Ο ημιτελής δρόμος του Σαλβαδόρ Σάντσες
Είχε όλα τα στοιχεία να είναι στη δεκάδα των κορυφαίων της πυγμαχίας. Αλλά η κόκκινη Porsche 928, που ο Σαλβαδόρ Σάντσες οδήγησε το πρωί της 12ης Αυγούστου 1982, είχε εντελώς διαφορετική άποψη.
Ό,τι χρειάζεται, είναι να κάνεις αυτό που ξέρεις. Ειδικά όταν στο βάθος δεν φαίνεται ορίζοντας, παρά μόνο ένας τεράστιος τοίχος, που καλύπτει όλες τις οπτικές γωνίες. Σηκώνεις το κεφάλι σου να κοιτάξεις τον ουρανό και καταλήγεις να κοιτάς το ταβάνι. Στρίβεις, για να δεις τι υπάρχει πίσω κι ο τοίχος έχει χτιστεί ξαφνικά κι εκεί. Παραμένει ερώτημα πώς, μετά από τις 21 Αυγούστου 1981, ο Βιλφρέντο Γκόμες συνέχισε την καριέρα του στην πυγμαχία. Ήταν ο 8ος γύρος στην αναμέτρηση του 'Ceasars Palace' στο Λας Βέγκας με τον Σαλβαδόρ Σάντσες, σε ό,τι αποκλήθηκε 'η μάχη των Μικρών Γιγάντων'. Συνέβη για τον παγκόσμιο τίτλο της κατηγορίας Φτερού στην WBC. Και ο Σάντσες καρατόμησε τον Γκόμες.
Μπορεί ο Πορτορικανός να προέβαλε μια κάποια αντίσταση, αλλά στη σούμα ο αγώνας ήταν τόσο μονόμπαντος, που δεν επιτρέπονταν οι σκέψεις για ρεβάνς σύντομα. Το αριστερό άπερκατ που τον έστειλε στο έδαφος ήταν κεραυνοβόλο. Αλλά ακόμα κι αν, από κάποιο σημείο και έπειτα, ο Γκόμες ήθελε να προκαλέσει τον νέο Μεξικανό αστέρα, δεν θα μπορούσε. Έναν χρόνο μετά, μόνο ένας από τους δύο παρέμενε ζωντανός.
Το νήμα της ζωής του Σάντσες κόπηκε αδόκητα στις 12 Αυγούστου 1982. Οδηγούσε ένα σχετικά νέο απόκτημά του, μία Porsche 928, ενώ προετοιμαζόταν για τη ρεβάνς με τον επίσης Πορτορικανό Χουάν Λαπόρτε. Και τράκαρε θανάσιμα σε λεωφόρο του Σαντιάγκο ντε Κερέταρο, στην περιοχή του Σαν Λουίς Ποτοσί. Σκοτώθηκε ακαριαία.
Η αφάνα και η ασυμμετρία σε ένα σώμα 168 εκατοστών, μαζί με ένα πρόσωπο που θα μπορούσες να το αποκαλέσεις παιδικό, αν το βλέμμα του δεν έβγαζε κάτι τόσο αρρενωπό, ήταν στοιχεία που με βεβαιότητα τον έκαναν να ξεχωρίζει. Η δύναμη στα χέρια έκανε το περιοδικό 'Ring', το 2003, 31 χρόνια από τον θάνατό του, να τον εντάξει στην 88η θέση της λίστας με τις 100 πιο δυνατές γροθιές στην ιστορία. Για έναν πυγμάχο που αγωνιζόταν στην κατηγορία Φτερού, ανεβαίνοντας σε εκείνη από την Bantamweight, είναι μεγάλη υπόθεση.
Το ίδιο και για τους Μεξικανούς, που αγαπούν τους πυγμάχους τους και γι' αυτό, περισσότερο από όλα τα σπορ, φροντίζουν να τροφοδοτούν με αυτούς το παγκόσμιο μποξ. Υπάρχει η αξίωση από τον Μεξικανό, το είδος του πυγμάχου δηλαδή που συμβαίνει να είναι και εθνικότητα, να δείχνει αν μη τι άλλο δύναμη χαρακτήρα. Όταν ο Χουάν Μανουέλ Μάρκες έβγαλε νοκ άουτ τον Μάνι Πακιάο, όταν ο γίγας Χοσέ Αντόνιο Μπαρέρα καρατόμησε τον Ναζίμ Χαμέτ, όταν ο Χούλιο Σέσαρ Τσάβες έβγαλε νοκ άουτ έναν τύπο που δεν είχε υποστεί στην καριέρα του τέτοιου είδους ήττα, τον προκλητικό Γκρεγκ Χάουγκεν, στο στάδιο 'Αζτέκα', ή απέδρασε κυριολεκτικά σε μία μονομαχία που προοριζόταν να χάσει από τον Μέλντρικ Τέιλορ, για τον κόσμο στη χώρα της κεντρικής Αμερικής ήταν μία μέρα εθνικής περηφάνιας.
Το ίδιο και η επικράτηση του Σάντσες επί του Γκόμες. Είχαν περάσει, άλλωστε, λιγότερα από 3 χρόνια από τότε που ο Πορτορικανός (που θεωρείται ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών για τη χώρα, μαζί με τους Εστεμπάν ντε Χεσούς, Φέλιξ Τρινιντάντ, Κάρλος Ορτίς, Βίλφρεντ Μπενίτες, Έντουιν Ροζάριο και Μιγκέλ Κότο) είχε αναγκάσει σε διακοπή και δικό του θρίαμβο με τεχνικό νοκ άουτ, στον 5ο γύρο ενός αγώνα που έγινε στο 'Roberto Clemente Coliseum' του Σαν Χουάν, τον εθνικό ήρωα Κάρλος Σάρατε, διατηρώντας τους τίτλους της WBC και Lineal στην Bantamweight.
Οι Μεξικανοί διψούσαν για πορτορικανό αίμα. Και ο Σάντσες ήταν εκείνος που θα τους το έφερνε. Άλλωστε, εκτός της δύναμής του, ήταν και πολύ, μα πάρα πολύ, ταλαντούχος. Λένε ότι πριν γίνει επαγγελματίας, είχε δώσει μόλις 4 αναμετρήσεις, κάτι τρομερό. Το ύψος του για πυγμάχος αυτής της κατηγορίας θεωρείτο μεγάλο και μπορούσε να αγωνίζεται τόσο σε απόσταση όσο και κοντά στον αντίπαλο πυγμάχο. Οι ικανότητές του δεν αρκούνταν στον πρωτογονισμό του ταλέντου: συνδυάζονταν με τακτική υψηλής νοημοσύνης.
Από τη στιγμή που έχασε στον αγώνα του από τον Αντόνιο Μπεσέρα, στο Μαζατλάν της Σιναλόα, για τον τίτλο της Bantamweight στο Μεξικό, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1977, με τον ίδιο στα 18 του, ο Σάντσες έγινε σχεδόν άτρωτος. Όλο το κορμί του και κυρίως το πρόσωπό του είχαν τεθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες του. Από πριν φαινόταν, μια και μόλις σε έναν από τους 18 πρώτους αγώνες του, δηλαδή εκείνους πριν από την αναμέτρηση με τον Μπεσέρα, άντεξε αντίπαλός του να βγάλει την απόσταση.
Ο Σάντσες βρισκόταν συνεχώς σε υπερβολική κίνηση, με μικρά πηδήματα μπρος πίσω, ψάχνοντας να βρει το κενό. Είχε τη δύναμη που χρειαζόταν ώστε να ζαλίσει τον αντίπαλό του και να εξαπολύσει ένα μπαράζ διόλου τυχαίων συνδυασμών, οι οποίοι θα τον έφερναν στην επιθυμητή κατάσταση, για τον ίδιο τον Μεξικανό, να μην ξέρει τι μέρα είναι και πού βρίσκεται. Κι αν προσπαθούσε να επιτεθεί, θα βρισκόταν εκτεθειμένος.
Διότι ήξερε πώς να διαφοροποιεί την κίνηση του προσώπου του από το χέρι του. Ο Σάντσες μπορούσε να κοιτάζει κάτω, πριν στείλει ένα χουκ συστημένο στο σαγόνι. Μπορούσε να συγχρονίζει τις αποφυγές γροθιών με τη δική του επίθεση. Στον πρώτο τελικό για τη Featherweight, με τον πρωταθλητή Ντάνι Λόπες, ο τελευταίος έφαγε τόσο ξύλο που δεν το είχε δει πουθενά. Ο Σάντσες ενορχήστρωνε τις επιθέσεις του ονειρικά. Όταν ο Λόπες τολμούσε να απλώσει το αριστερό χέρι του για ένα τζαμπ που θα έδινε το έναυσμα για μία επίθεση, έτρωγε μια... τηλεγραφική γροθιά και έβλεπε τον ουρανό σφοντύλι. Κι όσο επέμενε σε αυτήν τη λοξή τακτική, τόσο περισσότερο ο Σάντσες έστελνε δυνατά χτυπήματα στο πρόσωπό του.
Εκείνος ο αγώνας της 2ης Φεβρουαρίου 1980, μόλις μία εβδομάδα αφού ο 'Τσάβα' είχε κλείσει τα 21 χρόνια του, ήταν ένα εγχειρίδιο για τον καλό πυγμάχο. Στην πραγματικότητα, το όνειρό του. Τζαμπ-σκύψιμο-γροθιά, τζαμπ-σκύψιμο-γροθιά. Σχεδόν όλα τα weaves και τα ducks απέναντι σε έναν εννοείται πεισματάρη πυγμάχο (όπως οι περισσότεροι της Featherweight εκείνης της εποχής) έφερναν τέρψη στους θεατές του 'Veteran's Memorial Coliseum' στο Φίνιξ, αφού συνοδεύονται από γροθιές. Η εμφάνιση του αίματος γινόταν σε απευθείας σύνδεση με το αριστερό μάτι του Λόπες, που δεν ήξερε πώς να αποφύγει αυτήν την τιμωρία.
Σε μία συγκεκριμένη στιγμή, ο Αμερικανός προσπάθησε να στείλει 3 μακρινά τζαμπ στο μέτωπο του Σάντσες, ίσα ίσα για να δεχθεί ισάριθμες γροθιές, που απλώς τον έφθειραν ακόμα περισσότερο. Και στο τελευταίο λεπτό του 13ου γύρου, ο Σάντσες τού έριξε 12 διαδοχικές μπουνιές, πριν ο διαιτητής διακόψει το ματς με τεχνικό νοκ άουτ και ο Μεξικανός πανηγυρίσει με τη ζώνη ανά χείρας τον παγκόσμιο τίτλο.
Τον οποίο ουδέποτε έχασε, αντιμετωπίζοντας πυγμάχους που μπροστά στο χούι είχαν την ψυχή για πέταμα. Ο Σάντσες υπερασπίστηκε το συγκεκριμένο τίτλο 9 φορές σε 2,5 χρόνια, αγωνιζόμενος ξανά με τον Λόπες, τον Γκόμες, τον Χουάν Λαπόρτε, με τον οποίο ήταν εξαιρετικοί φίλοι. Μετά από την πρώτη αναμέτρησή τους -όταν ο Σάντσες τον αποκάλεσε "μελλοντικό πρωταθλητή", βρίσκονταν σε συνεννόηση για ρεβάνς πριν από το δυστύχημα, νικώντας τον Πάτρικ Φορντ, τον Πατ Κάουντελ και τον Ρούμπεν Καστίγιο και, τέλος, αγωνιζόμενος με όποιον θεωρείται κορυφαίος Αφρικανός πυγμάχος όλων των εποχών.
Ο Αζούμαχ Νέλσον από την Γκάνα δεν αστειευόταν, αλλά ο Σάντσες, σε έναν καταπληκτικό αγώνα, απέδειξε την αντοχή του όχι μόνο στις δυσμενείς συνθήκες, αλλά και στην κατανόηση του αντιπάλου του. Ο Νέλσον κέρδισε 3 ζώνες στην καριέρα του, αλλά ο Σάντσες εκείνο το βράδυ στο 'Madison Square Garden' -τόσο ενδιαφέρον είχε, που τον έβαζαν να χτυπάει τους αντιπάλους του σε prime time στη 'Μέκκα'- δεν τον άφησε να τον νικήσει. Αντιθέτως, έπειτα από ένα νοκ ντάουν στον 7ο γύρο και παρά το γεγονός ότι ο Αφρικανός επανήλθε, χτυπώντας ακόμα και εξαντλημένος από την κούραση, ο Μεξικανός επικράτησε με τεχνικό νοκ άουτ στο 15ο γύρο, 1'49'' πριν από τη λήξη του.
Και ήταν εκείνος που κυνηγούσαν όλοι. Αλλά δεν πρόλαβε να τους ξεφύγει, με ακόμα ένα χαρακτηριστικό σκύψιμο.
Ο Σάντσες είχε κανονίσει το μέλλον του. Η αναμέτρηση με τον Λαπόρτε, στις 15 Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους, θα ήταν η τελευταία στη Featherweight. Είχε κανονίσει να ανέβει 2 κατηγορίες και να βρεθεί στη Super Lightweight, για το ραντεβού με το λυσσασμένο σκύλο που άκουγε στο όνομα Αλέξις Αργκουέλο. Και είχε, επίσης, αποφασίσει να αποσυρθεί με τη λήξη του επόμενου έτους. Αυτό απέρρεε από το όνειρό του να γίνει γιατρός, κάτι που αναδείκνυε τις ακαδημαϊκές δυνατότητές του. Χωρίς να προέρχεται από πλούσια οικογένεια, παρά από ένα περιβάλλον που αστικά θα ήταν ακριβές να αποκληθεί μικρομεσαίο, ο Σάντσες είχε ανέβει ψηλά.
Εκείνο το πρωινό, σηκώθηκε στις 5:30 για το καθιερωμένο τρέξιμο. Όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν εξαιρετικά πειθαρχημένος. Όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, το ραδιόφωνο στο Κερέταρο έβγαλε έκτακτο ανακοινωθέν, 4 φορές ανακοινώθηκε στα ισπανικά. "Ο Σαλβαδόρ Σάντσες είναι νεκρός, επαναλαμβάνω, ο Σαλβαδόρ Σάντσες είναι νεκρός".
Στο καμπ του έλεγαν ότι δεν ήταν απείθαρχος. Ότι δεν έφευγε προτού πληροφορήσει κάποιον από το τεχνικό επιτελείο. Στο μυστήριο που καλύπτει το θάνατό του, όλοι συμφωνούν ότι δέχθηκε ένα τηλεφώνημα και, αγχωμένος, πήρε το αυτοκίνητο με προορισμό το Κερέταρο. Ενώ προετοιμαζόταν, ο Λαπόρτε βρέθηκε να θρηνεί για τον θάνατο του φίλου του. Όταν συνήλθε, ξεκίνησε να προπονείται για την αναμέτρηση, την προκαθορισμένη ημερομηνία, με τον Κολομβιανό Μάριο Μιράντα. Το έκανε με τα γάντια που ο Σάντσες τού είχε χαρίσει.
Και στις 15 Σεπτεμβρίου, σταματώντας τον φιλόδοξο αντίπαλό του, ο Πορτορικανός έγινε ο αμέσως επόμενος του Σάντσες παγκόσμιος πρωταθλητής της WBC στην κατηγορία φτερού.