ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Ομπντούλιο Βαρέλα: Ο Ουρουγουανός που δεν άφησε τον χρόνο να τον αλλάξει

Τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που απεβίωσε ίσως η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική φυσιογνωμία στην ιστορία, ο Ομπντούλιο Βαρέλα, είναι 23. Μαύρη ημερομηνία για την Ουρουγουάη ήταν η 2η Αυγούστου 1996.

Ομπντούλιο Βαρέλα: Ο Ουρουγουανός που δεν άφησε τον χρόνο να τον αλλάξει

Τα 166 εκατοστά που χώριζαν τον Ντιέγκο Μαραντόνα από το έδαφος ήταν μία ψευδαίσθηση. Ο Αργεντινός ξέφευγε από τα μέτρα και τα σταθμά του ποδοσφαίρου. Ήταν επικριτικός προς οποιοδήποτε στερεότυπο παρέπεμπε σε μαυσωλείο, ασχέτως κι αν είχε πρόβλημα με το μέτρο. Και γι’ αυτό συγχωρέθηκε από όλους για όλα: τα ναρκωτικά, τις γκόμενες, το πάχος, τις εξάρσεις που παραπέμπουν σε άνθρωπο που δεν είναι στα συγκαλά του. Αλλά ακόμα κι ο Ντιέγκο είναι ένα πρότυπο σε κόμιξ, μπροστά στον σπουδαιότερο Ουρουγουανό ποδοσφαιριστή όλων των εποχών: τον Ομπντούλιο Βαρέλα. Ο οποίος γεννήθηκε στο Μοντεβίδεο στις 20 Σεπτεμβρίου 1917 και 2 Αυγούστου του 1996.

Ο ‘Negro Jefe’ (‘Μαύρος Αρχηγός’), όπως αποκαλείτο, δεν ήταν ο πιο άρτιος τεχνίτης στην ιστορία του ουρουγουανικού ποδοσφαίρου. Ο ‘πρίγκιπας’ Ένσο Φρανσέσκολι, ο Αλμπέρτο Σκιαφίνο, ο πρώτος θρύλος, της ομαδάρας της δεκαετίας του ’30, Έκτορ Σκαρόνε, ο Ντιέγκο Φορλάν και ο Λουίς Σουάρες, οι σύγχρονοι σκαπανείς των μυθολογικών εδαφών της ‘σελέστε’, διεκδικούν με αξιώσεις το χρίσμα του γαλαζοαίματου, όχι υπό τη βασιλική άποψη, αλλά κυρίως λόγω του χρώματος της εμφάνισης της ομάδας.

Όμως ο Βαρέλα ήταν πάνω από όλους αυτούς. Το δεύτερο και τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο που κατέκτησε η Ουρουγουάη, το 1950 στη Βραζιλία, ήταν κτήμα του και συνοδεύτηκε από τα δικά του ανδραγαθήματα σε ένα Ίλιον που λεγόταν ‘Μαρακάνα’, απέναντι σε μία ασυγκράτητη ομάδα που όδευε για την πρώτη κατάκτηση τροπαίου ‘Ζιλ Ριμέ’ στην ιστορία της. Πότε Οδυσσέας και πότε Διομήδης, πότε Νέστορας και πότε Αίας ο Τελαμώνιος, ο απίθανος Βαρέλα ήταν εκείνος που όχι μόνο άλλαξε τον ρουν της ιστορίας, αν και όχι δραματικά, αλλά και δεν διαφθάρηκε από τον ερχομό των πρώτων επαγγελματικών καταστάσεων στο παιχνίδι.

Οι εφημερίδες ανήμερα του τελικού

Κάτι τύποι σαν τον Βαρέλα έκαναν την Ουρουγουάη αυτό που είναι: μία μικρή χώρα γεμάτη τιτάνες. Ο κεντρικός χαφ της Πενιαρόλ, κοιτάζοντας τον κόσμο από τα 183 εκατοστά, είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40 έξι πρωταθλήματα με την ομάδα με την οποία συνδέθηκε. Από το 1939, όταν έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική Ουρουγουάης ως αλλαγή, σε ένα 3-2 με τη Χιλή, δεν την παράτησε ποτέ.

Το τέλος του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας ήταν πικρό. Ένας τραυματισμός στον προημιτελικό με την Αγγλία, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 στην Ελβετία, που δεν τον άφησε να είναι έτοιμος με τον ημιτελικό με την Ουγγαρία, σε ένα παιχνίδι που δεν επιτρέπονταν οι αλλαγές. Αυτό ήταν το τέλος και μπορεί κάποιος να πει ότι, έστω και κατά λάθος, υπήρξε για την υστεροφημία του ό,τι έπρεπε: ο Βαρέλα δεν γνώρισε ποτέ ήττα σε Παγκόσμιο Κύπελλο, όταν βρισκόταν μέσα στο γήπεδο για να διεκδικήσει τη νίκη με την ομάδα του. Εκείνη η ήττα απέναντι στην ‘Αρανιτσαπάτ’ ήταν και η πρώτη της Ουρουγουάης στη διοργάνωση, μια και το 1934 δεν πήγε στην Ιταλία και το 1938 επίσης δεν ταξίδεψε στη Γαλλία. Έναν χρόνο μετά, ο άνθρωπος του οποίου το γονίδιο παρεισέφρησε όσο οποιοδήποτε άλλο στην εθνική, έκανε το ντεμπούτο του.

Βεβαίως, το τέλος του Βαρέλα στην Ουρουγουάη δεν θα μπορούσε να αφαιρέσει τον μύθο του, ο οποίος στεριώθηκε κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1950 στη Βραζιλία. Δύο όμιλοι, μία διοργάνωση χωρίς τελικό, ένα σύστημα που ευτυχώς δεν απέδωσε, αν αναλογιστεί κάποιος ότι ο τελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου είναι το πιο αναμενόμενο γεγονός της 4ετίας, πιθανώς μαζί με τον τελικό των 100μ. στίβου στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η Ουρουγουάη, έναν χρόνο πριν, στις 30 Απριλίου 1949, είχε ηττηθεί 1-5 από τη Βραζιλία για το Copa América στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Κατόπιν, έχασε από το Περού και τη Χιλή και τελείωσε τη διοργάνωση, η οποία κατέληξε στη Βραζιλία μετά από το επιβλητικό 7-0 επί της Παραγουάης στον τελικό. Η ‘σελεσάο’ πέτυχε, σε εκείνη τη διοργάνωση, 39 γκολ σε 7 ματς, πάνω από 5,5 ανά μέσο όρο, και στο Παγκόσμιο Κύπελλο κράτησε το ίδιο μοτίβο: 21 γκολ σε 5 ματς, εκ των οποίων 13 στον 2ο όμιλο, 7 στη Σουηδία και 6 στην Ισπανία. Η Ουρουγουάη αγκομάχησε: 2-2 με την Ισπανία, με τον Βαρέλα να ισοφαρίζει το σκορ, 3-2 τη Σουηδία, με τον Όσκαρ Μιγκέζ να σημειώνει το γκολ της νίκης στο 85′. Ήταν ξεκάθαρη η διαφορά δυναμικότητας. Σε αυτό το παιχνίδι με τη Βραζιλία, που καθίσταται άτυπος τελικός της διοργάνωσης, η Ουρουγουάη είναι χαμένη από χέρι. Για όλους.

Εκτός του Ομπντούλιο Βαρέλα.

Είναι πρωί της 16ης Ιουλίου 1950, όταν η ‘O Mundo’ βγαίνει με μία δεύτερη έκδοση, που μόνο γι’ αυτήν θα έπρεπε να ζουν εκείνη την εποχή οι αρχαίοι τραγικοί. Μία μεγάλη φωτογραφία της εθνικής Βραζιλίας, με τον πηχυαίο τίτλο “Νάτοι οι παγκόσμιοι πρωταθλητές”. Την ίδια ώρα, ο πρόεδρος της FIFA, Ζιλ Ριμέ, γράφει στα πορτογαλικά τον λόγο που θα εκφωνήσει όταν το παιχνίδι τελειώσει και οι Βραζιλιάνοι θα έχουν πια κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τότε, περίπου, οι Βραζιλιάνοι παίρνουν δώρο χρυσά ρολόγια. “Για τους παγκόσμιους πρωταθλητές”, αναφέρει η σκαλιστή επιγραφή στο πίσω μέρος του.

Ένας εξοργισμένος Βαρέλα, που ήξερε καλά από εφημερίδες, αφού πουλούσε όταν ήταν πιτσιρίκι για να βοηθά την οικογένειά του, βγαίνει τσάρκα με ανθρώπους από το τεχνικό επιτελείο της εθνικής Ουρουγουάης. Σε όποιο μαγαζί υπάρχει διαθέσιμη αυτή η δεύτερη έκδοση, ο ‘Μαύρος Αρχηγός’ αγοράζει κάθε αντίτυπο. Και την ώρα που οι Βραζιλιάνοι παράγοντες τείνουν τα 5 δάχτυλα του ενός χεριού, δείχνοντας το σκορ με το οποίο θα ήταν σχετικά ικανοποιημένοι, και οι ομόσταβλοί τους της Ουρουγουάης αγκομαχούν, σχεδόν προσευχόμενοι το εύρος της ήττας να είναι μικρό, ο τύπος με καταγωγή από το Μαρόκο, την Ισπανία και την Ελλάδα (!) ζητάει από τους συμπαίκτες του να… ουρήσουν στις εφημερίδες.

Ο Βαρέλα δεν είναι διατεθειμένος να χάσει αυτό το τρόπαιο. Όλο αυτό το περίγραμμα, με την ομάδα του χαμένη από χέρι, είναι προσβλητικό για τον ίδιο προσωπικά. Οι ατάκες που λέει, έχουν μείνει στην ιστορία. “Τα αουτσάιντερ δεν παίζουν”, “μην ακούτε τους δειλούς, ο στόχος μας θα ολοκληρωθεί μόνο όταν γίνουμε πρωταθλητές”, “όλοι αυτοί στην κερκίδα είναι σαν να είναι ξύλινοι, δεν παίζουν στο χόρτο”. Κι όταν ο προπονητής της Ουρουγουάης, Χουάν Λόπες, παρουσίασε το αμυντικό πλάνο, ο Βαρέλα τον άφησε να μιλήσει, να φύγει και έπειτα είπε: “Παιδιά, ο Χουανσίτο είναι καλός άνθρωπος, αλλά σήμερα κάνει λάθος. Αν παίξουμε αμυντικά, θα έχουμε τη μοίρα της Ισπανίας και της Σουηδίας”.

Βεβαίως, τα κατορθώματα συνεχίστηκαν εντός του αγωνιστικού χώρου του ‘Μαρακάνα’, ενώπιον 199.854 θεατών. Μετά από το γκολ του Φριάσα, στο 47′, που άνοιξε το σκορ για τους Βραζιλιάνους και, διαμαρτυρόμενος για οφσάιντ, απαίτησε μέχρι και μεταφραστή για να συνεννοηθεί μαζί του. Όταν, πια, οι πανηγυρισμοί κόπασαν και ο κίνδυνος να βρουν οι γηπεδούχοι ρυθμό μετά από το γκολ είχε παρέλθει, άφησε την μπάλα από τα χέρια του και φώναξε στους συμπαίκτες του “ωραία, τώρα πάμε να νικήσουμε”.

Όπως και έγινε: με τα γκολ των Σκιαφίνο στο 66′ και Αλσίδες Γκίτζια στο 79′ (ένα τέρμα που στιγμάτισε για πάντα τον Βραζιλιάνο τερματοφύλακα Μοασίρ Μπαρμπόζα), η Ουρουγουάη πήρε το τρόπαιο. Έκανε 10 λιγότερα φάουλ στο ματς (21 έναντι 11). Ο Ριμέ ήταν μακράν ο πιο θλιμμένος πρόεδρος της FIFA σε απονομή στην ιστορία. Κατευθείαν μετά από την απονομή στον αρχηγό, με το νούμερο 5 στην πλάτη, έφυγε λες και θα έχανε κάποιο κρίσιμο ραντεβού.

Εκείνο το βράδυ ο Βαρέλα, φορώντας το παλτό του με τον γιακά σηκωμένο στο λαιμό και ένα καπέλο, έδωσε τα χρήματα που απαιτούνταν για το φτωχικό τσιμπούσι, με παγωμένα σάντουιτς και μπύρες του ίδιου και των συμπαικτών του στο Ρίο και βγήκε βόλτα, για να δείξει ότι συμπονά τους Βραζιλιάνους τη μέρα της Μεγάλης Λύπης. Οι ίδιοι, αν και υπήρχε η πιθανότητα αποδοκιμασιών, τον αποθέωσαν. Κατάλαβαν το ειλικρινές ενδιαφέρον του. Εκείνη τη νύχτα, ο Βαρέλα ήπιε με τους ανθρώπους που είχε στενοχωρήσει όσο κανέναν. Τα λεφτά του πριμ τον έφτασαν για να πάρει ένα Ford του 1931. Ένα αυτοκίνητο που του έκλεψαν την ίδια εβδομάδα που το αγόρασε.

Ο αντιρρησίας αρχηγός

Αυτή δεν ήταν η μόνη ανατρεπτική κίνησή του. Το 1953, αν το πιστεύει κάποιος, η Πενιαρόλ του έκλεισε συμφωνία με χορηγό, το όνομα του οποίου ήταν τυπωμένο στη φανέλα της. Ο Βαρέλα ήταν ο μόνος που φόρεσε την κλασική εμφάνιση της Πενιαρόλ. Όταν ρωτήθηκε, απάντησε: “Στο παρελθόν, εμάς τους μαύρους μας τραβούσαν από έναν χαλκά που μας είχαν περασμένο στην μύτη. Οι καιροί αυτοί έχουν περάσει πλέον”. Σε μία άλλη περίπτωση, το 1945, η Πενιαρόλ νικά τη Ρίβερ Πλέιτ και ο πρόεδρός δίνει πριμ 250 πέσος σε όλους τους παίκτες, πλην του αρχηγού, που υπόσχεται 500. Ο Βαρέλα διαφωνεί καθέτως και ζητάει να πάρει τα ίδια χρήματα με τους συμπαίκτες του: αν τους έδινε 250, να λάμβανε αυτό το ποσό. Κι αν επέμενε να δώσει στον ίδιο 500, να ήταν ίδια η αμοιβή των υπολοίπων. Όλοι πήραν 500.

Απείχε από αρκετές φωτογραφίες της ομάδας για δημοσιογραφικούς λόγους (“είμαι εδώ για να παίζω ποδόσφαιρο και όχι να κάνω το μοντέλο”) και βέβαια ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στην περίφημη απεργία του 1949, για τα δικαιώματα των Ουρουγουανών ποδοσφαιριστών. Δεν ήταν μία απλή απεργία. Κράτησε 7 μήνες. Οι παίκτες φυτοζωούσαν, πεινούσαν. Ο Βαρέλα τους κράτησε ζωντανούς σε αυτήν τη μάχη. Ο ίδιος, χάνοντας τα κυριαρχικά δικαιώματά του ως αρχηγού της Πενιαρόλ και, άρα, αγαπητού στη διοίκηση, δεν μπήκε καν στον πειρασμό. Αντιθέτως, για να ζήσει, δούλεψε σε οικοδομή.

Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γράφει στους ‘Καθρέφτες’, εκδόσεις Πάπυρος:

“Το γρασίδι ψήλωνε στα άδεια γήπεδα.

Οι απεργοί σε απεργία, και αμυνόμενοι επίσης: οι ποδοσφαιριστές της Ουρουγουάης, σκλάβοι των ομάδων τους, απλώς απαιτούσαν επιβεβαιώση και το δικαίωμα να υπάρχουν. Η υπόθεσή τους ήταν τόσο σκανδαλώδης, που οι άνθρωποι τους υποστήριζαν ακόμα και όταν ο χρόνος περνούσε και κάθε Κυριακή χωρίς ποδόσφαιρο γινόταν ένα αφόρητο χασμουρητό.

Οι ιδιοκτήτες δεν θα υποχωρούσαν και απλώς κάθονταν και περίμεναν από την πείνα να φέρει την παράδοση. Αλλά οι παίκτες στάθηκαν ενωμένοι, το πνεύμα τους πήρε ώθηση από το παράδειγμα ενός υπερήφανου άντρα λιγομίλητου, του Ομπντούλιο Βαρέλα, ενός μαύρου κάθε άλλο παρά αγράμματου ποδοσφαιριστή και οικοδόμου. Σήκωνε τους πεσμένους και παρότρυνε τους κουρασμένους.

Και έτσι, στο τέλος επτά μακρών μηνών, οι παίκτες της Ουρουγουάης νίκησαν την απεργία των σταυρωμένων ποδιών”.

Ο Βαρέλα σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1955, έπειτα από ένα παιχνίδι της Πενιαρόλ με τη βραζιλιάνικη Αμέρικα στο ‘Μαρακάνα’. Κι έπειτα εξαφανίστηκε. Πέθανε λίγους μήνες μετά από τον θάνατο της γυναίκας του. Στα 100 χρόνια από τη γέννησή του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, έδωσαν σε έναν κεντρικό δρόμο του Μοντεβίδεο το όνομά του, μεταξύ άλλων εκδηλώσεων.

Ποδοσφαιριστής σαν κι αυτόν ούτε υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει στον κόσμο όλο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK