ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Βρύζας: “Τρόπος έκφρασης το ποδόσφαιρο για μένα”

Ο Ζήσης Βρύζας ξετύλιξε το κουβάρι της ποδοσφαιρικής του καριέρας και μίλησε για την Ξάνθη, τον ΠΑΟΚ, την πορεία του στην Ιταλία και την Ισπανία και το έπος του EURO 2004.

Βρύζας: “Τρόπος έκφρασης το ποδόσφαιρο για μένα”

Αναλυτικά όσα είπε στη Νοva

Για τον τίτλο που θα έβαζε στην εκπομπή: “Μεγάλωσα κι ανδρώθηκα και ό,τι ουσιαστικά έμαθα στον στίβο της ζωής είναι μέσα από το ποδόσφαιρο. Τον τίτλο που θα έβαζα ίσως πρέπει να τον σκεφτώ παραπάνω, αλλά ο πρώτος τίτλος που μου έρχεται είναι “Η ζωή μου”.

Για το πώς ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο: “Είμαι στη γενιά που ακόμη έζησε τις αλάνες. Στο χωριό μου υπήρχαν γήπεδα με φυσικό χορτάρι αν και το βασικό γήπεδο του χωριού ήταν με χώμα. Μεγάλωσα μέσα από το ποδόσφαιρο, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές λύσεις. Δεν υπήρχαν άλλα οργανωμένα αθλήματα. Υπήρχε μόνο ο στίβος, στον οποίο οι γονείς μου με οδήγησαν λίγο αργότερα, αλλά ουσιαστικά σαν παιδί μεγάλωσα μέσα στις αλάνες με το ποδόσφαιρο. Η παιδική μου φύση έβρισκε μέσα από το ποδόσφαιρο τον τρόπο να εκφραστεί”.

Για την επιλογή του να ενταχθεί στην Ξάνθη: “Έπαιζα ερασιτεχνικά στην ομάδα του χωριού μου και είχα καλή παρουσία. Έφτασαν κάποιες προτάσεις για να γίνω επαγγελματίας κι επέλεξα την Ξάνθη. Νιώθω τυχερός γι’ αυτό, γιατί ήταν μία ομάδα μπροστά σε σχέση με την εποχή της. Είχε πολύ οργάνωση για νέα παιδιά, καλή συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής επενδύοντας σε ανθρώπους και τεχνική υποδοχή”.

Για το τι θυμάται από τις πρώτες του συμμετοχές: “Οι συγκυρίες παίζουν ρόλο κι έτυχε εκείνη την εποχή η ομάδα να έχει τραυματίες τους δύο επιθετικούς της. Επιλέχθηκα για ένα ματς Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, νομίζω ότι είχε λήξει ισοπαλία. Στο επόμενο ματς πρωταθλήματος, με την Λάρισα, έκανα ντεμπούτο”.

Για το γκολ εναντίον του Παναθηναϊκού τη σεζόν 1991-92, ένα από τα πρώτα που σημείωσε: “Το ότι έβαλα γκολ στο ξεκίνημα κόντρα στον Παναθηναϊκό δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, μιας και η δική μου λογική ήταν να παίζω όσο καλύτερα μπορούσα σε κάθε ματς. Εδώ αρχίζει να ξεκαθαρίζει η δική μου θέση στο γήπεδο, μιας και με τον Μαρσέλο αποδείχθηκε ότι η καλύτερή μου θέση ήταν δεύτερος επιθετικός”.

Για τη συνεργασία του με τον Βασίλη Δανιήλ: “Σίγουρα το να έχεις ένα προπονητή όπως ο Δανιήλ με πορεία και ταυτότητα προπονητική, σου δίνει σαν νέο ποδοσφαιριστή ένα αίσθημα ευθύνης και σου δίνει ευκαιρία να μάθεις και να ρουφήξεις σαν σφουγγάρι όσα σου λέει”.

Για τον τραυματισμό του το 1995 και πώς τον αντιμετώπισε: “Ένας τραυματισμός το 1995 μου στέρησε να παίξω όλα τα παιχνίδια. Ευτυχώς ήταν από τους λίγους που είχα στην καριέρα μου. Υπήρχε κίνδυνος για ρήξη χιαστών αλλά τελικά ήταν μερική ρήξη στον πλάγιο σύνδεσμο. Τελικά κατάφερα με δουλειά να επιστρέψω σε δύο μήνες”.

Για την πρώτη του χρονιά με τον ΠΑΟΚ: “Είχα δουλέψει πολύ τα προηγούμενα χρόνια. Είχα μπει σε μια ροή και ψυχολογικά και σωματικά πολύ σωστή και χαιρόμουν αυτό που έκανα. Ήταν μια χρονιά που νομίζω ότι αυτή και τα δύο χρόνια στην Περούζτια έπαιξα το καλύτερο ποδόσφαιρο που μπορούσα”.

Για το πώς διαχειρίστηκε τη μεταγραφή του στον ΠΑΟΚ, καθώς και λόγω του μεγάλου ποσού που δαπανήθηκε από το σύλλογο, οι ευθύνες ήταν με το καλημέρα αυξημένες: “Δεν ένιωσα ευθύνη καθόλου με την μεταγραφή μου στον ΠΑΟΚ. Αυτό που ένιωθα είναι ότι κάνω κάτι καλά, πρώτα το ευχαριστιέμαι εγώ, βλέπω ότι και οι άλλοι ευχαριστιούνται με αυτό που κάνω και ήμουν σίγουρος ότι θα τα καταφέρω και στον ΠΑΟΚ”.

Για το λόγο που επέλεξε τον ΠΑΟΚ, ενώ είχε προτάσεις απ’ όλες τις ομάδες της Αθήνας: “Είμαι αρκετά τοπικιστής με την ευρεία έννοια. Πιστεύω ότι αυτή η συγκέντρωση των πάντων στην Αθήνα δεν είναι σωστή, όχι μόνο στο αθλητικό επίπεδο. Ίσως η απόφασή μου του να πάω στον ΠΑΟΚ να βγήκε και από αυτό. Αυτή την αίσθηση έχω τώρα”.

Για το γκολ με την Άρσεναλ και την πρόκριση: “Ένας ποδοσφαιριστής δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος. Το αντιλαμβάνεται ένα φίλαθλος που βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Για μένα εκείνη την στιγμή όταν σκόραρα δεν μπορούσα να αντιληφθώ πως έγινε κάτι τόσο σοβαρό. Αυτά τα παιχνίδια έχουν τόσο μεγάλη ένταση μέσα σου που δεν χρειάζεται να πει τίποτε ο προπονητής. Είσαι στο 100% των αισθήσεων σου, λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης και είναι σίγουρο ότι θα κάνεις το καλύτερο που μπορείς”.

Για το πρωτοσέλιδο των “Τimes” “Ζisis the end”: “Ένιωσα ότι μια μεγάλη εφημερίδα της Αγγλίας ασχολείται με μένα κι αυτό με ευχαρίστησε. Κατακτάς πράγματα που μετά γίνονται βιώματα κι αυτό δίνει στις επόμενες γενιές υπευθυνότητα. Οι νεότεροι που παίζουν σήμερα στην ομάδα, ξέροντας ότι οι παλιοί περάσαμε από το Χάιμπουρι, πιστεύω ότι έπαιξε τον ρόλο του, στη νίκη που κάναμε με την Τότεναμ”.

Για το ωραιότερο γκολ που έχει πετύχει: “Για μένα το ωραιότερο γκολ που έχω βάλει είναι ένα με τον Ιωνικό στην Τούμπα. Πήρα την μπάλα σχεδόν στον χώρο του κέντρου και πλάγια και ξεκίνησα μία κούρσα, απέφυγα κάποιους αντιπάλους έφτασα έξω από την περιοχή πήρα την μπάλα με το δεξί και δεν ήταν εύκολο, γιατί εκτός από την κούρσα 40 μέτρων ήμουν υπό πίεση. Ο τερματοφύλακας έκλεισε καλά τη γωνία και με το δεξί πόδι που δεν είναι το καλό μου έπρεπε να σηκώσω την μπάλα”.

Για το πρώτο γκολ εναντίον της Ξάνθης που σημείωσε και το γεγονός ότι το πανηγύρισε: “Πανηγύρισα το γκολ με την Ξάνθη πηγαίνοντας στο δοκάρι. Νιώθω τύψεις γι’ αυτό απλά όταν είσαι νέος και δεν ξέρεις τις λεπτομέρειες…Ίσως ήταν μια περίοδος που έψαχνα τις καλές εμφανίσεις και τελικά έγινε αυτό”.

Για τη συνεργασία του με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς: “Κατά τη γνώμη μου ένας προπονητής πρέπει να περνάει στους παίκτες κατά 70% την φιλοσοφία ζωής που έχει, ποιός είναι, ποιά η ταυτότητά του και κατά μικρότερο ποσοστό τις τεχνικές του γνώσεις. Είμαι ο τελευταίος που θα κρίνω τον κ. Μπάγεβιτς καθώς η πορεία του δείχνει ποιός είναι κι εγώ μέσα σε αυτούς τους έξι μήνες που συνεργαστήκαμε μπόρεσα να πάρω πράγματα από την δική του παρουσία”.

Για τη μεταγραφή του στην Περούτζια: “Πήγα σε μια ομάδα που εκείνη την περίοδο δεν ήταν μία από τις μεγάλες της Ιταλίας, σίγουρα σε καλύτερο πρωτάθλημα από το Ελληνικό. Οι άνθρωποι με εμπιστεύτηκαν κι εγώ δούλεψα για να παίξω όλα τα ματς της σεζόν. Ήταν το πρώτο βήμα μιας μετέπειτα πετυχημένης πορείας. Η ομάδα εκείνη πήρε μεγάλα ρίσκα. Απέκτησε παίκτες από Γ’ Εθνική, από κατώτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα κι ο Κόσμι είχε εργαστεί στην Γ’ Εθνική”.

Για τη συνεργασία του με τον Σέρσε Κόσμι: “Περισσότερο σε έφτιαχνε ψυχολογικά. Είχε την ικανότητα να σου πάρει το 100% και εκεί στηρίζονταν χωρίς βέβαια να υστερεί τεχνικά. Θυμάμαι ένα παιχνίδι, είχα καιρό να βάλω γκολ και ο Κόσμι μου έφτιαξε ένα φανελάκι, που φορούσα κάτω από τη φανέλα, που μου έγραψε: «Έφτασε η ώρα», για να σκοράρω. Έβαλα το δεύτερο γκολ από κόρνερ, καθαρά με το χέρι. Ήταν κόντρα στον ήλιο και δεν έβλεπε κανείς, ούτε εγώ. Πηδήξαμε πέντε παίκτες είδαμε την μπάλα στο τέλος κι ο διαιτητής δεν είδε τίποτε. Αυτό που μου έχει μείνει από το συγκεκριμένο ματς με την Ίντερ είναι αφενός αυτό που μου είπε ο προπονητής, ο οποίος μάλιστα στον πανηγυρισμό με προέτρεψε να δείξω το μπλουζάκι και αφετέρου ότι για τα επόμενα δέκα ματς οι διαιτητές μου φέρονταν παράξενα. Με σφύριζαν συνέχεια ανάποδα, λέγοντάς μου συνεχώς ότι είχα βάλει ένα γκολ με το χέρι”.

Για τις διαφορές Ελλάδας – Ιταλίας στο ποδόσφαιρο: “Δεν έχουμε μεγάλες διαφορές. Δεν μου αρέσει η ξενομανία και να λέμε ότι οι ξένοι είναι ανώτεροι. Έχουμε ένα καλό ποδοσφαιρικό επίπεδο που μπορούμε να το κάνουμε καλύτερο αν δούμε το ποδόσφαιρο ως θέαμα και δουλέψουμε με κανόνες για να το βελτιώσουμε. Στο εξωτερικό πάντως ανοίγουν οι ορίζοντές σου, βλέπεις μια άλλη κουλτούρα, κοιτάς να πάρεις κάποια πράγματα που θα σε κάνουν καλύτερο, αλλά σε γενικές γραμμές δεν αλλάζουν πολλά. Αυτό που γεννιέσαι αυτό είσαι, αλλά νιώθω τυχερός γιατί είχα την ευκαιρία να ζήσω και στην Ιταλία και την Ισπανία και να πάρω στοιχεία γύρω από το ποδόσφαιρο”.

Για το χατ τρικ εναντίον της Φιορεντίνα: “Στα πρώτα τρία ματς δεν είχα βάλει γκολ. Παίζαμε σ’ ένα ματς πριν από τη Φιορεντίνα στον Βορρά που δεν έπαιξα καλά και αισθάνθηκα την πίεση να το κάνω. Ήρθε το χατ τρικ μέσα στην Φιορεντίνα, σημαντική νίκη κι από εκεί και μετά ηρέμησα μέχρι το τέλος της περιόδου”.

Για το γεγονός ότι σκόραρε συχνά εναντίον των μεγάλων ομάδων της Ιταλίας, όπως της Ίντερ και της Μίλαν: “Είχες ν’ αντιμετωπίσεις παίκτες παγκόσμια γνωστούς κι αυτό σε κάνει υπεύθυνο να προετοιμαστείς σωστά για να είσαι έτοιμος. Ήμουν ένας κρίκος της Περούτζια και καταφέραμε εκείνη την περίοδο σε μια ομάδα η οποία μέχρι τότε δεν είχε επιτυχίες να κάνουμε ρεκόρ νικών και να φτάσουμε σε θέσεις πολύ σημαντικές για όλη την πόλη”.

Για την κοινή παρουσία στην Περούτζια με τον Τραϊανό Δέλλα: “Ήταν ένας φίλος, μια παρέα που μπορούσαμε να μοιραστούμε τον ελεύθερο χρόνο μας. Να έχω έναν άνθρωπο από την χώρα μου για να κάνω παρέα. Ήταν πολύ σημαντικό”.

Για το γεγονός ότι στην Ιταλία βελτιώθηκε στο παιχνίδι του: “Την ευθύνη για το ότι δεν είχα την απόδοση που έπρεπε όταν έπαιζα στην Ελλάδα την είχα εγώ και το βλέπω και τώρα σε παιδιά που έχουν μεγάλες δυνατότητες. Η αυτοσυγκέντρωση, το να καταφέρεις να φύγεις από μία κοινωνία που ίσως μπορεί να σε παρασύρει σε σκέψεις που δεν οδηγούν στην επιτυχία είναι σημαντικό. Χρειάζεται ισορροπία στο μυαλό του αθλητή, σωστό περιβάλλον γύρω του, η οικογένεια παίζει σημαντικό ρόλο, για να καταφέρεις και να έχεις την επιτυχία μπροστά σου. Αυτά μου έδωσε η Ιταλία, το είδα σαν ένα τρόπο μοναχισμού στον οποίο δουλεύεις και κάνεις αυτό που ξέρεις”.

Για την μεταγραφή του στην Φιορεντίνα: “Η Φιορεντίνα είναι μια ομάδα ιστορική την οποία εκείνη την περίοδο είχε αναλάβει ένας άνθρωπος με μεγάλη οικονομική επιφάνεια κι έκανε έντεκα μεταγραφές παικτών ‘Α Εθνικής εκείνο τον Γενάρη… Ήταν φανερό ότι η ομάδα θα πάει στη μεγάλη κατηγορία. Ήξερα ότι αυτή η μεγάλη ομάδα θα παίξει και πάλι στην μεγάλη κατηγορία κι έτσι πήρα την απόφαση να πάω εκεί.Η Φιορεντίνα είναι μια μεγάλη ομάδα, μια πόλη, μια ομάδα, εγώ έζησα στιγμές πάρα πολύ καλές εκεί… Έχω συνδεθεί με την πόλη, έχω πολλούς φίλους εκεί, έχω σπίτι και πηγαίνω με κάθε ευκαιρία… Αισθάνομαι την Φλωρεντία σαν δεύτερη πόλη μου”.

Για τις σχολές ποδοσφαίρου Ιταλίας και Ισπανίας (αγωνίστηκε με τη Θέλτα): “Κάθε χώρα έχει την δική της ταυτότητα… Στην Ισπανία παίζεται διαφορετικού τύπου ποδόσφαιρο με βαρύτητα στο κράτημα της μπάλας, στην κατοχή, στο να σκοτώσεις τον αντίπαλο έχοντας την μπάλα εσύ. Οι Ιταλοί είναι πιο ρεαλιστές και πιο κυνικοί. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι το αποτέλεσμα και όχι η απόδοση. Είναι δύο διαφορετικές χώρες, αλλά ο στόχος είναι ένας. Να κερδίσεις το παιχνίδι”.

Για τους καλύτερους συμπαίκτες που είχε: “Ο Φαμπρίτσιο Μίκολι ήταν πολύ καλός παίκτης, ο Αμορόζο το ίδιο. Καλύτερος συμπαίκτης ο Θοδωρής Ζαγοράκης, εξαιρετικός ποδοσφαιριστής. Όλα τα παιδιά στην Εθνική ήταν εξαιρετικά”.

Για τον αριθμό στη φανέλα που φορούσε, αν σήμαινε κάτι: “Μου άρεσε το 9, μετά είχα το 15, αλλά εξαρτάται και από τι είναι διαθέσιμο. Συνδέθηκα με το 9 και το 15, αλλά μετά είχα το 18, το έβαλα σαν 1 και 8 ίσον 9”.

Για το γκολ με τη Ρωσία στο Euro 2004: “Αισθάνθηκα ότι πήγαμε να καταστρέψουμε ό,τι χτίσαμε στα δύο προηγούμενα ματς στο παιχνίδι με τη Ρωσία. Μεγάλη εμφάνιση και νίκη με Πορτογαλία, είχαμε υποφέρει πραγματικά με την Ισπανία, αλλά πήραμε το αποτέλεσμα που θέλαμε και είχαμε την ευκαιρία με την Ρωσία που αν δεν κάνω λάθος ήταν αποκλεισμένη, να καθαρίσουμε την πρόκριση. Βρεθήκαμε πίσω, και ίσως το σκορ μπορούσε να είναι χειρότερο… Ευτυχώς ήρθε το γκολ…Αισθάνθηκα πως πάμε να καταστρέψουμε ό,τι είχαμε πετύχει στα δύο προηγούμενα ματς…”.

Για την παρουσία του Ότο Ρεχάγκελ: “Έφερε στην ομάδα μας μέθοδο, πρόγραμμα, έφερε πολύ σημαντικά στοιχεία που προστέθηκαν στο δικό μας ταλέντο και την πειθαρχία. Όλα συνδυάστηκαν ώστε να φέρουν το σωστό αποτέλεσμα”.

Για το θαύμα του 2004: “Είχαμε σταθερότητα. Είχαμε παίξει επίσημα και φιλικά, με Αγγλία, Τσεχία και Σουηδία. Κανείς δεν μπορούσε να μας νικήσει ή νικούσαμε εμείς κι αυτό συνεχίστηκε και στην Πορτογαλία. Αυτό που μένει είναι μια μεγάλη προσπάθεια απ’ όλους σαν σύνολο και με την τύχη μαζί μας αν θέλετε ήρθε αυτή η μεγάλη επιτυχία”.

Για τις ομάδες που υποστηρίζει: “Στην Αγγλία μ’ αρέσει η Έβερτον, στην Ιταλία οι ομάδες που έπαιξα, αλλά αγαπώ πιο πολύ την Φιορεντίνα, στην Ισπανία είμαι με την Ρεάλ παρά με την Μπάρτσα”.

Για το διαζύγιο με την Φιορεντίνα: “Μετά το 2004 είχα συμβόλαιο με την Φιορεντίνα, αλλά είχε αλλάξει ο τεχνικός διευθυντής εκείνη την περίοδο. Ήρθα σε κόντρα μαζί του, γιατί είχε κάνει τρεις επιλογές και μου είχε προτείνει να φύγω από την ομάδα… Τελικά ήμουν 17 φορές στην αποστολή και όλες ήμουν ο 19ος. Κάποιες στιγμές άξιζα να παίξω, αλλά τέτοιες καταστάσεις υπάρχουν σε όλες τις ομάδες και πρέπει να τις αντιμετωπίζεις”.

Για την επιστροφή του στην Ξάνθη: “Ήταν χαρά μου να γυρίσω στην ομάδα από την οποία ξεκίνησα. Εγώ ήμουν στην Ιταλία η γυναίκα μου στην Ελλάδα, είχαμε συνεχόμενα ταξίδια και δεν υπήρχε λόγος να είμαστε σε απόσταση. Αποφάσισα να παίξω δύο χρόνια στην Ξάνθη και να τελειώσω την καριέρα μου”.

Για την εκ νέου ένταξή του στον ΠΑΟΚ: “Έπαιξα στην Ξάνθη μια χρονιά, είχα επικοινωνία με τον Θοδωρή Ζαγοράκη για να πάω στον ΠΑΟΚ, ήταν η δική του εποχή, μια νέα εποχή κι συζητήσαμε αν μπορούσα να βοηθήσω. Έθεσα φυσικά τον εαυτό μου στην διάθεσή του. Ξεκίνησα με τον Φερνάντο Σάντος ως προπονητή και κτίσαμε μια καλή και ειλικρινή σχέση μαζί, παρόλο που ουσιαστικά αγωνιστικά δεν πρόσφερα στον ΠΑΟΚ όσα έπρεπε. Μετά από 6 μήνες έγινα τεχνικός διευθυντής…”.

Για το αν υπάρχει κάποια κακή στιγμή που θυμάται, ως την χειρότερη: “Ολοκλήρωσα την καριέρα μου συνειδητοποιημένα και τραυματισμούς μεγάλους δεν είχα. Το να πω χειρότερη στιγμή μου ένα άσχημο αποτέλεσμα είναι λιγόψυχο”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ