Σάββας Κωφίδης, ο τελευταίος αναρχικός των γηπέδων
Σε μια άλλη ζωή θα ήταν μουσικός, ίσως ντράμερ. Έγινε ποδοσφαιριστής και έζησε όλα όσα ονειρευόταν. Ως άνθρωπος δεν θα ολοκληρωθεί. Η συνέντευξη του Σάββα Κωφίδη στο Contra.gr μπερδεύει την μπάλα με την πολιτική και την κοινωνία, τον Χατζηπαναγή με τον Τσε, τον Ηρακλή με τον Ολυμπιακό και τον Άρη, την Εθνική με το μέταλ, τον παίκτη με τον προπονητή.
Τα τέσσερα χρόνια που ο Σάββας Κωφίδης ανήκε στον Ολυμπιακό ήμασταν συνδημότες. Είχε επιλέξει να μένει στην Άνω Ηλιούπολη, στο συγκρότημα διαμερισμάτων που είχε ήδη εγκατασταθεί ο Γιάννης Σαμαράς (του Παναθηναϊκού τότε). Δεν έτυχε να συναντηθούμε ποτέ. Αφενός ήμουν μικρός για να κυκλοφορώ ελεύθερος. Αφετέρου διευκρίνισε ότι “δεν έβγαινα πολύ συχνά έξω“. Αφού περπατήσαμε ως το Πανεπιστήμιο και μετακινηθήκαμε με το μετρό μέχρι το σταθμό ‘Συγγρού-Φιξ’, δέχθηκε να τον γυρίσω με το αυτοκίνητο στη γειτονιά που μεγάλωσα, δίπλα στο πρώτο σχολείο μου. Σε φίλους του που γνωρίζει χρόνια και τον περίμεναν.
Αν το γνώριζα εκ των προτέρων, θα είχα κανονίσει τη συνάντησή μας εντός έδρας. Παίξαμε στο δικό του γήπεδο. Κέντρο, Εξάρχεια, Καλλιδρομίου. Φιγούρα ξωτική (κατά τον Άλκη Αλκαίο), αλλά ταυτόχρονα οικεία ξεπρόβαλε από την πιο ανατρεπτική Πλατεία της Αθήνας. Με γκριζαρισμένο μακρύ μαλλί, δερμάτινο μπουφάν, παλαιστινιακή μαντήλα στο λαιμό. Όπως ακριβώς πλάθεις την εικόνα στο μυαλό σου. Μια (απαραίτητη για τον ίδιο και περιττή για μένα) συγγνώμη για τη μικρή χρονοκαθυστέρηση μείωσε αυτομάτως την απόσταση δύο ανθρώπων που μόλις γνωρίστηκαν, έχοντας συστηθεί τηλεφωνικά. Στις μικρές παύσεις του φωτογράφου Ανδρέα για τα εικονοποιημένα ‘τεκμήρια’ της συνάντησης λειτουργούσε μάλλον αμήχανα.
Εσωστρεφής θα το δεχθεί, απόμακρος όχι δα. “Η εντύπωση του απόμακρου που έχουν για μένα, κυρίως από το δημοσιογραφικό κλάδο, είναι λανθασμένη“. Ομολόγησε ότι όντως αποστρέφεται τη δημοσιότητα. “Δεν είχα λόγο να δίνω συνεντεύξεις, σταμάτησα, δεν μ’ ενδιέφερε“. Παρεξηγήθηκε η στάση του, “θεωρήθηκε απόμακρο“, επαναλαμβάνει. Ακολούθησε η τεκμηρίωση του. “Ο δημοσιογραφικός κλάδος δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι μπορεί να είναι ένα δημιουργικό έντυπο που να προωθεί το ποδόσφαιρο“. Κάποτε “διάβαζα αθλητικές εφημερίδες“, αλλά η απογοήτευση τον πλημμύρισε. “Δεν έχει να μου προσφέρει τίποτα, ίσα-ίσα παραποιεί τα πράγματα, προωθεί αυτά που θέλει. Η αποστολή του δημοσιογράφου είναι να λέει τα πράγματα όπως είναι και ο αναγνώστης να σχολιάζει και ν’ αξιολογεί. Όχι να μεταφέρει πράγματα που δεν ισχύουν, να γράφει ψέματα, ανακρίβειες και αναλήθειες. Αυτό που έχω εγώ ως εντύπωση είναι κάτι άλλο. Δεν μιλάει πραγματικά για το ποδόσφαιρο και την κοινωνία“.
Θα έλεγε ψέματα, αν δεν είχε μετρήσει αρκετές εξαιρέσεις. Έλαχε να είμαι μία, μου μετέφερε. Από ένστικτο. Συσπάστηκαν δυο μύες στο πρόσωπο μου, χαμογέλασα εντός. Προ διετίας είχαμε ‘συναντηθεί’ ραδιοφωνικά για το ψήφισμα που είχαν συνυπογράψει αθλητικές προσωπικότητες ενόσω η Ηριάννα και ο Περικλής κρατούνταν. Ήταν μια μορφή ζεύξης. “Όταν κάποιοι άνθρωποι με πλησίασαν θετικά, κατάλαβαν ότι είμαι διαφορετικός. Δεν είμαι ποτέ απόμακρος με τους ανθρώπους. Είμαι απόμακρος με τις καταστάσεις“. Ευθύς, σταράτος, κατασταλαγμένος.
Οι μνήμες από το Αλμάτι
Η σχεδόν τρίωρη κουβέντα μας στο διώροφο καφέ-μπαρ της Καλλιδρομίου ήταν η ανυπόκριτη διήγηση της ζωής του. Μιας ζωής με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη “στην οποία μου αρέσει πολύ να περπατάω“. Μιας ζωής όμως που άρχισε στις 5 Φλεβάρη του 1961 στο Αλμάτι του (σημερινού) Καζακστάν. Όπως αντιλαμβάνεσαι κατάγεται “από προσφυγική οικογένεια, Έλληνες του Πόντου που κατέφυγαν άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί. Οι παππούδες πήγαν στη Σιβηρία κι από ‘κει ο Στάλιν έστειλε μια μερίδα στο Καζακστάν. Εκεί γεννήθηκα εγώ. Δεν ήταν πολιτικοί πρόσφυγες“. Ήταν παρόλα αυτά μια αυταρχική (ως και βίαιη σε κάμποσες περιπτώσεις) διαδικασία εσωτερικής μετακίνησης ελληνικών πληθυσμών που επέβαλε ο ηγέτης της ΕΣΣΔ.
Ο μικρός Σάββας ελάχιστα θυμάται από εκείνα τα χρόνια στα βάθη της Ασίας. Οι εικόνες του θολές και κάπως μπερδεμένες. Σίγουρα έχει αποτυπώσει στη μνήμη του “το χώρο του σπιτιού, μια μονοκατοικία με αυλή ήταν, σε μια συνοικία που δεν έχει καμία σχέση με την πλούσια τωρινή κατάσταση“. “Ήμασταν αρκετοί Έλληνες στην ίδια περιοχή. Οι δικοί μου ήταν από τους πρώτους που έφτασαν εκεί. Μετά ακολούθησαν άλλες παρτίδες προσφύγων“, έμαθε μεγαλώνοντας. Κυρίως έχει καταγραφεί στο θυμικό “το ταξίδι όταν ήρθαμε εδώ. Αφήσαμε πίσω το σπίτι μας και φυσικά κάποιους συγγενείς, αλλά οι περισσότεροι γύρισαν, λίγοι έμειναν πίσω. Οι Έλληνες του Πόντου ήταν οι πρώτοι στους οποίους επέτρεψαν να κάνουμε αυτό αυτό το ταξίδι“.
Από τότε δεν επέστρεψε πίσω. Αν και “αργότερα πήγα στη Σοβιετική Ένωση ως ποδοσφαιριστής, στη Μόσχα κυρίως, όπου είδα κάποια πράγματα“, δεν ξέρει να εξηγήσει το γιατί δεν δοκίμασε να ένα τέτοιο ταξιδιωτικό πείραμα στο χρόνο. “Θα ήθελα για να δω πώς εξελίχθηκε“. Τότε ήταν ένας άγονος τόπος σε υψόμετρο μεταξύ 500 και 1700 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Σήμερα η πρώην πρωτεύουσα, πριν από την Αστάνα, λειτουργεί ως το οικονομικό κέντρο, παράγοντας περί το 20% του ΑΕΠ της χώρας.
Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της χούντας
Ήταν στα 5 προς 6 όταν άρχισε το φευγιό, το ένα από τα πέντε παιδιά επταμελούς οικογένειας – τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Έκαναν χρήση του δικαιώματος παλλινόστωσης, αρκεί ν’ άφηναν πίσω ό,τι είχαν προλάβει να φτιάξουν, “γιατί ο τόπος καταγωγής τους ήταν η Ελλάδα. Ήταν πρόσφυγες που μετακινήθηκαν και όταν τους δόθηκε η ευκαιρία είπαν ‘θα πάμε στη χώρα μας’. Αρχικά ήρθαμε στην Αθήνα, αλλά ίσως επειδή οι γονείς μου είχαν κάποιους συγγενείς, μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη“.
Η ενσωμάτωση σε μια νέα κοινωνία, μια νέα ‘πατρίδα’, ήταν μια περίπλοκη μετάβαση. Κατά βάση “για τους γονείς μας. Εμείς δεν καταλαβαίναμε πολλά, αλλά φαντάζομαι πως ήταν δύσκολα γι’ αυτούς. Δούλευαν και οι δύο. Ο πατέρας μου ήταν μαραγκός και η μάνα μου εργαζόταν στις φοιτητικές εστίες“. Το ξέγνοιαστο και άδολο πιτσιρίκι της ιστορίας προσαρμόστηκε ομαλά στην πραγματικότητα. Το σχολείο λειτούργησε ως παράγων αποσυμπίεσης, αφού εντάχθηκε χωρίς χρονοτριβή σ’ ένα σύνολο. Εκτός από το γεγονός πως “6 ετών πήγα κατευθείαν στο ελληνικό δημοτικό σχολείο“, τον ευνόησε πως “οι γονείς μου στο σπίτι δεν μας μιλούσαν καθόλου ρώσικα, τα οποία δεν γνωρίζω, μόνο ποντιακά. Ελληνικά δηλαδή. Τα ποντιακά είναι ελληνική διάλεκτος“. Σε δεύτερο βαθμό ήταν η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο που ‘γκρέμισε’ την όποια παιδική προκατάληψη θα ήταν εφικτό ν’ ανθίσει τη στιγμή που ένα ξένο παιδί προσπαθούσε να μπει σε μια παρέα. “Λειτούργησε ευεργετικά και λυτρωτικά για ένα παιδί που δεν ήξερε που βρισκόταν και τι κάνει σε μια φτωχική περίοδο“.
Ταυτόχρονα ταραχώδης για την πολιτική ζωή του τόπου. “Δυστυχώς εμείς πέσαμε την περίοδο της εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Τότε που επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος. Εγώ παιδάκι ήμουν, αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα τι ήταν αυτό το ‘από το σχολείο γρήγορα σπίτι’ που μας έλεγαν. Βγήκαν και στη Θεσσαλονίκη τανκς. Στα 11-12, στην έκτη τάξη, άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι τους κανόνες του ‘μη’. Μη το ένα και μη το άλλο. Όταν σ’ ένα παιδί λες ‘μη’ είναι σαν να του λες πήγαινε κάν’το. Γιατί να υπάρχει το μη; Είναι σαν τη γνώση του καλού και του κακού. Αναγκαστικά πας και τρως το μήλο. Υπήρχε μια αίσθηση καταπίεσης. Τα τελευταία δύο χρόνια άρχισα να καταλαβαίνω και ανέπτυξα φόβο ως παιδί. Περιορίστηκε η μόρφωση και η παιδεία σε πράγματα που ήταν έξω από τον κοινωνικό χαρακτήρα. Ήταν δογματικά όλα“.
Σε προπαρασκευαστικό στάδιο σκέψης, ούτε καν έφηβος, θα ήταν μάλλον παράταιρο ν’ ανήκει σε ομάδες αντίδρασης. “Ήμουν μικρός ακόμα“, ομολογεί. Το σπίτι του θα το χαρακτήριζες, μάλιστα, ουδέτερη ζώνη. “Ούτε οι γονείς μου είχαν εμπλακεί ποτέ με τα πολιτικά. Ήταν άνθρωποι αγράμματοι, δεν είχαν ακαδημαϊκή μόρφωση για ν’ αναπτύξουν ερεθίσματα πολιτικής και κοινωνικής διάστασης. Είχαν όμως μια κοινωνική μόρφωση και στέκονταν σωστά απέναντι στα πράγματα. Συμπεριφέρονταν κόσμια και πολιτισμένα σε κάθε άνθρωπο. Μας έδωσαν, παρά τη φτώχεια, πράγματα για τα οποία αγωνίστηκαν στη ζωή. Ένας γονιός δεν χρειάζεται να μιλάει πολύ, αρκούν οι πράξεις. Πολιτικά, βέβαια, δεν γνώριζαν πώς να το εκφράσουν. Είχαν περάσει δύσκολα και στην ΕΣΣΔ, αλλά δεν μπορώ να τους κατηγοριοποιήσω. Γι’ αυτό και δεν διώχθηκαν από κανένα καθεστώς. Ούτε στη Σοβιετική Ένωση, εκτός από την περίοδο που αυταρχικά ο Στάλιν τούς έστειλε στο Καζακστάν“.
Ο Ηρακλής, ο Χατζηπαναγής και ο Τσε
Ο Ηρακλής προέκυψε συγκυριακά. Η οικογένεια Κωφίδη εγκαταστάθηκε “στις Σαράντα Εκκλησιές“. Χωμένη συνοικία προσφύγων ανάμεσα σε ανηφοροκατηφόρες με χαμηλά σπίτια. Για εκείνους που δεν γνωρίζουν την πόλη “πάνω ακριβώς από το Καυτανζόγλειο από τη μία είναι η Τριανδρία και από την άλλη οι Σαράντα Εκκλησιές. Εκεί μέναμε, στο πάτωμα κοιμόμασταν. Παραδίπλα ήταν το γήπεδο που έκανε προπόνηση ο Ηρακλής, στους Χορτατζήδες“. Καταλαβαίνεις οπότε πως “έτσι κατέληξα στον Ηρακλή. Αν ήταν κοντά του ΠΑΟΚ, θα πήγαινα εκεί“. Το τρίγωνο σπίτι-σχολείο-γήπεδο ήταν αρχικά ισοσκελές, ίδιες αποστάσεις από την κορυφή. “Εφόσον δεν υπήρχε εγκληματικότητα, δεν υπήρχε ο φόβος του που θα πάει ένα παιδί, με άφηναν ελεύθερο. Δεν ήταν απόρροια της πολιτικής της χούντας. Με τα πόδια πήγαινα από το σπίτι στο γήπεδο. Ενδιαφερόμουν περισσότερο το παιχνίδι, όχι τόσο για το σχολείο, διότι δεν είχε τα ερεθίσματα που θα σε κρατήσουν. Μαθαίναμε απλώς κάποια απλά πράγματα και είχαμε πολύ χρόνο για παιχνίδι“.
οταν ηρθε ο χατζηπαναγης, τον υποδεχθηκα στο σταθμο. ημουν μεταξυ των λιγων φιλων του ηρακλη που πηγαν να τον καλωσορισουν
Οι επιδόσεις συμβάδιζαν διότι “ήμουν ένας ικανοποιητικός μαθητής και αντιλαμβανόμουν κάποια πράγματα“. Παρόλα αυτά “κατά το 6τάξιο γυμνάσιο έριξα περισσότερο βάρος στο ποδόσφαιρο. Ήμουν δοσμένος πλέον σ’ αυτό, παρά στη σχολική μόρφωση“. Εντόπισε το λόγο του ‘διαχωρισμού’ στο συναπάντημα με χαρισματικούς ανθρώπους. Καθόταν πίσω από το τέρμα του γηπέδου και παρακολουθούσε όταν “ο φροντιστής της ομάδας, ο Οδυσσέας (ή Ελισσαίος) Τσιτάνας, ο οποίος μετέπειτα έγινε δεύτερος πατέρας μου, διότι τόσο πολύ ευθύνεται για το πού έφτασα, με φώναξε και μου πέταξε μια μπάλα. Μου είπε ‘παίξε’ και κάθε μέρα θα έρχεσαι εδώ να παίζεις μπάλα. Στάθηκε πραγματικά σαν δεύτερος πατέρας μου. Μού έδινε παπούτσια. Ήταν πολύ μεγάλη η συμβολή του. Οφείλω σ’ αυτόν ό,τι είμαι ποδοσφαιρικά“. Αναπόφευκτα “πήγα στον Ηρακλή, στα τσικό. Στα 10 μου. Από 10 σ’ έπαιρναν. Επέλεγαν βέβαια, δεν έπαιρναν όλα τα παιδιά. Μετά ήρθε το εφηβικό, το ερασιτεχνικό και η πρώτη ομάδα“.
Το καλοκαίρι του 1979 το επαγγελματικό ποδόσφαιρο άφησε πίσω τον ερασιτεχνισμό που το περιέβαλε και εισήλθε σε επαγγελματικό πλαίσιο. Ήταν η εποχή που 18χρονος ο Σάββας Κωφίδης “υπέγραψα το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο και από το 1980-81 σχέδον καθιερώθηκα στην ανδρική ομάδα που ήταν τότε στη Β’ Εθνική“. Κανονικά ο 8ος (και φιναλίστ του Κυπέλλου) Ηρακλής δεν θα έπεφτε κατηγορία. Είχε μεσολαβήσει ωστόσο η καταγγελία του αμυντικού του ΠΑΟΚ Φιλώτα Πέλλιου για απόπειρα δωροδοκίας από τον τότε πρόεδρο του Ηρακλή (Κώστα Περτσινίδη) στον ημιτελικό του Κυπέλλου. Ο ‘Γηραιός’ κρίθηκε ένοχος και υποβιβάστηκε μαζί με τη Ρόδο. Ο ‘λεκές’ αφαιρέθηκε σε λίγους μήνες με την άνετη επάνοδο στην ελίτ, παρόντος φυσικά του Βασίλη Χατζηπαναγή. Τον οποίο ο Σάββας Κωφίδης δεν έχανε από τα μάτια του.
Πρωτοδιηγήθηκε μάλιστα ότι “σε ηλικία 15 ετών, όταν ήρθε ο Βασίλης, πήγα παρέα με τον Οδυσσέα Τσιτάνα στον σταθμό και τον υποδεχθήκαμε. Με το τρένο ήρθε και ήμουν μεταξύ των λίγων φίλων του Ηρακλή που πήγαν να τον καλωσορίσουν. Είχαμε ακούσει πως είναι μεγάλος ποδοσφαιριστής“. Χρόνια μετά, συμπαίκτες πλέον “κάποια στιγμή του το είπα. ‘Ξέρεις, Βασίλη, εγώ ήμουν απ’ αυτούς που σε υποδέχθηκαν’. Η ζωή το έφερε έτσι που έγινα συμπαίκτης μ’ έναν από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου“. Στην ίδια παρέα ήταν ακόμη ο “μεγάλος ποδοσφαιριστής” Λάκης Παπαϊωάννου και ο Καραϊσκος. “Απ’ αυτούς έμαθα και κέρδισα πάρα πολλά“.
τον τσε γκεβαρα τον γνωρισα πριν γεννηθω. μας βρισκουν τα πραγματα, δεν τα βρισκουμε, ετσι πιστευω
Αφέθηκε λίγο στις σκέψεις του, προτού πει ότι “η ζωή του ποδοσφαίρου δεν τελειώνει στο 90λεπτο. Θα πρέπει οι ποδοσφαιριστές να είναι σπουδαίοι πρέπει η ζωή μας να συνεχιστεί. Εκεί η σπουδαιότητα των ανθρώπων είναι πολύ μεγαλύτερη από την ικανότητα ως ποδοσφαιριστή“. Μ’ ένα κοφτό ‘όχι’ απέρριψε την απορία για μια πιθανή απομυθοποίηση του ‘Βασιά’ ή άλλων ενόσω συνυπήρχαν στο γήπεδο. “Ποδοσφαιρικά δεν απομυθοποιείται κανένας ποδοσφαιριστής που έχει ικανότητα και αξία. Με τίποτα. Έχω απομυθοποιήσει ποδοσφαιριστές που έχω αγαπήσει, τους είχα ινδάλματα, αλλά ως άνθρωποι με απογοήτευσαν και τους έβαλα Χ“. Δείχνει με τους δείκτες των δύο χεριών του σταυρωμένους, χωρίς να εξαιρεί “ποδοσφαιριστές της εποχής μας“. Σαν να μορφοποιούσε τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα; Όχι ακριβώς. “Στεναχωριέμαι γιατί οι σκέψεις, οι ιδέες του και η επαναστατικότητά του δεν είναι συνεπείς με τη ζωή του. Ο Τσε Γκεβάρα εδώ“, δείχνοντας το μπράτσο του “είναι μεγάλο πράγμα. Πρέπει να είσαι συνεπής σε ό,τι πρεσβεύει. Να είσαι απέναντι στον άνθρωπο κοινωνικά αλληλέγγυος, να μην είναι η ζωή σου διαφορετική. Με κάποια περιστατικά, ναι, δεν συμφωνώ“.
Έχει και ο ίδιος ζωγραφισμένη τη μορφή του μεγάλου ιδεαλιστή επαναστάτη στο κορμί του. Στην άλλη πλευρά. “Τον Τσε Γκεβάρα τον γνώρισα πριν γεννηθώ. Μας βρίσκουν τα πράγματα, δεν τα βρίσκουμε. Έτσι πιστεύω εγώ. Είναι μια σκέψη του αγαπημένου μου φίλου, του Δημήτρη Αποστολάκη από τους Χαϊνηδες, ο οποίος λέει ότι τον διάλεξε η μουσική, δεν τη διάλεξε. Μας βρίσκουν. Ο Τσε Γκεβάρα με βρήκε. Η σκέψη του, η ιδέα του, με συνάντησαν και με αντιπροσωσωπεύουν. Είναι ένας από τους αυθεντικούς επαναστάτες που έκαναν πράξη όσα έλεγαν. Η ζωή του αυτή ήταν. Δεν ήταν γι’ αυτόν η εξουσία. Αποστολή του ήταν να γυρίσει σε χώρες που ο λαός βασανίζεται, πεινάει, εκβιάζεται. Η συνεχής επανάσταση μετά την επανάσταση είναι πιο σπουδαία ενέργεια. Ο Φιντέλ ήταν ένας σπουδαίος επαναστάτης, δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει. Με τις καταστάσεις που έζησε στην Κούβα από έναν τέτοιο αποκλεισμό έκανε σπουδαία πράγματα. Θα μπορούσε να κάνει περισσότερα, το διαπιστώσαμε εμείς, αλλά το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Η διαφορά του με τον Τσε ήταν ότι συνέχισε την επαναστατικότητά του και δεν έμεινε στην εξουσία. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί και να ζήσει έτσι. Δεν ήθελε να εξουσιάζει κανέναν“.
Πεπεισμένος ότι “χωράει μια τέτοια προσέγγιση” στη σύγχρονη εποχή, περιέγραψε ως ουτοπικό το σημερινό κόσμο. “Όχι αυτό που έκανε ο Τσε. Εγώ θεωρώ ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί η σκέψη του. Ουτοπία είναι αυτό που ζούμε. Εξάλλου και ο Μπρεχτ ήταν ένας εξ αυτών που το διαπίστωσαν – και το κατέγραψαν μάλιστα – για το ουτοπικό αυτής της κοινωνίας. Άρα ψεύδεται όποιος λέει σήμερα ότι η εφαρμογή αυτού του μοντέλου είναι ουτοπική στη σύγχρονη κοινωνία“.
Η μεταγραφή στον Ολυμπιακό και όχι στο εξωτερικό
Απελευθερωμένος από όποια ανάγκη αυτοπροστασίας ήταν η στιγμή της κουβέντας που ομολόγησε ότι ως ποδοσφαιριστής τού εμφανίστηκε η ευκαιρία να ηγηθεί μιας προσωπικής επανάστασης. Η μεταγραφή στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1988 δεν ήταν βασική επιδίωξή του. Διότι “το κίνητρο στην καριέρα μου δεν ήταν ο πρωταθλητισμός, η πρωτιά και τα κύπελλα. Το κίνητρο ήταν το πού θα παίξω καλύτερα και ψυχικά θα το ευχαριστηθώ. Αυτό ήταν το μοναδικό κίνητρο των αποφάσεών μου“. Των παραγόντων του Ηρακλή πάλι σε καμία περίπτωση. Για τη χρονική περίοδο εκείνη μίλησε ακομπλεξάριστα, σαν τα ζούσε πάλι. “Το γιατί πήγα στον Ολυμπιακό; Πήγα γιατί κατά κάποιο τρόπο, όχι ότι είμαι άμοιρος ευθυνών, αναγκάστηκα. Διότι την ίδια ώρα η ομάδα μου επέλεξε να με δώσει και να μην με κρατήσει, ενώ είχαμε συμφωνήσει ότι μόνο έξω θα πήγαινα. Άρα από τη στιγμή που η μία πλευρά λέει πήγαινε, για λόγους περηφάνιας, για λόγους εγωισμού είπα ότι δεν θα μείνω σε μια ομάδα που δεν με θέλει πλέον. Ο πρόεδρός της ή όποιος άλλος“.
το κινητρο στην καριερα μου δεν ηταν ο πρωταθλητισμος, η πρωτια και τα κυπελλα
Συμφώνησε στην ένσταση ότι “θα μπορούσα να έχω πει όχι“. “Δεν γνωρίζω τι επιπτώσεις θα είχα, αν έλεγα δεν πηγαίνω στον Ολυμπιακό. Μπορεί ακόμη και να σταματούσα το ποδόσφαιρο, γιατί θα ερχόμουν αντιμέτωπος με τα συμφέροντα μιας ομάδας που θα κέρδιζε χρήματα και ποδοσφαιριστές που θα τους πλήρωνε άλλος! Δηλαδή για μια 10ετία-20ετία ο Ηρακλής θα εξασφάλιζε το μπάτζετ. Όλο αυτό ήταν λίγο αντιδραστικό εκ μέρους μου. Αν στερνή μου γνώση, σ’ είχα πρώτα, μπορεί να έκανα κάτι διαφορετικό, με βεβαιότητα δεν το ξέρω. Το ότι μετανιώνω για κάποιες φάσεις της ζωής μου, το ομολογώ. Έτσι είναι. Λένε κάποιοι δεν μετανιώνω για τίποτα. Όχι. Μαθαίνω, γνωρίζω και θα πεθάνω μαθαίνοντας. Και θέλω να μαθαίνω. Δεν θέλω να πάψω να μαθαίνω. Η γνώση είναι δύναμη, το άγνωστο μάς φοβίζει πάντα“.
Η έγνοια του ήταν ν’ αγωνιστεί σε άλλο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Δεν επέμεινε παρόλο που “υπήρχε πρόταση από το εξωτερικό. Είχαμε συμφωνήσει μάλιστα με τον Πέτρο Θεοδωρίδη ότι θα πάω. Τελικά όμως τα χρήματα του Ολυμπιακού ήταν τριπλάσια. Να ένα παράδειγμα του πώς ο ποδοσφαιριστής γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης. Ο τότε πρόεδρος δέχθηκε την πρόταση. Εγώ θα μπορούσα να αρνηθώ, βέβαια. Εκεί λειτούργησα αυθόρμητα. Δεν θες εσύ μία, δεν θέλω εγώ δέκα. Υποχρεωτικά δεν ήταν, αφού πήγαινα σε μια μεγάλη ομάδα. Εγώ όμως ήθελα να πάω εξωτερικό για να γνωρίσω ένα άλλο ποδόσφαιρο διαφορετικό, πιο όμορφο. Αγγλία θα πήγαινα, την πρώτη κατηγορία“. Αν θυμόταν καλά “ήταν η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ“.
Περιέγραψε, βέβαια, την τετραετή θητεία του στον Ολυμπιακό ως “το μεγαλύτερο σχολείο“. “Απέκτησα μεγαλύτερη προσωπικότητα, εμπειρία, αυτοσυγκράτηση, ανθεκτικότητα και σεβασμό απέναντι σε αυτό που είμαι και στον οργανισμό του Ολυμπιακού. Πιστεύω ότι μου έδωσε πάρα πολλά“. Μολονότι έμοιαζε με ψάρι έξω από τα νερά του και δεν άπλωσε στο χορτάρι όλες τις αρετές του. “Όλο αυτό ξεκίνησε από τη μεταγραφή. Ήταν μια μεταπήδηση που δεν μου άφησε το περιθώριο να ενταχθώ ολοκληρωτικά σε μια νέα πόλη και σε μια νέα ομάδα. Δυσκολευόμουν να ζήσω. Αγαπούσα πολύ τον Ηρακλή και τη Θεσσαλονίκη. Επιμένω πως δεν έγινε παρά τη θέλησή μου, αλλά μ’ έναν άγαρμπο τρόπο, προκάλεσε αναστολές. Δεν ένιωθα ελεύθερος, αυτό ήταν. Πάντως από τον Ολυμπιακό έχω τα καλύτερα να θυμάμαι, παρόλο που τα χρόνια ήταν δύσκολα“.
Χρόνια δύσκολα, ‘πέτρινα’, ασχέτως αν κατακτήθηκαν τρεις τίτλοι (δύο κύπελλα, ένα σούπερ καπ). Χρόνια που σημαδεύτηκαν από τη φιγούρα του Γιώργου Κοσκωτά. “Μαζί του δεν είχα επαφή. Η δική μου είχε να κάνει με τον αδερφό του τον Σταύρο που ήταν πιο χαμηλού προφίλ. Φαινόταν όμως ότι όλο αυτό που πρέσβευε ήταν μια ψευδαίσθηση. Ένας κόσμος που δημιουργεί ανάγκες που δεν τις χρειαζόμαστε πραγματικά. Δεν ήταν το μοναδικό παράδειγμα. Είναι κανόνας ακόμη και σήμερα των Ελλήνων παραγόντων και της κοινωνίας γενικότερα. Δεν έχουν πραγματικά συναίσθηση ή θέληση να βελτιώσουν την κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο ή ν’ αναπτύξουν πραγματικά το άθλημα. Όλοι επιδιώκουν προβολή, δόξα και υλικό κέρδος, χρήμα“.
Τουλάχιστον “έπαιξα με Φούνες, Ντέταρι, Προτάσοφ, Λιτόφτσενκο. Σπουδαίοι ποδοσφαιριστές όλοι τους“. Στη ζυγαριά με τον Χατζηπαναγή η πλάστιγγα έγερνε. “Συγκρίσεις κάνουμε πάντοτε. Αν πάρουμε όμως μεμονωμένα συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές θα καταλήξουμε πως ο σεβασμός είναι ο ίδιος και η ίδια αξιολόγηση. Ο Ντέταρι, για παράδειγμα, ήταν ένας ευφυέστατος παίκτης, τρομερή εξυπνάδα πέρα από την τεχνική του. Είχε το απρόβλεπτο, όπως και ο Βασίλης. Τους θαυμάζω εξίσου. Το γεγονός, βέβαια, ότι εγώ έζησα περισσότερα χρόνια με τον Βασίλη και αυτός είχε μια ιδιαιτερότητα την ντρίμπλα του έκανε ξεχωριστό. Ο Ντέταρι ήταν συγκροτημένο άτομο, φιλικός, με χιούμορ, απλός“.
Ο Άρης και το αμερικάνικο όνειρο
Ο Άρης προέκυψε το καλοκαίρι του 1992. Όταν “είχα συμφωνήσει να φύγω από Ολυμπιακό”. Αγωνίστηκε “για 4,5 πολύ καλά χρόνια, πολύ σπουδαία“. Από τον Ηρακλή είχε προδοθεί για δεύτερη φορά. Από το ίδιο πρόσωπο. “Η ψυχική μου κατάσταση μού ζητούσε να επιστρέψω στον Ηρακλή. Μίλησα και με τον Ολυμπιακό, από τον οποίο μου φέρθηκαν πολύ καλά. Συμφωνήσαμε τότε με τον πρόεδρο του Ηρακλή, με τον Θεοδωρίδη που ήταν και όταν έφυγα. Όμως δεν τήρησε την υπόσχεσή του, δεν τήρησε το λόγο του. Με την ιδέα ότι η υπόθεση ήταν τελειωμένη, απέρριψα οποιαδήποτε άλλη πρόταση. Δεν ήταν όμως συνεπής, με συνέπεια να μείνω χωρίς ομάδα. Δέχθηκα την πρόταση του Άρη γιατί αγαπάω το ποδόσφαιρο πάνω απ’ όλα“.
Όποιος θυμάται τον Κωφίδη του Άρη, θα έχει κατά νου έναν ώριμο ποδοσφαιριστή με γεμάτες χρονιές. “Η ομάδα ήταν πολύ καλή, με όλη τη έννοια της λέξης, εντός κι εκτός γηπέδου. Με Λόντσαρ, Μιλόγεβιτς, Λεκμπέλο. Ο Κατεργιαννάκης, ο Δέλλας στην αρχή του, ο Μαυρογενίδης επίσης, αργότερα ο Τσιαντάκης. Ήταν μια καλή ποδοσφαιρική ομάδα“. Τόσο καλή που, πριν το 1997 καταλήξει στον Ηρακλή για να ολοκληρώσει την κυκλική διαδρομή του, τού έβγαλε διαβατήριο για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Σάββας Κωφίδης, ως ενεργό μέλος της Εθνικής ομάδας, ήταν εκ των 23ων που ο Αλκέτας Παναγούλιας επέλεξε να ζήσουν το ‘αμερικανικό όνειρο’ της συμμετοχής στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αν και βετεράνος επιβεβαίωσε πως “έπαιξα τρία 90λεπτα“, έδωσε όμως και την προέκταση. “Υπήρχαν κι άλλοι που έπαιξαν σ’ όλα τα παιχνίδια, αλλά όχι όλη τη διάρκειά τους. Δεν ξέρω γιατί συνέβη“. Βίωσε από την σέντρα του αγώνα με την Αργεντινή ως το τελευταίο σφύριγμα σ’ αυτόν με τη Νιγηρία τη βιτριολική πραγματικότητα. Το 4-4-2 δεν ήταν το σύστημα της Εθνικής, αλλά τα γκολ που δέχθηκε στον όμιλο.
“Έπαιξε ρόλο ο μεγάλος μέσος όρος ηλικίας στα συνεχόμενα παιχνίδια, αλλά έπαιξαν κι άλλα πολύ πιο σημαντικά ρόλο. Δεν θα αξιολογήσω την προετοιμασία, αλλά το κρατώ για μένα. Πάντοτε παίζει ρόλο τι είδους προπόνηση κάνεις, είναι παράγοντας. Πιστεύω ότι υπήρχαν και αγωνιστικοί και εξωαγωνιστικοί παράγοντες. Για μένα η απειρία της πρώτης φοράς σ’ ένα τέτοιο παγκόσμιο γεγονός έπαιξε ρόλο. Ερχόμαστε στο φόβο του τι θ’ αντιμετωπίσουμε. Η αντιμετώπιση της μεγάλης επιτυχίας να φτάσουμε επιτέλους στο Μουντιάλ μάς άφησε εκεί. Πανηγυρίζαμε και θριαμβολογούσαμε γι’ αυτό και η αντιμετώπιση του πώς πήγαμε σε αυτό το ταξίδι έπαιξε ρόλο.
Μείναμε στα πανηγύρια, κάτι που συνεχίστηκε φυσικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Να πάμε από συνάντηση σε συνάντηση, λες και είχαμε πάρει κάποιο τρόπαιο. Αλλά το ότι αντιμετωπίζαμε ομάδες πολύ ισχυρές, έπαιξε ρόλο. Η προσωπικότητά μας θα έπρεπε να είναι πιο ισχυρή, δεν δικαιολογείται με βάση την εμπειρία μας αυτή η εικόνα. Είναι διαχείριση συναισθημάτων και σκέψεων. Μείναμε πολύ σε ό,τι πετύχαμε και μετά επαναυτήκαμε σε κάτι που δεν μπορέσαμε να το αντιμετωπίσουμε“.
“Διότι“, κατά τον Σάββα Κωφίδη, “το Παγκόσμιο Κύπελλο, το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό γεγονός της δικής μου καριέρας, σού δείχνει άλλα πράγματα. Ότι το παιχνίδι είναι παιχνίδι, ότι πρέπει να το ζήσεις, να το παίξεις, μέσα στο γήπεδο – όχι έξω απ’ αυτό“.
Η ζωή μετά το ποδόσφαιρο
Ο ίδιος ως ποδοσφαιριστής προσπαθούσε ν’ ανταπεξέλθει σε κάθε περίσταση. Ακόμη κι αν “υπήρχε μια προσπάθεια να μεταλλάξουν, να μου πουν πώς μιλάς, πώς ντύνεσαι, τι μουσική ακούς“. Δεν κρύφτηκε ότι διάβαζε Μπακούκιν και Μαρξ, ότι άκουγε heavy metal και όχι λαϊκά. Απαντούσε “καλά, οι ιδέες, η μουσική που ακούω θα με κάνουν καλύτερο ποδοσφαιριστή ή άνθρωπο’. Δηλαδή αν τα βγάλω αυτά θα παίξω καλύτερα;” Τους αποστόμωνε. “Δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν και έμενα έτσι. Τους έλεγα πως αν με έπειθαν, θα άλλαζα. Δεν τόλμησαν να μου το επιβάλλουν, ίσως γιατί με είχαν ανάγκη. Ακούγεται εγωιστικό, με είχαν σε εκτίμηση ποδοσφαιρικά, κέρδιζαν από μένα. Είτε γιατί ήμουν ισχυρή προσωπικότητα είτε γιατί απέδιδα αυτό που ήθελαν οι προπονητές“. Άλλους που να εκφράζονταν τόσο ανοικτά δεν συνάντησε. “Απέφευγαν να τοποθετηθούν. Κάποιοι με κοίταγαν λίγο περίεργα. Μ’ άλλους συζητούσαμε οι δυο μας και μου ‘λεγε τι πιστεύει, αλλά μετά έκανε κάτι άλλο. Αυτή είναι για μένα η απομυθοποίηση του ποδοσφαιριστή ή αθλητή γενικότερα. Εκεί χάνεις το σεβασμό. Όπως φερ’ ειπείν όσοι δεν συμμετείχαν στο ψήφισμα για την Ηριάννα, παρότι γνώριζα τις ιδέες Είναι φοβερό. Το ένστικτο της επιβίωσης τους οδηγεί εκεί. Επειδή τα καπιταλιστικά συστήματα έχουν το κέρδος ως στόχο, φοβούνται να μην χάσουν την ιδιοκτησία, την κτήση, τη θέση, τη φήμη“.
το τελος του ποδοσφαιρου για μενα ηταν ενας θανατος που συνεχιζεται ως σημερα, σταματησε η ζωη μου
Τον Ιούνη του 1999, στην αναμέτρηση με τον Πανελευσινιακό, αγωνίστηκε για τελευταία φορά με το ‘Η’ στην καρδιά. Μια απόφαση “τόσο δύσκολη όσο και αυθόρμητα εύκολη. Είναι ένα περίεργο πάντρεμα. 38 χρόνων έφτασα κι έπαιζα σε καλό επίπεδο. Το κορμί μου άντεχε, έβλεπα ότι μπορούσα να παίξω 1-2 χρόνια. Όμως είπα ότι ο κόσμος πρέπει να με θυμάται εκεί που είμαι. Στην ανώτερη κατάσταση, ψηλά. Άμα αρχίσω να φθείρομαι θα στεναχωρηθώ. Καλύτερα περήφανα και ψηλά. Τότε πήρα την απόφαση να σταματήσω. Νομίζω πως έπραξα το σωστό“. Τρόμαζε με “το τι θα συναντήσω μετά“. Πώς θ’ απαλύνει “τον πόνο που έχεις μέσα σου”. “Είχα μια ιδέα του τι θα προκύψει. Είχα προβλέψει. Ήταν ένας θάνατος και αυτός που συνεχίζεται ως σήμερα. Τον φοβόμουν αυτό το θάνατο. Επαληθεύτηκα. Γιατί έναν μικρό θάνατο τον βίωσα. Σταμάτησε η ζωή μου“. Δεν δίστασε να ομολογήσει πως “υπήρχε ένας κίνδυνος κατάθλιψης, γιατί υπήρχε ένα κενό“. Τον συγκράτησαν “οι άλλες ασχολίες που είχα εκτός ποδοσφαίρου. Μετά τα 90λεπτα η ζωή μου δεν σταματούσε στο ποδόσφαιρο. Η μουσική με βοήθησε. Ήταν ένας άλλος τρόπος ζωής, ένας άλλος κόσμος. Αυτό μου έδωσε τη δύναμη ν’ ανταπεξέλθω και να μην πέσω σε κατάθλιψη. Όπως και οι κοινωνικές δράσεις. Άρα ζούσα. Δεν πήρα βοήθεια γιατρού. Έδωσα μεγαλύτερη έμφαση στις εξωποδοσφαιρικές ασχολίες και γέμισα το χρόνο μου, καλύπτοντας εν μέρει το κενό γιατί συνέχισα να ζω“.
Το επιτυχημένο πείραμα του προπονητή
Ποδοσφαιρικά “φτιάξαμε τις ακαδημίες με τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο, φυσικά δεν είχα τη σκέψη να γίνω προπονητής, αλλά η ενασχόλησή μου με τα παιδιά ήταν κάτι που με γοήτευε“. Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι άλλο και άλλο προπονητής. “Είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα που έχουν απλώς το ίδιο αντικείμενο ενασχόλησης. Στο ένα είσαι ενεργός και στο άλλο έχεις την καθοδήγηση“. Συγκυριακά άλλη μια φορά “αναγκάστηκα να συμμετάσχω σε μια προπονητική διαδικασία όταν ο Μαρκαριάν ήταν προπονητής του Ηρακλή και ‘γω σαν βοηθός του. Είδα βέβαια ότι μπορώ να το κάνω και το συνεχισα χωρίς να είναι συτό που πραγματικά με γεμίζει. Γιατί πίστευα ότι η φύση μου αφορά κυρίως το δημιουργικό κομμάτι, το αναπτυξιακό. Το οποίο και γι’ αυτό συνεχίζω, κρατώντας την ακαδημία“. Όχι απαραίτητα για να εντοπίζει ταλέντα. “Δεν με γοητεύει το σκάουτινγκ γιατί είναι λίγο αποστασιοποιημένο από το ποδόσφαιρο. Προτιμώ να είμαι ενεργός, να μπαίνω στο γήπεδο, να έχω επαφή με τα παιδιά, να τα βλέπω πώς μεγαλώνουν και αναπτύσσονται ως άνθρωποι, λαμβάνοντας αξίες μέσα αλλά και πέρα από το ποδόσφαιρο“.
Πλάστη θα τον έλεγες. Πάντως η ανταπόκριση στη απρόσμενη αποστολή που ανέλαβε αποτυπώθηκε στο πηλίκο του κλάσματος απόδοση προς αποτελέσματα. “Το χαιρόμασταν εκείνο το ποδόσφαιρο του Ηρακλή. Από τους προπονητές και τους ποδοσφαιριστές μέχρι τους φιλάθλους, όλοι μας. Ήταν 1-2 χρόνια σπουδαία, παρά τα οικονομικά θέματα που ήταν ένας παράγοντας ανασταλτικός για τη δουλειά. Το θυμόμαστε με πολύ χαρά, διότι καταλαβαίνουμε πως υπάρχει και ένα άλλο ποδόσφαιρο, άσχετα από το δεν προσπαθούμε να δομήσουμε με βάση αυτό το στιλ. Όλες οι αρχές και οι ομάδες είναι περίεργο να μην θέλουν ένα τέτοιο ποδόσφαιρο και να προτιμούν ένα ποδόσφαιρο που δεν έχει να προσφέρει κάτι“.
Ως ένας ποδοσφαιριστής χωρίς κόκκινη κάρτα, πράος και πάντα εντός ορίων, περπάτησε δρόμο ανηφορικό έως ότου βρει το παλάντζο. “Είναι δύσκολο να επιβληθείς“. Συμβούλευσε “πρώτα να κοιτάξεις τον εαυτό σου, να διαπιστώσεις και να διαχειριστείς το μέσα σου και μετά να διδάξεις τους άλλους. Να μάθεις να ελέγχεις τον εαυτό σου, το θυμό σου και μετά το θυμό των άλλων. Ως προσωπικότητα ασχολήθηκα με αυτό. Προσπάθησα να μάθω τον εαυτό μου όσον αφορά τις ικανότητές μου ως προπονητής, να διαχειρίζομαι το θυμό μου. Μην νομίζετε ότι δεν νευριάζω, είτε με τις αποφάσεις του διαιτητή, που φτάνεις στο σημείο να θες να τον πνίξεις, είτε με τις αποφάσεις των παικτών είτε με τα αποτελέσματα και την απόδοση. Μου έρχεται να εκραγώ“. Ακολουθεί παρόλα αυτά “η αυτοδιαχείριση. Του τι θα μου προκαλέσει. Αν βγω έξω από τον εαυτό μου δεν θα διαβάζω καλά το παιχνίδι, δεν θα μπορώ ν’ αντιμετωπίσω και θα κάνω κακό σε διαιτητή ή παίκτες. Μετά δεν θα μπορώ να τα διεκδικήσω από τους ίδιους τους παίκτες μου όταν νευριάζουν αυτοί και ‘γω θα τους ζητώ το αντίθετο, να είναι ψύχραιμοι ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Είτε χάνουν είτε κερδίζουν. Πάντοτε ισορροπούσα. Για να μπορώ να το ζητάω μετά. Κάπως έτσι ερχόταν όλο αυτό“.
Εκπαιδεύοντας τον Σάββα
Μην θεωρήσεις ότι έχει αγγίξει την αυτογνωσία. Πανηγυρική η διάψευση που ακολούθησε της ερώτησης. “Ποτέ δεν θα φτάσω. Μόνο σ’ ένα μικρό, πολύ μικρό επίπεδο αυτογνωσίας που με βοηθάει να μαθαίνω ξανά και ξανά. Αν γνώριζα πράγματα, περισσότερα από τον εαυτό μου, θα έπρεπε να είχα σταματήσει να ζω. Ακόμα με μαθαίνω, έχω πολλά μαθήματα να πάρω. Είναι το πιο σπουδαίο να γνωρίζεις τον εαυτό σου. Είναι μετά πιο εύκολο να γνωρίσεις τους άλλους, να τους ακούς πάνω απ’ όλα“. Ο χρόνος είναι σύμμαχος και η απορρόφηση της κάθε πληροφορίας η διαλεχτή μέθοδος. “Βήμα-βήμα έγινε η εξέλιξη του χαρακτήρα μου. Ακόμη και μέσα από το ποδόσφαιρο, το οποίο έχει στοιχεία από την ίδια τη ζωή. Βλέπεις, αφουγκράζεσαι, έχει τα συναισθήματα της λύπης και της χαράς. Απαιτεί αυτοσυγκράτηση, περιέχει αγωνιστικότητα και αδελφοσύνη και αλληλεγγύη“.
Συμπέρανε ότι “αυτή ήταν η πρώτη μαγιά που έδωσε τη δύναμη και τα πράγματα για να ενδιαφερθώ για ζητήματα κοινωνικά. Θα μου πεις γιατί οι άλλοι δεν ασχολήθηκαν; Είναι το έμφυτο που πιστεύω πάρα πολύ. Διότι πέρα από τη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού από το άμεσο περιβάλλον που είναι η οικογένεια, το έμμεσο περιβάλλον που είναι το σχολείο ή οι παρέες, ένα κομμάτι είναι μέσα μας. Υπάρχει κάπου στον πυρήνα μας. Κι αν έχει δύναμη, γιατί ο άνθρωπος είναι αδύνατος, αναδεικνύεται. Αν είμαστε αδύνατοι, παραμένει φυτεμένο στο ασυνείδητο και δεν αναπτύσσεται“.
Για να ποτιστεί και να μην ξεραθεί “διαβάζω πάντα. Έχω μείνει πάρα πολύ στους κλασικούς του 18-19ου αιώνα. Νίτσε, Σοπενάουερ, Καντ και αρχαίους φιλοσόφους φυσικά. Δεν σταματάω να διαβάζω γιατί τα βιβλία σου δίνουν νέες ιδέες. Σκέφτεσαι συνεχώς. Δεν μετράει τα πόσα βιβλία διαβάζεις. Ο Νίτσε έλεγε πως ‘τα βιβλία μου δεν πρέπει να τα διαβάσουν όλοι, αλλά μόνο όσοι είναι δεκτικοί σ’ αυτά’. Τόνους βιβλία να διαβάσεις, αν δεν έχει να σου πει κάτι, διαβάζεις μονάχα λέξεις. Η ποιότητα μετράει. Μου έδωσε όλο αυτό πολλά ερεθίσματα να σκέφτομαι, να παίρνω πράγματα και να δημιουργώ παράλληλα, διαμορφώνοντας άποψη, ιδέες και χαρακτήρα. Είναι απόλυτη αυτή η συνάντησή μου με πνεύματα υψηλά που έλεγαν σημαντικά πράγματα και διαπίστωσα πως και στη ζωή τους ήταν συνεπείς με αυτά που υποστήριζαν, δίνοντάς μου δύναμη και προσωπικότητα για ν’ αντιμετωπίζω τη ζωή“.
Αντιλαμβάνεσαι, ακούγοντάς τον, ότι θα προτιμούσε όλη αυτή η τριβή με πνεύματα υψηλά και φιλοσοφικά κείμενα να είχε έρθει νωρίτερα. “Είναι παράδοξο ότι τα χρόνια της σχέσης μου με το σχολείο δεν αφοσιώθηκα στο να διαβάζω βιβλία, εντός ή εκτός σχολείου. Σαν παράδειγμα φέρω την απολογία του Σωκράτη που τη διδασκόμασταν, δεν της δίναμε σημασία. Ήταν και είναι τέτοιο το εκπαιδευτικό σύστημα που οι καθηγητές δεν του έδιναν το ερέθισμα να ενδιαφερθώ για τον Σωκράτη“.
Ο δικός του ο κόσμος
Μηδέ εξαιρουμένου ενός διαφορετικού συστήματος (εκ)παίδευσης των μυαλών. “Είναι βασικό σε ό,τι κάνουμε. Παιδεία υπάρχει στο ποδόσφαιρο, παιδεία στη δικαιοσύνη, παιδεία είναι και οποιοδήποτε κοινωνική δράση, παιδεία απαιτείται να έχουν και οι δημοσιογράφοι. Τι γίνεται όμως; Από μικροί μαθαίνουμε πράγματα. Ωστόσο το εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει. Περιορίζεται μέσα σε κανόνες και αρχές. Από τους εκπαιδευτές που λειτουργούν αυστηρά σ’ ένα πλαίσιο και έξω απ’ αυτό δεν κινούνται. Η γνώση δεν περιορίζεται σε τέσσερις τοίχους ούτε μέσα σε μια οικογένεια. Η γνώση είναι εκεί έξω, στο πεζοδρόμιο, στη συναναστροφή μαζί σου. Γιατί θα μου πεις κάτι και αμέσως θα γεννήσω δέκα ιδέες. Κάτι που μπορεί να είναι πιο σημαντικό από το ίδιο το σχολείο. Μα 12 χρόνια στο σχολείο έπρεπε να φύγω για ν’ ασχοληθώ με τον Σωκράτη; Γιατί δεν μου έδωσε ένας το κίνητρο να τον διαβάσω; Υπήρχαν περιορισμοί. Ήταν καταναγκαστικό όλο αυτό. Αν δεν έγραφα σωστά, θα έμενα. Υπήρχε ο μπαμπούλας του βαθμού. Πώς μπορούσα να μάθω έτσι;
Εγώ ήμουν συνέχεια στο γήπεδο, όποτε έπρεπε διάβαζα παπαγαλία όποτε έπρεπε και περνούσα τις τάξεις. Άνετα. Με 13-14, άντε 15 το πολύ. Δεν ζητούσαν κάτι άλλο. Αν όμως δεν έμενε κανείς, μαθαίνει ή δεν μαθαίνει, και ανάλογα με την ικανότητα ή την κλίση του κάθε παιδιού το αφήνεις ελεύθερο να ακολουθήσει ό,τι θέλει; Το γύρω σύστημα δεν σ’ άφηνε ελεύθερο. Υπάρχει το Σάμερχιλ. Αυτός ο άνθρωπος (Αλεξάνστερ Σάντερλαντ Νιλ) έφτιαξε (το 1921) ένα ίδρυμα, στο οποίο οι μαθητές είχαν την ελευθερία να μάθουν. Δεν τους επέβαλαν να πηγαίνουν στο μάθημα. Διέπονταν από αρχές. Αποφάσιζαν για τον συμμαθητή τους, αν είχε παραβατική συμπεριφορά, και τις συνέπειες που θα έχει. Όποιος ήθελε πήγαινε στην ιστορία ή στις τέχνες. Βγήκαν πολλοί σπουδαίοι επιστήμονες και άνθρωποι από εκεί“.
Κάλλιο αργά, βέβαια. “Μόλις τέλειωσα το σχολείο και ίσως επηρεασμένος πολύ από το γεγονός ότι ως 16-17 χρόνων έκανα παρέα με φοιτητές που όταν πηγαίναμε για καφέ άρχιζαν τις συζητήσεις για Μπακούνιν, για Κροπότκιν, για φιλοσοφία και για αρχαίους, ανταλλάσσοντας απόψεις, μ’ έκανε να ενδιαφερθώ. Την Απολογία του Σωκράτη τότε της έδωσα σημασία και τη διάβασα. Εντρύφησα πάνω εκεί. Μετά άρχισα να ψάχνω φιλοσόφους αρχαίους. Αργότερα δημιουργήθηκε εσωτερική ανάγκη να διαβάσω. Μπήκα σε αυτή τη διαδικασία και κατέληξα στη φιλοσοφία των υπαρξιστών, των νεοκλασικών. Σπουδαίοι“.
ο πλανητης μπορει να φιλοξενησει περισσοτερους απ’ οσους υπαρχουν τωρα
Μέσα από τις γραμμές γεμάτες λέξεις, δοκίμια και ρεύματα ο Σάββας Κωφίδης έχει συμπεράνει πως “οι κανόνες και οι αρχές είναι μεν αναγκαίες, αλλά είναι μέσα μας. Εμένα με διέπει η αρχή του ότι δεν μπορώ να τρώω και να πίνω και να είμαι άνετος και ο άλλος δίπλα να πεθαίνει. Όλα τ’ άλλα βρίσκονται. Είναι φυσικό για μένα, χωρίς να το γράφει κανένας νόμος ότι δεν θα πρέπει να κάνω κακό σ’ έναν συνάνθρωπό μου. Χρειάζεται κάποιος να μου το επιβάλλει; Ήδη οι ορατές συνέπειες του ότι θα έχω πληγώσει έναν άνθρωπο θα είναι μεγαλύτερες μέσα μου. Υπάρχουν οι αρχές που διέπουν τη φύση. Αυτές τις ακολουθούμε. Είναι γνωστοί αυτοί οι κανόνες μέσα μας. Δεν χρειάζεται να πούμε πως αν σκοτώσεις, είσαι απολίτιστος. Οι νόμοι που καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο για να σε συμμορφώσουν και να σου πουν ‘μη’ δεν έχουν νόημα. Και μάλιστα μετά να μην τηρούνται. Δικαιοσύνη δεν υφίσταται στη σύγχρονη εποχή“.
Η ιδεατή εκδοχή του θα ήταν “να ζήσουμε σ’ ένα διαφορετικό σύστημα από το υπάρχον. Οπωσδήποτε είναι έτοιμος ο κόσμος. Οι πολίτες είναι ποτισμένοι από το καπιταλιστικό σύστημα. Κατ’ αρχήν τα συστήματα αυτά μειώνουν την ατομικότητα και την ελευθερία του ατόμου, έχοντας αποκλειστικό σκοπό το κέρδος, το υλικό. Έχουν ως στόχο οι λίγοι στον κόσμο, ένα 5% να πω άντε 6% ή 7%, ν’ αποκτήσουν όλον τον πλούτο της γης και να τον μοιραστούν μεταξύ τους – οι υπόλοιποι να μην υπάρχουν. Η κτητικότητα και η ιδέα της ιδιοκτησίας θα πρέπει να καταργηθεί από μέσα μας. Αν καταφέρουμε ν’ αποβάλουμε εσωτερικά ότι αυτό είναι δικό μου και να ενισχύσουμε τις έννοιες της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας αυτόματα θα δούμε ότι μπορούμε να ζήσουμε αδελφικά. Δεν το έχουμε ανάγκη όλο το άλλο. Ο πλανήτης μπορεί να φιλοξενήσει περισσότερους απ’ όσους υπάρχουν τώρα. Μπορεί να ταΐσει περισσότερους απ’ όσους υπάρχουν τώρα. Αποδεδειγμένο αυτό. Ο άνθρωπος είναι έτοιμος, άσχετα από το αν είναι ποτισμένος. Ουδείς ήρθε στη γη και του είπαν αυτό είναι δικό σου, υπήρχε εδώ και η φύση σου είπε ‘μείνε εδώ’. Δεν χρειάζεται να έχεις δύο εκατομμύρια στρέμματα για να ζήσεις. Η γη φτάνει για όλους. Μόνο έτσι μπορούμε ν’ αποδεχθούμε και να διαβάσουμε μέσα από την αλήθεια. Μετά σκέφτεσαι. Δεν θα μου πουν τα βιβλία τι να κάνω ή να μην κάνω. Ιδέες μου δίνουν για να πλάσω εγώ τις δικές μου. Δεν τηρούνται οι κανόνες και η δικαιοσύνη δεν υφίσταται. Άρα τι σημασία έχει που έχουν γραφεί; Στην ουσία δεν υπάρχει λόγος. Θα σε αποβάλλει η ίδια η κοινωνία, αν πράξεις το άδικο. Δεν θα σου το επιτρέψει από μόνη της“.
Η πολιτική σκέψη του συγκροτημένη και ευκρινής, ο λόγος του χειμαρρώδης. “Ούτε από πολιτική εξουσία έχουμε ανάγκη. Κοινοβουλευτικές διαδικασίες δηλαδή. Γιατί η δημοκρατία πηγάζει επίσης από μέσα μας και από τις συλλογικότητες. Όλοι έχουμε άποψη και επεμβαίνουμε και τηρούμε όλα όσα πρεσβεύουμε“. Για μην παρεξηγηθεί διευκρίνισε ότι “προφανώς και δεν μπαίνω σε κανένα κομματικό καλούπι. Είμαι πολιτικό ον, αλλά δεν εντάσσομαι σε κανένα κόμμα. Αρνούμαι συνέχεια προτάσεις. Το κόμμα υπάγεται σε νόμους που δεν το αφήνουν να ξεφύγει. Πώς μπορώ να ενταχθώ σε μια κομματική πολιτική; Θα έπαυα να είμαι συνεπής στους λόγους μου. Θα κινούμαι με οποιονδήποτε, αρκεί να είναι δίκαια κινήματα. Ή μπορεί να κάνω πράγματα μόνος“. Ούτε ο μηχανισμός του Ρουβίκωνα τον εκφράζει πλέον, αν και “είχα εναποθέσει πολλές ελπίδες“, πιστεύοντας πως “θα γίνει ένα κίνημα που μπορεί ν’ αντισταθεί σε κάθε εξουσιαστική απόπειρα, νομοθετική εξουσία και κάθε άλλη μορφή“. Διαψεύστηκε καθώς “στο πρώτο διάστημα όντως είχα δει θετικά βήματα και σκέψεις για τέτοιου είδους αγώνες ενάντια σ’ αυτές τις εξουσίες. Με λύπη μου διαπιστώσω ότι υπάρχουν δείγματα πως υπάρχουν και εκεί αρχηγοί και ότι ο επικεφαλής θέλει να βρεθεί σε νέα εξουσιαστική κατάσταση ο ίδιος, χρησιμοποιώντας το κίνημα αυτό για δικούς του λόγους. Είναι βέβαιο ότι έχει ξεφύγει από το δρόμο του. Υπάρχουν πλέον αρχηγοί και εξουσιαστές. Από τη στιγμή που υπάρχει ένας που διατάζει και αποκομίζει προβολή, παύει να είναι σωστός. Πρέπει να επανέλθει στην αρχική ιδέα συγκρότησης“.
Προηγείται -κατά τον ίδιο- το ξερίζωμα της ακροδεξιάς. Η άνοδος της οποίας “είναι αποτέλεσμα του συστήματος, αφού εξυπηρετεί συγκεκριμένα κέντρα με συμφέροντα. Ενισχύεται με βάση τα καπιταλιστικά και αυταρχικά συστήματα που περιορίζουν την ατομικότητα. Ενισχύεται από το ίδιο το σύστημα, το οποίο σύστημα έχει μόνο ένα στόχο: το κεφάλαιο και πώς οι 5 σ’ όλον τον πλανήτη θα γίνουν πλουσιότεροι. Όλο αυτό ενισχύει την ακροδεξιά. Από τη στιγμή που έχω τη συνείδηση της αδελφικότητας και της αλληλεγγύης αντιστέκομαι. Δεν κάνουμε διάλογο με το φασισμό και το ναζισμό. Τους τσακίζουμε με οποιονδήποτε τρόπο. Μέσα από τα κινήματα μπορούμε να τους αποβάλλουμε. Είναι δύσκολο, γιατί ο καπιταλισμός είναι σοβαρός αντίπαλος, ούτε ευκαταφρόνητος. Όσο δύσκολο είναι βέβαια, τόσο εύκολα ανατρέπεται“.
Αποκρίνεται ότι “το ΚΚΕ θα μπορούσε να είναι πιο αποφασιστικό και πιο ενεργό. Τα τιμάμε τα 100 χρόνια του ΚΚΕ, αλλά δεν πρέπει να μένει στις δάφνες του. Συνεχίζεται ο αγώνας. Άρα θα πρέπει ν’ αυξήσουμε την ενεργητικότητα μας. Όλα τα κινήματα τα σοσιαλιστικά θα πρέπει“. Μήπως απαγκιστρωθεί και απαλλαγεί η κοινωνία από την ξενοφοβία και τις παρενέργειές της. Μια παθογένεια που “προωθείται από τις διακυβερνήσεις, εξαιτίας της πολιτικής που εφαρμόζουν και την κοινωνική δράση τους. Δεν είχαμε ποτέ κοινωνικά κράτη, ποτέ δημοκρατία στην ουσία της. Οπότε πώς είναι δυνατόν να προωθηθεί οτιδήποτε υπέρ του ανθρώπου και της κοινωνίας; Σ’ όλες τις διακυβερνήσεις ισχύει και γι’ αυτό είμαι κατά αυτών και της βουλής, γιατί η πολιτική τους έχει να κάνει με το πώς θ’ αποκομίσουν χρήμα. Αυτές οι διακυβερνήσεις ήταν εχθρός του λαού, ήταν ενάντιά του. Δεν ήταν ποτέ υπέρ του. Εμείς έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε έναν κρατικό μηχανισμό που είναι εχθρός μας. Όταν πάψει να είναι εχθρός μας, δεν θα υπάρχει νόημα εξουσίας. Θα υπάρχει μέριμνα και αξιοκρατία”.
Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω θα τον φανταζόσουν πολιτικό παράγοντα. Έχει απορρίψει μια τέτοια καριέρα προ πολλού. Την παραγοντική όμως; Στη ΕΠΟ ενδεχομένως. “Αν μου ζητηθεί να βοηθήσω με τις ιδέες και τις πράξεις μου ενεργά, θα το έκανα. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις γιατί το σύστημα είναι τέτοιο. Είναι ένα σύστημα βολέματος και αλληλοεξάρτησης: σου δίνω, μου δίνεις. Αυτό το σύστημα δεν μπορεί να φέρει κάτι. Επειδή είσαι φίλος η συγγενής ‘έλα κάνε αυτό’. Η επειδή σου δίνω αυτό, θα πρέπει να μου δώσεις“.
Παράγοντας, μουσικός και πατέρας
Πρεσβεύοντας πως “ούτε ο αθλητισμός, πολύ δε περισσότερο η κοινωνία δεν έχει σύνορα“, εξήγησε ότι δεν αποστρέφεται την “ελεύθερη μετακίνηση ποδοσφαιριστών, αν γίνεται με σωστή χρήση“. Ούτε “αποτρέπει τον Έλληνα να εξελιχθεί, ίσα-ίσα τον βοηθάει. Αυτό που τον εμποδίζει να είναι η ίδια η χώρα του. Η ίδια η Ομοσπονδία που δεν χτίζει στέρεες βάσεις. Σ’ όλον τον κόσμο πηγαίνουν ξένοι ποδοσφαιριστές, αλλά δεν εμποδίζει τις Ομοσπονδίες να δομήσουν το δικό τους ποδόσφαιρο“.
Σε μια άλλη ζωή θα ήθελε όντως “να είμαι μουσικός, μακάρι να έπαιζα“. Εγκλωβίστηκε για λίγο στην ερώτηση ‘ποιος κιθαρίστας;’ και ζήτησε χρόνο. Το διπλωματικό “υπάρχουν τόσοι πολλοί και τόσο αξιόλογοι που ήταν άδικο να τους κατατάξω” ακούστηκε τουλάχιστον ειλικρινές. Η απόπειρά του να μάθει ντραμς διακόπηκε απότομα για ευνόητους λόγους όταν “γεννήθηκε η τρίτη κόρη μου“, είχε την ευχέρεια όμως ν’ αντιληφθεί ότι “με το ζόρι δεν γίνεται, αν δεν έχεις το ταλέντο να το κάνεις. Ο καθένας έχει το ταλέντο του. Εγώ έχω μονάχα την ικανότητα να ακούω“. Ξένο στίχο. “Μου ταιριάζει καλύτερα, αν και έχει μεγαλώσει η σκηνή του μέταλ στην Ελλάδα“.
Αφού δεν διάλεξε μουσικό για να ταυτιστεί, τού άρεσε η ποδοσφαιρική παρομοίωση με τον Τσάβι. Σ’ ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο βέβαια. “Ναι. Γιατί όχι;“, αποκρίθηκε. Σχεδόν στην ίδια ηλικία σταμάτησαν, στην ίδια θέση έπαιζαν, τους ίδιους χώρους κάλυπταν, τα ίδια όνειρα έκαναν από παιδιά. “Γέμισα απ’ αυτό και είμαι ευχαριστημένος. Πιστεύω ότι και μόνο που έπαιξα ποδόσφαιρο είναι μια ικανοποίηση. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που έφτασα να αγωνιστών σ’ ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, κάτι μοναδικό“. Ως άνθρωπος, αντίθετα, παραμένει πάντως ανικανοποίητος. “Στη ζωή μου και ως στάση απέναντι στα πράγματα και εν γένει στην κοινωνία ποτέ δεν θα είμαι ευχαριστημένος με όσα έχω κάνει. Διότι βλέπω τι συμβαίνει. Βλέπω το χαμόγελο να έχει φύγει από τον κόσμο. Βλέπω τη δυστυχία, την πολιτική και κοινωνική παρακμή και πολλές φορές νιώθω ανήμπορος να βοηθήσω ν’ αλλάξει. Δεν προβλέπεται ν’ αλλάζει“.
Στα μάτια των τριών κοριτσιών του αντανακλάται η δική του ξωτική μορφή. “Είναι σπουδαίο να μεγαλώνεις με παιδιά. Παιδιά θεωρώ όλα τα παιδιά της γης, γιατί ούτως ή άλλως συναναστρέφομαι με μικρά πλάσματα. Δίπλα σ’ αυτά μεγαλώνω και ‘γω, νοητικά κυρίως“.
Ο Σάββας Κωφίδης μόλις είχε ρουφήξει την τελευταία γουλιά από τον ελληνικό καφέ του.