Η πιο δυνατή εικόνα του Παγκοσμίου στην Ντόχα δεν έχει ανάγκη από μετάλλιο
Δεν ήταν μονάχα η στιγμή που ηρωποιεί τον Μπραΐμα Νταμπό από τη Γουινέα-Μπισάου. Είναι ακόμη περισσότερο τα λόγια που διάλεξε να πει αμέσως μετά.
Η εικόνα κατατροπώνει κάθε λέξη σε αυτήν την περίσταση. Όποια κι αν σκαρφιστεί ο νους για να περιγράψει τη στιγμή μοιάζει εντελώς περιττή και ανήμπορη να φέρει εις πέρας την αποστολή της. Ο μόνος ήχος στο χώρο είναι η ανάσα μπροστά στην οθόνη, παρακολουθώντας ξανά και ξανά τη σκηνή από την προκριματική κούρσα των 5.000 μέτρων στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου.
Στο ‘Khalifa International Stadium’ της Ντόχα ένα αδιάκοπο χειροκρότημα σκεπάζει οποιονδήποτε άλλο θόρυβο παλεύει να επιβληθεί στο χώρο. Σαν κύμα παρασέρνει τον έναν μετά τον άλλον τους θεατές, κατακλύζει κάθε γωνιά του σταδίου. Αρκεί για ν’ αποδώσει τις απαιτούμενες τιμές στον Μπραΐμα Νταμπό. Τον (υπερ)αθλητή από τη Γουινέα Μπισάου. Τον (υπερ)ήρωα που ξεπήδησε από μια χώρα 1.8 εκατ. κατοίκων στη δυτική Αφρική, φόρεσε τη μακριά μπέρτα του και ρίχτηκε στο καθήκον της υπεράσπισης του αδυνάτου.
Ήταν ο μοναδικός αθλητής της πατρίδας του στη διοργάνωση, έχοντας κάνει χρήση του δικαιώματος που χορηγεί η IAAF προκειμένου να την εκπροσωπήσει στο Παγκόσμιο χωρίς προηγουμένως να έχει πιάσει το όριο πρόκρισης. Ο 26χρονος Νταμπό είχε μόλις κάνει περήφανο καθέναν από τους συμπατριώτες του, ενός ταλαιπωρημένου από τις στρατιωτικο-πολιτικές αναταράξεις λάου, είχε μόλις μετατραπεί σ’ ένα σύμβολο αλληλεγγύης για τον παγκόσμιο αθλητισμό. Μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης.
Ο Τζόναθαν Μπάσμπι από την Αρούμπα, με ενοχλήσεις από ώρα, ήταν πια εξαντλημένος. Σχεδόν παρέπεε, δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα του. Θα εγκατέλειπε λίγα μέτρα πριν από τη γραμμή του τερματισμού, υπό επίπονες κλιματολογικές συνθήκες. Ο Νταμπό δεν σκέφτηκε δεύτερη φορά. Τον άρπαξε από το χέρι κι πήρε τη θέση των… ποδιών του. Τον κουβάλησε ως το τέλος της ευθείας των 100 μέτρων, ολοκλήρωσαν παρέα την προσπάθειά τους. Η ταυτόχρονη -μηχανική δε για να έναν δρομέα μεγάλων αποστάσεων- κίνησή τους να σταματήσουν τα χρονόμετρα που έφεραν στους καρπούς είχε το νόημά της. Τα είχαν καταφέρει. Σχεδόν πέντε λεπτά μετά τον πρώτο της κούρσας κι άλλο τόσα απ’ όσους πήραν το εισιτήριο για τον τελικό. Είχαν όμως φτάσει ως το τέλος. Μαζί, ως μια ενιάια οντότητα. Ο ένας όρθιος, ο άλλος σωριασμένος. Ο ένας δίπλα στον άλλον.
Στη μικτή ζώνη ο Νταμπό έχει αναπόφευκτα περικυκλωθεί από δημοσιογράφους ως το πρόσωπο της πρώτης ημέρας του Παγκοσμίου. Πίνει μια γερή γουλιά νερό από το μπουκάλι που κουβαλά μαζί του, το μόνο παράσημο της πράξης του, το βλέμμα του είναι χαμηλωμένο. Σπάνια σηκώνει το κεφάλι για ν’ αντικρίσει όσους στέκονται με δέος απέναντί του. “Κάθε αθλητής σε αυτήν την κατάσταση θα έκανε το ίδιο. Ήταν κάτι φυσιολογικό, να βοηθήσω κάποιον αθλητή από άλλη χώρα, διότι εκπροσωπούσε την πατρίδα του επίσης. Ήμασταν οι μόνοι αθλητές στη διαδρομή και θεώρησα πως ήταν πολύ καλύτερο να τον βοηθήσω παρά να τον προσπεράσω. Μπορούσαμε να τερματίσουμε και οι δύο έτσι. Δεν πρόσεξα τις αντιδράσεις του κόσμου, μ’ ενδιέφερε να βοηθήσω τον συναθλητή μου“.
Δεν γνωρίζει αγγλικά, αλλά τα λόγια στην πορτογαλική κρεολή (τη γλώσσα που μιλάει το 44% του πληθυσμού ή 1/2 δηλαδή), μολονότι καθυστερούν να φτάσουν στους δέκτες έχοντας φιλτραριστεί πρώτα από τη μεταφράστρια, τον εξυψώνουν. Στο πλατύ χαμόγελό του καταλαβαίνεις ότι για τον 26χρονο δρομέα από τη Γουινέα-Μπισάου δεν θα είχε μηδαμινή ουσία ο προορισμός, αν δεν είχε προηγηθεί ένα ολόκληρο ταξίδι (μέχρι την Ντόχα). Με ή πολύ περισσότερο χωρίς μετάλλιο.
Αναμφίβολα πλέον η σκηνή των δύο αθλητών συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων στιγμών των Παγκοσμίων Στίβου.