ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Το μεγαλύτερο ματς στην ιστορία του ‘Μαρακανά’ κρίθηκε από αυτογκόλ

Στο πλαίσιο της αναμέτρησης του Ερυθρού Αστέρα με την Μπάγερν για την 5η αγωνιστική του 2ου ομίλου του Champions League, το Contra.gr θυμάται το πιο σημαντικό ματς στην κόντρα των δύο ομάδων, το οποίο κρίθηκε με ένα ανεπανάληπτο αυτογκόλ.

Το μεγαλύτερο ματς στην ιστορία του ‘Μαρακανά’ κρίθηκε από αυτογκόλ

Ένας πιτσιρικάς σκάει μπαλόνια που βρίσκονται πίσω από το τέρμα. Ένας φαλακρός κύριος, γονατιστός, φιλάει το γρασίδι του ‘Μαρακάνα’. Οι πιο φανατικοί έριξαν το ένα τέρμα κάτω και μάζευαν δίχτυα ή γρασίδι για να τα πάρουν στο σπίτι. Λίγα λεπτά πριν, είχαν βρεθεί σε αυτό που λέγεται έκσταση, με το 2-2 του Ερυθρού Αστέρα με την Μπάγερν στον δεύτερο ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το ημερολόγιο ακόμη έγραφε 24 Απριλίου 1991.

Το Βελιγράδι κρύβει στα έγκατά του το βαλκανικό χάος και τη σλάβικη δόξα. Άλλωστε, η λέξη ‘σλάβα’ μεταφράζεται ως δόξα. Ο περίφημος Ερυθρός Αστέρας των τελών της δεκαετίας του ’80 συνδύαζε -χωρίς να γίνεται να μετρηθούν- τις δύο καταστάσεις. Από την κορφή ως τα νύχια αρτίστες, λίγο πριν οι Κροάτες και οι Σέρβοι, κυρίως, σταματήσουν να μιλάνε μεταξύ τους, υπό το φόβο και των όπλων, οι παίκτες του Αστέρα απείχαν μόλις ένα 90λεπτο από τον πρώτο τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στην ιστορία του. Αλλά, για να πάει στο ‘Σαν Νικόλα’, έπρεπε να αποκλείσει το φόβητρο, που ήταν η Μπάγερν Μονάχου. Φόβητρο, που παρέμενε τέτοιο, παρά τον πρώτο ημιτελικό της τελευταίας διοργάνωσης που είχε και τυπικά τότε την ονομασία Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Ο Ερυθρός Αστέρας απείχε 90 λεπτά από την πρόκρισή του στον τελικό του Μπάρι. Όλο το Βελιγράδι ζούσε με την ανυπομονησία του παιχνιδιού. Ακόμα και οι οπαδοί της Παρτίζαν, έστω κι αν, αυτονοήτως, ενώνονταν με πνευματικούς δεσμούς με την Μπάγερν. Ήταν σίγουρα η τελευταία παράσταση. Δεν θα περνούσαν παρά 2 μήνες και 4 μέρες, όταν η κυβέρνηση της Σλοβενίας θα διέταζε τον Γιούρι Ζντοβτς να μην αγωνιστεί με τη Γιουγκοσλαβία στον ημιτελικό Ευρωμπάσκετ με την Ιταλία. Ήταν η πρώτη πράξη, πριν από οποιαδήποτε άλλη, που σηματοδοτούσε τον διαχωρισμό του ιδεατού κόσμου που είχε φτιάξει ο από ενδεκαετίας νεκρός Γιόσιπ Μπροζ, γνωστός ως Τίτο.

Και δεν είχαν περάσει παρά 11 μήνες από τη μέρα που έγινε η σύρραξη των οπαδών του Ερυθρού Αστέρα με εκείνους της Ντίναμο Ζάγκρεμπ, στις 13 Μαΐου 1990, όταν ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν χτύπησε αστυνομικό στο ‘Μακσιμίρ’. Το ποτάμι δεν γυρνούσε πίσω, αλλά προς το παρόν, στις 24 Απριλίου 1991, στη ρεβάνς το 1-2 με την Μπάγερν, την κόκκινη φανέλα με το αστέρι φορούσαν Σέρβοι, Κροάτες, Σκοπιανοί, Μαυροβούνιοι, ακόμα κι ένας Ρουμάνος.

Ο Μιόντραγκ Μπελοντέντιτσι καλούταν να παίξει το ρόλο ενός από τους σπουδαιότερους Γιουγκοσλάβους ποδοσφαιριστές στην ιστορία, του Βέλιμπορ Βάσοβιτς, ο οποίος δεν ήταν μόνο η κορωνίδα της Παρτίζαν, που έφτασε στον τελικό του 1966 και έχασε στην παράταση 1-2 από τη Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά κι ένα σημαντικό συστατικό ώστε ο Άγιαξ να φτάσει να γίνει εκείνος που ήταν από το 1969 έως το 1974. Η αναγνώριση για τον υπέροχο Σέρβο, που αποδήμησε σε χλοερό τόπο στα 62 του, στις 3 Μαρτίου 2002, είχε έρθει από τον Ρίνους Μίχελς νωρίς, αφού την πρώτη χρονιά του Άγιαξ είχε το περιβραχιόνιο, αυτός και όχι ο Πιτ Κάιζερ ή ο Γιόχαν Κρόιφ, και σήκωσε το πρώτο από τα 4 τρόπαια με τα μεγάλα αυτιά στο ‘Γουέμπλεϊ’, μετά το 2-0 της 2ης Ιουνίου 1971 κόντρα στον Παναθηναϊκό. Ο Μπελοντέντιτσι, από την πλευρά του, ως πάτερ φαμίλιας των αγοριών του Λιούμπο Πέτροβιτς, ήταν πολύ Ρουμάνος για να ψάχνει δικαίωση. Ήθελε, όπως όλα τα απίθανα παιδιά της ακόμη γιουγκοσλάβικης ομάδας, τον τελικό του Μπάρι. Ο Ρουμάνος ήταν μόλις 26, οι υπόλοιποι, όμως, ήταν μικρότεροι. Ο Ντάρκο Πάντσεφ ήταν 25, ο Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς 24, οι Ρόμπερτ Προσινέτσκι και Σίνισα Μιχάιλοβιτς 21. Μόνο ο Ντράγκισα Μπίνιτς (29) και ο Ίλια Ναϊντόσκι (27) ήταν μεγαλύτεροι.

Ήταν, λοιπόν, ένα βήμα από αυτόν. Μόλις 3 χρόνια πριν, είχαν τη Μίλαν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, με προπονητή τον Αρίγκο Σάκι και τους 3 Ολλανδούς (εκτός των Φράνκο Μπαρέζι, Πάολο Μαλντίνι, Κάρλο Αντσελότι), στα σκοινιά. To πρώτο ματς στο Σαν Σίρο είχε λήξει 1-1 και ο Αστέρας προηγούνταν 1-0 στη ρεβάνς, παίζοντας με αριθμητικό πλεονέκτημα, ελέω της αποβολής του Πιερ Πάολο Βίρντις. Αλλά η ομίχλη, που σκέπασε το ‘Μαρακανά’ στο 57′, ανάγκασε τον διαιτητή Ντίτερ Πάουλι να προτείνει στον Πέτροβιτς να ξαναγίνει το παιχνίδι. Ο Γιουγκοσλάβος προπονητής αποδέχθηκε το αίτημα, μόνο που μία μέρα αργότερα δεν είχε στη διάθεσή του τον Σαβίτσεβιτς, ο οποίος ήταν… φαντάρος. Παρ’ όλα αυτά, οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες με σκορ 1-1 και η Μίλαν προκρίθηκε στα πέναλτι.

Η φανέλα με το νούμερο 10

Ειρήσθω εν παρόδω, τα 3 γκολ του Αστέρα είχε πετύχει ο ιθύνων νους της ομάδας στον αγωνιστικό χώρο, Ντράγκαν Στόικοβιτς. Μόνο που στην περιπέτεια που οδηγούσε στο Μπάρι δεν ήταν εκεί. Το απίστευτο Παγκόσμιο Κύπελλο που έκανε, υποχρέωσε τον πρόεδρο της Μαρσέιγ, Μπερνάρ Ταπί, να τον αγοράσει. Το αντίτιμο, τότε, ανήλθε στα 6 εκατομμύρια ευρώ. Και ενώ οι Γάλλοι δημιούργησαν τη δική τους πορεία για να βρεθούν στο ‘Σαν Νικόλα’, οι Γιουγκοσλάβοι είχαν ήδη βρει τον αντικαταστάτη του Στόικοβιτς, στο πρόσωπο του Βλάντιμιρ Γιούγκοβιτς και το κέντρο με την επιθετική γραμμή τους ήταν… χάζι: από τον Μιχάιλοβιτς στον Προσινέτσκι και από τον Γιούγκοβιτς, στον Μπίνιτς, στον Σαβίτσεβιτς και φυσικά στον Πάντσεφ, το ‘1’ στη θέση του σέντερ φορ.

Στην πραγματικότητα, όμως, γινόταν διάσχιση του αγωνιστικού χώρου. Όλοι οι παίκτες του Αστέρα, που εφορμούσαν στην περιοχή του αντιπάλου, κουβαλούσαν την μπάλα από τον άξονα, αντάλλασσαν ασύλληπτα γρήγορες πάσες και έβγαζαν στο γήπεδο ένα εξωφρενικό ταλέντο. Ειδικά το ‘Μαρακανά’ έμοιαζε πολύ μεγαλύτερο από ό,τι ήταν τα ευρωπαϊκά βράδια, όταν ομάδες όπως η Γκρασχόπερς (η οποία πήρε ισοπαλία 1-1 στο πρώτο ματς του 1ου γύρου, πριν συντριφθεί 1-4 στη Ζυρίχη), οι Ρέιντζερς και η Ντινάμο Δρέσδης έγειραν επιθετικές αξιώσεις.

Το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό: η μπάλα κολλούσε στα πόδια στις ψηλές μπαλιές και μια θυελλώδης χορογραφία άρχιζε να αναπτύσσεται. Από το δικό του μισό, ο Αστέρας έπαιρνε την μπάλα και την άλλαζε πλαγίως, στο μεγάλο κενό χώρο. Οι προωθητικές μπαλιές που γίνονταν από τα πλάγια θα ορκιζόσουν κάθε φορά ότι θα έβγαιναν εκτός χώρου. Όμως έμεναν μέσα και ταυτοχρόνως, στην άλλη πλευρά, οι επιθετικοί έμπαιναν στην περιοχή, με παράλληλη κίνηση. Λίγες καταστάσεις ήταν τακτικιστικές, ιδιώς στο αμυντικό μισό. Η επίθεση ήταν μόνο ένστικτο, όπως το “you think I’m funny” του Τζο Πέσι στα ‘Καλά Παιδιά’.

Ο Σαβίτσεβιτς, ο Προσινέτσκι (ο μόνος Κροάτης που είχε πασαπόρτι στο κόκκινο κομμάτι του Βελιγραδίου, όλα τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου και βεβαίως αργότερα), ο Γιούγκοβιτς έβρισκαν έναν διάδρομο. Οι αμυντικοί οπισθοχωρούσαν σαν να έτρεχαν να ξεφύγουν από πλημμύρα. Στο 2-1 της Δρέσδης, ο Σαβίτσεβιτς ήταν ασυγκράτητος. Το γκολ του, ένα εξωφρενικό σλάλομ στην οργανωμένη γερμανική άμυνα, ήταν υπέροχο. Το νούμερο 10 της φανέλας, που πήρε από τον Στόικοβιτς, δεν δημιουργούσε κάποιο κενό. Τη φορούσε ο σωστός.

Ο Σαβίτσεβιτς έμοιαζε με τον Τόνι Κούκοτς. Μπορεί ο Ντράζεν Πέτροβιτς να αποκλήθηκε ‘Μότσαρτ’, αλλά ο ‘ροζ πάνθηρας’ ήταν που έπαιξε διαφορετική, πιο γρήγορη κλασική μουσική. Ο αριστεροπόδαρος Μαυροβούνιος δεν ‘έβλεπε’ τους αμυντικούς εκείνη τη χρονιά στην Ευρώπη.

Τα βαρίδια στα πόδια

Όταν ο Αστέρας πήγε στο Μόναχο να παίξει τον πρώτο ημιτελικό με την Μπάγερν, οι Γερμανοί είχαν φτάσει στον τελικό το 1987 και είχαν σπουδαία ομάδα. Ο Μπρίαν Λάουντρουπ, ο νεαρός Στέφαν Έφενμπεργκ, ο συνονόματός του Ρόιτερ, ο Όλαφ Τον, ο Κλάους Αουγκεντάλερ, ο Ρόναλντ Βόλφαρθ, φυσικά ο Γιούργκεν Κόλερ, είχαν φτιάξει ένα σύνολο τουλάχιστον ισάξιο με αυτό της Μπάγερν των τελευταίων ετών. Τέσσερις παγκόσμιους πρωταθλητές είχαν οι Βαυαροί και ο Κόλερ ήταν ήδη ένας από τους σπουδαίους κεντρικούς αμυντικούς στον κόσμο. Και είχε για προπονητή, δεν θα το πιστέψετε, τον Γιουπ Χάινκες, τον άνθρωπο που καθόταν στον πάγκο της ομάδας 22 χρόνια αργότερα, στην κατάκτηση του Champions League 2013 με αντίπαλο την Ντόρτμουντ.

Όμως, ο Αστέρας ήταν μία ομάδα που το τσαγανό και το θράσος περίσσευαν. Όσο μεγαλύτερη η πρόκληση, τόσο περισσότερο το μαζούτ που εξέπεμπαν από τις εξατμίσεις τους τα γιουγκοσλαβάκια στον αγωνιστικό χώρο. Στο πρώτο ματς, ο Βόλφαρθ έβαλε μπροστά τους Βαυαρούς στο σκορ, αλλά μια ξαφνική μπαλιά του Προσινέτσκι έβγαλε τον Μπίνιτς, ο οποίος έκανε τα 100μ. σε 10.05, στην πλάτη του προσωπικού αντιπάλου του, Χανς Πφλούγκερ, και ο Πάντσεφ ισοφάρισε με δεξιά προβολή, μια ανάσα πριν βγει το ημίχρονο. Ήταν ένα θεσπέσιο γκολ, με τον τρόπο που η μπάλα κυκλοφόρησε μέσα στην περιοχή του Αστέρα, από τον Σλόμπονταν Μάροβιτς στον Μπελοντέντιτσι, για να φτάσει στον ξανθό Κροάτη. Σε αυτήν τη φάση δικαιώνεται και ο ορισμός της ατρόμητης ομάδας. Οι Γερμανοί ήταν απρόσεκτοι και το μόνο που χρειάστηκε ο Σκοπιανός επιθετικός, στο 70′, ήταν να πετάξει την μπάλα μπροστά για να καβαλικέψει το άτι ο Σαβίτσεβιτς. Στο σπριντ, ο Κόλερ αποδείχθηκε φτωχός συγγενής.

Η Μπάγερν πήγε στο ‘Μαρακανά’ με το 1-2 στην πλάτη. Και βρέθηκε πολύ νωρίς πίσω στο σκορ, με τον Μιχάιλοβιτς να είναι απλώς ο εαυτός του σε μία εκτέλεση φάουλ, από εκείνες που έγιναν το σήμα κατατεθέν του όταν οπισθοχώρησε στον αγωνιστικό χώρο, για να καλύψει το έλλειμμα της ταχύτητας. Ο Αστέρας μπήκε μπροστά στο σκορ στο 24′, αλλά προφανώς η πρόκριση απείχε να θεωρείται τελειωμένη. Ο Στέβαν Στογιάνοβιτς έκανε λανθασμένο υπολογισμό στο φάουλ του Αουγκεντάλερ στο 61′ και στο 66′ ο Τον εκμεταλλεύθηκε καραμπόλα στην περιοχή, για να φέρει το σκορ στα επίπεδα του πρώτου ματς.

Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να έχουν πάρει την πρόκριση αν ο Βόλφαρθ δεν έστελνε την μπάλα  στο δοκάρι λίγο αργότερα. Και ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν από την παράταση, στο απονενοημένο διάβημα, ο Βάνια Ραντίνοβιτς προσπάθησε να βρει τον Πάντσεφ. Ο Έφενμπεργκ έκοψε και η μπάλα έφτασε ξανά στα πόδια του δεξιού μπακ του Αστέρα. Με γλυκιά μπαλιά, στην οποία έδωσε ύψος, τροφοδότησε τον Γιούγκοβιτς, ο οποίος ξεκίνησε την κούρσα. Πριν κοπεί, είχε φτάσει στη γραμμή της μεγάλης περιοχής. Αποδέκτης έγινε ο Προσινέτσκι, που έκοψε διαγώνια αριστερά. Πίσω του ήταν ο Μιχάιλοβιτς, ο οποίος έκανε τη σέντρα. Ο Τον έβαλε το πόδι και η μπάλα πήρε ανάποδο φάλτσο και ύψος.

Στην εστία, ο τερματοφύλακας Ράιμοντ Άουμαν έμοιαζε να έχει εύκολη δουλειά. Με ένα άλμα θα την έπιανε. Αλλά ο τότε 27χρονος πορτιέρε ήταν τρομοκρατημένος. Λες και είχε βαρίδια στα πόδια, προσπάθησε να πηδήξει. Η απόπειρα δεν στέφθηκε από επιτυχία. Ίσα που διαχωριστηκε το πόδι του από το έδαφος. Με το αριστερό χέρι ανοιχτό και την παλάμη να κοιτάζει τον ουρανό, ο Άουμαν υποδέχθηκε την μπάλα. Η οποία τον προσπέρασε. Έπεσε πίσω του, στην κενή πια εστία. Και ο Ερυθρός Αστέρας προκρίθηκε στον τελικό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK