Τι σημαίνει τελικά ‘βοηθός προπονητή’;
Ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός που έχει μείνει από την παλαιολιθική αθλητική εποχή στην Ελλάδα και δεν λέει να αφανιστεί.
Ως αναπόφευκτη διαδικασία, η αναπαραγωγή μπορεί να προκύπτει, όχι από κάποιο σχέδιο, βαθύπνοο τε και μακρόπνοο, αλλά, από τη συνήθεια. Υπάρχουν ασφαλώς οι περιπτώσεις του δόλου, αλλά ο κανόνας περισσότερο ρέπει στο να ενεργεί κάποιος όπως έχει μάθει, παρά να εκμαιεύει για λογαριασμό του είτε τη συντήρηση είτε τη μετάλλαξη του τρόπου σκέψης.
Έτσι, όταν κάποιος αναφέρει ότι ο προπονητής έχει βοηθό, συνήθως εννοεί το συνεργάτη του. Ο βοηθός προπονητής δεν μπορεί, λοιπόν, να είναι όντως βοηθός, αν είναι συνεργάτης. Διότι αυτό θα τον καθιστούσε κάτι σαν γραμματέα. Ο Δημήτρης Ιτούδης, επί παραδείγματι, δεν ήταν βοηθός του Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό.
Αν ίσχυε αυτό, όταν ο Ομπράντοβιτς ήθελε έναν καφέ από το κυλικείο του ΟΑΚΑ, ο Ιτούδης θα πήγαινε να τον φέρει. Θα κρατούσε το κινητό του, θα προγραμμάτιζε τα ραντεβού του, ίσως κιόλας να ήταν εκείνος που σε περίπτωση που και οι παίκτες ήθελαν καφέ, θα πήγαινε να τους φέρει.
Όπως ανέφερε ένας προπονητής προς χάρη αυτού του κειμένου, “κανένας κανονικός προπονητής δεν χρειάζεται βοηθό. Χρειάζεται συνεργάτη”.
Η ονομαστική
Πρόκειται για μία κατάσταση που έχει λυθεί εδώ και χρόνια στα επαγγελματικά σπορ και στα ημέτερα αναμοχλεύεται τακτικά. Στα φύλλα αγώνος αναφέρονται ο πρώτος και ο δεύτερος προπονητής. Στην αγγλική γλώσσα, 1st και 2nd trainer. Στην Ελλάδα αναφερόμαστε στο βοηθό προπονητή και, μάλιστα, χρησιμοποιώντας τη σωστή γραμματική αλληλουχία. Ο βοηθός ακολουθείται από γενική, διότι είναι χρήσιμος σε κάποιον. Οπότε στην ονομαστική ο λόγος γίνεται για ‘βοηθός προπονητή’. Αυτό, κατευθείαν, φέρνει το κρίσιμο ερώτημα: Ο βοηθός δεν είναι προπονητής;
Κατά τα ειωθότα, μία τέτοια κατάσταση γίνεται πολύ ενοχλητική για κάποιον που όχι απλώς είναι προπονητής, αλλά έχει πάρει και μισή ντουζίνα διπλώματα για να επιβεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Ο βοηθός προπονητής, από την άλλη, αποτελεί μία λιγότερο υποτιμητική λύση. Η ονομαστική αναδεικνύει τουλάχιστον ότι ο άνθρωπος που έχει αναλάβει το πόστο είναι προπονητής. Ωστόσο, ο πρώτος προπονητής δεν θα μιλήσει ποτέ για το βοηθό του, αλλά για το συνεργάτη του.
Θα προκαλούσε τουλάχιστον θυμηδία να βλέπεις δύο ανθρώπους να συζητάνε σε έναν πάγκο για την ομάδα τους και να αποκαλούσες τον ένα βοηθό του άλλου. Ναι μεν ο πρώτος προπονητής είναι ένας, ωστόσο ο δεύτερος δεν μπορεί παρά να είναι επίσης το νούμερο δύο στη συνομοταξία. Αριθμητικά το ζήτημα απλοποιείται και ένα πολύ μικρό παράδειγμα είναι η συνέντευξη της Αλεξίας Καμμένου πριν το Final 4 της Ευρωλίγκας στο Σαμπαντέλ, που αποκάλεσε την Κική Λιόση συνεργάτιδά της και μάλιστα δήλωσε ευθέως ότι στην περίπτωση που η ίδια φύγει, η φυσική συνέχεια της κατάστασης θα ήταν να αναλάβει η Λιόση τον πάγκο της.
Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως του Ιτούδη με τον Ομπράντοβιτς, που η γραμμή τους είναι κοινή, σε σημείο που όταν ο δεύτερος έφυγε από τον Παναθηναϊκό ο πρώτος δεν πήρε το χρίσμα, όχι επειδή δεν το ήθελαν στο σύλλογο αλλά διότι δεν το επιθυμούσε ο ίδιος και πολύ καλά έκανε, μια και πλέον είναι ο μόνος Έλληνας προπονητής με δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών στην κατοχή του και με πέντε χρόνια διαδοχικής θητείας στον πάγκο της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, κάτι που δεν έχουν καταφέρει σε σερί άνθρωποι που έχουν συνδεθεί βαθιά συναισθηματικά με την ‘ομάδα του Κόκκινου Στρατού’, όπως ο Σεργκέι Μπέλοφ, αλλά και προπονητές παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ο Ντούσαν Ίβκοβιτς και ο Έτορε Μεσίνα.
Και, εν πάση περιπτώσει, αν ήταν να μιλήσουμε για κάποιον που είναι όντως βοηθός, είναι ο πρωτάρης που καλείται σε μία ομάδα για να κάνει δουλειές όπως την πληρωμή λογαριασμών, μία μαζική παραγγελία, το κλείσιμο αεροπορικών εισιτηρίων. Διότι όταν βοηθάς κάποιον αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις τη δική σου δουλειά, ενίοτε ότι εργάζεσαι αμισθί.
Ο επόπτης, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να είναι βοηθός του διαιτητή, υπό την έννοια ότι παίρνει τις δικές του αποφάσεις και ο διαιτητής ως πρώτος τη τάξει στο εκάστοτε παιχνίδι αποφασίζει αν αυτές είναι σωστές. Το μόνο επιπλέον που έχει διαιτητής από το δεύτερο είναι ότι του ανήκει η τελική απόφαση και το αυτό ισχύει και για τον προπονητή. Είναι απλώς ο τρόπος που δουλεύουν οι ομάδες.
Το ίδιο συμβαίνει με τους κόουτς. Αν κάποιος έλεγε ότι ο Αΐτο Γκαρθία Ρενέσες ήταν βοηθός του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς στην Μπαρτσελόνα, τη χρονιά 1990-91, θα γελούσαν και τα πλακάκια από τις ράμπλες.
Ο Λουίς φαν Χάαλ στον Άγιαξ ήταν από εκείνους τους προπονητές που άφηνε ακόμα και τους παίκτες να εξωτερικεύουν τη γνώμη τους. Αυτό δεν σήμαινε, στο τέλος της μέρας, κάτι περισσότερο από το ότι τις λαμβάνει σοβαρά υπόψη του. Ούτε ότι, αν συμφωνούσε με τη γνώμη ενός ποδοσφαιριστή, δεν θα ήταν η δική του. Αυτό είναι, άλλωστε, το προνόμιο του πρώτου προπονητή σε μία ομάδα και, βέβαια, αυτή είναι η ευθύνη.
Όταν ο Γιόζεπ Γκουαρντιόλα αγκαλιάζει τους συνεργάτες του μετά από ένα γκολ, δηλαδή το τεχνικό τιμ, προβαίνει σε μία συναισθηματική κίνηση που η δουλειά τους είναι η προπονητική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βοηθάνε τον Γκουαρντιόλα ή ότι δεν καταλήγουν μαζί σε συμπεράσματα, όμως θα μπορούσαν να είναι προπονητές σε μία άλλη ομάδα, τουλάχιστον αν έκριναν ότι η δουλειά θα ήταν καλύτερη από εκείνη στον πάγκο της Μάντσεστερ Σίτι -λίγες είναι. Η σύνδεσή τους με τον Γκουαρντιόλα αφορά αποκλειστικά στη συνεργασία τους και όχι στο να είναι οι αυλικοί του.
Αυτό, με τα χρόνια να έχουν περάσει και τα παραδείγματα σωρό, από τις θητείες των Γιώργου Μπαρτζώκα και Γιάννη Σφαιρόπουλου στον μπασκετικό Ολυμπιακό και σε σημαντικές ομάδες στο εξωτερικό έως τη διερμηνεία του Ζοσέ Μουρίνιο στην Μπαρτσελόνα, καθίσταται πια σαφές.
Και ακόμα κι αν κάποιος πηγαίνει ως ανειδίκευτος σε έναν οργανισμό, άρα είναι βοηθός, παραμένει τέτοιος έως ότου αποκτήσει την ειδικότητα. Αυτό τον καθιστά επαγγελματία, κάτι που ο βοηθός δεν ήταν, είναι, ούτε πρόκειται να γίνει.
Ως εκ τούτου, υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού να αποκαλείς έναν προπονητή βοηθό. Του δείχνεις ότι δεν τον υπολογίζεις, ότι δεν έχει γνώμη ο ίδιος για το παιχνίδι με το οποίο ασχολείται και για τα δρώμενα συνολικά, ότι δεν έχει το δικαίωμα να πάρει τις δικές του αποφάσεις, ακόμα κι αν αυτές είναι διαφορετικές από εκείνες του προπονητή, ή, ακόμα χειρότερα, ότι δεν μπορεί να τις λάβει.
Γι’ αυτό, είναι πιο σημαντικό απ’ ό,τι φαίνεται να κλείσει ο κύκλος αυτής της παρωδίας. Στον άνθρωπο, ακόμα και το γνώστη, μπορεί να εντυπωθεί η ιδέα της ανικανότητας, όταν κατά κανέναν τρόπο δεν ισχύει. Ο κίνδυνος να χαθούν άνθρωποι που ασχολούνται με πάθος και γνώση με το αντικείμενό τους επειδή απλώς δεν θεωρούνται ικανοί είναι πραγματικότητα. Κι αν λεκτικά δεν αποτελεί ολίσθημα, οποιοσδήποτε εξ ημών μπορεί να κατανοήσει τι συμβαίνει αρκεί να ρωτήσει τον εαυτό του.
Photo credits: Martin Rickett/PA via AP