Πώς θα θυμούνται την κουτουλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι το 2056
Ο Ζινεντίν Ζιντάν υπέγραψε πειστικώ τω τρόπω μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου στις 9 Ιουλίου 2006, όταν κουτούλησε τον Μάρκο Ματεράτσι στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας. Αποβλήθηκε κι οι Ιταλοί κατέκτησαν το τρόπαιο στα πέναλτι με 5-3 (1-1 κ.δ., παρ.).
Ο Ρεϊμόν Κενώ, ένας συγγραφέας, στιχουργός και μαθηματικός, που με την πνευματικότητά του δικαιούται να κρατά τα ελληνικό ‘ω’ στο επώνυμό του (δηλαδή το eau), ήταν Γάλλος, ούτως ειπείν συμπατριώτης, έστω κατά το ήμισυ, του Ζινεντίν Ζιντάν. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1976, οπότε δεν θα μπορούσε να είναι παρών στην κουτουλιά του Ζιντάν στον Μάρκο Ματεράτσι, στις 9 Ιουλίου 2006, στο Βερολίνο, για τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Αν ζούσε, θα μπορούσε να έχει γράψει τις ‘Ασκήσεις Ύφους ΙΙ’ (σ’ ευχαριστώ Αποστόλη), καθώς το πρώτο εξαντλήθηκε σε ένα σκηνικό που έγινε σε ένα λεωφορείο, μια σχεδόν αδιάφορη κατάσταση, την οποία ξεζούμισε κατά τρόπο φορτικό, αναγκαστικά, ωστόσο ανεπανάληπτο.
Η Ιταλία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, αφού στον τελικό, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, νίκησε τη Γαλλία στα πέναλτι με 5-3, με το παιχνίδι να λήγει ισόπαλο 1-1 στην κανονική διάρκειά του. Τα γκολ έβαλαν ο Ζιντάν στο 7′ με πέναλτι, ένα σκαφτό που χτύπησε το οριζόντιο δοκάρι και προσγειώθηκε μέσα στη γραμμή του τέρματος του Τζιανλουίτζι Μπουφούν, και ο Ματεράτσι με κεφαλιά στο 19′. Το 5ο πέναλτι της Ιταλίας, που της χάρισε το τρόπαιο αφού ο Νταβίντ Τρεζεγκέ αστόχησε στο δικό του, πέτυχε ο Φάμπιο Γκρόσο, ο οποίος χάρισε στον κόσμο τον εκστατικό πανηγυρισμό όταν πέτυχε το αριστερό φαλτσαριστό σουτ στο 119′ του ημιτελικού με τη Γερμανία. Το παιχνίδι έχει περάσει στην ιστορία για την κουτουλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι στο 108′, που έφερε την αποβολή του Γάλλου από τον Αργεντινό διαιτητή Οράσιο Ελισζόντο, πάνω από 2 λεπτά αργότερα.
Προς τιμή των ‘Ασκήσεων Ύφους’ και βεβαίως της τελευταίας στιγμής του Ζιντάν στο ποδόσφαιρο (μία φράση που σε συνδυασμό με την εικόνα, όσο κι αν επαναλαμβάνεται, δεν γίνεται βαρετή), αντιγράφεται πρόχειρα το στυλ του Κενώ σε 14 περιπτώσεις, όσα, δηλαδή, είναι τα χρόνια που συμπληρώθηκαν από την πελώρια στιγμή.
Το υποθετικό
Μα, και να μη γινόταν ποτέ αυτή η στιγμή, τι θα άλλαζε; Απέμεναν μόνο 10 λεπτά και είχε χάσει ήδη την ευκαιρία του, εκείνη την κεφαλιά που απέκρουσε ο Μπουφόν. Τι επρόκειτο να γίνει; Το πολύ πολύ να μη σούταρε ο Τρεζεγκέ το πέναλτι, αλλά ο ίδιος. Είμαστε σίγουροι, όμως, ότι ο Ρεϊμόν Ντομενέκ δεν θα επέλεγε τον Τρεζεγκέ; Και πες πως δεν τον διάλεγε, ακόμα κι αν αντιστρεφόταν η ιστορία και ευστοχούσε ο ίδιος στο πέναλτι, δεν θα έπαιρνε η Γαλλία καν το Κύπελλο. Αν έβαζαν όλοι οι Γάλλοι τα σουτ τους, κάποια στιγμή θα εκτελούσε ο Τρεζεγκέ. Δεν μπορούμε να μιλάμε για τεράστια αλλαγή, με 10′ να απομένουν.
Το αξιοκατάκριτο
Έπρεπε να τον ξεσκίσουν τα Μέσα. Έκοψαν ρόδα μυρωμένα από τη δεύτερη μέρα και τον αντιμετώπισαν λες και δεν έγινε τίποτα. Λες και δεν ήταν ένας τελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου, λες και δεν κατέστρεψε τις ελπίδες μας για να πάρουμε το τρόπαιο. Έφυγε έτσι, χωρίς καν να δείξει ότι νοιάζεται, και μετά ήταν μόνο ήξεις αφήξεις. Ποιος πίστεψε τη συγγνώμη του στη συνέντευξη που έδωσε στην ‘Equipe’; Τι είδους δικαιολογία ήταν αυτή, ότι του έβρισε την οικογένεια; Οικογένειες βρίζονται σε κάθε παιχνίδι. Έπρεπε όμως να τους την κάνει ο Ζαν Μαρί Λε Πεν, να μην παίξει ξανά κανείς τους στην εθνική. Και που έπαιξαν, δηλαδή, τι καταλάβαμε; Ας μην πηγαίναμε καν στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Χίλιες φορές, από το να βλέπω αυτούς τους μπάσταρδους να πανηγυρίζουν.
Το συνωμοτικό
Εγώ δεν είμαι ένας τύπος που πιστεύει στις συνωμοσίες, αλλά… δεν πιστεύω ότι ήθελε να χτυπήσει πέναλτι στη διαδικασία και θα αναγκαζόταν, αν το ματς έμενε στο 1-1. Για να πω την αλήθεια, δηλαδή, νομίζω, τι νομίζω δηλαδή, είμαι σίγουρος, ότι πίστευε πως θα του το έπιανε ο Μπουφόν. Δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη να κρεμάσει τα παπούτσια του, έχοντας χάσει πέναλτι σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου. Τι θα έλεγε μετά στον κόσμο; Πώς θα συνδεόταν η καριέρα του με μια τέτοια παταγώδη αποτυχία; Βρήκε δικαιολογία. Τώρα, έφυγε σαν ένας από τους κορυφαίους. Δεν μπορεί να του πει κάποιος ότι ήταν χαμένος και ότι δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Μπορεί να αποβλήθηκε, αλλά αυτό ήταν ανεξάρτητο από την κληρονομιά που άφησε πίσω του.
Το γονιδιακό
Πώς να μεταφέρει ο βάτραχος τον σκορπιό από το ποτάμι χωρίς να τον τσιμπήσει; Πώς να σώσει τη ζωή της έχιδνας ο γεωργός και να τη μεγαλώσει χωρίς να βρει αποτρόπαιο θάνατο από το δηλητήριό της; Πώς ένας Αλγερινός να μην υπακούσει στο αλήτικο ‘εγώ’ του, έστω και την τελευταία στιγμή της καριέρας του; Έπρεπε να αλλάξει δέρμα. Και μόνο που το τιθάσευσε για τόσα χρόνια, φυσικά με αυτές τις μπριόζες άγριες εξαιρέσεις, τα τάκλιν με τα πόδια τεντωμένα, τις σχάρες στο στήθος του αντίπαλου, ήταν ένα θαύμα. Πήγε στο Μπορντό, αλλά δεν έγινε Γιρονδίνος. Πήγε στο Τορίνο, αλλά δεν έγινε Ιταλός. Πήγε στη Μαδρίτη, αλλά δεν έγινε βασιλιάς. Στο τέλος, παρέμεινε πάντα αυτός ο Αλγερινός. Στην υγειά του, που κατάφερε να γίνει αυτός που έγινε.
Το μεθυστικό
Όλη η νύχτα είναι δική μας. Το μαγαζί σφύζει από κόσμο. Τα μεγάλα ποτήρια με την μπύρα διαδέχονται το ένα το άλλο. Η σερβιτόρος, που θα ήθελε να ξεκουραστεί λίγο περισσότερο την Κυριακή, ίσως έχει και λίγο διάβασμα, ήδη σιχτιρίζει. Κάθε τρία λεπτά, κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον, χαμογελάμε πονηρά και αναφωνούμε, “ρε, τι έκανε ο Ζιντάν”. Ήταν ένας κωδικός πια, σαν να αποδεχόμασταν αυτού του είδους την αλητεία. Ξαφνικά, όλα φαίνονταν πιο εύκολα. Τον αγαπούσαμε από πριν, ήταν ο αρτιότερος, ο πιο κινηματογραφικός που είχαμε δει, αλλά αυτό που έκανε ήταν σαν να άνοιξε μία πόρτα στο φως. Σαν να μας έδειξε μια αλήθεια απροσδόκητη, την οποία ουδόλως περιμέναμε. Ποτέ δεν άξιζε μεθύσι περισσότερο από εκείνη τη νύχτα. Αν κατά κανόνα δεν καταλαβαίνεις τα σημεία που οι εποχές αλλάζουν, το zeitgeist, εκείνη η νύχτα ήταν μια νέα εποχή. Και εκείνη η αυγή, όταν πια βγήκαμε από την πόρτα, η πρώτη που ο Ζιντάν είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Το ποιητικό
Ρώτησε η οδαλίσκη τον προορισμό σου,
Σε στέρνο ιταλικό, ποιος δαίμονας σε αφήνει,
Κι απάντησες πως στον αφορισμό σου,
Η εντροπία σου την αταξία κλείνει.
Στου Θεού την ευχή, λίγο πιο δυνατά μιλά,
Εις το επανιδείν, τώρα όμως ψιθυρίζει,
Κι εσύ το ξέρεις τώρα πια καλά,
Πως την ουσία σου το χάος την ορίζει.
Γεια σου αγαπημένη, αντίο, μιλάς αχνά,
Το τελευταίο χάδι μου σου το ‘δωσα στη λύπη,
Με άντρεψες, με θέριεψες, μουρμούρισες βραχνά,
Μα τώρα φεύγω, ο καιρός μ’ εγκαταλείπει.
Το βέβηλο
Ήταν μία πράξη που δεν αποτιμάται. Η στιγμή που συνέβη και τα δευτερόλεπτα μετά υπήρξαν σταθμός. Δεν τον πλησίασε κανείς. Εκτός από τους ποδοσφαιριστές που είχαν μαζευτεί στο πηγαδάκι και αντάλλασσαν ήδη απόψεις, προβαίνοντας σε διπλωματία για να εκμαιεύσουν ό,τι μπορούσαν από τον διαιτητή, οι υπόλοιποι έμοιαζαν να παραμιλάνε, ευρισκόμενοι μερικά μέτρα μακριά από τον τύπο, που έμοιαζαν χιλιάδες. Κάποιοι συμπεριφέρονταν λες και στριφογύριζαν κατά τη διάρκεια ενός ανήσυχου ύπνου. Εκείνος έμεινε ακίνητος. Είχε προκαλέσει ήδη, με τη μήνη του, όλους τους Θεούς. Και ήταν η ώρα της πληρωμής.
Το ξαφνικό
Τι κάνει την κουτουλιά μεγαλειώδη; Η τηλεόραση. Το ριπλέι. Σε ζωντανή μετάδοση, ουδείς είδε την κουτουλιά, πέραν ενός μέρους των 69.000 ανθρώπων που βρέθηκαν στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου. Πολλαπλασίασε την έκπληξη που ένιωσες όταν για πρώτη φορά, κι ενώ το παιχνίδι είχε διακοπεί με τον Ματεράτσι στο έδαφος, είδες το ριπλέι με την κουτουλιά του Ζιντάν. Εμπρός, πολλαπλασίασέ την με τον αριθμό 715.000.000, δηλαδή τους τηλεθεατές που η FIFA εκτιμούσε ότι παρακολουθούσαν τον τελικό εκείνη την ώρα και ουδείς είχε πρόσβαση στη φάση. Ουδείς ήξερε τι είχε συμβεί. Όλοι, συντονισμένοι, ένιωσαν σχεδόν το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή. Θα μπορούσαν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να προσέθεταν οργή και αγωνία, στενοχώρια, να ούρλιαζαν στους τηλεοπτικούς δέκτες, πάντως ήταν δέος ο κοινός παρονομαστής.
Το ασήμαντο
Έχουν περάσει 14 χρόνια από τότε και αυτό που δεν έχετε καταλάβει είναι ότι ο κόσμος έχει πολύ περισσότερα προβλήματα από το αν κάποιος εκατομμυριούχος κουτούλησε κάποιον άλλον εκατομμυριούχο. Είναι αστείο να ασχολείστε ακόμη με όλο αυτό, όπως, βέβαια, γενικά με το ποδόσφαιρο. Γίνεστε φανατικοί και συναισθηματικοί για να πλουτίζουν οι άλλοι. Νισάφι πια!
Το ερωτηματικό
Λίγη ώρα αφού ο Ζιντάν κουτούλησε τον Ματεράτσι στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2006 στο Βερολίνο και ο προβληματισμός για την καθυστέρηση της απόφασης του Ελισόντο ήταν έκδηλος. Ένα ερωτηματικό πλανάται ως τις μέρες μας, αν και οι περισσότεροι ρέπουν προς την ίδια κατεύθυνση. Εμπιστεύθηκε τους δύο συνεργάτες του ο Αργεντινός; Είδαν τη φάση; Τον ειδοποίησαν ότι ο Γάλλος χτύπησε με το κεφάλι του το στέρνο του Ιταλού; Ή μήπως, για πρώτη φορά στα ποδοσφαιρικά χρονικά, ένας διαιτητής έλαβε την πλέον διάσημη απόφαση, κοιτάζοντας από το μόνιτορ τι έγινε; Ακόμη δεν έχει γίνει παραδεκτό, αλλά ο Ελισόντο μάλλον εμπιστεύθηκε τα μάτια του, κάνοντας κάτι που ουδεμία σφυρίχτρα είχε πράξει ως τότε.
Το έμμεσο
Το καφέ είχε πολύ κόσμο για τέτοια ώρα. Ο Λιούντγκρεν κι εγώ περνούσαμε βιαστικά από τη Μονμάρτη, σε 45 λεπτά έπρεπε να βρισκόμαστε στο ‘Σαρλ ντε Γκολ’ για να γυρίσουμε στη Στοκχόλμη. Κοιτούσα από το παράθυρο του ταξί, όταν ένα αγόρι, ήταν δεν ήταν 20 χρόνων, γύρισε το κεφάλι του από την τηλεόραση και με τα γουρλωμένα έντονα μάτια του ακολούθησε το πρόσωπό μου, μέχρι που χάθηκαν. “Τι συνέβη;”, ρώτησα τον ταξιτζή στα αγγλικά. “Δεν μιλάω αγγλικά”, μου απάντησε, αφήνοντας έναν λυγμό. “Πρέπει να είναι αποκύημα της φαντασίας μου, δεν μπορεί να κλαίει”, σκέφτηκα. Στο αεροδρόμιο έμαθα ότι ένας Γάλλος κουτούλησε έναν Ιταλό σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Γύρισα χωρίς ενδιαφέρον στον Λιούντγκρεν, που χαμογέλασε πικρά. “Θα σου εξηγήσω αργότερα”, είπε. Δεν τον ρώτησα, όμως, και δεν μου εξήγησε.
Το επικό
Ο πολέμαρχος έφτασε στη σκηνή του τυφλού μάντη. Στο Ίλιον σηκώθηκε σκόνη, αφρικανική, ερχόμενη από τη Λιβύη. Οι συνθήκες είχαν δυσκολέψει. “Πες μου, μάντη, πώς θα νικήσουμε στη μάχη;”. Ο Κάλχας έτριψε το πιγούνι του. “Όταν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα και το αλύχτημα του σκύλου συνοδέψει τον ήχο της πεσμένης πανοπλίας, βάλε το σπαθί στο θηκάρι. Μη σημαδέψεις το στέρνο του γελωτοποιού με την κόκκινη μύτη. Αν το κάνεις, θα περάσεις δίπλα από όλο το χρυσάφι του κόσμου και δεν θα μπορέσεις να το αγγίξεις”.
Το περιγραφικό
Με το σκορ στο 1-1 και με 12 λεπτά να απομένουν για τη λήξη της παράτασης του τελικού στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, το νούμερο 10 της Γαλλίας, ο Ζινεντίν Ζιντάν, που έχει δηλώσει από πέρυσι ότι θα σταματήσει το ποδόσφαιρο, χτύπησε με το κεφάλι του το στέρνο του Ιταλού αμυντικού Μάρκο Ματεράτσι. Έπειτα από 2 λεπτά διαβουλεύσεων, ο Αργεντινός διαιτητής Οράσιο Ελισόντο αποφάσισε να δείξει την κόκκινη κάρτα στον Ζιντάν, ο οποίος βλέπει την άγουσα για τα αποδυτήρια. Η Γαλλία θα πρέπει να παίξει με 10 παίκτες για τα υπόλοιπα 10 λεπτά συν τις καθυστερήσεις.
Tο σεναριακό
Ιούλιος 2056. Ο Ζαν Φιλίπ και ο Εντουάρ δεν χορταίνουν παιχνίδι. Η οικοδομή είναι μισοφτιαγμένη και τα πιτσιρίκια σημαδεύουν τις κολόνες. Στον ουρανό σκάνε πυροτεχνήματα, που υπενθυμίζουν στο Παρίσι ότι σήμερα είναι η μέρα Εμανουέλ Μακρόν. Μια στραβοκλωτσιά του Ζαν Φιλίπ στέλνει την μπάλα στον απέναντι κήπο. Τα παιδιά έχουν ακούσει τις ιστορίες για το στοιχειωμένο σπίτι, αν και τα πολύχρωμα λουλούδια, οι υάκινθοι και οι βουκαμβίλιες δεν φανερώνουν ότι σε αυτό μπορεί να κατοικούν φαντάσματα. “Είναι κάποιος εκεί;”, φωνάζει διστακτικά ο Εντουάρ. Μια βαριά ανάσα ακούγεται, σαν αχός. Οι πιτσιρικάδες κοιτάζονται έντρομοι. Ξαφνικά, ακούγεται ο χτύπος της μπάλας στο πόδι. Για ώρα. Ο παρορμητικός Ζαν Φιλίπ σκαρφαλώνει τον φράχτη. Με το βλέμμα του, παρακαλεί τον Εντουάρ να τον ακολουθήσει. Δεν περνάνε παρά 10 δευτερόλεπτα, όταν ο τελευταίος βρίσκεται στην άλλη μεριά. Στρίβουν αριστερά και αυτό που αντικρίζουν τους προξενεί κυρίως περιέργεια.
Ένας γέρος, φαλακρός με παχιά γενειάδα, καθισμένος στη φάρδιά κούνια του, κάνει γκελάκια βαρετά. Ο Ζαν Φιλίπ τον πλησιάζει. Ο γέρος σηκώνει το κεφάλι, τα μάτια του είναι διαπεραστικά. “Κάπου σας ξέρω εσάς”, ψιθυρίζει ο μικρός. Ο Εντουάρ γνέφει καταφατικά. Ο γέρος σηκώνει το κεφάλι του και τους κοιτάζει. Τα διαπεραστικά μάτια δημιουργούν ανυπόφορη ένταση στ’ αγόρια. “Ποια είναι η σημερινή ημερομηνία;”, τους ρωτάει με τη βραχνή φωνή του. “9 Ιουλίου 2056″, απαντούν ταυτοχρόνως. “Αααχ”, στενάζει ο γέρος, “ακολουθήστε με”. Σηκώνεται με μία περίεργη χάρη. Στα νιάτα του πρέπει να ήταν χορευτής. “Γι’ αυτό μιλάνε για φαντάσματα”, σκέφτεται ο Εντουάρ. “Ακριβώς”, απαντά ο γέρος, που προπορεύεται χωρίς να τον κοιτάξει. Τους περνάει στο σαλόνι. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες. Από τη βιβλιοθήκη, βγάζει ένα DVD. “Τι είναι αυτό;” ρωτάει ο Ζαν Φιλίπ. “DVD”. “Δηλαδή;” Ο γέρος το βάζει στη θήκη και ανάβει την τηλεόραση. Η εικόνα είναι ξεφτισμένη, από το πολύ μακρινό παρελθόν. “Παίζει ακόμη”, μονολογεί. Τους κοιτάζει σκεφτικός για λίγο, σαν να τους περιεργάζεται. Τα πιτσιρίκια αποφεύγουν την οπτική επαφή. Ο γέρος γυρνάει προς την οθόνη. Χωρίς να το περιμένει κάποιος, λέει: “Πριν από ακριβώς μισό αιώνα, παίζαμε στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου…”.