X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

Ρομπέρτο Μπάτζιο: Ο Ιάπωνας Φελίνι στο γήπεδο

Αν προσπαθήσεις να θυμηθείς τον Μπάτζιο πριν συναντηθείς μαζί του στα γήπεδα που αυτός ιερουργούσε κι εσύ νοητικά ταξίδευες, ίσως βρεθείς ενώπιον ενός θλιμμένου μαέστρου, που το πάθος του ξεδιπλωνόταν μέσα από τη σιωπή.

Italy's Roberto Baggio fires in a shot at French goalkeeper Fabien Barthez during the soccer World Cup 98 quarter final match between France and Italy at the Stade de France in Saint Denis, north of Paris, Friday July 3, 1998. France won the match 4-3 on penalties after the match ended 0-0 following extra time. (AP Photo/Luca Bruno) AP PHOTO/LUCA BRUNO

Οι δακρυγόνοι αδένες της Ιταλίας ενεργοποιήθηκαν λες και ήταν ο Βεζούβιος που τσακωνόταν με τον Θεό, στις 16 Μαΐου 2004. Αν ο Ρομπέρτο Μπάτζιο δεν έμενε πια εδώ -και ήταν βέβαιο ότι δεν έμενε, κλαίγοντας με τη φανέλα της Μπρέσια πριν από τη λήξη του παιχνιδιού με τη Μίλαν (4-2 οι 'ροσονέρι')- πού θα πήγαινε μετά η χώρα;

Ο 'μικρός Βούδας' έστεκε παράξενος και αγέρωχος πάνω από μία 15ετία στα γήπεδα και μπόρεσε να διαχωρίσει πλήρως τον εαυτό του από όλους τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές που έβγαλε η γείτονα χώρα. Είτε επρόκειτο για δεκάρια, τα οποία συνέχιζαν την παράδοση του Τζιάνι Ριβέρα, του Σάντρο Ματσόλα, του Τζιανκάρλο Αντονιόνι, είτε για οποιονδήποτε άλλο, ο Μπάτζιο υπήρξε θρησκευτική εμπειρία. Η Καθαρά Δευτέρα. Η Μεγάλη Παρασκευή.

Στις 28 Απριλίου εκείνου του έτους, ο Μπάτζιο έπαιξε το τελευταίο διεθνές παιχνίδι του, ένα φιλικό της Ιταλίας του Τζιοβάνι Τραπατόνι απέναντι στην Ισπανία (1-1), στο οποίο φόρεσε τη φανέλα με το νούμερο 10. Αποθεώθηκε, όταν αντικαταστάθηκε από τον Φαμπρίτσιο Μίκολι.

Ήταν η προσωποποιημένη θλίψη για την ατέλεια του ανθρώπου. Για την ατυχία του να βαυκαλίζεται από επιλογές, να μπαίνει σε αδιέξοδα. Συνολικά, για την κατάρα να αντιλαμβάνεται τον χρόνο που περνάει, τον χώρο που διαστέλλεται και συστέλλεται, αλλά και την ευχή της περιγραφής τους με επικολυρικό τρόπο.

Ο Μπάτζιο ήταν το κουρασμένο μάτι του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, όταν πια οι γυναίκες της ζωής του τον είχαν ξεζουμίσει στο 8 ½. Ωστόσο, κάπου βαθιά, υπήρχε μία αγωνία. Ήταν η ίδια η φελινική αγωνία, που διαφαινόταν, αν κοιτούσες καλύτερα τον Μαστρογιάνι. Στο μπλέντερ του υπαρξισμού, ανακατευόταν με την απελπισία, τη στωικότητα και, παρ' όλα αυτά, τη συμμετρία. Εκείνη την οποία καθόρισε και από την οποία καθορίστηκε.

Και δεν επρόκειτο μόνο για ένα αρμονικό γκολ, μία αληθινά αφράτη προσποίηση για αλλαγή κατεύθυνσης, λες και ήταν νωχελικό φίδι. Δεν επρόκειτο καν για την αγωνιστική αρτιότητα, τις πάσες, τα γκολ, όλα όσα έκανε και ήθελαν κάτι να πουν στον θεατή, κάτι να ψελλίσουν.

Ότι ο χρόνος, άραγε, είναι δανεικός; Τι έδειχνε η στενοχώρια; Ήταν στενοχώρια ή ο ασπασμός του ιεροφάντη στον χοντρό Θεό από το 1988, που του διεμήνυε την απαλότητα των πραγμάτων και μία σχεδόν αιθέρια σύνεση; Πού χανόταν στα διαδοχικά ταξίδια του στην Ιαπωνία; Τι κρυβόταν στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου που μετοίκησε στο δέρμα του ή ίσως στην ψυχή του και εμφανίστηκε στο ποδόσφαιρό του; Ήταν ένα παραισθητικό ταξίδι σε κόσμους ακατοίκητους ή ένα συμπόσιο ακροβατών, ένα ψυχεδελικό και φιλοσοφημένο Καρναβάλι, όπως τα χτυπήματα φάουλ του;

Αν προσπαθήσεις να θυμηθείς τον Μπάτζιο πριν συναντηθείς μαζί του στα γήπεδα που αυτός ιερουργούσε κι εσύ νοητικά ταξίδευες, ίσως βρεθείς ενώπιον ενός θλιμμένου μαέστρου, που το πάθος του ξεδιπλωνόταν μέσα από τη σιωπή και όχι την ένταση, το πιο ιταλικό μέσο εξωτερίκευσης.

Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά αυτού του δεκαριού, κυρίως σε σχέση με τους μεταγενέστερους. Ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο με τη γλώσσα έξω και ο Φραντσέσκο Τότι με την αθέλητη κωμωδία μερικές φορές να καταλαμβάνει τις αντιδράσεις του είχαν αυτό το πηγαίο ταμπεραμέντο, αν και ο 'Πιντουρίκιο' είχε αυτήν την εσωτερικότητα που πολλές φορές ταίριαζε με την προσωπικότητα του 'Βούδα'.

Η Φλωρεντία τον συγχώρεσε το 1990, όταν πήγε στη Γιουβέντους. Υπήρξαν τραυματισμοί στην πόλη, από τις διαμαρτυρίες και τις πορείες των κατοίκων της. Ο Μπάτζιο αγάπησε τη Φιορεντίνα. Οι λιρέτες ήταν άφθονες, σε δολάρια, 8.000.000.

Ο ίδιος έμοιαζε, φεύγοντας, να παίρνει μαζί τη χαρά του για το ποδόσφαιρο. Μία από τις πιο απότομες αντιδράσεις που μπορεί να θυμάται κάποιος από τον Ιταλό, ήταν η άρνησή του να εκτελέσει το πέναλτι που είχε κερδίσει η ομάδα του στο ματς με τους 'βιόλα' στο 'Αρτέμιο Φράνκι' και να φιλήσει το κασκόλ της προηγούμενης ομάδας του.

Αν, πιθανότατα, εξαιρεθεί η 'Σκουάντρα Ατζούρα', ο Μπάτζιο δεν δέθηκε συναισθηματικά με άλλη ομάδα και έπαιξε στις τρεις μεγαλύτερες της Ιταλίας ή, εν πάση περιπτώσει, σε εκείνες που, πλην Γιούβε, έχουν πάρει το Κύπελλο Πρωταθλητριών: τη Μίλαν και την Ίντερ.

Ίσως κάπως συνδέθηκε με τους 'νερατζούρι', μία ομάδα με την οποία, έχοντας και τον Ρονάλντο στο ενεργητικό της, δοκίμασε να πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ, τίτλος που έχει λείψει από το παλμαρέ του, αλλά προφανώς, όπως μπορεί κάποιος να κατανοήσει, είναι αχρείαστος σε ό,τι αφορά τη συνολική υστεροφημία του. Το πρώτιστο είναι να τα βρεις με τον εαυτό σου.

Άλλη μία διάκριση, η πιο σημαντική, που δεν πέτυχε, είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο. Εδώ, όμως, η σύνδεση είναι το ψυχόδραμα, το οποίο κίνησε και τον καπιταλιστικό μηχανισμό. Η διαφήμιση με το ουίσκι ράφτηκε υπομονετικά από τις μοδίστρες του μάρκετινγκ και 4 χρόνια μετά από τη στιγμή που απλώς έσκυψε το κεφάλι με τα χέρια στη μέση του, το χαμένο πέναλτι στον τελικό με τη Βραζιλία το 1994, στις αχανείς ΗΠΑ, βρήκε το δρόμο της προς το νου, ώστε να ζυμωθεί και να γίνει μία πρώτης τάξεως ανάμνηση.

Ο Μπάτζιο ευστόχησε στο πέναλτι των ομίλων με τη Χιλή, ισοφαρίζοντας σε 2-2 για λογαριασμό της Ιταλίας. Αν ήταν μία πράξη θάρρους ή απλώς η νομοτέλεια των πραγμάτων όπως είχε διευκρινιστεί στο νου του, αυτό δεν μπορεί ούτε ο ίδιος να ξέρει, αφού η απάντηση αναγεννιέται διαρκώς στο υποσυνείδητό του.

Ίσως εμφανίζει κάποια ψήγματα στην επιφάνεια, ωστόσο ο Μπάτζιο τα αφήνει να υπάρχουν. Όλοι ζούμε με τις ψευδαισθήσεις, όσο λιγότερο τις ενοχλούμε τόσο ανώδυνες γίνονται. Παραμένει ο μόνος Ιταλός ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα. Ενώ, εν είδει τρανταχτής παραδοξότητας, δεν έχει παίξει ποτέ σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.

Ελάχιστοι Ιταλοί ποδοσφαιριστές, ίσως ο Τζιατσίντο Φακέτι, ο Γκαετάνο Σιρέα, ο Φράνκο Μπαρέζι, αγαπήθηκαν από όλη τη χώρα με τον τρόπο που αγαπήθηκε ο Μπάτζιο. Μόνο που ουδείς εξ αυτών ήταν δεκάρι, έχοντας τον καλλιτεχνικό ρόλο στα δρώμενα. Όλοι τον συμπαθούσαν.

Η τελευταία σεζόν του ήταν ένα τουρ τις μεσημεριανές ώρες, χωρίς να έχει για παρέα το διάδοχό του, τουλάχιστον στον αισθησιασμό του παιχνιδιού, Αντρέα Πίρλο. Ήταν αντίπαλός του.

Ο Μπάτζιο δεν ήταν αργός ή γρήγορος, δεν ήταν τεχνίτης ή άγαρμπος. Έγινε ο ίδιος χαρακτηρισμός, ήταν ο Ρομπέρτο Μπάτζιο. Την κίνησή του έμοιαζε να μην αφορά χρόνος και ενώ η ταχυδύναμή του δεν έμοιαζε αξιοσημείωτη, βρισκόταν συχνά πυκνά στην πλάτη της άμυνας, ακόμα κι αν ήταν της εθνικής Γαλλίας στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998.

Εκείνη τη φάση, πιθανότατα, αν του ζητούσε κάποιος να ξεχωρίσει μία, θα διάλεγε, ως πρώτη υποψήφια για τη δική του βουτιά στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Με το παιχνίδι στην παράταση, μετά από ένα στείρο 0-0, ο Μπάτζιο υποδέχθηκε την μπάλα μπροστά του και με τη λεπτεπίλεπτη κίνησή του και το εναέριο βολ πλανέ έστησε ένα κομψό χορευτικό, θα μπορούσε να σε κάνει να νομίζεις ότι είχε ήδη έρθει σε επαφή μαζί της προκειμένου να προλειάνει το έδαφος για την τελική προσπάθεια.

Το σώμα του είχε υπέροχη κλίση, η αναγνώριση του χώρου ήταν μοναδική, το σουτ ήταν στοχευμένο. Το δεξί πόδι είχε γυρίσει προς τα αριστερά και ενώ το στέρνο του παρέμενε προς τα μπροστά, το σουτ είχε γίνει με σπουδαία προϋπόθεση.

Ίσως, αν το πόδι είχε μία μικρή, σχεδόν αδιόρατη, κλίση προς τα πίσω, να έδινε στην μπάλα τα εκατοστά που ήθελε ώστε να παραβιάσει την εστία του Φαμπιάν Μπαρτέζ και να αποκλείσει τη Γαλλία με το 'χρυσό γκολ'. Αλλά η ίδια η ειμαρμένη δεν προόριζε τον ποδοσφαιρικό 'Βούδα' της για τέτοιες λογικές συμβάσεις ούτε του εμφύσησε τη σημασία της νίκης και της ήττας με τον ίδιο τρόπο που την έμαθαν οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές.

Με το ασπρογκρίζο μουσάκι του, σαν Ιάπωνας γκουρού, χρώματα που πάνε ασορτί με εκείνα των μαλλιών του, έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε που ο Μπάτζιο φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας. Ήταν απέναντι στην Ισπανία, ίσως για να του θυμίσει το γκολ που έβαλε στα χασομέρια του προημιτελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1994. Μετά από 18 μέρες, ήρθε και το οριστικό 'αντίο' με τη Μίλαν. Κι αν ένα κατέστη σαφές, ήταν ότι δεν επρόκειτο να κοιτάξει ξανά πίσω.

24MEDIA NETWORK