση και συνθήματα από τη μια και μίσος, μπινελίκια, ένταση από την άλλη. Όπου ‘άλλη’, βάλε την είσοδο των παικτών του ΠΑΟΚ. Αυτή η απότομη αύξηση των ντεσιμπέλ, αύξησε το ενδιαφέρον και κατά συνέπεια την είσοδο των φιλάθλων-οπαδών. Η κερκίδα είχε πάρει ζωή, τα συνθήματα αυξάνονταν περισσότερο σε ένταση και λιγότερο αριθμητικά και όλα είχαν βρει το δρόμο τους.

Λίγα λεπτά πριν οι ομάδες βγουν από τα αποδυτήρια, ο Μιχάλης με σκουντάει κρυφά και στέλνοντας τις κόρες των ματιών του προς τα δεξιά, με παροτρύνει να κοιτάξω προς αυτή τη μεριά. Προφανώς και δεν ήμουν τόσο διακριτικός όσο θα ήθελε και στρίβοντας το κεφάλι μου σαν αμάξι που θέλει να αποφύγει λακκούβα, βλέπω τον Λάμπρο Σκόρδα που εκείνα τα χρόνια είχε ρόλο ηγετικό. Τα εισιτήρια ήταν σε κεντρική θύρα δίπλα από τα επίσημα και παρά το γεγονός πως δεν ζήσαμε την ατμόσφαιρα μέσα στο πέταλο, είχαμε την ευκαιρία να δούμε 2-3 γνωστές φάτσες και την τρέλα των οπαδών από καλύτερη θέα.

Η παράσταση ξεκίνησε με τέσσερις στιγμές χωρισμένες με διαφορά λίγων κλασμάτων του δευτερολέπτου. Το πρώτο βήμα του διαιτητή εκτός φυσούνας, το πρώτο χαρτάκι στον αέρα, η σπίθα στο πρώτο καπνογόνο και η τρομακτική αύξηση των φωνών. Ήταν αργά, δεν ήθελες να δεις και κάτι άλλο, ούτε μπορούσες βέβαια. Μονάχα μερικά πυροτεχνήματα που φώτιζαν τον μαύρο χειμωνιάτικο ουρανό, πέντε- έξι μεγάλες σημαίες που κυμάτιζαν πιο μπροστά απ’ όλα τ’ άλλα και ένα χρώμα στην ατμόσφαιρα σαν από μια ατέλειωτη, αχόρταγη φλόγα.

Τα ντεσιμπέλ είχαν φτάσει στα κόκκινα και δεν είχες άλλα επιλογή, παρά να παρασυρθείς από το σκηνικό. Τα πρώτα δυνατά χειροκροτήματα, μερικές σκόρπιες λέξεις από συνθήματα, ένα ακόμη συνωμοτικό βλέμμα με τον Μιχάλη και η φάση ήταν “τώρα μπήκαμε στο χορό και θα χορέψουμε”.

Ο αγώνας ξεκινά με μερικά λεπτά καθυστέρηση, ο κόσμος έχει καρφωμένα τα μάτια του στις 4 γραμμές του γηπέδου και εγώ παρατηρώ όλους όσους είναι πίσω και μπροστά μας, αριστερά και δεξιά μας. Η εμμονή μου να προσπαθώ να προλάβω καταστάσεις (κυρίως δυσάρεστες), κάποιες φορές δεν μ’ αφήνει να ευχαριστηθώ τη στιγμή και κάποιες άλλες πάλι, με προστατεύει. Οι δέκα του ‘στενού μας κύκλου’ είχαν περάσει το τεστ και εγώ μπορούσα πλέον να δω ήρεμος το μεγάλο ντέρμπι. Δεν άργησα μάλιστα να καταλάβω πως το πιο επικίνδυνο εκείνη τη στιγμή, ήταν να μην πάθει τίποτα ο Μιχάλης, έτσι όπως ούρλιαζε κάθε φορά που έπιανε την μπάλα ο Χαλκιάς, καθότι πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού.

“Σκάσε μαλάκα, θα καρφωθούμε”, και αμέσως έλεγε και ένα “Άρη για σένα το τρελογιατρό”, και έστρωνε το πράμα με ένα τέλειο άλλοθι.

Όσο τυχεροί ήμασταν με τον καλό καιρό, άλλο τόσο άτυχοι ήμασταν με την επιλογή του αγώνα από άποψη ποδοσφαιρικού θεάματος, καθώς το μόνο αξιοσημείωτο ήταν κάτι κλωτσοσπρωξίματα και κάτι προσωπικές μονομαχίες, που έκαναν το κοινό να ουρλιάζει σαν στο Κολοσσιαίο. Το αποκορύφωμα του αγώνα, δεν ήταν κάποιο γκολ, αλλά μια αποβολή που λίγο έλειψε να κάνει το Κολοσσιαίο… Βεζούβιο. Ο ΠΑΟΚ είχε κερδίσει κόρνερ, ο Σέρτζιο Κονσεϊσάο πήγε από τα δεξιά να το εκτελέσει και αφού δέχτηκε μερικά αντικείμενα, αποφάσισε το ένα να το επιστρέψει στον κάτοχό του. Κόκκινη κάρτα, διαμαρτυρίες, φωνές και 50-60 δευτερόλεπτα όπου ο Πορτογάλος απαντούσε στην εξέδρα και παρά την απόσταση φαινόταν πως τα μάτια του πέταγαν φωτιές.

“Εντάξει δεν είναι κι εύκολο να διαχειριστείς να σου πετάνε πράγματα”, είπα ψιθυριστά στον Μιχάλη, την ώρα που ο Πορτογάλος δεχόταν μερικά ακόμα χαρτάκια και αντικείμενα πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια.

Στο ημίχρονο υπήρχε μια παγωμάρα από τον κόσμο που περίμενε ένα ξεκίνημα από την ομάδα του, ανάλογο με την ατμόσφαιρα. Αυτό το αριθμητικό πλεονέκτημα έδινε ελπίδες στον Άρη για κάτι καλύτερο και θυμάμαι να λέω στον Μιχάλη “ένα γκολ ρε γαμώτο, να γίνει νταβαντούρι”. Πίστευα πως η μοίρα άξιζε να μας δώσει κάτι καλύτερο από ένα ξερό 0-0, λόγω των χιλιομέτρων και των θυσιών που κάναμε. Φευ. Λογαριάσαμε χωρίς τον Φερνάντο Σάντος, τον μετρ του μηδέν και της άμυνας και έτσι το παιχνίδι έφτανε προς το τέλος του, χωρίς κάτι συγκλονιστικό.

Γύρω στο 80′ εμφανίστηκε ξανά το σύνδρομο του να προσπαθώ να προλάβω καταστάσεις και ξεκίνησα να ψάχνομαι σχετικά με το πως θα φύγουμε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ρώτησα τον διπλανό μου και ξεκίνησε ένας σουρεάλ διάλογος:

“Φίλε, πως φεύγουμε από ‘δω για να πάμε στο κέντρο;”

“Δεν είστε από ‘δω;”, με ρωτά μ’ ένα βλέμμα απορίας και καχυποψίας.

“Από την Αθήνα είμαστε”, του απαντώ στα γρήγορα και εκεί ξεκινά μια καταιγίδα ερωτήσεων: “Και τι ομάδα είσαι;”, ρωτά έχοντας αποκτήσει θάρρος και πλεονέκτημα… έδρας. Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι την προφανή συμβουλή του Μιχάλη: “Αν μας ρωτήσουν λέμε ότι είμαστε Άρης”, αλλά σε μια μίξη με μια ατάκα του πατέρα μου απ’ τα μικράτα μου: “η αλήθεια πάντα νικά”, ήρθε η πιο αστεία και η πιο ‘ελάτε βαρέστε με’ απάντηση: “Φιλοαρειανός”. Το πρόσωπο του Μιχάλη κοκαλώνει και προφανώς όχι από το κρύο και τα μάτια του πιο ανοιχτά από κάθε άλλη φορά με κοιτάνε με απόγνωση και απογοήτευση. Περνάνε τέσσερα-πέντε δευτερόλεπτα για να καταλάβω τη μαλακία μου, όμως βλέπω πως δεν έχουμε τελειώσει και τα δύσκολα είναι μπροστά μας.

“Λέγε ρε φίλε τι ομάδα είσαι. ΠΑΟΚ είσαι ρε;”, με ρωτάει μ ένα τόνο ζοχάδας στη φωνή, αλλά η γρήγορη και πειστική απόκρισή μου: “Όχι ρε τι ΠΑΟΚ, πλάκα μας κάνεις;”, του σβήνει κάθε αμφιβολία. Η μίνι ανάκριση ωστόσο συνεχίστηκε με φανερά κατευνασμένο τον τσαμπουκά: “Βάζελος είσαι;”. Η μούρη μου άλλαξε όψη και ήταν σαν να μου είπαν κάτι που δεν είχα ξανακούσει, γιατί πράγματι δεν το είχα ξανακούσει, οπότε δεν χρειάστηκε καν να απαντήσω. “Γαύρος ρε;”, με λέει και νιώθοντας σαν ύποπτος για φόνο που περνάει τον ορό της αλήθειας, μειδιάζω και γνέφω καταφατικά.

Για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου νιώθω τόσο άδειος και ήρεμος που είπα την αλήθεια και παράλληλα τόσο ανήσυχος για το τι μπορεί να προκαλέσει αυτή η υπερβολική δόση ειλικρίνειας. Με μιας το πρόσωπο του ‘ανακριτή’ μαλακώνει και μ’ ένα ύποπτο χαμόγελο μου απαντά: “άντε κουφάλες θα το πάρετε και φέτος το πρωτάθλημα” κι ήταν αυτό το συναίσθημα της λύτρωσης, όπως τότε που ήμασταν παιδιά και το “πάμε σπίτι και θα τα πούμε” του γονιού, ξεχνιόταν όταν φτάναμε στο σπίτι.

Αφού παίξαμε τη ζωή μας στα ζάρια και φέραμε διπλές, λίγη σημασία δώσαμε στην χασούρα, δηλαδή στο αδιάφορο και μουντό 0-0. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και κατηφορίζοντας προς την κεντρική λεωφόρο, γελάγαμε ασταμάτητα με το γεγονός πως αυτή την ώρα δεν μας κλαίνε. Σταματήσαμε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μας και φτάσαμε πτώματα στο δωμάτιο. Όχι όμως τόσο πτώματα για να μη δούμε και δεν δοκιμάσουμε τα δώρα που πήραμε από την μπουτίκ του Άρη. Βγάλαμε τις κιτρινόμαυρες μπλούζες από τις τσάντες και χωρίς να χρειαστεί να το συνεννοηθούμε, διάλεξε ο καθένας τη δική του και ποζάραμε για φωτογραφίες που θα στέλναμε μόνο στον Νίκο, γνωρίζοντας πως η πρώτη του αντίδραση θα ήταν ένα θορυβώδες και εμφατικό γέλιο και έπειτα ένα σαρδόνιο χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση.

Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε και η επήρεια του ντέρμπι είχε πια περάσει. Ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα και κατεβήκαμε με τα πόδια για ένα καφέ στο κέντρο της ανεξήγητα γοητευτικής πόλης. Σταμάτησα στο περίπτερο και παρά τους ενδοιασμούς πήρα ένα ‘ΦΩΣ’ και το διάβασα έχοντας μπροστά μου τον Θερμαϊκό και δίπλα μου κάνα δυο περίεργους να με κοιτούν με απορία. Εκείνη την ώρα όμως, δεν είχαν κανένα λόγο να λέω ημίμετρες αλήθειες τύπου ‘φιλοαρειανός’ και είχα τόσο ανάγκη να επιστρέψω και να ασχοληθώ σ’ αυτό που πραγματικά μ’ ενδιαφέρει, που δεν σκέφτηκα τίποτα περισσότερο. Σκίζοντας μάλιστα το αόρατο δίχτυ αυτοπροστασίας που συνηθίζω να κουβαλάω στο κεφάλι μου.

Για μια δύο μέρες δεν ξαναναφέρθηκα ούτε μου ‘ρθε στο μυαλό κάτι σχετικά με το Άρης-ΠΑΟΚ. Η επόμενη και τελευταία σκέψη μου ήταν στο τρένο που γυρνούσαμε, γεμάτοι κούραση αλλά και ενθουσιασμό. Έκανα μια αναδρομή σ’ όσα πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν απ’ αυτές τις μέρες στην Θεσσαλονίκη και κατάλαβα πως αγαπώ την ομάδα μου, αλλά αυτό που μου προκαλεί εθισμό στην πραγματικότητα είναι τα ντέρμπι. Η προετοιμασία όλης της εβδομάδας σχετικά με το πως θα πάει το ματς, η αίσθηση και το καρδιοχτύπι όταν ξημερώνει η μέρα του αγώνα, η “κάψα” που νιώθεις όσο πλησιάζεις στο γήπεδο 1-2 ώρες πριν το ματς, η μυρωδιά του αλκοόλ έξω από το γήπεδο και τα πρώτα συνθήματα μικρών παρεών. Το πάθος που ξεχειλίζουν τα μάτια των οπαδών όταν πρωτομπαίνουν στην κερκίδα, οι πρώτες φωνές, το πρώτο χειροκρότημα και οι πρώτες αποδοκιμασίες κατά το ζέσταμα. Το ξελαρύγγιασμα κατά την είσοδο των ομάδων και τ’ αλαφιασμένα βλέμματα σε κάθε περίεργο σφύριγμα του διαιτητή, σε μια προκλητική ενέργεια του αντιπάλου και σε μια χαμένη ευκαιρία. Αλλά και η κορύφωση.

Τότε που το βουητό, η χάβρα μετατρέπεται σε απόλυτη σιωπή για κλάσματα του δευτερολέπτου, πριν να έρθει το απόλυτο ξέσπασμα για το γκολ. Τότε που χοροπηδάς, αγκαλιάζεσαι και ουρλιάζεις πλάι με γνωστούς και αγνώστους. Τότε που η μυρωδιά των καπνογόνων σε κάνει να ανασαίνεις με δυσκολία μεν, αλλά και με μια παιδιάστικη χαρά. Τότε που γίνεσαι πιτσιρικάς, σαν τις μέρες που σε πρωτοπήγαινε ο πατέρας σου στο γήπεδο και όλα αυτά που είσαι τώρα, τότε τα χάζευες με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτά είναι τα ντέρμπι κι ένα τέτοιο ντέρμπι αξίζει στις δύο ομάδες να γίνει την Κυριακή. Χωρίς παρεκτροπές και υπερβολές.

Του Γρηγόρη Μπάτη.

* Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον Νίκο, που είμαι σίγουρος πως καμαρώνει από ‘κει πάνω τον Μιχάλη και τον μικρό Νικόλα και ανυπομονεί για ακόμη ένα ντέρμπι του Θεού του πολέμου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ