Ο Ρόκι Μαρτσιάνο ηττήθηκε μόνο από το δέντρο
Δεν έχασε από κανέναν ως επαγγελματίας ο ‘βράχος του Μπρόκτον’. Παρά μόνο από μία κακή προσγείωση, ακριβώς 50 χρόνια πριν.
Σε λίγες ώρες θα έμπαινε η ημερομηνία που θα έκλεινε τα 46 χρόνια του. Προς το παρόν, το ημερολόγιο έγραφε 31 Αυγούστου 1969. ο ‘Τσέσνα 172’ κατευθυνόταν νυχτερινή ώρα προς το Ντε Μόιν της Αϊόβα. Ο καιρός ήταν κακός και η πτήση νυχτερινή. Ο πιλότος, Γκλεν Μπελζ, είχε 231 ώρες συνολικών πτήσεων και μόλις 35 νυχτερινών. Μέσα στο αεροπλάνο επιβάτης ήταν ο Φράνκι Φάρελ, 28 ετών, γιος του Λιου Φάρελ, πρώην πυγμάχου. Ο Φράνκι συνταξίδευε με ένα μύθο της πυγμαχίας, τον οποίο γνώριζε από τα παιδικά χρόνια του. Το όνομά του ήταν Ρόκι Μαρτσιάνο. Και ο Φάρελ ήταν χαρούμενος που ο Ρόκι θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που θα έβλεπε την ημέρα των γενεθλίων του. Το αεροπλάνο δεν είχε μετρητή οργάνων. Ο Μπελζ πήγαινε στα τυφλά. Αποφάσισε να το προσγειώσει σε ένα μικρό αεροδιάδρομο στο Νιούτον της Αϊόβα. Ό,τι δεν είδε, σχεδόν τρία χιλιόμετρα από τον αεροδιάδρομο, ήταν ένα δέντρο. Αυτό με το οποίο συγκρούστηκε το αεροπλάνο. Εκείνο από το οποίο ο Ρόκι Μαρτσιάνο έχασε τη ζωή του. Για πρώτη φορά, που λέει ο μακάβριος λόγος, έχασε από κάποιον.
Οκτώ χρόνια επαγγελματίας πυγμάχος βαρέων βαρών, ο Ρόκι μπήκε στο ρινγκ 49 φορές. Δεν έχασε καμία. Σιχαινόταν τα βάρη, δεν του άρεσαν. Αντιθέτως, κάθε πρωί, στην ερημιά, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, έκανε δουλειά ξυλοκόπου. Μετά έπιανε το τρέξιμο. Στο τέλος, έμπαινε στο ρινγκ. Κάθε μέρα, από δύο φορές. Κι αυτό τον έκανε ανίκητο. Από τις 17 Μαρτίου 1947 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1955, ο Ιταλοαμερικάνος Ρόκο Φράνσις Μαρκετζάνο ήταν ο άνθρωπος για να νικήσεις. Και γινόταν career stopper. Εκείνος που ανάγκαζε τον αντίπαλο πυγμάχο να κρεμάσει τα γάντια του.
Ο Ρόκι ήταν εκείνος που έστειλε στο καναβάτσο τον Τζο Λούις, πριν ακόμη γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών. Εκείνος που έστειλε τον Τζέρσεϊ Τζο Γουόλκοτ στο σπίτι του το 1953, με μία επιταγή 225.000 δολαρίων. Το έκανε με μηδέν χάρισμα. Ξεχάστε τις στροφές του Μοχάμεντ Αλί, το αλησμόνητο χορογραφικό προωθητικό αριστερό χουκ του Τζο Φρέιζερ, το σταριλίκι του Τζακ Τζόνσον, το στυλ του υπερδύναμου Τζακ Ντέμπσι, τη συγκινητική αντοχή του Εβάντερ Χόλιφιλντ, την ακρίβεια του Λένοξ Λιούις, την ισχύ συνδυσμένη με την ταχύτητα του Τζο Λούις, την ανάλαφρη κίνηση του Έζαρντ Τσαρλς.
Δεν ήταν κάτι από αυτά. Είχε μικρό άνοιγμα χεριών, ήταν κοντός για πυγμάχος βαρέων βαρών και, βέβαια, δεν είχε τη δύναμη και την κίνηση του Μάικ Τάισον. Η δουλειά που έκανε με τα πόδια του ήταν ατσούμπαλη, οι αντιδράσεις του ήταν αργές. Και ήταν αδύνατος. Στον τελευταίο αγώνα του, με τον Άρτσι Μουρ, ζυγίστηκε λιγότερο από τον αντίπαλό του, ο οποίος ήταν στην κατηγορία ελαφρών βαρέων βαρών. Ο Μαρτσιάνο ζύγιζε, μπαίνοντας στους αγώνες του, 86 κιλά, ένα νούμερο πολύ μικρό για πυγμάχο βαρέων βαρών. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η αίσθησή του για τον αγώνα. Και, βέβαια, η επιθυμία του για τη νίκη.
Η ‘Suzie Q’
Πολλοί άνθρωποι επιθυμούν, ελάχιστοι, όταν έρχεται η ώρα να πάρουν αυτό που επιθυμούν, το αρπάζουν. Υπάρχουν κάποιοι που εκπονούν ένα σχέδιο για την κατάκτηση. Ό,τι γίνεται φανερό στους αγώνες του Ρόκι Μαρτσιάνο, του ‘βράχου του Μπρόκτον’, είναι πόσο πολύ επιθυμούσε όχι απλώς ή αναγκαστικά τη νίκη, αλλά να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης. Αν ηθικά αναμένεται από έναν πυγμάχο να μην τα παρατά, για τον Μαρτσιάνο μόνο πρόβλημα δεν ήταν. Στην πραγματικότητα, με τις ιαχές από κάτω και τη βοή και το ξύλο, βρισκόταν πάντα σε ευχάριστη θέση. Δεν θα περίμενε κάποιος κάτι τέτοιο από έναν πυγμάχο που ως ερασιτέχνης ήταν μέτριος, με ρεκόρ 8-4. Ο Τσάρλι Γκόλντμαν, ο προπονητής του στο επαγγελματικό μποξ, ήταν εκείνος που άλλαξε τη μοίρα του. Μια μοίρα η οποία, πάντως, καθορίστηκε από το διαγώνιο τζαμπ του, το επονομαζόμενο και ‘Suzie Q’.
Ο Γκόλντμαν έφτιαξε έναν πυγμάχο ο οποίος δεν είχε το στυλ που στον κόσμο άρεσε, ήταν περισσότερο ένας υπερβολικός χρήστης χτυπημάτων που μπορούσε να χτυπάει για ώρα χωρίς φειδώ και λογική, μόνο που η ‘Suzie Q’ ήταν δική του ικανότητα και ο Γκόλντμαν του έλεγε ότι όσα του μάθαινε θα μπορούσε να μην τα χρησιμοποιεί, αν ήταν να τον ενοχλούν στο να πετυχαίνει αυτό το χτύπημα. Για τον προπονητή του ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Ήταν καίριο. Ο Μαρτσιάνο το χρησιμοποιούσε κυνηγώντας τον αντίπαλό του και μπορούσε να τον αποτελειώσει, ειδικά αν τον είχε στα σκοινιά. Πριν, θα αλίευε τις πιθανότητές του με τα γόνατα λυγισμένα, το κεφάλι παράλληλα με το αριστερό γόνατο. Θα κουνούσε τα χέρια του, έστω κι ελάχιστα πειστικά, μόνο που οι νίκες φέρνουν το σεβασμό. Στην περίπτωση του Ρόκι, αυτές θα έρχονταν να τον γιγαντώσουν. Η πρώτη, όμως, θα ήταν και η πιο αμφιλεγόμενη.
Το νοκ ντάουν που μέτρησε, και το κλάμα
Όταν ο αγώνας με τον Ρόλαντ λα Στάρτζα τελείωσε, στις 24 Μαρτίου 1950 στο ‘Madison Square Garden’, οι δύο πυγμάχοι ήταν ισόπαλοι μετά από 10 γύρους ανηλεούς ξύλου. Ο πρώτος κριτής έχρισε νικητή τον Μαρτσιάνο, 5-4, ο δεύτερος έδωσε ισοπαλία, 5-5, ο τρίτος έβγαλε στον αφρό τον Λα Στάρτζα, 5-4. Ο διαιτητής ήταν εκείνος που έκοψε τον Γόρδιο Δεσμό, παίρνοντας μία απόφαση που δεν ταίριαζε με τους κανονισμούς της Νέας Υόρκης και της Μασαχουσέτης εκείνη την εποχή. Επιβράβευσε με δεύτερο πόντο το νοκ ντάουν, που είχε πετύχει ο Ρόκι επί του αντιπάλου του στον μόλις 1ο γύρο.
Ο Μαρτσιάνο έκανε το ρεκόρ του 26-0 και πήγε για άλλα. Στο ίδιο ρινγκ, στις 26 Οκτωβρίου 1951, αντιμετώπισε τον Τζο Λούις. Ο Αμερικανός, θρύλος του αθλητισμού μετά τη νίκη του επί του Γερμανού Μαξ Σμέλινγκ στη Νέα Υόρκη το 1938, ενώ ο ναζισμός και οι πεποιθήσεις περί μιας απρόσμικτης φυλής είχαν αρχίσει να τρομάζουν την Ευρώπη, είχε πολλά προβλήματα με την εφορία. Χρωστούσε χρήματα και, έτσι, αντί να ζει μια πλουσιοπάροχη ζωή μετά την πυγμαχία, ήταν αναγκασμένος να επιστρέφει στο ρινγκ.
Ως ερασιτεχνης, ο Μαρτσιανο ηταν μετριος, με ρεκορ 8-4
Όχι πως δεν μεγαλουργούσε: το 1948, όταν κράτησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή σε δύο αναμετρήσεις με τον Τζέρσεϊ ‘Τζο’ Γουόλκοτ, η δεύτερη επτά μήνες μετά την πρώτη, το αποτέλεσμα της οποίας, νίκη του Λούις, θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο, αποφάσισε να αποχωρήσει. Όμως το 1950 επέστρεψε στη δράση και πέτυχε τη νίκη επί του Έζαρντ Τσαρλς, σε έναν αγώνα που τελείωσε κανονικά, στους 15 γύρους. Σειρά είχε ο Μαρτσιάνο, που έψαχνε τη δική του νίκη που θα τον έκανε ό,τι λέγεται title contender, δηλαδή διεκδικητή του τίτλου για τη ζώνη στα βαρέα βάρη.
Σε 8 γύρους, ο Λούις κέρδισε 2: τον 4ο και τον 5ο. Όλοι οι άλλοι, μέχρι τη ‘Suzie Q’ του όγδοου γύρου, που ανάγκασε τον διαιτητή να διακόψει τον αγώνα, ενώ ο ίδιος προσγειώθηκε πίσω από τα σκοινιά του ρινγκ, ήταν αλύπητο ξύλο του Ρόκι εις βάρος του. Ο κόσμος στο ‘Madison’ είχε κλονιστεί. Ουδείς ήθελε να δει έναν γέρο να συντρίβεται από ένα νεότερο αθλητή. Ο Μαρτσιάνο δεν δέχθηκε την απόφαση με χαρά. Όπως δεκάδων άλλων πυγμάχων, ο Λούις ήταν το ίνδαλμά του. Ο θρύλος αφηγείται ότι στα αποδυτήρια σπάραξε στο κλάμα. “Συγγνώμη Τζο”, είπε στον Λούις, που μπήκε ως φαβορί στην αναμέτρηση. “Ποιο είναι το νόημα να κλαις. Ο καλύτερος άντρας νίκησε. Φαντάζομαι, όλα γίνονται για το καλύτερο”, απάντησε, μετά το τελευταίο ματς της καριέρας του. Για την ιστορία, ο Λούις το γύρισε στην επαγγελματική πάλη, έγινε μέχρι και διαιτητής πυγμαχίας, ενώ δούλεψε και στις δημόσιες σχέσεις σε κέντρα του Λας Βέγκας.
Το νοκ άουτ
Μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 1952, που επιτέλους του δόθηκε η ευκαιρία να αντιμετωπίσει τον Γουόλκοτ για τη ζώνη βαρέων βαρών που θα τον έκανε αδιαμφισβήτητο πρωταθλητή, ο Μαρτσιάνο νίκησε σε άλλους τέσσερις αγώνες. Ο Γουόλκοτ ήταν αουτσάιντερ στην αναμέτρηση του ‘Municipal Stadium’ της Φιλαντέλφεια στην Πενσυλβανία, αλλά από την αρχή έδειξε έτοιμος να βάλει τους δημοσιογράφους να φάνε τα γραπτά τους. Νοκ ντάουν στον πρώτο γύρο.
Ο Ρόκι δεν μπόρεσε να ματσάρει τη θαυμάσια τακτική στον Γουόλκοτ. Κατάφερε να του κάνει ένα κόψιμο στο δεξιό μάτι, αλλά και ο ίδιος υφίστατο την τιμωρία, με χουκ και τζαμπ που προσγειώνονταν στα μάτια του και του δημιουργούσαν πρόβλημα. Πρόβλημα όρασης, για την ακρίβεια, καθώς, επιστρέφοντας στο σκαμνί του στο τέλος του 7ου γύρου, ο Μαρτσιάνο φώναξε: “Έχω πρόβλημα με τα μάτια μου. Δεν μπορώ να δω”. Για τρεις γύρους ο Γουόλκοτ τον χτυπούσε με ασφάλεια, ενώ ο Ρόκι, πρωτίστως πληγωμένος ταύρος από τις λόγχες του μαύρου ματαδόρ, προχωρούσε στα τυφλά, βάζοντας ως τελευταίο οχυρό τη διαίσθησή του.
Στο τέλος του 12ου γύρου, ο Γουόλκοτ ήταν πολύ μπροστά στο σκορ. Ο Μαρτσιάνο είχε ανακτήσει την όρασή του, αν και το αριστερό μάτι του ήταν πιο βουλωμένο και από ερωτική επιστολή στη Σορβόννη το 18ο αιώνα. Στη γωνία του, τον παρακάλεσαν να αποχωρήσει. “Δώστε μου ένα γύρο, ακόμα ένα γύρο”, τους παρακάλεσε.
Ίσως λόγω κούρασης, ο Γουόλκοτ στριφογύριζε τον Μαρτσιάνο το πρώτο μισό λεπτό. Τότε, αναίτια, οπισθοχώρησε προς τα σκοινιά. Από εκεί, προσπάθησε να δοκιμάσει το δεξί χουκ του. Ο Ρόκι τέντωσε το αριστερό χέρι του εν είδει προσποίησης, όχι όμως πολύ πειστικής. Ο Τζέρσεϊ ‘Τζο’ την πάτησε. Στρίβοντας το κορμί του προς τα δεξιά του, άφησε το αριστερό χέρι του κάτω. Το δεξί χέρι του Μαρτσιάνο, το καλό, έκοψε τον αέρα. Ο Γουόλκοτ άρχισε να πέφτει. Κρατήθηκε στα σκοινιά με τα γόνατα λυγισμένα, κάτι που σήμαινε ότι ο αγώνας συνεχιζόταν. Ο Ρόκι όρθιος, βλέποντάς τον ακάλυπτο σε νομότυπη θέση, άφησε το αριστερό άπερκατ να φύγει προς το σαγόνι του. Ο Γουόλκοτ έπεσε. Νοκ άουτ.
Οι υπερασπίσεις
Ο Μαρτσιάνο πήρε τη ζώνη, που κράτησε ως το τέλος της καριέρας του. Στη ρεβάνς με τον Γουόλκοτ, στις 15 Μαΐου 1953 στο ‘Chicago Stadium’, τον έριξε νοκ άουτ στον πρώτο γύρο. Ο τελευταίος κρατιόταν από το σκοινί και σηκώθηκε ακριβώς στο 10. Ο διαιτητής ακύρωσε την προσπάθεια. Μέχρι και τώρα λέγεται ότι άφησε τον αγώνα, παρά τη συνολική ακεραιότητα της ηθικής υπόστασής του. Είχε πάρει ήδη μία επιταγή 225.000 δολαρίων και δεν ήταν διαθέσιμος να φάει άλλο ξύλο.
Ο Μαρτσιάνο νίκησε άλλη μία φορά τον Ρόλαντ λα Στάρτζα, με τεχνικό νοκ άουτ στον 11ο από τους 15 γύρους, δύο φορές το μεγάλο Έζαρντ Τσαρλς, μία με ομόφωνη απόφαση και μία με νοκ άουτ στον 8ο γύρο, μία το Βρετανό Ντον Κόκελ, με τεχνικό νοκ άουτ στον 9ο γύρο, και μία, στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του, στις 21 Σεπτεμβρίου 1955, στο ‘Yankees Stadium’ της Νέας Υόρκης, το θεσπέσιο Άρτσι Μουρ, με τεχνικό νοκ ντάουν στον 9ο γύρο. Ο Μαρτσιάνο ήταν τυχερός. Τη δεκαετία του ’50 ήταν ο μόνος νεαρός πυγμάχος που άξιζε τον κόπο. Όταν τον αντιμετώπισαν, ο Λούις ήταν 37, ο Γουόλκοτ 38 και 39, ο Τσαρλς 33 και 34, ο Μουρ 38. Σταμάτησε το μποξ και μόλις μία φορά σκέφτηκε να συνεχίσει, όταν ο Ίνγκεμαρ Γιόχανσον νίκησε τον Φλόιντ Πάτερσον το 1959. Ύστερα από ένα μήνα προπονήσεων, σταμάτησε και το έβγαλε από τη ζωή του.
Ο πιο διάσημος κάτοικος του Μπρόκτον έγινε τηλεοπτικός σταρ. Το 1969 πρωταγωνίστηκε σε έναν αγώνα fantasy, απέναντι στον Μοχάμεντ Αλί, με το όνομα ‘The Super Fight’. Στη μία εκδοχή της προσομοίωσης νικά ο ίδιος, στην άλλη, ο Αλί. Γυρίστηκε στα τέλη Ιούλη εκείνου του έτους και βγήκε τον Ιανουάριο του 1970. Μόνο που τότε, ο Ρόκο Φράνσις Μαρκετζάνο είχε ηττηθεί από το δέντρο, στο Νιούτον της Αϊόβα. Σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Πυγμαχίας διέταξε τη δημιουργία ενός χάλκινου αγάλματός του, που εδώ και δέκα χρόνια κοσμεί το Μπρόκτον της Μασαχουσέτης.