ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Euro 2004: Ο Νίκος Φιλίππου κατέβηκε στην Ομόνοια με το μηχανάκι

Ο Νίκος Φιλίππου έπαιξε μπάσκετ αλλά αγαπάει το ποδόσφαιρο και αποκαλύπτει ότι η δεύτερη φορά μετά το 1987 που ανέβηκε σε μηχανή για να φωνάξει "Ελλάς-Ελλάς" ήταν μετά τον προημιτελικό εναντίον της Γαλλίας στο Euro 2004.

Euro 2004: Ο Νίκος Φιλίππου κατέβηκε στην Ομόνοια με το μηχανάκι
Eurokinissi

Η σκηνή που έμεινε στην ιστορία για να χαρακτηρίζει τον Νίκο Φιλίππου του 1987 είναι πάνω σε ένα… μηχανάκι. Ο ημιτελικός με τη Γιουγκοσλαβία είχε τελειώσει και ο τρελο-Νίκος, μέσα στο γενικό πανζουρλισμό, κατεβαίνει από το πούλμαν που σχεδόν το είχαν σηκώσει στα χέρια οι αλαλάζοντες φίλαθλοι, ανεβαίνει σε ένα παπάκι τρικάβαλο και αρχίζει να φωνάζει “Ελλάς-Ελλάς”.

Δεκαεφτά χρόνια μετά δεν φανταζόταν καν ότι θα επαναλάβει την ίδια ενέργεια. Αμέσως μετά τον προημιτελικό του Euro 2004, o Φιλίππου μετέχει στο λαϊκό πανηγύρι που στήνεται σε όλη την Ελλάδα, βάζει μια σημαία στους ώμους, καβαλάει τη δική του μηχανή και πάει βουρ στην Ομόνοια για να χαθεί μέσα στο χαρούμενο πλήθος.

Όσοι πιστεύετε ότι οι άνθρωποι του μπάσκετ απεχθάνονται ή δεν βλέπουν καν ποδόσφαιρο, κάνετε λάθος. Κι ο Φιλίππου, μεγαλώνοντας στα Γιάννενα, πέρναγε τις Κυριακές του στους Ζωσιμάδες, βλέποντας τον μεγάλο ΠΑΣ της δεκαετίας του ’70 και του ’80 να κοντράρει στα ίσια όλους τους μεγάλους της Α’ Εθνικής. “Τι νομίζεις ότι ήμουν; Ένα… ούζο”, μου είχε πει κάποτε. Όπου ούζο, τα παιδιά τα οποία κάθονταν πίσω από τα γκολπόστ και μάζευαν τις μπάλες. Οι πινακίδες που διαφήμιζαν το Ούζο 12, ήταν βολικές για να ακουμπάνε την πλάτη τους και τους έμεινε το παρατσούκλι.

“Θαύμαζα τον Λίσα, γιατί έπαιζα κι εγώ τερματοφύλακας, ήμουν μάλιστα καλός, αλλά η αδυναμία μου ήταν ο Γκλασμάνης…”, θυμάται ο 57χρονος πρώην διεθνής μπασκετμπολίστας. Ο πολύς κόσμος δεν το ξέρει, αλλά ο Φιλίππου βλέπει πολλή μπάλα. Είναι μόνιμος θαμώνας στο Καραϊσκάκη, παρακολουθεί τον Ολυμπιακό ακόμη και μακριά από το Νέο Φάληρο.

Φυσικά και παρακολούθησε το έπος του 2004: “Είδα όλα τα ματς. Μετά τον προημιτελικό με τη Γαλλία, ανέβηκα στη μηχανή και ξεχύθηκα μέχρι την Ομόνοια. Ηταν τρέλα, ένα σχεδόν παράλογο γεγονός που εξελισσόταν σε πραγματικότητα μπροστά στα μάτια μας. Τον ημιτελικό και τον τελικό τους είδα στο ξενοδοχείο της Εθνικής Ομάδας στο Μέτσοβο, καθώς είχαμε ξεκινήσει προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (σ.σ συμμετείχε τότε σαν τιμ-μάνατζερ της ομάδας). Στην υποδοχή της ομάδας ήταν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, η γυναίκα και οι τρεις γιοί μου…”

Πώς θα χαρακτήριζες αυτό το αθλητικό κατόρθωμα;

“Τεράστιο. Είναι η έκπληξη των εκπλήξεων, ω έκπληξη. Δεν υπήρχε κανείς που να σκεφτόταν ότι θα παίρναμε το Κύπελλο. Ακόμη και η πρόκριση είχε θεωρηθεί επιτυχία, πόσο μάλλον η πρόκριση στους οκτώ. Για τα υπόλοιπα δεν το συζητώ. Σκέτη τρέλα…”

Είναι αυτή η Εθνική Ομάδα, το αριστούργημα ενός προπονητή;

“Σίγουρα ο Ρεχάγκελ έπαιξε τεράστιο ρόλο, αν και κατά τη γνώμη μου υπήρξε και μια ευτυχής συγκυρία ύπαρξης παικτών με ξεχωριστή προσωπικότητα. Η ομάδα είχε δομηθεί κατάλληλα, ξέραμε τι παίζουμε και πως παίρνουμε το αποτέλεσμα. Ακόμη και ένας ‘κλεφτοπόλεμος’ που ήταν η συνήθης τακτική μας είχε σαν στόχο να πάρουμε αυτό που ζητάγαμε στο γήπεδο. Πολύ σωστά και πολύ ορθολογικά, συνεχίσαμε αυτό το θαύμα σε όλη τη διάρκεια του τουρνουά. Ανοίγει και η όρεξη, όταν κερδίζεις και ξέρεις ότι με μια ακόμη νίκη, θα καταφέρεις ακόμη περισσότερα, ακόμη μεγαλύτερα σε σημασία, πράγματα…”

Γι’ αυτό και το ξέσπασμα των φιλάθλων ήταν ατέλειωτο…

“Βγήκαμε στους δρόμους γιατί ήταν τρομερή επιτυχία. Δεν ήμασταν ούτε καν αουτσάιντερ. Μου άρεσε πολύ αυτός ο ρόλος γι αυτό και πανηγύρισα. Γενικά συγκινούμαι με τα αθλητικά κατορθώματα. Το ίδιο έκανα με την Βούλα Πατουλίδου και τον Πύρρο Δήμα το ’92, ή στις μέρες μας με τον Γιαννιώτη, την Κορακάκη και τον Πετρούνια…”

Λένε ότι σε γενικές γραμμές, το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν εξαργύρωσε την επιτυχία του 2004, όσο θα’ πρεπε…

Η Εθνική Ομάδα νομίζω πως εκμεταλλεύτηκε το Κύπελλο. Έμεινε στο προσκήνιο για 10 χρόνια, πήγε σε Μουντιάλ, έφτασε μια ανάσα πριν μπει στους 8 του Παγκοσμίου Κυπέλλου, πήγε ξανά στο Ευro, γενικά ήταν αξιοπρόσεκτη η πορεία της. Δεν θα μπορούσε, φυσικά, να πάρει ξανά το τρόπαιο. Έδωσε όμως το παρών στα μεγάλα ραντεβού, είχε καλές κληρώσεις και βέβαια αρκετοί ποδοσφαιριστές βρέθηκαν στο εξωτερικό και έκαναν σπουδαία καριοέρα. Από την άλλη υπάρχουν παθογένειες στο σπορ που δεν έχουν ξεπεραστεί, αλλά και μια κρίση η οποία δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και το ποδόσφαιρο. Προφανώς το να παίζεται ο τελικός του Κυπέλλου με άδειες εξέδρες δεν είναι η πρόοδος, ούτε θα τα φορτώσουμε όλα στην κρίση”.

Εσύ πάντως πας ακόμα στο γήπεδο.

“Ναι, πάω γιατί μου αρέσει να βλέπω ζωντανό το ματς, αλλά μου αρέσει και η ατμόσφαιρα της εξέδρας. Το καφενείο, το σχόλιο, η γκρίνια όλα μαζί. Δεν συμφωνώ ότι απαγορεύεται η κριτική σε όσους δεν γνωρίζουν μπάλα. Αντίθετα, πιστεύω στην φιλοσοφία της εξέδρας, στην άποψη του γηπέδου. Αλλιώς το ποδόσφαιρο δεν θα ήταν τόσο λαϊκό και τόσο διαδεδομένο. Τα χρώματα, ακόμη και τα συνθήματα όχι τα χυδαία, η συμμετοχή μαζί με άλλους 40.000 φιλάθλους είναι μια μαγική εμπειρία, που δεν την αλλάζω με τίποτε. Το γήπεδο είναι μια διασκέδαση, όχι σαν το σινεμά, ή το θέατρο. Γι’ αυτόν το λόγο και η συμπεριφορά είναι διαφορετική”.

Ποιος ήταν ο σταρ του 2004;

“Όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά. Αυτό είναι ίσως και το μυστικό της επιτυχίας. Και ο προπονητής επαναλαμβάνω είχε μεγάλο μερίδιο, μη ξεχνάμε ότι ρίσκαρε σε επιλογές όπως τη μη κλήση του Ζήκου, που την ίδια σεζόν είχε παίξει στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Πολύ καλός ήταν και ο Σάντος, ο οποίος ακολούθησε”.

Εσύ ποιος θα’ θελες να ήσουν;

“Είπαμε. Σαν τερματοφύλακας που έπαιζα μικρός, ποιος άλλος εκτός από το Νικοπολίδη…”