Ο Χαμπίμπ γύρισε, ‘έπνιξε’ τον Πουαριέ και τον έκανε να ματώσει -μέσα του
Ο Ντάστιν Πουαριέ δεν έχει πάψει να μάχεται και να νικά. Από τον ανυπέρβλητο Νουρμαγκομέντοφ, που επέστρεψε στη δράση 11 μήνες μετά, έχασε στο Άμπου Ντάμπι. Περισσότερο τον ένοιαξε που δεν πάλεψε όσο θα μπορούσε.
Ο τρόπος που ο Χαμπίμπ Νουρμαγκομέντοφ επέστρεψε στο κλουβί ήταν μια κόπια εκείνου που τον οδήγησε εκτός δράσης για 9 μήνες, από τις 7 Οκτωβρίου του 2018 ως τις 6 Ιουλίου του 2019. Πρώτα κατατρόπωσε τον αντίπαλό του αναγκάζοντάς τον να υποταχθεί υπό κατάσταση πνιγμού πριν από τη λήξη του τρίτου γύρου και κατόπιν πήδηξε έξω από το οκτάγωνο.
Με μια ειδοποιό διαφορά: αντί να ορμήξει με μανία στην κερκίδα, σε μια αδιανόητη κλωτσοπατινάδα με τους ανθρώπους του Κόνορ ΜακΓκρέγκορ, πανηγύριζε με τον Ντέινα Γουάιτ, για τη νικηφόρα επάνοδό του στο UFC 242 που φιλοξενήθηκε στο Άμπου Ντάμπι. Το φρούριο δεν έπεσε ούτε την 28η φορά που δοκιμάστηκε το αήττητο του Νταγκεστανού μαχητή, η ζώνη τού ανήκε ξανά.
Ο -για 5.5 μήνες- κάτοχός της ήταν αναγκασμένος να υποκλιθεί στον άτρωτο Νουρμαγκομέντοφ. “Ο τύπος είναι καλός, δεν είναι ένας ανορθόδοξος μαχητής, είναι ο παγκόσμιος πρωταθλητής“. Τα λόγια του στη συνέντευξη Τύπου έβγαιναν με πολύ κόπο. Προτού μιλήσει, ήπιε μια γουλιά νερό. Οι παύσεις διαδοχικές. Ήταν η κούραση, μα και η ταπείνωση που ένιωθε, ο φόβος της επόμενης ημέρας. “Τώρα θα πρέπει να ξυπνάω κάθε πρωί και να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέπτη μ’ αυτό το αποτέλεσμα στο μυαλό μου“. Στις 13 Απριλίου, στο UFC 236 της Ατλάντα, ο Πουαριέ επικρατούσε ομόφωνα του Μαξ Χαλογουέι και ‘αιωρείτο’ στο όνειρό του. “Είναι δικός μου“, βροντοφώναζε γνωρίζοντας πως θα έρθει η στιγμή να υπερασπιστεί τον τίτλο του Lightweight champion και να έρθει αντιμέτωπος με τον Χαμπίμπ. Την περίμενε αυτή τη δική του στιγμή. Επιβεβαίωσης ήταν πάνω απ’ όλα. “Ήμουν προετοιμασμένος για μια μάχη 25 λεπτών. Έκανε ό,τι είχα σκεφτεί πώς θα κάνει. Ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος γύρος θα ήταν δικοί μου“. Δεν άντεξε ως εκεί. Ομολόγησε πως όλες οι ερωτήσεις για τι θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά θα τον καταδιώκουν εσαεί. Είχε υποταχθεί στο μέσα του. Ήταν, μάλλον, η πρώτη φορά. Η αξία του ηττημένου διεύρυνε τη δόξα του νικητή.
Ο Ντάστιν Πουαριέ δεν είχε μάθει να κάνει κάτι άλλο από παιδί. “Ήθελα μόνο να παλεύω”, έλεγε στο ‘FIGHTVILLE’, το ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για τη μικρή λίγκα MMA στο Λαφαγέτ της Λουζιάνα. Στην πόλη που γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1989, μεγάλωσε και έχει επιστρέψει, ως οικογενειάρχης πλέον, ο 30χρονος μαχητής. Ο ίδιος ήταν το ένα από τα δύο κεντρικά πρόσωπα του φιλμ, διότι η καριέρα του ξεπήδησε μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία και την ‘Gladiator Academy’, μια σχολή που περηφανεύεται ότι “χτίζει καλύτερους ανθρώπους”.
Η ζωή του Πουαριέ είχε πολλή αίμα από γροθιές μέσα της. Το όνομά του είναι γαλλικής προέλευσης διότι οι ρίζες του είναι από τους γαλλόφωνους Κέιτζεν. Μεγάλωσε κυρίως με τη μητέρα και τη γιαγιά του, προσπαθώντας μαζί τους ν’ ανταπεξέλθει σε μια επίπονη πραγματικότητα. Έχει περιγράψει τη γειτονιά του ως “σκληρότερη πλευρά της πόλης”. Έβλεπε όμως πως άλλοι βιώνουν δυσκολότερες καταστάσεις και ευλογούσε όσα είχε κάθε φορά. Σημάδια στο μυαλό του όλα αυτά, όταν απέκτησε χρήματα τα γύρισε πίσω στην τοπική κοινωνία. Έχει συστήσει και ίδρυμα το οποίο διοικεί η σύζυγός του – κορίτσι της ίδιας γειτονιάς. Έβλεπε ανθρώπους να δουλεύουν νυχθημερόν τις καθημερινές και την Παρασκευή ή το Σάββατο να παλεύουν. Αυτό ήθελε να κάνει και ο ίδιος.
Ήταν σχετικά μικρόσωμος και του έλεγαν ότι “είναι ένα τρελό όνειρο που δεν θα υλοποιήσω“. Αυτός απαντούσε αποστομωτικά “εσείς τι θα κάνετε στη ζωή μας;” και συνέχιζε να κυνηγάει τα όνειρά του. Ατίθασος ως παιδί, δεν έλειπαν οι καβγάδες. “Δεν θα έλεγα πως ήταν κακό παιδί, αλλά ήταν διάολος. Κάθε φορά που έκανε κάτι μετά ερχόταν και ζητούσε συγγνώμη“, έχει πει η αγαπημένη και πολυταλαιπωρημένη δασκάλα του. Που, όπως έχει παραδεχθεί ο Πουαριέ, τον βοήθησε πολύ “να γλιτώνω από μπελάδες“.
To ‘Fightville’ τού έδωσε υπόσταση ως μαχητή. “Αν μού φέρεις κόσμο, θα σε προωθήσω“, τον προέτρεπαν από το show και αυτός δούλευε εξτρά για να βελτιωθεί. Η φήμη του διαδόθηκε στους απαραίτητους κύκλους. Από το 2009, στα 20 του πλέον, μπήκε γερά στο επάγγελμα. Ήταν το άγνωστο αουτσάιντερ. Πάντα του άρεσε να τον υποτιμούν. Άρχισε με 7 νίκες σε ισάριθμους αγώνες. Το 2010 έκανε νικηφόρο ντεμπούτο στο ‘World Extreme Cagefighting’ που στην πορεία συγχωνεύτηκε με το UFC. Το δελτίο του πέρασε αυτομάτως υπό νέα διεύθυνση.
Μέχρι το Σάββατο είχε δώσει 31 αγώνες. Είχε νικήσει στους 25, τους 12 με knockout. Τα έβαλε με τον Τζάστιν Γκέτζι, τον Άντονι Πέτις, τον ΜακΓκρέγκορ, τον Άλβαρεζ. “Για να είσαι ο καλύτερος πρέπει να νικήσεις τους καλύτερους“, υπογράμμιζε μετά την κατάκτηση της ζώνης τον περασμένο Απρίλιο. Πριν μπει στο οκτάγωνο για να παλέψει με τον Νουρμαγκομέντοφ θεωρείτο η Νο1 απειλή. Γιατί η νοοτροπία και ο χαρακτήρας του είχαν σφυρηλατηθεί. “Έχω πληρώσει με αίμα όσα κέρδισα“. Ούτως ή άλλως πάλευε πάντα ως ο αδύναμος. “Διέσχισα την έρημο γι’ αυτό, σ’ ένα εχθρικό έδαφος, αλλά αυτή είναι η ζωή μου. Να είμαι το αουτσάιντερ. Καθένας μας έχει την ημέρα του. Είναι σαν την ταινία του Ρόκι“.
Πνίγηκε, ηττήθηκε, υποτάχθηκε, αλλά δεν έκλαψε γι’ αυτό. Ήταν εκεί, υπερασπιστής της ζώνης που φορούσε από τον Απρίλη. Τον πείραξε περισσότερο ότι “θα μπορούσα να κάνω περισσότερα“. Διότι “αν μπορώ εγώ να πετύχω, μπορούν όλοι“. Θέλει να είναι το απόλυτο παράδειγμα. Για τη γυναίκα του, την κόρη του, τον καθένα.