Το γράμμα του Μπουφόν στον εαυτό του είναι εξομολόγηση αμαρτιών
Ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν έγραψε στον 17χρονο εαυτό του για να τον προειδοποιήσει, να τον προστατεύσει, να τον νουθετήσει πριν βγει στο γήπεδο. Πρόλαβε;
Ένας έφηβος 12 στα 13, γιος μιας δισκοβόλου και ενός αρσιβαρίστα, είναι μόνος στα σαλόνι του σπιτιού του στην Καράρα της Τοσκάνης και παρακολουθεί τον εναρκτήριο αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του '90. Στο Σαν Σίρο το Καμερούν των 9 παικτών νικάει 1-0 την κάτοχο Αργεντινή του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα με το γκολ του Φρανσουά Ομάμ-Μπιγίκ και ο μικρός Τζίτζι ταυτίζεται με τον Τόμας Ενκόνο, τον γκολκίπερ των 'λιονταριών'. Μέχρι τότε δεν ήξερε καν πως υπήρχε χώρα Καμερούν στον παγκόσμιο χάρτη. Παρασύρεται όμως από τη μαύρη φόρμα του κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο, το ροζ γιακά στην μπλούζα με τα μακριά μανίκια, τον "τρόπο που κινείται, τον τρόπο που στέκεται καμαρωτός, το φανταστικό μουστάκι του". Την αποφασιστική απομάκρυνση της μπάλας με τις γροθιές του. Γιατί "είναι ο πιο κουλ τύπος που έχεις δει".
Σήμερα οδεύει για τα 42 ως ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες όλων των εποχών, σίγουρα ο καλύτερος της γενιάς του, ορμώμενος από εκείνη την μέρα ν' ασχοληθεί αποκλειστικά και μόνο με το ποδόσφαιρο. Σήμερα είναι ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν, έχοντας πετύχει να γίνει ό,τι ονειρεύτηκε μικρός: άγριος, θαρραλέος, ελεύθερος. Ό,τι ακριβώς (πίστευε πως) πρέσβευε η φιγούρα του Ενκόκο. Είναι ο Μπουφόν έχοντας "δείξει στον κόσμο ότι υπάρχεις". Με τα (χοντρά) λάθη και τα ασίγαστα πάθη του. Την αμετροέπεια που συντρόφευε τα νιάτα του, την αγνωμοσύνη που (έλεγε ότι) τον οδήγησε στα σκοτεινά μονοπάτια του εθνικοσοσιαλισμού. Την κατάθλιψη που συνάντησε ενόσω ως ποδοσφαιριστής άγγιζε τον ουρανό. Ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν υπήρξε και παραμένει τρωτός. Δεν ήταν o Superman, όπως τον αποκαλούσαν. Δεν ήταν "κανένας υπερήρωας". Ήταν "ένας απλός άνδρας όπως οποιοσδήποτε άλλος".
Μέσα από το γράμμα του στο Players' Τribune, ο Ιταλός θα ήθελε πολύ να γυρίσει το χρόνο πίσω. Να ταξιδέψει τότε που, στα 17 του, ετοιμαζόταν να παίξει για πρώτη φορά βασικός με την Πάρμα του Νέβιο Σκάλα. Ήταν 19 Νοεμβρίου του 1995 σε παιχνίδι με αντίπαλο τη Μίλαν και κράτησε το μηδέν (0-0). Λίγες ημέρες πριν "θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι, να πίνεις ζεστό γάλα. Αλλά τι έκανες; Θα πήγαινες σε κλαμπ με τους φίλους σου από την Πριμαβέρα. Θα πιεις μόνο μια μπύρα, ναι; Αλλά θα υπερβάλλεις λίγο. Θα γίνεις χαρακτήρας ταινίας. Ο δυνατός. Κάπως έτσι συμπεριφέρεσαι υπό πίεση που δεν γνωρίζεις ότι αισθάνεσαι. Σύντομα θα είσαι έξω από το κλαμπ, καβγαδίζοντας με κάποιους αστυνομικούς στη 1 μετά τα μεσάνυχτα. Πήγαινε σπίτι, πήγαινε για ύπνο. Και, σε εκλιπαρώ, μην ουρήσεις στη ρόδα του περιπολικού. Οι αστυνομικοί δεν θα το βρουν διασκεδαστικό, ούτε από το μαγαζί και θα ρισκάρεις ό,τι έχεις δουλέψει. Είναι ένα μέρους του χάους που προκαλείς χωρίς λόγο στον εαυτό σου. Υπάρχει αυτή η φλόγα που καίει μέσα σου και σε οδηγεί σε λάθη. Προφανώς και πιστεύεις ότι δείχνει στους συμπαίκτες σου πως είσαι δυνατός και ελεύθερος, αλλά στην πραγματικότητα είναι η μάσκα που φοράς".
Ο Μπουφόν θα ήθελε πολύ να έχει μην έχει παρασυρθεί από την παρόρμηση της στιγμής. Να λειτουργήσει πιο ώριμα, να πράξει με δεύτερες σκέψεις, να μην έχει κάνει "ένα από τα λάθη που θα προκαλέσουν πολύ πόνο στην οικογένειά σου". Να μην έχει γράψει ποτέ στη φανέλα του "θάνατος στους δειλούς". Μια φράση συνδεδεμένη με τα ακροδεξιά στοιχεία της Ιταλίας πριν καν την εποχή του Μουσολίνι, η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή από τα γεγονότα του 1970 στη Ρέτζιο Καλάμπρια. Τον Σεπτέμβριο του 1999 η Πάρμα θ' αντιμετώπιζε τη Λάτσιο και ο Ιταλός έγραψε ιδιοχείρως τη φράση στη φανέλα του. Πίστευε ότι "είναι απλώς μια κινητήρια κραυγή. Δεν γνωρίζεις πως είναι ένα σύνθημα των ακροδεξιών φασιστών".
Έπεσε εκ νέου, ηθελημένα ή μη, στην ίδια -επικοινωνιακή- παγίδα. Με το '88' που διάλεξε ως αριθμό φανέλας "γιατί η λίγκα δεν μου επέτρεπε το 00 και το 01 του General Lee των Dukes δεν θεωρήθηκε νούμερο", το οποίο έγινε γρήγορα 77 για να πάψει να συνδέεται με το Η(eil)Η(itler) της ναζιστικής Γερμανίας, την αγαστή σχέση με την κερκίδα της Λάτσιο, που τον σέβεται απεριόριστα, και το πανό 'fieri ti essere Italiani' (περήφανος να είσαι Ιταλός) με τον κέλτικο σταυρό ζωγραφισμένο στη γωνία μετά την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου το 2006. Πλήγωσε πολλούς, έχασε φανς, δημιούργησε εχθρούς. Βέβαια "αυτά τα λάθη είναι σημαντικά, γιατί σου υπενθυμίζουν πως είσαι άνθρωπος. Θα σου υπενθυμίζουν, ξανά και ξανά, πως δεν ξέρεις τίποτα, φίλε μου. Αυτό είναι καλό διότι το ποδόσφαιρο θα κάνει εξαιρετική δουλειά προσπαθώντας να σε πείσει ότι είσαι ξεχωριστός, αλλά θα πρέπει να θυμάσαι πως ότι δεν είσαι διαφορετικός από έναν μπάρμαν ή έναν ηλεκτρολόγο, με τον οποίο θα είσαι φίλοι για πάντα".
Ο Μπουφόν θα ήθελε πολύ να γυρίσει πίσω και να μάθει ότι "τα χρήματα και η φήμη δεν είναι ο σκοπός. Αν δεν φοντίζεις την ψυχή σου, αν δεν αναζητάς για έμπνευση σε πράγματα εκτός του ποδοσφαίρου, θα φθαρείς". Θα ήθελε να έχει συναντήσει κάποιον που να τον συμβουλεύσει να είναι "πιο περίεργος για τον κόσμο γύρω του απ' όταν είσαι ακόμα νέος. Θα σώσεις τον εαυτό σου και ιδίως την οικογένειά σου από μεγάλη θλίψη". Άργησε να μάθει τον Τζίτζι, καθυστέρησε να τον περιποιηθεί, ν' ανοίξει μυαλό του νωρίτερα. "Μάλλον αυτό είσαι". Έπρεπε να συμβεί όταν "η πίεση του επαγγελματισμού είναι ικανή να σε μετατρέψει σε ρομπότ. Η ρουτίνα μπορεί να εξελιχθεί σε μια φυλακή. Πηγαίνεις στην προπόνηση. Επιστρέφεις και βλέπεις τηλεόραση. Πηγαίνεις για ύπνο. Κάθε ημέρα το ίδιο. Νικάς. Χάνεις. Μια διαρκής επανάληψη. Ένα πρωί σηκώνεσαι από το κρεβάτι για να πας στην προπόνηση. Τα πόδια σου θ' αρχίσουν να τρέμουν ανεξέλεγκτα. Θα είσαι τόσο αδύναμος που δεν θα είσαι ικανός να οδηγήσεις. Θα θεωρήσεις ότι απλώς κόπωση ή ένας ιός. Αλλά κατόπιν θα γίνεις χειρότερα. Θα θέλεις μόνο να κοιμάσαι. Στην προπόνηση κάθε επέμβαση θα είναι μια τιτάνια προσπάθεια. Για επτά μήνες, θα είναι δύσκολο να βρίσκεις χαρά στη ζωή".
Ούτε η παρουσία στη Γιουβέντους, οι τίτλοι και η αναγνώριση, ούτε φυσικά τα χρήματα τον καλύπτουν. Μηδένιζε καθετί που συνέβαινε γύρω του, δεν ζούσε μια κανονικότητα. Ο Μπουφόν δεν θα ήθελε να ξεχάσει τη συνάντηση με το τέρας της κατάθλιψης. Διότι αλλιώς δεν θα ακολουθούσε η λύτρωση. Το αποσταθεροποιημένο είναι του απέκτησε ξανά οντότητα, όταν "ένα πρωί θ' αποφασίσεις να σπάσεις τη ρουτίνα και να πας σε διαφορετικό εστιατόριο του Τορίνο για πρωινό. Θα δεις μια νέα διαδρομή της πόλης και θα περάσεις μπροστά από ένα μουσείο ζωγραφικής. Η αφίσα λέει Σαγκάλ. Το 'χεις ακούσει το όνομα, αλλά δεν γνωρίζεις από τέχνη. Έχεις να κάνεις πράγματα, πρέπει να συνεχίσεις το δρόμο σου. Είσαι ο Μπουφόν. Ποιος όμως είναι ο Μπουφόν; Ποιος, στην πραγματικότητα, είσαι; Ξέρεις; Οφείλεις να μπεις στο μουσείο, αυτήν την ημέρα. Θα είναι η πιο σημαντική απόφαση της ζωής σου. Αν δεν μπεις και συνεχίσεις τη ζωή σου ως ποδοσφαιριστής, ως Superman, θα κλειδώσεις όλα τα συναισθήματά σου σ' ένα κελάρι και η ψυχή σου θα χειροτερεύσει.
Αν όμως πας, θα δεις εκατοντάδες πίνακες του Σαγκάλ. Οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν θα σου πουν τίποτα απολύτως. Αλλά τότε θα δεις έναν συγκεκριμένο που θα σε χτυπήσει σαν αστραπή. Λέγεται η Βόλτα. Είναι σαν παιδική ζωγραφιά. Ένας άνδρας και μια γυναίκα είναι στο πάρκο, σε πικ νικ, αλλά καθετί είναι μαγικό. Η γυναίκα πετάει προς τον ουρανό, σαν άγγελος, και ο άνδρας στέκεται στο έδαφος κρατώντας το χέρι της και χαμογελώντας. Είναι σαν το όνειρο ενός παιδιού. Αυτή η ζωγραφιά θα μεταδώσει κάτι από άλλο κόσμο. Θα σου δώσει την παιδική αίσθηση. Το αίσθημα της ευτυχίας στην απλότητά του. Μεγαλώνοντας θα ξεχάσεις εύκολα αυτά τα συναισθήματα. Πρέπει να πας στο μουσείο την επόμενη ημέρα. Είναι απαραίτητο. Η γυναίκα των εισιτηρίων θα σε κοιτάξει γελώντας. Θα πει 'δεν ήσουν εδώ χθες'. Δεν έχει σημασία. Μπες ξανά μέσα. Η τέχνη είναι η καλύτερη θεραπεία για σένα. Όταν ανοίξεις το μυαλό σου, η εσωτερική βαρύτητα που νιώθεις θα απελευθερωθεί όπως η γυναίκα αιωρείται στον πίνακα".
Ο Μπουφόν είχε μόλις βγάλει την πιο δύσκολη απόκρουση της ζωής του, είχε βγει από το τούνελ. Έχοντας καταφέρει, όπως μετέφερε στο video που συνόδευσε το γράμμα του, "ν' ανατρέψω το πεπρωμένο αυτή της κατάστασης, αρχίζοντας να δίνω νέα ερεθίσματα στο μυαλό. Μέσα σ' έναν, ενάμιση μήνα ήμουν νέος ξανά. Πιστεύω ότι ο καθένας έχει μέσα του μια δημιουργική πλευρά και θα πρέπει να βρει τον τρόπο να την εκφράσει. Δεν ντρέπομαι να δείξω την αδύναμη πλευρά μου. Δεν θα σβήσω τον διακόπτη του εαυτού μου. Για μένα μια μεγάλη θεραπεία σε αυτήν την κατάσταση ήταν να μιλήσω απελευθερωμένα γι' αυτό. Πέρα από το γιατρό της Γιουβέντους, μίλησα με τον πατέρα και τη μητέρα μου, τις αδερφές μου και τον γαμπρό μου, την κοπέλα μου και 2-3 φίλους. Και θυμάμαι πως κάθε φορά μου μιλούσα γι' αυτήν την ασθένεια, ένιωθα το άγγιγμα της επίδρασης, ένιωθα ότι ένα βάρος έφευγε από τους ώμους μου. Το να μην ντρέπεσαι και να δείχνεις πως είσαι ένας άνθρωπος με όρια ήταν κάτι που οπωσδήποτε με βοήθησε να υπερβώ αυτήν την πρόκληση".
Στο νέο επεισόδιο του Pod-όσφαιρο καλεσμένος είναι ο Αντρέα Παλομπαρίνι του Sport24 Radio 103,3 για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό: να αποθεώσει το κάλτσιο. Επιλέγει την καλύτερη Ιταλία που έχει δει και δεν είναι εκείνη του 2006 και παίρνει σαφέστατη θέση στο δίλημμα Ρονάλντο - Ζιντάν. Oι Κώστας Μπράτσος και Λευτέρης Ελευθερίου σχολιάζουν τα 'κοψίματα' πρωτοκλασάτων παικτών από τον Γιον φαν'τ Σιπ στην Εθνική Ελλάδας, ενώ αποφαίνονται και στο ποιος εκ των Παναθηναϊκού ή Άρη θα μείνει εκτός playoffs.