Οι 5 ομάδες που ένωσαν όλη την Ελλάδα
Από τον μπασκετικό Άρη των '80s στην τρομερή Ορεστιάδα των '90s. Ο Λευτέρης Ελευθερίου αναλύει πέντε περιπτώσεις ομάδων που είχαν όλη την Ελλάδα στο πλευρό τους, μιλώντας με τους πρωταγωνιστές που τις έζησαν από μέσα.
Οι Έλληνες λογίζονται ως έθνος ανάδελφο, ωστόσο έχουν υπάρξει περιπτώσεις που σε συλλογικό επίπεδο η χώρα ενώθηκε. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η αίσθηση της καθολικής αλληλεγγύης, σε περιπτώσεις όπως ήταν εκείνη της Λάρισας το 1988, μία επιτυχία επικρατούσε σε όποιους αγαπούσαν τα σπορ και είχαν ξεφύγει από τα μέτρα και σταθμά του φανατισμού και της παρωπιδικής υποστήριξης, που άλλωστε συνοδεύεται από σύνδρομα εξουσίας και αρσενικότητας και όλα αυτά με τα οποία η μέθοδος της ψυχολογίας συνεχίζει την ενασχόληση.
Από την εξίσωση βγαίνει η εθνική ομάδα, οι μεγάλες επιτυχίες της οποίας σε όλα τα σπορ θεωρούνται κοινωνικά φαινόμενα και αποδίδονται στην κουλτούρα του τόπου. Έστω κι αν, όπως δήλωσε ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι μετά τον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 1987, που θεωρείται η ανώτατη αθλητική στιγμή συνένωσης, “στους Έλληνες δεν αρέσουν τα σπορ, αρέσουν οι νίκες στα σπορ”.
Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός επίσης δεν γίνεται να βρίσκονται εδώ. Στην Ελλάδα που η πρωτεύουσα έχει ουσιαστικά εκμηδενίσει τον επαρχιακό αθλητισμό, που κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών και των παροχών με τις οποίες οι οργανισμοί κινούνται, τα δύο μεγαλύτερα κλαμπ δεν μπορούν να επικαλεστούν ότι βρέθηκαν σε θέση που το κοινό αίσθημα ήταν άρδην υποστηρικτικό (ου μην και παθιασμένο) προς αυτά. Ακόμα και το φοβερό κατόρθωμα του Παναθηναϊκού στις 2 Ιουνίου 1971 με τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ (2-0 ήττα από τον Άγιαξ), η μεγαλύτερη επιτυχία ελληνικής ομάδας έβερ στην Ευρώπη, είχε κερδίσει τη συμπάθεια ακόμα και φίλων του Ολυμπιακού, ωστόσο δεν είχε την καθολική αποδοχή του φιλάθλου κόσμου.
Σε εκείνη την πορεία του Παναθηναϊκού, μάλιστα, ο αστικός μύθος αναφέρει ότι όταν οι παίκτες της πρωταθλήτριας Αγγλίας του 1970 Έβερτον έφτασαν στο Ελληνικό για τον δεύτερο προημιτελικό, υπήρχαν άνθρωποι με τις φανέλες των ‘ζαχαρωτών’ οι οποίοι τους αποθέωναν. Οι ποδοσφαιριστές της ομάδας από το Λίβερπουλ απόρησαν μόνο και μόνο με την παρουσία οπαδών της σε μία χώρα χωρίς ποδοσφαιρική παράδοση. Βεβαίως, ήταν οπαδοί του Ολυμπιακού, που εύχονταν τον αποκλεισμό του Παναθηναϊκού. Ως εκ τούτου, ουδεμία επιτυχία μίας εκ των δύο ομάδων δεν θα μπορούσε να γίνει αγαπητή από ένα άλλο μεγάλο μέρος του κόσμου. Και η ΑΕΚ, από τη μεριά της, θα μπορούσε να ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, ωστόσο η περίπτωση του θριάμβου του 1968 ήταν μία εξαίρεση.
ΑΕΚ, Κύπελλο Κυπελλούχων 1968
Η ιστορία είναι πασίγνωστη και μνημονεύεται, όχι μόνο από τους φίλους της ΑΕΚ, που δικαιολογημένα αισθάνονται συγκίνηση για το θρίαμβο επί της Σλάβια Πράγας στις 4 Απριλίου του 1968, το 89-82 ενώπιον 80.000 ανθρώπων στο Καλλιμάρμαρο. Αυτό το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο στο μπάσκετ, που ήρθε 23 χρόνια πριν το επόμενο, το Κύπελλο Κυπελλούχων του ΠΑΟΚ στον τελικό με τη Σαραγόσα στη Γενεύη, ήταν μία λαμπρή στιγμή κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Η ΑΕΚ ένωσε τον κόσμο, άλλωστε στο Παναθηναϊκό Στάδιο μαζεύτηκαν από όλη τη χώρα άνθρωποι, όχι μόνο φίλοι της ομάδας.
Ο δημοσιογράφος Πάνος Λούπος, διευθυντής της αθλητικής εφημερίδας ‘Ώρα των σπορ’, έχει ασχοληθεί εις βάθος με εκείνη τη μέρα και την πορεία της ΑΕΚ ως το Καλλιμάρμαρο, έχει νιώσει από μαρτυρίες πόσο σημαντική ήταν, ως εκ τούτου καταθέτει τη γνώμη του και μαζί φέρνει στο φως μία σχεδόν ανέκδοτη συγκλονιστική ιστορία.
Έσπασε τότε τα στερεότυπα μιας άποψης, που και στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό, ήθελε την Ελλάδα να μη μπορεί να βγει κάπου πρώτη στον ομαδικό αθλητισμό. Κι από τη στιγμή, που ήταν η πρώτη που το πέτυχε, είναι λογικό ότι ένωσε και όλους τους φιλάθλους της χώρας. Δεν είχα τη χαρά να το ζήσω λόγω ηλικίας, αλλά πολλές μαρτυρίες εκείνων που το έζησαν, έχουν να λένε για πανηγυρισμούς αλλά και για παρουσία στο Παναθηναϊκό Στάδιο, φιλάθλων και άλλων ομάδων, που το χάρηκαν με την ψυχή τους.
Εκείνο το βράδυ, όταν τελείωσε το παιχνίδι, έξω από το Στάδιο, σε μία στάση περίμενε κόσμος το λεωφορείο. Εκεί λοιπόν βρέθηκαν δύο αδέλφια, που τα ένωνε η ΑΕΚ, τα οποία δεν είχαν δει ποτέ το ένα το άλλο, γιατί είχαν χαθεί στο Αϊδίνι το 1922. Όταν, λοιπόν, βρέθηκαν, ο ένας έπιασε κουβέντα με τον άλλο και τον ρώτησε από πού ήταν. Του απάντησε: “Από το Αϊδίνι, πρόσφυγας”. Τον ρώτησε μετά: “Και πώς λέγεσαι;”. Του απάντησε: “Τσακιρίδης”. Τον ξαναρώτησε ο άλλος: “Τον Γιώργο, που είχε αδελφή την Ευτυχία, τι τους έχεις;”. Και απάντησε: “Πατέρας μου ήταν”. Τότε, ο πρώτος έβαλε τα κλάματα και του είπε: “Τότε αδελφέ μου, πάμε σπίτι γιατί ζει και η μάνα μας”.
Αυτή η συγκινητική ιστορία αναδεικνύει από πού ταξίδεψαν άνθρωποι για να βρεθούν στο Παναθηναϊκό Στάδιο εκείνη τη μέρα και να δουν τα θηρία της ΑΕΚ. Το προσωνύμιο που δόθηκε στον Γιώργο Αμερικάνο, ‘Παγκόσμιος’, και το οποίο ξεφεύγει από τα μέτρα και τα σταθμά του ‘κιτρινόμαυρου’ οργανισμού ως και τις μέρες μας, είναι ενδεικτικό της επιρροής που άσκησε εκείνη η ομάδα στο κοινωνικό και πολιτιστικό ‘γίγνεσθαι’.
ΝΟ Βουλιαγμένης, Κύπελλο Κυπελλούχων 1997
Αν και ομαδάρχης των σπορ, το πόλο δεν έχει πείσει τους Έλληνες να ασχοληθούν μαζί του μαζικά, ακόμα κι αν πρόκειται για την εθνική ομάδα. Αν εξαιρεθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, κυρίως ο τελικός των Γυναικών με την Ιταλία, το πόλο είναι ένα οικογενειακό άθλημα. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο ΝΟ Βουλιαγμένης ήταν να φιλοξενήσει τη Ρόμα στο δεύτερο τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, στις 18 Μαρτίου του 1997, η συστράτευση υπήρξε εντυπωσιακή. Βεβαίως, δεν επρόκειτο για ένα πανελλαδικό συλλαλητήριο, αλλά στο κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ μαζεύτηκαν πάνω από 7.000 άνθρωποι για να παρακολουθήσουν τον τελικό και να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του ευρωπαϊκού τροπαίου, πρώτου για την ελληνική υδατοσφαίριση, από την ομάδα του Γιάννη Γιαννουρή.
Ασφαλώς και η Βουλιαγμένη είχε μεριμνήσει για το δικό της κάλεσμα, προφανώς, όμως, δεν γινόταν να έχει μαζέψει τόσο κόσμο, αφού “ήταν αμιγώς ένας σύλλογος υδατοσφαίρισης, μία ομάδα που δεν προκαλούσε το λαϊκό έρεισμα, έφερε τον υγιή φίλαθλο στο κολυμβητήριο”, όπως είπε στο Contra.gr Τεό Λοράντος, που είναι σαρωτικός ως προπονητής της εθνικής Νέων Ανδρών, οδηγώντας την σε αδιανόητο μονοπάτι: σε back2back χρυσά μετάλλια στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Βελιγραδίου το 2017 και το Ευρωπαϊκό του Μινσκ το 2018.
Το πρώτο ματς, στην ‘Άκουα Ατσετόζα’, με τη Ρόμα του Μασιμιλιάνο Φερέτι, “ο οποίος το 1989 στη Σαβόνα είχε φαν κλαμπ”, όπως μας υπενθύμισε ο τότε πολίστας της Βουλιαγμένης. Το 9-9 δεν ήρθε μόνο του, αλλά με δηλώσεις για διαιτητική εύνοια των Ιταλών, “οι ομάδες των οποίων ήταν άκρως επαγγελματικές, πιο μπροστά από εμάς”. Η ανησυχία των ανθρώπων της ομάδας για τον κόσμο που θα μαζευόταν διατρανωνόταν όσο περνούσε η ώρα. “Πηγαινοερχόμασταν από τα αποδυτήρια για να βλέπουμε τις κερκίδες. Ξέραμε ότι είχε γίνει μια μεγάλη κινητοποίηση από τη Βουλιαγμένη”.
Εν τέλει, το ΟΑΚΑ ήταν σχεδόν γεμάτο εκείνο το τρίτο Σάββατο του Μάρτη. Η Βουλιαγμένη νίκησε 7-6 και κατέκτησε το τρόπαιο. Αυτή η επιτυχία, βεβαίως, δεν έφερε μία έξαρση του παιχνιδιού σε σημείο δημοφιλίας, ωστόσο θα μπορούσε να λογιστεί ως η ταινία που έφερε το σίκουελ. “Ήταν πολύ κοντά σε απόσταση τα δύο γεγονότα, νομίζω ότι το ένα έσπρωξε το άλλο”, θυμήθηκε ο Λοράντος. Πράγματι, ο τελικός της Εθνικής με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του FΙΝΑ Cup έγινε την 1η Ιουνίου του 1997 (5-8) και ο κόσμος ήταν ακόμα περισσότερος. “Υπήρχαν άνθρωποι όρθιοι σε εκείνο το παιχνίδι. Οι πολίστες δεν είχαν ούτε έχουν συνηθίσει να παίζουν ανάμεσα σε τόσο κόσμο”, συμπλήρωσε ο Λοράντος. Θα μπορούσε να λογιστεί ως ένα πρελούδιο των Ολυμπιακών, που η Αθήνα δεν είχε αναλάβει ακόμα, αλλά όχι ως την έναρξη της ‘χρυσής’ εποχής του πόλο, που συνέχισε να μην απασχολεί ανθρώπους οι οποίοι εξαρχής δεν ενδιαφέρονταν για αυτό.
Ορεστιάδα, δεκαετία ’90
Είναι η αφορμή για την οποία γράφτηκε το κείμενο. Μία συζήτηση για βόλεϊ με έναν άγνωστο συνάδελφο έφερε στο φως τη δική του εμπειρία, καθ’ ό,τι υπήρξε παιδί της Ορεστιάδας. Η μία ανάμνηση αθροίστηκε με την άλλη, την αναμονή του υπογράφοντα το μεσημέρι ή το απόγευμα του Σαββάτου απέναντι στην τηλεόραση, προκειμένου να γίνει σύνδεση με το μικρό γήπεδο της Αλεξανδρούπολης. Τα Ορεστιάδα-Ολυμπιακός και Ορεστιάδα-Παναθηναϊκός είχαν τη δυναμική ποδοσφαιρικών παιχνιδιών εκείνα τα χρόνια, όπως άλλωστε και με τις τρεις ομάδες της Θεσσαλονίκης, τον Άρη, τον ΠΑΟΚ και τον Ηρακλή. Ίσως ο τρόπος που αισθανόμαστε για την Ορεστιάδα, όπως και τη Λάρισα πιο πάνω, φανερώνεται έκδηλα με το καθολικό σοκ από το θάνατο του Νίκου Σαμαρά.
Ο Αντώνης Τσακιρόπουλος, που έκανε σπουδαία καριέρα στο βόλεϊ και συνεχίζει από το μετερίζει του προπονητή, είναι παιδί της Ορεστιάδας. Μπορεί να επιβεβαιώσει την αίσθηση, ότι ήταν μία ομάδα αγαπητή από όλους: “Φυσικά και υπήρχε καθολική αποδοχή, αυτό που έγινε εκείνα τα χρόνια στην Ορεστιάδα δεν θα ξανασυμβεί στο ελληνικό βόλεϊ, το νιώθαμε ότι ήμαστε μία ομάδα που είχε τα βλέμματα όλων των Ελλήνων.
Όλα τα παιχνίδια στην έδρα της ήταν μία γιορτή, που άρχιζε πριν από την αναμέτρηση και τελείωνε πολύ μετά από αυτήν. Αλλά ακόμα κι όταν κατεβαίναμε, για να παίξουμε με τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ, λαμβάναμε αγάπη. Υπήρχαν άνθρωποι που στις εφημερίδες έψαχναν να βρουν τα νέα της Ορεστιάδας. Το μέγεθός της σε σχέση με τις μεγάλες ομάδες ήταν μικρό, αλλά αυτό που γινόταν εκεί ήταν όντως κάτι μεγάλo”.
Η Ορεστιάδα συνέπεσε την εποχή που η Εθνική κατέκτησε την έκτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα βόλεϊ του 1994, που έγινε στην Αθήνα, και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ακολούθησε βίους παράλληλους: “Δεν ισχύει αυτό. Η Ορεστιάδα άρχισε να πέφτει γύρω στο 1998-99. Εννοείται ότι υπήρχαν παίκτες της στην εθνική ομάδα, αλλά δεν έχει σχέση, αφού και μετά τα καλά χρόνια της Ορεστιάδας η Εθνική συνέχισε να είναι ανταγωνιστική. Άλλωστε παίκτες της, όπως ο Σαμαράς, ο Μποζίδης, ο Παπάζογλου κι εγώ, κάναμε πορεία και συνεχίσαμε να παίζουμε χωρίς να υπάρχει πλέον η Ορεστιάδα”.
Σε ό,τι αφορά τις πιθανότητες επανάληψης μίας τέτοιας ομάδας, η οποία θα μπορεί να είναι αγαπητή από όλους εδρεύοντας σε επαρχιακή πόλη; “Αυτό δεν το ξέρει κανείς, μπορεί κάποια στιγμή να γίνει κάτι ανάλογο ή ακόμα καλύτερο. Αυτό που συνάντησα εκεί ήταν αγάπη από τον κόσμο”. Η Ορεστιάδα έπαιξε σε τρεις τελικούς πρωταθλήματος το 1993, το 1997 και το 1998, αλλά δεν κατάφερε να το κατακτήσει. Σπουδαίο είναι ότι μνημονεύεται χωρίς να έχει πάρει κάποιον τίτλο. Αυτό είναι, άλλωστε, που δημιουργεί τη σφραγίδα γνησιότητας.
Ο Τσακιρόπουλος έφυγε για τον Ολυμπιακό το 1995, ωστόσο πρόλαβε να ζήσει την πιο μεγάλη στιγμή της ομάδας, τον τελικό του Κυπέλλου Συνομοσπονδίας εκείνη τη χρονιά. Η Ορεστιάδα ήταν τέταρτη στο Κύπελλο Κυπελλούχων την προηγουμένη, αλλά στο Final 4 του Παλασκιάρι, το Σάββατο 4 Μαρτίου 1995, κατάφερε να νικήσει στον ημιτελικό 3-2 την Τάλι Μιλάνο και να προκριθεί στον τελικό. Παρά την υπεράνθρωπη προσπάθεια στο πρώτο σετ του τελικού της επόμενης μέρας, η Πάρμα, με το θρυλικό Αντρέα Τζιάνι στα ντουζένια του, έφτασε στη νίκη 3-0 σετ. Αυτήν την πορεία θυμάται περισσότερο από όλες ο Τσακιρόπουλος: “Η δεύτερη θέση στο Κύπελλο Συνομοσπονδίας, στον ημιτελικό είχαμε αποκλείσει ιταλική ομάδα, εκείνη η στιγμή ήταν η πιο σημαντική για μένα στην Ορεστιάδα”.
Η ομάδα της ομώνυμης πόλης του Έβρου πήγε και την επόμενη χρονιά στο Final 4 της διοργάνωσης, όπως και το 2000. Έμεινε στην τέταρτη θέση και τις δύο φορές.
Λάρισα, πρωτάθλημα ποδοσφαίρου 1988
Η επικολυρική ιστορία της Λάρισας την περίοδο 1987-88, που οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, του μόνου που έχει πάρει ποτέ στην Α’ Εθνική επαρχιακή ομάδα (κάτι που έχει την επιχειρηματολογική ισχύ ώστε να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα δεν είναι χώρα, αλλά δύο πόλεις-κράτη, με τις υπόλοιπες να ενεργούν ως γεωγραφικά, κυρίως, θεμέλιά τους), ήταν η μόνη περίπτωση που μία ομάδα ένωσε τη χώρα… χωρίζοντάς την.
“Ενδιαμέσως την αθλητικής εκδίκασης της υπόθεσης του Τσίγκοφ και της έφεσης, ουδείς μπορούσε ούτε να κατέβει από τα Τέμπη ούτε να τα ανέβει”, θυμήθηκε ο Νίκος Μίχος, δημοσιογράφος που κάλυψε εκ του σύνεγγυς το θρίαμβο εκείνης της ομάδας.
Mια γρήγορη επανάληψη: η ΑΕΛ νίκησε 2-1 τον Παναθηναϊκό για την 23η αγωνιστική του πρωταθλήματος. Ο ψυχρός πόλεμος έφερε τον Γιάτσεκ Γκμοχ σε θέση να ζητήσει έξτρα ποδοσφαιριστή για έλεγχο ντόπινγκ από την πλευρά του Παναθηναϊκού. Αποδείχθηκε λανθασμένη απόφαση, καθώς οι ‘πράσινοι’ ζήτησαν να ελεγχθεί ο Βούλγαρος Γκεόργκι Τσίγκοφ, ο οποίος έπαιξε 23 λεπτά στο ματς. Αυτός ο έλεγχος υπήρξε καταδικαστικός, σε ό,τι αφορά την καθαρότητα του πρωταθλήματος. Παρά το γεγονός ότι η κωδεΐνη είναι ανασταλτική ουσία και ο Τσίγκοφ την έπαιρνε μέσω αντιβηχικού, το πιραντελικό ‘έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε’ λειτούργησε σε αυτήν την περίπτωση.
“Ακόμα υπάρχουν φίλαθλοι της ΑΕΚ που θεωρούν ότι άδικα έχασε το πρωτάθλημα, υπό το οπτικό πρίσμα τους”, είπε ο Μίχος. Ο κανονισμός ανέφερε ότι η ομάδα που θα βρισκόταν με παίκτη υπό την επήρεια απαγορευμένων ουσιών θα τιμωρούνταν με μηδενισμό και -4 βαθμούς. Ο δικαστής Βασίλης Ανδρόνικος εφήρμοσε τον κανονισμό. Από εκείνο το βράδυ που γνωστοποιήθηκε η τιμωρία και έγινε έφεση στη δευτεροβάθμια επιτροπή, βγήκε κόσμος στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί. Για πέντε μέρες η Ελλάδα κόπηκε στα δύο. Διακόπηκαν μέχρι και οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες.
Στις 21 Μαρτίου, ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού, Σήφης Βαλυράκης, σε συνεννόηση με τον πρόεδρο της ΕΠΟ Σωτήρη Αλημίση, τροποποίησαν την παράγραφο 12 του άρθρου 32 του ΚΑΠ. Μόνο αν η ομάδα έδινε εις γνώσιν της την απαγορευμένη ουσία στον ποδοσφαιριστή, θα τιμωρούνταν. Επιστράφηκαν οι τέσσερις βαθμοί. Ο Μίχος τονίζει: “Πρέπει να πούμε ότι επρόκειτο για παρατυπία, αλλά ήταν πταισματάκι μπροστά σε όσα έχουν συμβεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο”.
Αυτή η υπόθεση ήταν το στίγμα μίας ομάδας που ήταν έτοιμη, σχεδόν μία τετραετία πριν την κατάκτηση του πρωταθλήματος, για να το πάρει. Και που οι φίλαθλοι που δεν υποστήριζαν τους μεγάλους εν καιρώ της… χάρισαν την καρδιά τους. “Η αίσθηση που εισπράτταμε γενικότερα στη Λάρισα ήταν ότι ίσως κάθε φίλαθλος, πλην εκείνων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, υποστήριζε την ομάδα. Έρχονταν στην πόλη άνθρωποι από την Ορεστιάδα και τη Σπάρτη και από άλλες μικρές πόλεις της Ελλάδας. Όποτε μπορούσαν, παρακολουθούσαν τη Λάρισα εκτός έδρας. Αυτήν τη σεζόν και οι τρεις αθηναϊκές ομάδες έπαιξαν στο ΟΑΚΑ. Εδώ πρέπει να πούμε, για να είμαστε δίκαιοι, ότι δεν ήταν στην καλύτερη κατάστασή τους. Πάντως, έκαναν ρεκόρ εισιτηρίων στα παιχνίδια με τη Λάρισα”, τόνισε ο κύριος Μίχος.
Η επιμονή, για το αν από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη η ΑΕΛ εισέπραξε έστω ψιχία συμπαράστασης, ο Λαρισαίος δημοσιογράφος είπε: “Δεν νομίζω ότι έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο ανωτερότητας, ώστε ακόμα και τώρα να γίνει παραδεκτή η δίκαιη κατάκτηση του πρωταθλήματος”. Η συγκίνηση, ωστόσο, τόσα χρόνια μετά κατέβαλε τον Νίκο Μίχο, όταν θυμήθηκε την πιο σημαντική στιγμή: “Το γκολ του Μητσιμπόνα την Πρωτομαγιά του 1988, με τον Ηρακλή, που έφερε τη μαθηματική επιβεβαίωση. Κάθε ένας από τους 20.000 που βρέθηκαν στις κερκίδες ένιωσε σαν να το είχε βάλει ο ίδιος. Η Λάρισα δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ”.
Άρης, δεκαετία ’80
Σε αυτήν την περίπτωση, δεν χρειάζονται δηλώσεις. Είναι από δύσκολο έως απίθανο να γραφτεί κάτι που δεν έχει αποτυπωθεί πριν. Αν ισχύει η ρήση ‘κόμμα μπορεί να αλλάξεις, ομάδα ποτέ’, στην περίπτωση του Άρη από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν ίσχυε, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνιστά αξίωμα. Η αξία του Άρη φαινόταν από το γεγονός πως δεν ήταν απαραίτητο να τον υποστηρίζουν όλοι. Μπορούσαν να είναι και… ΠΑΟΚ, όταν ερχόταν η ώρα των τελικών της Α1 μπάσκετ.
Ο Άρης στο μπάσκετ ήταν η μοναδική ομάδα για την οποία παραφράστηκαν τραγούδια, σινεμά έμεναν κλειστά κάθε Πέμπτη, που έκανε το σχολείο καλύτερο, τις δουλειές καλύτερες, τους ανθρώπους να νιώθουν χαρά, αλλά και την αντιστοιχία της σε λύπη, μετά από ήττες. Ο Άρης των τριών Final-4 (1988, 1989, 1990) ήταν η ομάδα που άρχιζε τον Οκτώβρη και τελείωνε τον Μάη ή τον Ιούνη, αν κρατούσαν ως τότε οι τελικοί. Ήταν το βασικό θέμα στο μπάσκετ των εφημερίδων, ενέπνευσε εκδοτικές προσπάθειες και ιστορικά περιοδικά, όπως το ‘Τρίποντο’, οι χαρακτήρες του παραμένουν θρυλικοί, η Θεσσαλονίκη έγινε το λίκνο της σόουμπιζ, πριν καν εμφανιστεί ως όρος η σόουμπιζ, η μουσική άνθιζε, ροκ και λαϊκή.
Ο Άρης δεν ήταν ο Αυτοκράτορας του μπάσκετ, αλλά όλου του ελληνικού αθλητισμού, ακόμα κι όταν επρόκειτο να χάσει για να διακοπεί ένα μνημειώδες και ακατάρριπτο σερί. Είχε γίνει στις 5 Νοεμβρίου 1988, όταν ηττήθηκε 81-78 από τον ΠΑΟΚ και έχασε μετά από 80 ματς στην Ελλάδα. Κι αν ποτέ δεν ξέρεις ή δεν μπορείς να προβλέψεις, όπως είπε ο Αντώνης Τσακιρόπουλος για την Ορεστιάδα, πρέπει να πέσει το ίντερνετ και η τηλεόραση να επιστρέψει στα δύο κανάλια για να επαναληφθεί ενδεχομένως ένα παρόμοιο φαινόμενο. Είναι απαραίτητο, επίσης (κι αυτό είναι πιο δύσκολο από το να πέσει το ίντερνετ), να εμφανιστεί ένας Γκάλης και να έχει συμπαίκτη ένα Γιαννάκη, ένα Φιλίππου και τα άλλα παιδιά.
Τιμητικές αναφορές
> Στην ομάδα μπάσκετ Γυναικών του Σπόρτινγκ για τις δύο διαδοχικές παρουσίες της σε Final 4 Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1991 και το 1992, όταν η Άννυ Κωνσταντινίδου αποκλήθηκε ‘θηλυκός Γκάλης’.
> Στον ποδοσφαιρικό Ηρακλή της δεκαετίας του ’80, που μάζευε κόσμο στο γήπεδο και μπροστά από τις τηλεοράσεις, ακόμα κι αν ήταν να δει τον Βασίλη Χατζηπαναγή να κάνει ένα και μόνο μαγικό ή να σκοράρει από κόρνερ.
> Στον Αθηναϊκό, το μεσοδιάστημα από τις 18 Σεπτεμβρίου του 1991 έως και τις 2 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Δηλαδή από το 0-0 εντός έδρας με την κυπελλούχο Ευρώπης Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έως και το 2-0 στην παράταση στο ‘Ολντ Τράφορντ’, σε μία αξιομνημόνευτη μάχη.
> Σε όλες τις ομάδες που έχουν σηκώσει τον κόσμο στο πόδι, για να παρακολουθήσει την προσπάθειά τους, ακόμα κι αν το εύρος των ανθρώπων δεν ήταν πανελλαδικό: Τον Αθηναϊκό στο μπάσκετ Γυναικών, που κατέκτησε το EuroCup το 2010, τον Διομήδη Άργους, που κατέκτησε το 2012 το Challenge Cup στο χάντμπολ, τον Ηρακλή στο βόλεϊ Ανδρών, που έπαιξε σε τρεις τελικούς στο Champions League (2005, 2006 και 2009), στον Πανιώνιο στο πόλο Ανδρών, που έπαιξε σε δύο τελικούς LEN Trophy, με τη Σζέγκεντ το 2009 και τη Σαβόνα το 2011, αλλά και τον Εθνικό, ο οποίος στη συνείδηση των φίλων των σπορ λογίζεται ως ο Αυτοκράτορας του πόλο.