Υποφέροντας με τον Ρότζερ: το μαρτύριο της Κυριακής
Ένα προσωπικό, παραληρηματικό, κείμενο για τις πιο πικρές ήττες του Ρότζερ Φέντερερ, με αιτία τον τελικό του Γουίμπλεντον της Κυριακής και την επικράτηση του Νόβακ Τζόκοβιτς στο τάι μπρέικ του πέμπτου σετ.
Φεύγει. Το φαντάζεστε; Σε κάθε πέμπτο σετ που ο Ρότζερ Φέντερερ παίζει στα τελευταία στάδια ενός Major, με αντιπάλους που ως επί το πλείστον βρίσκει τον μπελά του, ο Νικόλας σηκώνεται και φεύγει από το σπίτι. Δεν αντέχει να βλέπει. Πάει κάπου μόνος του, βάζει τα χέρια στο κεφάλι και τρώγεται με τα ρούχα του. Ίσως παίρνει το κινητό μαζί, για να βλέπει την εξέλιξη στο σκορ. Αν τα πράγματα πάνε στραβά, το κλείνει. Επιστρέφει ύστερα από μία ώρα, που διαστέλλεται μέσω της ακινησίας και της ψυχολογικής συρρίκνωσης. Το βάρος μοιάζει δυσβάσταχτο. Νιώθει να έχει αδειάσει τελείως μέσα του, αν ήθελε να σαρκαστεί, θα αναρωτιόταν αν όλα τα όργανά του είναι στη θέση τους.
“Νικόλα, είδες το πέμπτο σετ;”, τον ρώτησα σε ένα κοινό φιλικό γκρουπ που είχαμε, στις 29 Ιανουαρίου 2017. Εμείς είχαμε επιστρέψει από το καφέ, που πήγαμε για να δούμε εκείνο τον τελικό με τον Ναδάλ. Τον είχαμε νικήσει, επιτέλους, σε Major έπειτα από 10 χρόνια και τον τελικό του Γουίμπλεντον. Και εκείνο το πέμπτο σετ είναι μάλλον το ωραιότερο που είχα δει να παίζει στη ζωή του. Εκείνη την Κυριακή η μέρα ήταν απολύτως ηλιόλουστη και η Μπαρτσελόνα έπαιζε μεσημέρι. Της είχε ακυρωθεί ένα γκολ, με την μπάλα να έχει καταφανέστατα περάσει τη γραμμή, σε ματς πιθανότατα με τη Σοσιεδάδ.
Όποιος είναι υποστηρικτής μίας ομάδας, ενός σπορ, διοργανώσεων, δεν μπορεί παρά να θεωρεί φυσιολογική αυτήν την παράθεση των γεγονότων. Θυμάσαι σχεδόν ό,τι έχει γίνει Εκείνη τη Μέρα. Παραδείγματος χάρη, την 1η Φεβρουαρίου του 2009, όταν ο Ράφα Ναδάλ ράγισε την καρδιά μου στην Αυστραλία, ο Αντώνης έπρεπε να φύγει πριν την απονομή για να προλάβει να πάρει το καράβι για τη Νάξο, όπου δίδασκε, και ο Ολυμπιακός έπαιξε με την ΑΕΚ σε ένα παιχνίδι που ήρθε 3-3.
Και στις 6 Ιουλίου του 2008, πίστεψα ένα μήνυμα, ότι το παιχνίδι θα αναβαλλόταν. Ο ουρανός στο Λονδίνο είχε μαυρίσει, ήταν πέμπτο σετ και ο Φέντερερ είχε επιστρέψει με εκείνο το υπέροχο τάι μπρέικ. Πάνω στη διακοπή, η παρότρυνση αφορούσε στο να επιστρέψω στο σπίτι, γιατί ο τελικός θα πήγαινε την επόμενη μέρα. Γύρισα. Και όλα τα υπόλοιπα γκέιμ τα παρακολούθησα από την επίσημη ιστοσελίδα του Γουίμπλεντον, κοιτάζοντας επιμόνως το τετραγωνάκι που είχε το σκορ του Φέντερερ, λες και με την τηλεπάθεια θα μπορούσα να το μαυρίσω…
Ήταν εκείνοι οι δύο τελικοί, που παρακολουθήσαμε στο ίδιο καφέ και έπαιξε το ‘Viva la Vida’. Κι αν το κομμάτι των Coldplay είναι χαρούμενο, μία feelgood κατάσταση, που προορίζεται για να φτιάχνει τη διάθεση (και να βγάζουν εκατομμύρια δολάρια ακόμη ο Κρις Μάρτιν και τα συντρόφια του με τα σκουφιά), ποτέ δεν τον ξανάκουσα χωρίς να περάσει έστω φευγαλέα από το μυαλό μου ότι είναι ένα γρουσούζικο τραγούδι, που κι αυτό έχει παίξει το ρόλο του ώστε ο Φέντερερ να χάσει τους δύο τελικούς από τον Ναδάλ και να βυθιστώ σε μια απελπισία που έκανε τις μέρες μίζερες και το δέκτη να αισθάνεται ό,τι είναι το αισθητικό ισοδύναμο μίας ερωτικής απογοήτευσης. Ερχόταν εκείνη η παλιά αίσθηση της πάγιας απογοήτευσης που έφερνε η Κυριακή μαζί της, όταν νύχτωνε πια, και την επόμενη μέρα έπρεπε να πάω στο σχολείο. Η Μάργουα, ο Νικ, εκείνος ο Βρετανός που, στην προοπτική να παίξει ο Μάρεϊ απέναντι στον Φέντερερ στον τελικό του Γουίμπλεντον του 2009, είχε πει ότι “παίρνω τον Φέντερερ απέναντι στον Μάρεϊ κάθε μέρα της εβδομάδας”, όλοι ανήκουν στην ίδια φυλή.
Είναι μαρτυρικές οι στιγμές της ήττας. Στον ημιτελικό του Αυστραλιανού του 2014 με τον Ναδάλ, έκλεισα τον υπολογιστή όταν ο Ισπανός βρέθηκε σε ματς πόιντ. Αν μιζεριάζω και κουβαλάω το τομάρι μου από εδώ κι από εκεί, υπάρχουν άλλοι που κλαίνε, που δεν μπορούν να το αποδεχθούν. Πρόκειται για ανθρώπους από το Πακιστάν και την Ιαπωνία, από τη Νότια Αφρική και την Αυστραλία. Όλοι πάσχουν από την ίδια ασθένεια, ζουν την ίδια απώλεια. Αντιλαμβάνομαι, βεβαίως, ότι δεν πρέπει να γράφω τέτοια πράγματα. Δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την επικοινωνία με τον πραγματικό κόσμο. Δεν πρόκειται για μία ελληνική ομάδα ή, έστω, για ποδόσφαιρο, για έναν τελικό Ολυμπιακών Αγώνων που ένας Έλληνας θα πάρει το χρυσό μετάλλιο, για την Εθνική έτοιμη για την υπέρβαση.
Πρόκειται για έναν αθλητή από την Ελβετία. Για έναν τενίστα. Δεν μου αρέσει καν το τένις, τουλάχιστον όχι περισσότερο από τα υπόλοιπα σπορ. Ούτε καν. Αν δεν είχα να γράψω για έναν τελικό τους, θα θεωρούσα χασομέρι να σπαταλήσω τέσσερις ώρες από τη ζωή μου για να παρακολουθήσω τον Τζόκοβιτς και τον Ναδάλ να παίζουν. Θα αναθεμάτιζα την ώρα και τη στιγμή. Κατά τη διάρκεια του τελικού της Κυριακής, η Δέσποινα, που δεν μπορούσε να δει το παιχνίδι, μου ζητούσε να την ενημερώνω για το σκορ. Την φανταζόμουν να κρατάει την ανάσα της, όσο οι τρεις τελείες κινούνταν σ’ αυτά τα κουτιά του διαβόλου. Μου έστειλε, “θα χάσουμε”. “Εντάξει”, της απάντησα, “ας χάσουμε”. Είναι νεόκοπη θαυμάστρια.
“Έτσι είναι τα σπορ”, σκέφτηκα. Όταν, όμως, ο Φέντερερ σέρβιρε στο 40-30 και έκανε το βόλεϊ στο ανέβασμα στο φιλέ, όταν ο Τζόκοβιτς στύλωσε τα πόδια και έβαλε βαριά φάλτσα στο μπαλάκι, που τον προσπέρασε και καρφώθηκε στο πίσω μέρος του κορτ, όταν, τελικά, το 40-15 έγινε 40-40 και είχαμε χάσει δύο ματς πόιντς, έκανα την πιο γρήγορη μεταβολή της ζωής μου και γύρισα στο γραφείο μου. Σκυφτός πάνω στα χαρτιά, σε ένα χώρο που υποστήριζα τον Τζόκοβιτς, προσπαθούσα να αλιεύσω από τις φωνές τι γινόταν. Αλλά ήξερα τι επρόκειτο να γίνει. Πριν από 9 χρόνια, τον Σεπτέμβρη του 2010, πλησίασα τη φουνταριστό της Εθνικής, Γιούλη Λαρά, στο ‘Ελ. Βενιζέλος’. Είχα φύγει κατά τη διάρκεια του πέμπτου σετ με τον Τζόκοβιτς, μόλις είχε χάσει δύο ματς πόιντς ο Φέντερερ στο σερβίς του Σέρβου. Στην Αττική Οδό, κάλεσα στο τηλέφωνο τη Σοφία, για να μπει στην ιστοσελίδα του US Open και να με ενημερώσει πόσο τελείωσε το παιχνίδι. Πλησίασα τη Λαρά και της είπα, “έχω άσχημα νέα…”.
Δεν νομίζω ότι το έχει ξεχάσει πλήρως αυτό που συνέβη. Φορούσε στο λαιμό το ασημένιο μετάλλιο από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Ζάγκρεμπ, το πρώτο που κατέκτησε η εθνική Γυναικών. Και το πρόσωπο σκοτείνιασε και η απελπισία αναδείχθηκε και βρήκε αυτήν την πλάκα κακόγουστη. Αλλά δεν ήταν πλάκα. Ουδείς αγαπά τους αγγελιαφόρους κακών νέων. Ακόμα και με ασήμι στο λαιμό. Η διάθεσή της χάλασε ολοκληρωτικά.
Η πρώτη φορά που θυμάμαι να ακούω το ονοματεπώνυμο ήταν το μεσημέρι της 27ης Ιανουαρίου 2005. Μία συνάδελφος μου ζήτησε να μπω σε ξένη ιστοσελίδα, για να δω το σκορ του ημιτελικού του Αυστραλιανού Όπεν, που έπαιζε με τον Μάρατ Σάφιν. Δικός της ήταν ο Ρώσος. Ο Σάφιν είχε νικήσει 3-2 και όταν της είπα τα νέα, χάρηκε, υπερβολικά θα έλεγα. Η σχέση με το τένις υπήρχε μόνο τη δεκαετία του ’90, όταν καθόμασταν και βλέπαμε με το μακαρίτη τον πατέρα μου τον Άγκασι και τον Σάμπρας. Όμως ακριβώς τον προηγούμενο χρόνο με τράβηξε η ευγενική φυσιογνωμία του Γκαστόν Γκαούντιο, στον τελικό απέναντι στον Γκιγέρμο Κόρια. Ήταν σαν να άνοιξε το δρόμο.
Τέσσερις μήνες μετά, η κατάσταση άλλαξε άρδην, σε σημείο που πια να θεωρώ εκείνη την άγνοια προδοσία. Στις 3 Ιουνίου 2005, ο Ράφα Ναδάλ νίκησε τον Φέντερερ στα ημιτελικά του Ρολάν Γκαρός. Όσο κι αν η προσπάθεια της Λένας Δανιηλίδου στο τουρνουά των Ολυμπιακών της Αθήνας, κι η ήττα από τη μελαχρινή δούκισσα των πάγων, την Αναστασία Μίσκινα, ήταν συγκινητική, έγκειτο στο πλαίσιο της θύελλας των σπορ, που εναλλάσσονταν όπως μόνο στους Ολυμπιακούς γίνεται. Αλλά εκείνο το απόγευμα, πάνω από 14 χρόνια πριν, ο τενίστας με το ερυθρόμαυρο Τ-shirt και την κορδέλα στα μαλλιά ρουφήχθηκε από το ασυνείδητό μου. Κι από τότε, όχι μόνο τον ακολουθώ, αλλά έχω το ζωνάρι μου λυμένο για καβγά.
Πριν τον τελικό του Αυστραλιανού του 2006 με τον Παγδατή, ειρωνεύτηκα δημοσιογράφο χρόνων που τόλμησε να πει ότι ο Μποργκ ήταν καλύτερος. Μετά την ήττα στην Αυστραλία το 2009, βρίστηκα με τον αρχισυντάκτη μου στην εφημερίδα που εργαζόμουν, για τα ειρωνικά σχόλιά του. Και κατά τη διάρκεια του ημιτελικού του Ρολάν Γκαρός του 2009 με τον Ντελ Πότρο, είχα αρπαχτεί με την τότε κοπέλα μου, που απλώς μου μιλούσε, χωρίς να δείχνει να αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικό ήταν για μένα εκείνο το ματς. Όταν ο Αργεντινός προηγήθηκε 2-1, την είχα ήδη κατηγορήσει για την επερχόμενη ήττα.
Στα παιδικά χρόνια και την εφηβεία είναι εύκολο: ό,τι θυμάσαι εξιδανικεύεται. Ποτέ δεν είδα καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή από τον Δημήτρη Σαραβάκο, ποτέ δεν υπήρξα πιο χαρούμενος με ταινία από ό,τι στις πρώιμες κωμωδίες της Αλίκης, ποτέ δεν απομυθοποίησα τον Φοίβο Δεληβοριά, ποτέ δεν έβαλα κάποιον δίπλα στον Μάικλ Τζόρνταν, ούτε ξέχασα το προοίμιο της Οδύσσειας στα αρχαία, όπως μου το έμαθε η αείμνηση μητέρα μου. Και βέβαια, ο Νίκος Γκάλης δεν πρόκειται να αντικατασταθεί.
Ο καλύτερος τελικός Κυπέλλου που έχω δει παραμένει το 2-2 του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό το 1988, η Μέριλιν Ότι η αγαπημένη μου σπρίντερ, το παγκόσμιο ρεκόρ του Μάικ Πάουελ στο μήκος ακόμη με καταδιώκει, το κόψιμο του Στόγιαν Βράνκοβιτς με την Μπαρτσελόνα συνεχίζει να μου προκαλεί ανατριχίλα, το ίδιο και εκείνο το πρωτοσέλιδο του ‘Φωτός’ τη μέρα που έφυγε από τον Ολυμπιακό ο Γιάννης Ιωαννίδης. Η ΑΕΚ της διετίας 1993-95 παραμένει στο μυαλό μου η πιο θεαματική ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα, ο Ντμίτρι Φόμιν ένας βολεϊμπολίστας-φόβητρο, ενώ ακόμη ισχυρίζομαι ότι ο τελικός του μπάσκετ στους Ολυμπιακούς του 1992 θα ήταν πολύ διαφορετικός αν έπαιζαν οι αγαπημένοι μου Γιουγκοσλάβοι. Κι ό,τι κι αν κάνει ο Μέσι, υπάρχει ένα κομμάτι που πάντα βγάζει τον Ρονάλντο στον αφρό και έπειτα τον Ζιντάν.
Φυσικά, όλα αυτά είναι χωροχρόνος που δεν είναι δυνατόν να ασπάζεται το σήμερα, δεν αφορά σε δεδομένα ούτε είναι έμπλεος ισχυρής επιχειρηματολογικής δομής. Δεν μπορούν να στεριώσουν, ούτε θα χρησιμοποιηθούν σε μία συζήτηση. Με τον Φέντερερ, στα 24, ήταν ολότελα διαφορετικό. Οι μέρες είχαν αρχίσει να μειώνονται και μπορεί ο εφηβικός ενθουσιασμός να μην είχε εξατμιστεί, αλλά είχε εξασθενήσει. Αυτό παθαίνεις όταν οι δεκάδες ώρες ενδιαφέροντος γίνονται εκατοντάδες και έπειτα χιλιάδες. Όμως, τότε ήταν που συνέβη.
Κι εκπλήσσομαι όταν καταλαβαίνω ότι κρατάει, αν όχι ολόκληρο, το μεγαλύτερο ποσοστό της δυναμικής της αυτή η υποστήριξη. Με τόσα χρόνια να έχουν περάσει, και πάλι… Όταν ο Τζόκοβιτς νίκησε, ευχόμουν να μη μου μιλήσει κανείς για το επόμενο τρίωρο, να γυρίσω στο σπίτι και να βουτηχθώ στη… θηλαστικότητά μου, περιφερόμενος ή καθήμενος ασκόπως, αποδομώντας την ίδια τη ζωή και όλη την ομορφιά της, όλα τα κατορθώματα του ανθρώπινου είδους, από την εντροπία ως την τελευταία ανακάλυψη της NASA και από τον Νίκολα Τέσλα ως τον Ντέιβιντ Μπάουι ως Νίκολα Τέσλα στο ‘Prestige’. Ήταν κακό hangover.
Τι στο καλό; Πώς η αδελφή μου, οι πρώην μου, οι φίλοι μου δεν έδειξαν την περιφρόνησή τους σε κάποια ομολογία μου ότι ο λόγος που δεν ήμουν καλά ήταν μία ήττα του Φέντερερ; Η σωστή ερώτηση, όπως πάντα, είναι μία: Γιατί;
Νομίζω ότι δύο πράγματα εκείνη την τρίτη μέρα του Ιούνη, στην οποία ο Ναδάλ γιόρταζε τα 19α γενέθλιά του, με έστρεψαν προς τον Φέντερερ. Το πρώτο ήταν το μπάκχαντ με το ένα χέρι. Το δεύτερο, ότι δεν ακουγόταν. Από τη μία μεριά άκουγες το βογκητό της υπερπροσπάθειας, από την άλλη, επικρατούσε η ησυχία. Πού πήγαιναν οι ανάσες; Πού πήγαινε ο ιδρώτας; Γιατί το μπαλάκι, όταν έφευγε από τη ρακέτα του, έμοιαζε με σαντιγί που προσγειωνόταν πάνω σε τέσσερις μπάλες παγωτό;
Ήταν ο Σαίξπηρ που έκανε βόλτες τη βικτωριανή εποχή και ο λουδοβίκειος ξιφομάχος που με αρμονία στο κορμί έτεινε το σπαθί του, έτοιμος για εκείνη τη μονομαχία το ξημέρωμα. Και δεν λέω, από τη μία πλευρά αγωνιζόμουν να ανοίξω ένα δρόμο στη ζωή, έστω και κάνοντας κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ. Υπήρχε μία άλλη, όμως, που ήταν έτοιμη να ασπαστεί την πανδαισία των χρωμάτων και να βρεθεί στον κήπο της Εδέμ. Στον Φέντερερ υπήρχε κάτι τόσο αρμονικό, που ουδείς αθλητής ως τότε το είχε παρουσιάσει. Ήταν τέτοια η συμμετρία, χωρίς απαραιτήτως να συνοδεύεται από τάξη, που ακόμα και τώρα, όταν τον χαρακτηρίζω αθλητή, ντρέπομαι.
Ήταν κάτι άλλο, κάτι τόσο μοναδικό, που επέφερε σάστισμα. Ήταν σαν να βρισκόμουν ενώπιος ενωπίω με το πιο όμορφο κορίτσι που είχα δει ποτέ και, ενώ δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, εκείνο γινόταν καθησυχαστικό. Κάθε φορά. Κατανοούσε χωρίς συγκατάβαση, αντιλαμβανόταν χωρίς εμπάθεια, συμπονούσε δίχως να οικτίρει. Ό,τι ακολούθησε εκείνο το απόγευμα διάνθισε τον έρωτα, αντί να τον εξασθενήσει. Το drop shot γινόταν χωρίς να αλλάξει το σώμα, δίχως να σκύψει, το μπάκχαντ με το ένα χέρι αποτελούσε μία εικόνα ατελέσφορης ομορφιάς και ποιητικότητας, καταστρατηγείσης τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη προσπάθεια. Αν προσπαθούσε, δεν φαινόταν. Δεν έπεφτε, δεν ίδρωνε κι όποτε έμπαινε μέσα στο κορτ, αυτομάτως, συνέβαινε κάτι μαγικό. Όπως η κάμερα ακολουθούσε την κίνησή του ο χώρος μειωνόταν κι ο κόσμος γινόταν έρμαιο της άφατης σαγήνης που προκαλούσε, πριν ακόμα βγάλει το ξίφος από το θηκάρι.
Τα χρόνια που επήλθαν, αντιμετώπισα τις ήττες του Φέντερερ με κάθε δυνατό τρόπο: με βρισιές, με σιωπηλή θλίψη, με σαρκασμό, με την απαίτηση να σταματήσει. Μιλούσα στην τηλεόραση και τον υπολογιστή. Όποτε έριχνε ένα φόρχαντ πάνω στον Ναδάλ, καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που στήθηκα για να δω το παιχνίδι. Όποτε έκανε ένα αβίαστο λάθος, ούρλιαζα από την οργή μου. Κι όποτε νικούσε, ο κόσμος γινόταν τεχνικολόρ. Δεν ήταν η αρχική απαίτηση, όμως εξ ορισμού, σε έναν κόσμο που δεν ντρέπονται να παρουσιάζουν τον ανταγωνισμό ως ζωτικό στοιχείο (αλλά και που είναι μέρος της ύπαρξης, καθώς δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο ανταγωνισμός προϋπήρξε του πρώτου θανάτου, αφού συνέβη κατά τη διάρκεια της προσπάθειας για επιβίωση), η νίκη και η ήττα είχαν σημασία.
Όμως δεν ήταν τόσο απλό. Όσο κι αν στρεφόμασταν στους αριθμούς και τα ρεκόρ, δεν ήταν αυτό που καθόριζε το κίνητρό μας. Στο μυαλό μας, η ήττα του Φέντερερ σήμαινε ότι κάτι νοσηρό συνέβαινε στον κόσμο. Υπήρχε κακό κάρμα, κέρδιζε η τάση για πόλεμο, η κακή αρχιτεκτονική, το αλύχτημα αντί για μουσική, η μηχανική κίνηση αντί για τη δημιουργικότητα. Ο κόσμος γινόταν ο Τσάπλιν μέσα στα μηχανήματα παραγωγής. Όταν νικούσε, ο άνθρωπος μπορούσε να μιλάει για ανωτερότητα, για την πρόοδο του είδους, για την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, για το μπαλέτο και το πιάνο και τα μπέργκερ και τα χρωματιστά σπίτια και τις ατέλειωτες αμμουδένιες παραλίες και την μπύρα και τις αργεντινές μπριζόλες, τους καφέδες το ηλιοβασίλεμα, τα φεστιβάλ μουσικής, τη μίνι φούστα.
Πια, μπορώ να πω ότι ο χρόνος αποκατάστασης είναι λιγότερος από ό,τι 10 χρόνια νωρίτερα, ασχέτως αν αυτό είναι προϊόν συνήθειας και όχι απαραιτήτως ωριμότητας. Δεν δύναμαι, όμως, να περιγράψω το προνόμιο να τον παρακολουθώ να παίζει μέχρι και τώρα, στα 38. Θέλω, τώρα, με την κλεψύδρα να αδειάζει, τα παιχνίδια με τον Ναδάλ και τον Τζόκοβιτς, ακόμα κι αν συνοδεύονται από τέτοιου είδους πόνο.
Ό,τι έχω πει και το εννοώ όλα αυτά τα χρόνια του παραληρήματος, τις σκοτωμένες νύχτες της Δευτέρας που ένα ποτ πουρί από drop shots και half volleys και φόρχαντς σε ασύλληπτες γωνίες και running backhands και slice winners μπορεί ακόμα να μου δημιουργήσει ένα χαμόγελο γαλήνιο, λες και δεν τα έχω δει εκατό φορές, ξανά και ξανά, σαν να είναι ιατρική συνταγή με χάπια και σιρόπια που πρέπει να παίρνω πρωί, μεσημέρι και βράδυ, είναι πως όταν σταματήσει ο Φέντερερ δεν θα ξαναδώ τένις. Τουλάχιστον όχι για να ψυχαγωγηθώ.
Στη φυλή μας, που όταν μιλάμε για παιχνίδι του χρησιμοποιούμε πρώτο πληθυντικό, κάποιοι νιώθουν ακόμα πιο έντονα. Όταν ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας δημοσίευσε το 2006 το ‘Federer as Religious Experience’, στους New York Times, χρησιμοποιώντας τη φράση που έλεγαν οι οδηγοί των λεωφορείων που οδηγούσαν στο κεντρικό κορτ, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα γράψω μία λέξη περισσότερη, τη μέρα που θα σταματήσει.
Ευτυχώς, αυτό δεν έχει γίνει ακόμη.