Ο αγώνας που έκανε Αλί τον Κλέι και κατέστρεψε τον Σόνι Λίστον
Ενώ περίμεναν όλοι τον πρωταθλητή να σηκωθεί από το σκαμνί του για τον έβδομο γύρο του τελικού για τα βαρέα βάρη, η καθυστέρηση δημιουργούσε περιέργεια. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964, στο 'Convention Hall' του Μαϊάμι, πριν από 55 χρόνια, ο Σόνι Λίστον παρέδωσε τη ζώνη του παγκόσμιου πρωταθλητή στον Κάσιους Κλέι.
Στην περίπτωση του Μοχάμεντ Αλί, η λάμψη που η ίδια η παρουσία του και ο ίδιος ο θρύλος του εξήγαν δεν επέτρεπε στους αντιπάλους του παρά να είναι οι φτωχοί συγγενείς. Όλοι καλοί και άγιοι, μπροστά στον Αλί, όμως, δεν μπορούσαν να θεωρούνται καν σταρ της πυγμαχίας. Ήταν, όπως είχε πει η Έιμι Πόουλερ στον Ματ Ντέιμον, σε μία από τις τρεις παρουσιάσεις της με την Τίνα Φέι για τις Χρυσές Σφαίρες, σκουπιδιάρηδες.
Όμως ο Μοχάμεντ Αλί, κάποτε Κάσιους Κλέι, είχε μπει στον πρώτο τελικό για τη ζώνη του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών ως αουτσάιντερ. Ουδείς έδινε σημασία στις ιαχές νίκης του νεαρού από το Λούιβιλ του Κεντάκι, αλλά σε όλους άρεσαν τα ευφυολογήματά του, που συνήθως κατέληγαν σε ρίμες. Ο Αλί ήταν ο παππούς της ραπ. Εκείνο το σωτήριο 1964, το λελογισμένο ως έτος που τελείωσε η dolce vita στον κόσμο, ο Κάσιους κοντραριζόταν με τον Σόνι Λίστον, ο οποίος διένυε τότε την πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Η προηγούμενη δευτερεύουσα πρόταση είναι τόσο ακριβής όσο και ανακριβής. Διότι συνέβαινε το εξής.
Ουδείς ξέρει πότε γεννήθηκε ο Τσαρλς 'Σόνι' Λίστον. Φυσικά, ο Σόνι Λίστον δεν μπορεί να ξέρει πότε γεννήθηκε ο Σόνι Λίστον. Ο πατέρας του, Τόουμπ, ήταν παιδομηχανή. Είχε κάνει 13 παιδιά από τον πρώτο γάμο του και η Έλεν Μπάσκιν, που βρισκόταν εκεί, προς τα τέλη της εφηβείας, και ήταν 30 χρόνια μικρότερη από τον Τόουμπ, είχε ένα. Μαζί έκαναν 12. Ο Τόουμπ Λίστον είχε, δηλαδή, 25 παιδιά. Υπήρχε ένα αστείο των κωμικών της δεκαετίας του '60 στις ΗΠΑ: "Δεν ξέρω τα ονόματα όλων των παιδιών μου". Για τον Τόουμπ Λίστον υπήρχε μεγάλη πιθανότητα αυτό να είναι αλήθεια. Ο Σόνι, πάντως, ήταν το δεύτερο παιδί του Τόουμπ και της Έλεν, δηλαδή το τρίτο της Έλεν και το 15ο του Τόουμπ. Σε ό,τι αφορά τη σχέση του Σόνι με τον μπαμπά του, τα πράγματα ήταν απλά και βίαια: "Το μόνο πράγμα που μου έδωσε σε όλη τη ζωή του, ήταν ξύλο".
Λέγεται, πάντως, ότι γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1930, αυτό προκύπτει από κάποιες δηλώσεις τις μητέρας του. Ο ίδιος έλεγε ότι γεννήθηκε το 1932.
Όλη αυτή η γενεαλογική τρέλα είναι από μόνη της ένα ακράδαντο επιχείρημα για τον τρόπο που εύκολα κάποιος μπορεί να πάρει το λανθασμένο δρόμο. Ο Σόνι Λίστον έγινε ένας συμμορίτης και λήστευε ανυποψίαστους περαστικούς. Δεν δημιούργησε, λοιπόν, έκπληξη που συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1950 στο Σεντ Λούις, όπου είχε πάει για να ενωθεί ενώ φορούσε το χαρακτηριστικό κίτρινο μπλουζάκι του. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Μιζούρι, την 1η Ιουνίου 1950.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, αλλά και αργότερα, δεν έκανε παράπονο για αυτήν την εξέλιξη. "Είχα τρία εξασφαλισμένα γεύματα τη μέρα", είχε δηλώσει χωρίς να μπορεί να διακρίνει κάποιος το γνωστό ηχόχρωμα του σαρκασμού στη φωνή του.
Η δύναμή του ήταν παροιμιώδης και στη φυλακή έκανε την εμφάνισή της. Ο Τσαρλς Λίστον βρήκε στα μάτια του αθλητικού διευθυντή των φυλακών του Μιζούρι, Αλόις Στίβενς, έναν άνθρωπο που τον στήριζε. Ο Στίβενς, που ήταν επίσης ιερέας, πρότεινε στον Λίστον να ασχοληθεί με το μποξ και αιτήθηκε την αναστολή της ποινής του, διοργανώνοντας, μάλιστα, ένα σπάρινγκ με τον επαγγελματία στην κατηγορία των βαρέων βαρών Θέρμαν Γουίλσον. Μετά από δύο γύρους, ο τελευταίος παρακαλούσε να τον βγάλουν από το ρινγκ, επειδή "θα με σκοτώσει".
Το αριστερό χέρι του ήταν φονικό. Δεν χρειαζόταν άπερκατ ή χουκ για να ρίξει τους αντιπάλους του κάτω. Αρκούσε το τζαμπ, δηλαδή η απλή γροθιά, η πρώτη που μαθαίνει ένας πυγμάχος στο γυμναστήριο. Μετά από δύο χρόνια και τέσσερις μήνες, στις 31 Οκτωβρίου του 1952, ο Λίστον, δηλωμένος τότε 20 χρόνων, βγήκε από τη φυλακή και ξεκίνησε την καριέρα του στο μποξ.
Ένας πρωταθλητής που ουδείς ήθελε
Ήταν θέμα χρόνου ο Σόνι Λίστον να γίνει ο διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου και να προκαλέσει τον Φλόιντ Πάτερσον. Το παρελθόν του στη φυλακή δεν ήταν το μόνο στο οποίο βασίστηκε ο μελλοντικός αντίπαλός του για να μη θέλει να τον αντιμετωπίσει. Τον Λίστον ακολουθούσαν φήμες για σύνδεση με τη μαφία. Λέγεται ότι βρισκόταν στη δούλεψή τους με την ιδιότητα του μπράβου, ο οποίος πήγαινε και φοβέριζε όποιον τους χρωστούσε χρήματα. Οι μπελάδες με την Αστυνομία δεν σταμάτησαν ποτέ. Στις 5 Μαΐου του 1956 έσπασε το γόνατο ενός αστυνομικού και του πήρε το όπλο. Έκανε ξανά έξι μήνες φυλακή, ενώ, δύο χρόνια νωρίτερα, είχε υποστεί την πρώτη ήττα του, στον όγδοο αγώνα του, από έναν πυγμάχο με περίεργο στυλ, ονόματι Μάρτι Μάρσαλ.
Ο Λίστον, που έφυγε για τη Φιλαδέλφεια αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στα ρινγκ το 1957 και ένα χρόνο αργότερα απέκτησε νέο μάνατζερ: τον Τζόζεφ 'Πεπ' Μπαρόνε, ο οποίος ήταν γνωστός ως μπροστινός δύο μαφιόζων, του Φράνκι Κάρμπο και του Φρανκ Μπίλι Παλέρμο. Μέχρι να φτάσει ο χρόνος στο σημείο που ο Φλόιντ Πάτερσον πείστηκε να αντιμετωπίσει τη 'Μεγάλη Αρκούδα', ο Λίστον είχε κάνει εντυπωσιακές νίκες, μεταξύ άλλων με τους Κλίβελαντ Γουίλιαμς (δις) και Ζόρα Φόλεϊ. Ο Έντι Μάχεν, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1960, κράτησε 12 γύρους και παρότι η απόφαση για την επικράτηση του Λίστον ήταν ομόφωνη, του έσπασε το σερί των νοκ άουτ, που κράτησε 9 αγώνες. Μαζί με τον Πάτερσον και τον προπονητή του, Κας ντ' Αμάτο, τον Φλόιντ συμβούλευαν να μην αγωνιστεί οι αρχηγοί της μάχης των μαύρων για τα δικαιώματά τους.
Ο Λίστον ήταν σιωπηλός και για τη μάχη χρειάζονται παγκόσμιοι πρωταθλητές που να μιλάνε με πάθος. Όμως, ο μυστηριώδης Σόνι δεν είχε όρεξη να συμμετέχει σε αυτήν την κατάσταση. Αντιθέτως, η διάθεσή του έγκειτο στο να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής. Το θέμα του επικείμενου αγώνα ήταν σοβαρό: ο ίδιος ο Τζον Κένεντι είχε συμβουλέψει τον Πάτερσον να μην αγωνιστεί, ενώ την ίδια γνώμη είχε και ο θρύλος του μποξ, ο σπουδαίος Τζακ Ντέμπσι. Από τη μεριά του, ο διεκδικητής κατηγορούσε τον Φλόιντ ότι "τραβάει μία χρωματιστή γραμμή απέναντι στην ίδια τη φυλή του".
Τελικώς, η επιμονή του Σόνι δικαιώθηκε. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1962, στο 'Comiskey Park', ο Λίστον δινόταν φαβορί 8 προς 5 επί του Πάτερσον, του νεαρότερου πρωταθλητή και του μόνου που υπερασπίστηκε τον τίτλο του, αν και σε ένα γκάλοπ του Associated Press 64 από 102 συντάκτες που ασχολούνταν με την πυγμαχία έδιναν νικητή τον Φλόιντ. Το Sports Illustrated προέβλεψε το ίδιο, σε 15 γύρους, ενώ στη μεριά του τέθηκαν και οι Τζέιμς Μπράντοκ, Τζέρσεϊ Τζο Γουόλκοτ, Ρόκι Μαρτσιάνο, Ίνγκεμαρ Γιόχανσον, Έζαρντ Τσαρλς. Ουδείς εξ αυτών μπορούσε να φανταστεί ότι η αναμέτρηση θα κρατούσε 2 λεπτά και 6 δευτερόλεπτα και ότι το αριστερό χουκ του Λίστον θα κομμάτιαζε τον Πάτερσον.
Ουδείς εκτός από τον 20χρονο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι, που είχε προβλέψει νοκ άουτ του Λίστον στους πρώτους πέντε γύρους. Ήταν το γρηγορότερο νοκ άουτ σε τελικό. Αλλά σε κανέναν δεν άρεσε. Ο Τζιμ Μάρεϊ έγραψε, για λογαριασμό των Los Angeles Times, ότι "το να αποδεχθεί κάποιος ως πρωταθλητή τον Λίστον είναι σαν να ξυπνάει και να βρίσκει μία ζωντανή νυχτερίδα κάτω από το έλατό του". Ο νεαρός Λάρι Μέρτσαντ, τότε αρθρογράφος της Philadelphia Daily News, έγραψε: "Αντί για κομφετί μπορούμε να πετάξουμε σκισμένα εντάλματα σύλληψης".
Στην επιστροφή του στη Φιλαδέλφια δεν εμφανίστηκε άνθρωπος στο αεροδρόμιο, πλην λίγων ρεπόρτερ. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα, από την επιτηδευμένη αποστασιοποίηση.
Στη σούμα, με τον Λίστον ασχολούνταν ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ του FBI, η μαφία, η Αστυνομία, οι υπέρμαχοι των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ο κόσμος του μποξ, βετεράνοι και Τύπος, και ουδείς εξ αυτών είχε μία καλή κουβέντα να πει, αν και ο ίδιος δεν μιλούσε συχνά. Ήταν πράγματι αξιοπερίεργο.
Έπρεπε, όμως, να τον αποδεχθούν: λιγότερο από ένα χρόνο μετά, στις 22 Ιουλίου 1963, στο 'Convention Center' του Λας Βέγκας, του πήρε 4 δευτερόλεπτα περισσότερα για να ρίξει ξανά νοκ άουτ τον Πάτερσον. Το έκανε στο 2’10’’ του πρώτου γύρου. Ο Λίστον ήταν τρομακτικός. Και τον Κάσιους Κλέι, που διακήρυξε ότι θα τον νικούσε, ουδείς τον έπαιρνε στα σοβαρά.
Η μπουνιά-φάντασμα
Όσον αφορά τον τελικό της 25ης Φεβρουαρίου 1964, υπάρχουν δύο κόσμοι: ο πρώτος, ο πιο αθώος, ανέφερε ότι ο Λίστον προπονήθηκε για να αγωνιστεί για τέσσερις γύρους, ότι δεν είχε σε υπόληψη τον Κλέι, ότι ήξερε πως θα τον νικήσει και δεν ήθελε σχέση μαζί του διότι είχε γνωρίσει τρελούς στη φυλακή και του δημιουργούσαν αμηχανία και σφίξιμο. Ο δεύτερος, ότι είχε αρχίσει ήδη να κάνει θελήματα στη μαφία και για αυτό έχασε από τον αντίπαλό του, που στα 22 του έγινε ο νεαρότερος παγκόσμιος πρωταθλητής της πυγμαχίας.
Ο κόσμος του μποξ άλλαξε μετά από αυτόν τον αγώνα. Ο νέος πρωταθλητής έγινε ο πλαστικός χειρουργός του, που του πέρασε σε νέα εποχή. Ο Κλέι, που στο ζύγισμα πριν τον αγώνα με τον Λίστον ανησύχησε τους γιατρούς που του πήραν την πίεση, αφού ήταν η διπλάσια από το επιτρεπόμενο όριο, είχε στηρίξει όλα αυτά που έλεγε και έκανε, μέχρι και εκείνη την επίσκεψη στο γυμναστήριο που ο Σόνι έκανε προπόνηση. Η καταγγελία ότι του έριξε σκόνη στα μάτια, παίζοντας το τελευταίο χαρτί του για να κρατήσει τον τίτλο, δεν αποδείχθηκε, αλλά με τον Λίστον ελάχιστες καταστάσεις έχουν αποδειχθεί.
Αυτός ο αγώνας και η υποχώρηση του Σόνι ήταν για τον Κλέι ό,τι λέει το ευφυολόγημα: 'Ο φτωχός είναι τρελός, ο πλούσιος εκκεντρικός'. Μπορούσε να μιλάει και να μην είναι ένας γραφικός, αλλά να τον προσέχουν. Άλλαξε το όνομά του σε Μοχάμεντ Αλί, επειδή, όπως είπε, δεν ήθελε να φέρει το όνομα ενός σκλάβου. Την επόμενη χρονιά, ο Λίστον ήταν ο διεκδικητής. Και ό,τι έγινε στο Λιούιστον του Μέιν, στις 25 Μαΐου 1965, οδήγησε σε μία ποικιλία θεωριών για το τι στ' αλήθεια έγινε. Ένα αστείο σκηνικό συνέβη στην κοινή συνέντευξη Τύπου, όταν κατατρόμαξε τον αντίπαλό του και τους παρευρισκόμενους βγάζοντας ένα πιστόλι, που αποδείχθηκε παιδικό.
Η 'Μεγάλη Αρκούδα', που ο Αλί αποκαλούσε 'Μεγάλη Άσχημη Αρκούδα', ξεκαρδίστηκε, αλλά ουδείς το εκτίμησε.
Ο Αλί έριξε στον πρώτο γύρο τον Λίστον κάτω με μία γροθιά που τα τεχνολογικά μέσα της εποχής δεν μπορούσαν να πιάσουν, κάτι σπουδαίο αν αναλογιστείς ότι αρκετές υπέροχες στιγμές του αθλητισμού έχουν κρατήσει την αξία τους λόγω ακριβώς ενός κενού, που υπηρετεί το ρομαντισμό αντί για την υπερανάλυση. Ο Λίστον σηκώθηκε για λίγο και ο Αλί τον χτύπησε ξανά, πριν ο διαιτητής αποφασίσει να διακόψει οριστικά τον αγώνα. Ο Τεξ Μολ του Sports Illustrated ήταν εκεί και είδε τη γροθιά.
"Η γροθιά που οδήγησε στο νοκ άουτ από τον Κλέι (σ.σ. ακόμα και μετά την αναβάπτιση, τα Μέσα της εποχής συνέχισαν για ορισμένο διάστημα να τον αποκαλούν με το πατρικό του) δόθηκε με την απίθανη ταχύτητα που τον διαχωρίζει από οποιονδήποτε άλλο πυγμάχο βαρέων βαρών. Απέφυγε ένα από τα βαριά αριστερά τζαμπ του Λίστον, πάτησε το αριστερό πόδι του με δύναμη και πέταξε σαν μαστίγιο το δεξί χέρι του πάνω από τον ώμο του Λίστον και μέσα στην πλευρά που βρισκόταν το σαγόνι του. Το χτύπημα είχε τόση δύναμη που σήκωσε το αριστερό πόδι του Λίστον, πάνω στο οποίο είχε πέσει όλο το βάρος του, και τον έριξε στο έδαφος".
Η φωτογραφία της γροθιάς, που τραβήχθηκε από τον Τζον Σιλκ του Getty, μπήκε στο πρωτοσέλιδο του SI.
Μόνο που ούτε ο Μολ ούτε οι υπόλοιποι ρεπόρτερ, που βρέθηκαν σε μία αναμέτρηση η οποία κρίθηκε πρόωρα, λόγω και της ελλιπούς προετοιμασίας και της μεγάλης ηλικίας του Λίστον, μπόρεσαν να σβήσουν τις αμφιβολίες για το τι ήταν αυτό που συνέβη. 'Έδωσε' τον αγώνα στους μαφιόζους ο Σόνι; Φοβήθηκε τους μαύρους εξτρεμιστές; Αυτές οι απορίες κέρδιζαν έδαφος περισσότερο από την αποδοχή ότι ο Αλί έριξε την τέλεια γροθιά.
Μετά από σχεδόν 40 χρόνια, ο Πολ Γκάλεντερ έγραψε ένα βιβλίο για τον Λίστον, 'Sonny Liston: The real story behind the Ali-Liston fights', στο οποίο αναπτύσσει, μέσα από έρευνα, την εξής θεωρία: ο Σόνι Λίστον έκανε τη βουτιά επειδή είχαν απάγει τα παιδιά του και του είπαν ότι μόνο αν έχανε εκείνον τον αγώνα θα τα ξανάβλεπε. Ο Γκάλεντερ θεωρεί ότι ο Λίστον ήταν ο δεύτερος κορυφαίος πυγμάχος βαρέων βαρών όλων των εποχών, πίσω μόνο από τον Αλί, και ότι γενικώς ήταν παρεξηγημένος και παρέμεινε και μετά το θάνατό του. Επίσης, επισημαίνει πως το 1964, που έγινε η πρώτη αναμέτρηση, βρισκόταν ήδη στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του, κάτι που δεν συνάδει με τα στοιχεία. Αναφέρεται ότι μπορεί να είχε και τα διπλάσια χρόνια από τον Κλέι, δηλαδή 44 έναντι 22.
Ο θάνατος
Στις 5 Ιανουαρίου 1971, η Τζεραλντίν Λίστον βρήκε νεκρό, στο σπίτι του στο Λας Βέγκας, το σύζυγό της, Σόνι. Ημερομηνία θανάτου θεωρείται η 30ή Δεκεμβρίου 1970, ακόμα κάτι για το οποίο ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος. Η Αστυνομία βρήκε ναρκωτικά στο σπίτι, ηρωίνη στην κουζίνα και μαριχουάνα στην τσέπη του παντελονιού του. Ηρωίνη ανιχνεύτηκε στο αίμα του, αλλά αποφάνθηκαν ότι δεν ήταν ικανή να σκοτώσει έναν άνθρωπο με τη σωματική διάπλαση και τη δύναμή του. Έξι μήνες πριν, το 1970, είχε αντιμετωπίσει τον Τσακ Γουέπνερ, τον πυγμάχο που λέγεται ότι κρύβεται πίσω από τη δημιουργία του Ρόκι.
Ο Λίστον τον χτύπησε άσχημα, αλλά ο Γουέπνερ δεν έπεφτε. Ο Λίστον, στον έκτο γύρο, είπε στον προπονητή του ότι "φοβάμαι να χτυπήσω περισσότερο αυτόν τον άνθρωπο". Η αναμέτρηση διακόπηκε στον ένατο γύρο και ο Γουέπνερ χρειάστηκε 72 ράμματα, ενώ ο θηριώδης αντίπαλός του του έσπασε τη μύτη και ένα κόκαλο στα ζυγωματικά. Μετά το θάνατό του, που θεωρήθηκε δολοφονία αν και κατοχυρώθηκε ως αυτοκτονία, ειπώθηκε ότι ο Λίστον έπρεπε να στήσει τον αγώνα με τον Γουέπνερ, όμως ο ίδιος δεν το άντεξε και πήρε το ρίσκο. Αυτό τσάντισε τη μαφία, η οποία καταφέρθηκε εναντίον του ανθρώπου που έκανε δουλειές για εκείνη.
Το μυστήριο δεν έχει πάρει απάντηση, σε καμία περίπτωση. Έχει μόνο προσεγγισθεί ο θρύλος (μάλιστα με την κυριολεκτική έννοια) του Σόνι Λίστον. Ο Μάικ Τάισον είπε ότι "ήταν ο πιο εκφοβιστικός πυγμάχος που έχει υπάρξει, περισσότερο ακόμα κι από μένα". Ο Τζορτζ Φόρμαν, ότι "δεν έχω μπει με άλλον τόσο τρομερό μποξέρ στο ρινγκ". Και το 1984, ο Μοχάμεντ Αλί, δείχνοντας τη φωτογραφία του Λίστον στον Μαρκ Κραμ, ο οποίος κάλυψε μοναδικά την αναμέτρησή του στη Μανίλα με τον Τζο Φρέιζερ, γράφοντας μάλιστα και ένα υπέροχο αθλητικό βιβλίο, είπε: "Αυτός ο Διάβολος".
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τις δύο νίκες του επί του Λίστον και 14 μετά το θάνατό του, ο Αλί συνέχιζε να τον κοιτάζει με δέος.