Ο Χουάν Φεράντο βλέπει ακόμα και τον θάνατο
Ο Χουάν Φεράντο άκουσε γιατρό να του λέει ότι θα τυφλωνόταν. Το 'ήθελα να πεθάνω' ήταν η αντίδραση στο πρώτο σοκ. Μετά έκανε ό,τι πάντα, από όταν του είπαν πως δεν θα έκανε καριέρα ποδοσφαιριστή: μηδένισε τα πάντα και ξαναξεκίνησε.
Όσοι έχετε αντιμετωπίσει πρόβλημα υγείας, είστε ενήμεροι για την by default συμπεριφορά της πλειοψηφίας των ειδικών. Όχι το 'μην αγχώνεσαι και ξεκουράσου'. Εννοώ το 'σερβίρισμα' της χειρότερης πιθανότητας, πριν το 'φέρουν' προς τα πίσω, σιγά σιγά. Δηλαδή, αυτό εύχομαι να 'χει συμβεί σε όλους σας (να ήταν λάθος η χειρότερη διάγνωση). Το τελευταίο προσωπικό παράδειγμα που 'χω να καταθέσω είναι ότι μέσα σε μια ώρα η 'ρήξη αχίλλειου' της πρώτης 'ανάγνωσης' κατέληξε σε 'κουρασμένο πόδι', με την ιστορία να διδάσκει ότι χρειάζεται η επίσκεψη σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς γιατρούς (να βγει σκορ 2-1), πριν αρχίσουμε να κλαίμε ή να γελάμε.
Η μοίρα το θέλησε να είναι ο Χουάν Φεράντο στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα, στο Βόλο όταν εμφανίστηκαν 'ασπράκια' (άσπρες κουκίδες) στο βλέμμα του. Μετά το παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό (8/12), αποφάσισε να πάει στο νοσοκομείο, να δει τι έχει. Πληροφορίες αναφέρουν πως οι ειδικοί τον ενημέρωσαν ότι έχει ίωση, να μην ανησυχεί και να ξεκουραστεί. Η κατάσταση ωστόσο, δεν βελτιωνόταν και πήγε στη Λάρισα για περαιτέρω εξετάσεις.
Όπως είπε σε συνέντευξη του στο Play Fútbol “όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, μετά το παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό, οι γιατροί μου είπαν πως ήταν ήδη πολύ αργά και ότι θα τυφλωνόμουν. Την πρώτη νύχτα στο νοσοκομείο της Λάρισας, 'έσπασα'. Ήθελα να πεθάνω. Ήταν όλα μαύρα και δεν μπορούσα να δω το παραμικρό”.
Συνέχισε τις επισκέψεις σε ειδικούς. Όπως αναφέρει το ίδιο μέσο, μέσα στις τελευταίες εβδομάδες του περασμένου έτους, ο Καταλανός επισκέφτηκε διάφορα νοσοκομεία της χώρας. Έμεινε 15 ημέρες στην οφθαλμολογική κλινική του πανεπιστημιακού νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ (όπου το εξιτήριο πήγαινε από τη μια μέρα στην άλλη και τον ενημέρωσαν ότι ενδεχομένως να χρειαστεί μόσχευμα), ώσπου αποφασίσει να πάει στη Βαρκελώνη και να αναζητήσει εκεί την τύχη και τη γιατρειά του. Είχε ήδη ερευνήσει το θέμα ιών και βακτηριδίων και τελικά, εντοπίστηκε μια σπάνια μόλυνση (από περίεργο βακτήριο που του 'έκλεβε' σταδιακά την όραση). Του χορήγησαν την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και ξαναβρήκε το φως του. Στο ένα μάτι έχει αποκατασταθεί πλήρως η όραση. Στο άλλο χρειάζεται ακόμα δουλειά. Το πιθανότερο είναι να αποφύγει τη μεταμόσχευση. Σημείωση: για να αφοσιωθεί στην υγεία του, είχε διακόψει τη συνεργασία του με την ομάδα της Μαγνησίας.
Επέστρεψε στην Ελλάδα, προ ημερών για να παραλάβει το βραβείο του καλύτερου προπονητή της Football League, για το 2019. Μόνο που δεν είναι προπονητής. Είναι επιστήμονας.
Ο Φεράντο είναι ένας τύπος, ο οποίος στα 18 κλήθηκε να αντιμετωπίζει το γεγονός ότι δεν θα έπαιζε ποδόσφαιρο (κάτι που μπορούσε να κάνει, βάσει ικανοτήτων και ταλέντου), λόγω τραυματισμών. Εννοώ είχε ζήσει και άλλο σοκ. Και το διαχειρίστηκε, επιτυχώς. Αποφάσισε να γίνει προπονητής. Όχι να ζητήσει από την Εσπανιόλ, όπου άνηκε ως παίκτης να τον βάλει σε έναν πάγκο. Έκανε όλη τη δουλειά, από το μηδέν -όπως μπορείς να δεις στην επίσημη ιστοσελίδα του που 'χει και ελληνική έκδοση. Δηλαδή,
➜ αποφοίτησε του σχολείου που 'χει η ομάδα του για γυμναστές και επί της τακτικής και της τεχνικής του ποδοσφαίρου,
➜ μετά το πρώτο δίπλωμα, πήγε στο ΤΕΦΑΑ της Βαρκελώνης (Institut Nacional d'Educació Física de Catalunya) και πήρε Bachelor ως γυμναστής (Science of Physical Activity and sports), με ειδικότητα στην 'αθλητική απόδοση', ενώ παρακολουθούσε και 'εργαστήρια' (βλ. προπονήσεις) πάνω σε αντικείμενα όπως 'η δουλειά αποζημιώνει τους κορυφαίους αθλητές' και 'τεχνικές στάσεις/stretching',
➜ όταν έκρινε πως είχε σφαιρική εικόνα, έδωσε εξετάσεις για το εθνικό δίπλωμα προπονητικής (το πήρε από την ομοσπονδία της Καταλονίας),
➜ μετά παρακολούθησε μεταπτυχιακό πρόγραμμα επί των τομέων 'διατροφή και διαιτολόγιο αθλητών' και 'αθλητικό μασάζ',
➜ ακολούθησε το Diploma of Advanced Studies, το Master στον τομέα High Performance και η θέση του στον πάγκο της δεύτερης ομάδας της Μπαρτσελόνα,
➜ το 2011, όταν ήταν 30 χρόνων, το Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα του απένειμε τον τίτλο του PhD της αθλητικής επιστήμης, αφότου εκείνος παρουσίασε τη διπλωματική διατριβή, με θέμα 'επίδραση της εκγύμνασης των κραδασμών του σώματος στην ικανότητα του άλματος, στους επαγγελματίες αθλητές'. Γενικά, μετείχε σε διάφορες έρευνες ('Αυτοσυγκράτηση και απελευθέρωση ενός handball γκολκίπερ', 'Παράγοντες που επιδρούν στο ψυχολογικό τομέα ενός ανθρώπου' και 'Κινηματική ακολουθία ενός ελίτ αθλητή'),
➜ έχει θέση καθηγητή στο INEFC (το ΤΕΦΑΑ που είπαμε νωρίτερα) και λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Μπαρτσελόνα, εκείνο της Μάλαγα και αυτό της Αλικάντε,
➜ είναι ο μικρότερος σε ηλικία, αρθρογράφος της Journal of Sports Science and Medicine-μη κερδοσκοπικής, ηλεκτρονικής 'εφημερίδας' που δημοσιεύει έρευνες και θεωρημένα άρθρα, μαζί με case studies που γίνονται στην ιατρική αθλητών και την κινησιολογία,
➜ ενόσω έκανε όλα αυτά, αύξανε τα διπλώματα προπονητικής με τελευταίο εκείνο από την UEFA (είχε εργαστεί ως πρώτος προπονητής σε διάφορες ομάδες, τρίτης και τέταρτης κατηγορίας της Ισπανίας),
➜ έγινε και ειδικός στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών, στις προπονήσεις (SmartCoach), τον οποίον εμπιστεύονται έκτοτε κορυφαία ονόματα του ποδοσφαίρου (Φάμπρεγκας, Βαν Πέρσι, Σάντσεζ, Γκόμεζ κλπ), για αναλυτή ή γυμναστή ή προπονητή, σε Ισπανία, Μεγάλη Βρετανία, Αγγλία και Καναδά,
➜ το 2012 βρέθηκε στην εφηβική ομάδα της Μάλαγα και πήρε τον τίτλο της κατηγορίας, έξι παιχνίδια πριν το τέλος της σεζόν. Τα 'παιδιά' έβαλαν τα περισσότερα γκολ και δέχθηκαν τα λιγότερα,
➜ το 2013 πήγε στην FC Sheriff Tiraspol, ως ασίσταντ. Τριάντα μέρες μετά ήταν ο πρώτος προπονητής της ομάδας που έγινε νταμπλούχος Μολδαβίας. Μαζί του η ομάδα πέρασε για πρώτη φορά στην ιστορία της στον τρίτο προκριματικό γύρο του UEFA Champions League. Αποκλείστηκε μετά, από τη Ντινάμο Ζάγκρεμπ και στα πλέι οφ του UEFA Europa League πέρασε για δεύτερη φορά, στην ιστορία της σε όμιλο. Αντίπαλοι της Σέριφ ήταν οι Ανζί, Τρόμσο και Τότεναμ. Έχασε την πρόκριση για δυο πόντους,
➜ το 2014 γνώρισε για πρώτη φορά τη μοναδικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Προσελήφθη από τον Εργοτέλη το καλοκαίρι και απολύθηκε μετά τη δεύτερη αγωνιστική (και το ρεκόρ 0-2),
➜ το 2015 επέστρεψε στην Ισπανία για την Κούλτουραλ Λεονέσα και σε συνέντευξη του είχε ενημερώσει πως έχει εμμονή με τη δουλειά του, πολλές απαιτήσεις από τον εαυτό του, ότι δεν φοβάται τίποτα, πως έχει τη συνήθεια να πιάνει το χορτάρι πριν αρχίσει κάθε ματς, ενώ η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να συνεχίσει να απολαμβάνει τη δουλειά του. Παρεμπιπτόντως, από μουσικούς προτιμά τον Ντέιβιντ Γκέτα, από ταινίες το Invictus, είναι άνθρωπος του καλοκαιριού και της θάλασσας και παιδί της πόλης.
➜ το 2016 τον κάλεσαν στην Λιναρές (ως sports director) και μετά τον έκαναν προπονητή. Παραιτήθηκε γιατί δεν συμφώνησε με τους διοικούντες επί του πλάνου για τη νέα σεζόν και τότε προέκυψε ο Βόλος -τον οποίον πήγε από την τρίτη κατηγορία στη δεύτερη και από εκεί στη Super League 1.
Το Ιούνιο του 2016 είχε συστηθεί στη Linares Deporte ως 'κορυφαίος μελετητής του αθλήματος, χωρίς να ξεχνώ ότι το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι δημιουργίας και οι παίκτες είναι οι μεγαλύτεροι εκφραστές. Βλέπω και αναλύω όσο ποδόσφαιρο μου επιτρέπει ο ελεύθερος χρόνος που έχω. Δεν συγκρίνω με κανέναν τον εαυτό μου, καθώς κάθε κόουτς έχει διαφορετική οπτική που τον προσδιορίζει και τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους'.
Στην ερώτηση 'οι παίκτες πρέπει να προσαρμοστούν στον κόουτς ή το αντίθετο;' είχε απαντήσει πως η αλήθεια ήταν στη μέση “στο να βρούμε κοινό κώδικα επικοινωνίας. Ο κόουτς πρέπει να ξέρει τα όρια κάθε παίκτη, πώς σκέφτεται, πώς βλέπει τα πράγματα και να τον κάνει να πιστέψει πως μπορεί να γίνει καλύτερος”.
Είπε πως η προετοιμασία είναι πολύ πιο σημαντική από το να δίνεις κίνητρο στους ποδοσφαιριστές. “Κάποιες φορές αρκεί να τους θυμίσεις πως είναι τυχεροί που κάνουν αυτήν τη δουλειά -στην οποία θα έδιναν και τη ζωή τους πολλοί άλλοι. Ότι υπερασπίζονται τα χρώματα ενός συλλόγου και παίζουν και για ένα μεγάλο κοινωνικό σύνολο που τους στηρίζει. Δεν υπάρχει γενικό κίνητρο. Το προσαρμόζεις στην ανάγκες κάθε παίκτη, κάθε στιγμής”.
Είναι ο Παναθηναϊκός η πιο ενισχυμένη ομάδα; Η απάντηση στο Pod-όσφαιρο: