ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

O Αντώνης Σιατούνης σκότωσε την εφηβεία του για να παίξει στην Σαμπντόρια

Δεν ήθελε να φύγει σαν κλέφτης από τον Παναθηναϊκό. Είπε 'όχι' στη Μπενφίκα κάνοντας μπάνιο στην πισίνα. Προτίμησε την Σαμπντόρια γιατί του αρέσουν τα σίγουρα βήματα, τα... ορθόδοξα. Τους πρώτους μήνες του στην Ιταλία σκέφτηκε να 'κόψει λάσπη'. Τελικά το αριστερό του πόδι 'ζωγράφισε' την Τζένοα και τον κράτησε εκεί που είναι. Τώρα δουλεύει για το επόμενο βήμα. Ο Αντώνης Σιατούνης στο Contra.gr.

O Αντώνης Σιατούνης σκότωσε την εφηβεία του για να παίξει στην Σαμπντόρια
Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography Tourette Photography

Το… μικρόβιο του ποδοσφαιριστή υπήρχε μέσα του πολύ πριν αντιληφθεί τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Η επαγγελματική ενασχόληση του με το άθλημα ήρθε φυσιολογικά. Χωρίς να το πιέσει, απόρροια του ταλέντου του. Η ποδοσφαιρική του ενηλικίωση απαιτεί σκληρή δουλειά και αυτό ακριβώς προσπαθεί. Μακριά από την οικογένεια και τους φίλους του. Σε μια ξένη χώρα, αφού η δική μας δεν του έδωσε την ευκαιρία. Νίκησε τον φόβο και τις ανησυχίες που τον κυρίευσαν στην αρχή, πείσμωσε, δεν ήθελε να γυρίσει πίσω χωρίς να το παλέψει. Έβαλε το κορμί και το μυαλό του σε μια διαδικασία διόλου εύκολη. Κατάφερε να βρεθεί γρήγορα σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να ονειρεύεται αλλιώς την συνέχεια. Όταν έγινε ξεκάθαρο πως δεν τον πιστεύει ο Παναθηναϊκός διάλεξε την Σαμπντόρια αντί της Μπενφίκα, αφού θέλει να κάνει λογικά και σταθερά βήματα, όχι να πηδάει τα σκαλιά δύο – δύο κινδυνεύοντας να πέσει.

Το ραντεβού με τον Αντώνη Σιατούνη κλείστηκε στη Μαρίνα Φλοίσβου. Ήταν περισσότερο μια συζήτηση, χωρίς την… ανακριτική μέθοδο μιας συνέντευξης. Άλλωστε μιλάμε για ένα παιδί 17 ετών που διαθέτει όχι μονάχα τις ικανότητες ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή, αλλά και αυτές που απαιτούνται για μια κανονική κουβέντα. Έχει σημασία να ακούς την ιστορία του από τον ίδιο, αφού μέσα από τα δικά του μάτια προβάλλεται σε μεγάλο βαθμό το παρόν, το μέλλον και ο τρόπος που μπορεί ένας νεαρός αθλητής να αναζητήσει την τύχη του μακριά από την πατρίδα, που σπάνια προσφέρει τις κατάλληλες ευκαιρίες για τα δικά της παιδιά.

Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography Tourette Photography

Έφτασε στο Cruiser συνοδεία συγγενικού του προσώπου, αφού ο ίδιος είναι ακόμη μικρός για να οδηγεί. Καθόλου μικρός ωστόσο για να εξηγήσει δίχως περιστροφές την διαδρομή του μέχρι την Γένοβα, τις απαιτήσεις που έχει από τον εαυτό του, το γεγονός πως ήδη ξέρει τι θέλει να κάνει όταν θα έχει ολοκληρώσει την επαγγελματική του καριέρα στο χορτάρι.

“Από τεσσάρων χρονών είχα ‘λόξα’ με το ποδόσφαιρο. Η μαμά πάντα ανησυχούσε, ο πατέρας μου όχι. Έχει παίξει εξάλλου, οπότε ξέρει. Αφού τον είχα στο πλευρό μου, ό,τι κι αν έλεγε η μαμά…. (γέλια). Έπαιζα από μικρός παντού. Στο σχολείο, στα γήπεδα, σε τσιμέντο, παντού. Και τώρα όταν μου ζητούν τα ξαδέρφια μου να τους κάνω προπόνηση, δεν λέω όχι. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, το ποδόσφαιρο για εμένα είναι εκεί. Δεν το είχα βάλει στόχο να γίνω επαγγελματίας. Ήρθε μόνο του, απόλυτα φυσιολογικά. Στο νηπιαγωγείο ήμουν στις ακαδημίες του Μίμη Δομάζου. Ακολούθησε η ομάδα της γειτονιάς μου, οι Άγιοι Ανάργυροι. Εκεί έμεινα 4 χρόνια και εν συνεχεία εμφανίστηκε ο Παναθηναϊκός. Μέχρι την δευτέρα – τρίτη γυμνασίου δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό μια επαγγελματική καριέρα στο ποδόσφαιρο. Έβλεπα τους μεγάλους να προπονούνται πιο δίπλα, ακριβά αυτοκίνητα, σκέφτεσαι ‘τί γίνεται εδώ;’. Θυμάμαι τον Γιούρκα Σεϊταρίδη με απίστευτα αμάξια… Σου γεννιέται το ερώτημα αν μπορείς να τα καταφέρεις. Μετά την Κ-15, όταν πλέον αρχίζεις και μπαίνεις στο νόημα του πρωταθλητισμού -αφού έχει βαθμολογία, ταξίδια, αποστολές κτλ- αντιλήφθηκα ό,τι κάτι αλλάζει. Ήρθε και το ενδιαφέρον από την Σαμπντόρια… Μέχρι εκείνη την στιγμή η σκέψη μου για το ποδόσφαιρο ήταν εντελώς αθώα. Συνέχιζα κανονικά το σχολείο, ήμουν και μαθητής του 18. Εμφανίστηκαν υποψήφιοι μάνατζερ, δεν πολυκαταλάβαινα τι γινόταν. Δεν ήξερα καν ποιος είναι ο κ. Αποστολόπουλος (σ.σ. ο ατζέντης του). Ο πατέρας μου είχε αναλάβει να ασχοληθεί με αυτό το κομμάτι. Ακόμη και σήμερα αυτό συμβαίνει. Οπότε κάπου εκεί ήταν που έθεσα τον στόχο ότι το χόμπι θα γίνει και η ζωή μου επαγγελματικά”.

Όταν φοράει το εθνόσημο στο στήθος… σεληνιάζεται. Νιώθει Superman. Ανίκητος. Και ευγνώμων, καθώς από μια συμμετοχή του στην εθνική ομάδα ξεκίνησαν όλα και πήραν τον δρόμο τους μέχρι την Ιταλία.

“Η Σαμπντόρια με πρωτοείδε στο Aegean Cup, που είχαμε κατακτήσει στις ηλικίες 2001 και 2002, τον Νοέμβρη του 2017. Στο πρώτο ματς με την Μολδαβία ο κ. Γεωργόπουλος που είναι τώρα στον Ολυμπιακό, με βάζει βασικό και αρχηγό. Δεν το περίμενα. Γνώριζα και για πρώτη φορά παιδιά από τον ΠΑΟΚ, τον Ολυμπιακό, τον Παυλίδη που έπαιζε τότε στη Σάλκε. Τότε άρχισα να μπαίνω στον ποδοσφαιρικό κόσμο. Με το εθνόσημο στο στήθος, το περιβραχιόνιο στο μπράτσο, ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, αισθανόμουν ότι μπορεί να τρέχω για 4 σερί 90λεπτα… Έκανα εξαιρετικό παιχνίδι. Σε τέτοια ματς η κερκίδα είναι τίγκα στους σκάουτερ, με ξεχώρισε αυτός της Σαμπντόρια. Και στη συνέχεια άρχισε να με παρακολουθεί και στον Παναθηναϊκό”.

Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography Tourette Photography

Αν και μόλις στα 17 του χρόνια, ο Αντώνης Σιατούνης αγωνίστηκε σε 14 παιχνίδια της Κ-19 της Σαμπντόρια τη φετινή σεζόν, μοιράζοντας 4 ασίστ. Το συμβόλαιο του με την ιταλική ομάδα ολοκληρώνεται τον Ιούνιο του 2021.

Η κατάσταση που επικρατούσε στον Παναθηναϊκό κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν για τον Σιατούνη, που περίμενε επί ματαίω -όπως αποδείχθηκε- να υπογράψει συμβόλαιο. Δεν σκέφτεται τι συνέβη, πολύ περισσότερο δεν νιώθει καμία πικρία. Καταλαβαίνοντας από μικρός, πως αυτά έχει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Άλλωστε υπήρξαν άνθρωποι από το πράσινο στρατόπεδο που τον βοήθησαν ουσιαστικά, τον πρόετρεψαν να ακολουθήσει τον δρόμο του εξωτερικού. Πήρε μια απόφαση που ίσως μοιάζει παράλογη. Πόσοι θα επέλεγαν την Σαμπντόρια αντί της Μπενφίκα; Ωστόσο, όταν αναπτύσσει το σκεπτικό του, καταλαβαίνεις πως ο Αντώνης δεν είναι ο Έλληνας έφηβος που έχεις συνηθίσει…

“Ο κ. Φύσσας, με τον οποίο είχα πολύ καλή σχέση, είχε αποφασίσει να μην παίξουμε στο Attica Cup. Ήθελε να μπούμε σε ένα πρωτάθλημα με βαθμολογία, κόντρα σε παιδιά μεγαλύτερα ηλικιακά σε σχέση με εμάς. Μας έλεγε πρέπει να ‘χάσετε, να κερδίσετε, να παλέψετε, να αποκτήσετε κίνητρο’. Σε ένα παιχνίδι με την Αγία Παρασκευή ήρθαμε 2-2, είχα κάνει τρομερό ματς. Μετά από αυτό το παιχνίδι ο κ. Αποστολόπουλος μίλησε με τον πατέρα μου, έκαναν συναντήσεις και στο 5ο – 6ο ραντεβού ήμουν κι εγώ παρών. Φτάνοντας στην Κ-17, με προπονητή τον Κώστα Φραντζέσκο με τον οποίο ήθελα πολύ να δουλέψω, περνάει ένα 5μηνο που ήμουν στον ‘αέρα’. Να πω ότι ο κ. Φραντζέσκος ήταν εξαιρετικός και στην τακτική, μας έκανε ασκήσεις που συνάντησα αργότερα στην Ιταλία, επομένως ήταν άνθρωπος που ψαχνόταν. Ωστόσο για μήνες παρέμενα σε μια κατάσταση μένω – φεύγω. Μου έλεγαν θα κάνουμε συμβόλαιο, δεν προχωρούσε κάτι. Εμφανίζεται ο κ. Μάκης Λιβαθηνός, μας παρουσιάζει την προοπτική να πάμε για δοκιμαστικά στην Μπενφίκα. Με ενημερώνει ο πατέρας μου. Ήμουν στον Ωρωπό, καθόμουν με το μαγιό στην πισίνα, σε 10 ημέρες ξεκινούσαμε προετοιμασία…

Λέω στον πατέρα μου ‘τι μου λες τώρα;’ Σκεφτόμουν ‘ποια Πορτογαλία;’ Πόσες ώρες μακριά, με μηδέν φαγητό, μηδέν πολιτιστικό υπόβαθρο, μηδέν κουλτούρα, μηδέν πρωτάθλημα. Δεν έβρισκα κίνητρο για να πάω. Μιλάμε για ομάδα Champions League τώρα… Έβαζα στο ζύγι Μπενφίκα – Σαμπντόρια, εντάξει προφανώς ομάδα με άλλη δυναμική η πορτογαλική. Αλλά τα έκανα εικόνα στο μυαλό μου και είπα ‘Γένοβα, Ιταλία, Serie A, εκεί θα πάω’. Ένιωσα πως η προοπτική μου στην Σαμπντόρια είναι πολύ μεγαλύτερη. Από την Μπενφίκα κυνηγάω μετά να με δουν τα top club. Ενώ με την Σαμπντόρια μπορεί να με δει και η Σασουόλο και η Βιγιαρεάλ, η Σεβίλλη. Έχω τη νοοτροπία να γίνονται πιο λογικά βήματα, πιο ‘ορθόδοξα’.

Πήγα λοιπόν στον κ. Φύσσα να τον ρωτήσω τι γίνεται με τον Παναθηναϊκό. Εκείνος ήθελε, από τότε που ήμουν στην Κ-16, να γίνω επαγγελματίας. Προφανώς αυτό δεν ενδιέφερε τον Παναθηναϊκό… Του λέω ‘κ. Τάκη κάτι πρέπει να κάνουμε, να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Φεύγω ή μένω;’ Μου λέει ‘φεύγεις και δεν σε νοιάζει τίποτα. Πήγαινε στο Campionato. Αυτή είναι η ευκαιρία σου. Ο Παναθηναϊκός είναι μεγάλος σύλλογος, καταλαβαίνω πως θα ήθελες να μείνεις αλλά εσύ έχεις μέλλον. Σήκω και φύγε όσο προλαβαίνεις’. Παίρνω λοιπόν την απόφαση. Ήταν να κάνουμε και ένα ραντεβού με τον κ. Νίκο Νταμπίζα, γιατί δεν θέλαμε να φύγουμε σαν κλέφτες από την ομάδα. Είχαμε σεβασμό στον σύλλογο, ήμουν για 7 χρόνια εκεί. Δεν ξέρεις ποτέ τι σου επιφυλάσσει το μέλλον, ωστόσο δεν παραγνωρίζω πως στον Παναθηναϊκό έκανα τα πρώτα μου βήματα. Δυστυχώς το ραντεβού εκείνο δεν έγινε ποτέ”.

Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography Tourette Photography

Φτάνοντας στην Γένοβα τα… είδε όλα. Ένιωθε την ανάγκη να κάνει μια στροφή 180 μοιρών και να γυρίσει πίσω από κει που ‘ρθε. Ένας έφηβος που έχασε ξαφνικά την καθημερινότητα του, τις ανέσεις του, που αποχωρίστηκε τις συνήθειες του. Τις παρέες του, τα κορίτσια, την ανεμελιά. Πράγματα απόλυτα φυσιολογικά για την ηλικία του. Τα έβαλε όλα στη ζυγαριά και μόλις καθάρισε το μυαλό του, ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

“Πήγα Δεκαπενταύγουστο με τον κ. Αποστολόπουλο στην Γένοβα, πληρωμένα όλα απ΄την Σαμπντόρια, να δούμε τις εγκαταστάσεις, τα γήπεδα, το κλίμα. Φτάνουμε στα γραφεία και δεν ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι… Μουντός καιρός, υγρασία, δεν μιλούσα σε άνθρωπο, λέω ‘πού πάω τώρα;’ Πάμε στο Bogliasco, τις εγκαταστάσεις που μένω, όχι αυτές που προπονούμαι, και είναι απίστευτες. Αλλά είμαι τότε σε μια κατάσταση που δεν μου λέει τίποτα. Ήθελα να πω στον ατζέντη μου ‘κ. Αντώνη τι μου λέτε τώρα… Αφήστε με, πάμε πίσω, με περιμένουν οι φίλοι μου, να αράξουμε, να πιούμε καφέ, να πάμε για τις γκόμενες μας. Το σχολείο μου έχω, την ηρεμία μου, ήμουν αρχηγός στον Παναθηναϊκό, τι κάνουμε εδώ;’ Δεν γνώριζα ούτε λέξη της ιταλικής γλώσσας, καταλαβαίνεις… Γυρίζουμε πίσω, έχω κάνει μια λίστα στο κινητό μου με prons and cons, δεν το ξέρει κανείς. Τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα. Έβλεπα και όσα γράφονταν στον Τύπο για την κατάσταση στον Παναθηναϊκό, τα διοικητικά προβλήματα… Και παίρνω την απόφαση μου να φύγω. Έπαιξα ένα ημίχρονο σε ένα φιλικό με τον Πανιώνιο, οι συμπαίκτες μου μού είχαν ετοιμάσει μια φανέλα υπογεγραμμένη, υπήρχε πολλή συγκίνηση. Στις 31 Αυγούστου, έχοντας πάρει την σχετική άδεια από την εθνική ομάδα, πήγα μαζί με τους γονείς μου στη Γένοβα και υπέγραψα στην ‘Σαμπ’. Κάθονται οι δικοί μου 7 μέρες εκεί, όλα πληρωμένα από την ομάδα, φεύγουν και μετά μένω μόνος μου. Εντελώς μόνος μου. Τα είδα όλα…”.

Τα βάσανα του Αντώνη Σιατούνη δεν τελείωσαν με την απόφαση του να εγκατασταθεί στη Γένοβα. Ίσα ίσα, που τότε ήταν όταν ξεκίνησαν τα μεγαλύτερα ζόρια. Χωρίς να γνωρίζει λέξη στα ιταλικά, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, κάνοντας εμετό προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην ένταση της προπόνησης, γυαλίζοντας τον πάγκο. Σκέφτηκε να φύγει. Να απαλλαγεί από αυτό που έμοιαζε μαρτύριο εκείνη τη στιγμή. Αποφάσισε να αναμετρηθεί με τον εαυτό του. Να τον προκαλέσει. Έως ότου αντιληφθεί πως ήταν αυτές ακριβώς οι δυσκολίες που μαρτυρούσαν ότι βρισκόταν στο σωστό σημείο, την σωστή χρονική στιγμή. Το ματς με την Σασουόλο ήταν αυτό που του επέτρεψε να μην ξανακοιτάξει πίσω.

“Το πρώτο τρίμηνο εκεί ήταν τρομερά δύσκολο στο θέμα της προσαρμογής. Νέα καθημερινότητα σε μια ξένη χώρα, άλλη προπόνηση… Καμία σχέση με ό,τι είχα συνηθίσει. Από πλευράς φυσικής κατάστασης, τους πρώτους τρεις μήνες εγώ ήμουν εδώ και οι άλλοι μέτρα πιο μπροστά… Προσπαθούσα σκληρά να ακολουθήσω. Κάποιες φορές από την ένταση είχα ζαλάδες και έκανα εμετό. Γυρνούσα σπίτι και έπεφτα να κοιμηθώ ‘ξερός’, είχα συνέχεια κράμπες. Οι πρώτοι μήνες ήταν προπόνηση – ύπνος και τίποτε άλλο. Είχα και το θέμα της γλώσσας, δεν μπορούσα να καταλάβω τι λέει ο προπονητής, τι ζητάει από εμένα, τι παράπονο μπορεί να έχει. Η γλώσσα του ποδοσφαίρου βέβαια είναι ίδια παντού και μπορεί να ‘πιάσεις’ κάποια πράγματα, ωστόσο η πίεση είναι τεράστια. Να καταλαβαίνουν οι συμπαίκτες σου, εσύ να θες να καταλάβεις και να μην μπορείς ή να μην είσαι σίγουρος. Όμως αυτές οι δυσκολίες ήταν που με έπειθαν πως είχα πάρει τη σωστή απόφαση, γιατί αντιλαμβανόμουν πως αλλάζω επίπεδο. Στη σκέψη, στην δύναμη, στην αντιμετώπιση καταστάσεων, στον τρόπο που κάνεις πρωταθλητισμό.

Στους πρώτους μήνες φυσικά έφαγα τον πάγκο με το κουτάλι. Ποτέ όμως δεν πήρα τον κ. Αντώνη να διαμαρτυρηθώ, να του ζητήσω να μιλήσει με κάποιον από την ομάδα. Ούτε πήρα τον πατέρα μου να παραπονεθώ. Δεν έχω πρόβλημα να παραδεχθώ πως σε εκείνο το ζόρικο διάστημα είχα σκεφτεί μήπως θα ήταν καλύτερα να φύγω τον Γενάρη. Να… κόψω λάσπη. Μίλησα με τον εαυτό μου όμως και αντιλήφθηκα πως δεν είχα κανέναν λόγο να κάνω κάτι τέτοιο. Όφειλα να μείνω και να παλέψω. Έπαιξα το πρώτο μου ματς με την Σασουόλο εντός έδρας, κάνω παιχνιδάρα και κερδίζουμε 1-0. Αγωνίστηκα ως ‘8άρι’ και όχι ‘6άρι’ ή στόπερ, που είναι η θέση μου. Παίζοντας σε θέση ‘8’ γενικά με έχει βοήθησει τρομακτικά να εξελιχθώ σαν ποδοσφαιριστής. Μετά το ματς αυτό με την Σασουόλο πίστεψα πως αυτή είναι η αρχή της δικαίωσης των προσπαθειών μου. Ο κ. Τούφανο, ο προπονητής μου στον οποίο τρέφω μεγάλη εκτίμηση, με καθιέρωσε σε θέση ‘8’ στην Κ-17, σε 4-3-3. Πίσω μου έπαιζε ένα κοντούλης Ισπανός, πολύ καλός παίκτης και δεξιά μου ο αρχηγός μας, που παίζει και εθνική Ιταλίας, εξαιρετικός”.

Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography Tourette Photography

Από τη στιγμή που βρήκε τον χώρο του στα πλάνα του προπονητή και την θέση του στην ενδεκάδα, έψαχνε κάτι σπέσιαλ που θα του προσφέρει έξτρα ψυχολογία, αυτοπεποίθηση και σεβασμό στο νέο του περιβάλλον. Ένα ντέρμπι με την Τζένοα έφτανε για να τα αποκτήσει όλα. Εντάξει, βοήθησε και το αριστερό του πόδι.

“Το αποκορύφωμα εκείνης της σεζόν, ήταν το ντέρμπι με την Τζένοα. Κάνω ένα πρώτο ημίχρονο κακό, ψαρωμένος κάπως λόγο της ιδιαιτερότητας του παιχνιδιού. Βέβαια τους είπα μετά ότι έχω παίξει ντέρμπι κι εγώ εδώ, μην με τρελαίνετε, στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ πιο ζόρικα σε τέτοια ματς, μην το ψάχνετε… Στο δεύτερο ημίχρονο βρισκόμαστε πίσω στο σκορ, ισοφαρίζουμε και στο 90′ κάνω ένα ‘μπουπ’ και το καρφώνω στο ‘Γ’. 1-2 μέσα στη Τζένοα και γίνεται της κακομοίρας. Στη νοοτροπία του Ιταλού αυτό σήμαινε πολλά, μιλάμε για τρέλα… Παίρνοντας φανέλα βασικού, να ξέρεις μετά απολαμβάνεις μεγαλύτερο σεβασμό από όλους. Από τους συμπαίκτες σου, τον συγκάτοικο σου, τους υπαλλήλους στην ομάδα, τον σκάουτερ. Είναι κάτι που πρέπει να αποκτήσεις μόνος σου. Μετά όλα γίνονται πιο εύκολα. Φτάνεις σε ένα σημείο που πλέον νιώθεις οικεία. Οι γονείς μου έρχονταν κάθε Σαββατοκύριακο, αλλά έφτασε η στιγμή που ήξερα πως και να μην τα καταφέρουν, είμαι οκ. Είμαι καλά”.

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πάταγε πιο γερά στα πόδια του. Πολύ γρήγορα έφτασε στην Κ-19, αν και ουσιαστικά είχε να ανταγωνιστεί συμπαίκτες και αντιπάλους δύο χρόνια μεγαλύτερους. Περισσότερο ανεπτυγμένους σωματικά και παικτικά. Το ίδιο γρήγορα από εφεδρεία, κέρδισε θέση βασικού. Έφτασε ένα ακόμη ντέρμπι με την Τζένοα. Του ταιριάζει αυτό το παιχνίδι, αντίθετα με τα ντέρμπι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, όπου δεν διστάζει να ομολογήσει πως δυσκολευόταν. Στο ντέρμπι ‘μίσους’ της πόλης ωστόσο, έμαθε να ξεχωρίζει. Και έκανε ένα ακόμη βήμα επιβεβαίωσης.

“Την επόμενη χρονιά θα ξεκινούσα στην Κ-18, ωστόσο γρήγορα με φώναξαν στην Κ-19, στην τελευταία εβδομάδα προετοιμασίας. Έχουν ήδη παίξει τρία φιλικά, έχουμε χάσει και τα τρία. Μπαίνω παίζω στο επόμενο, μαζί με τον αρχηγό μας στην Κ-17, κάνουμε εξαιρετικό παιχνίδι, κερδίζουμε 2-1. Γυρίζω στην Κ-18, παίζω τρία ματς πρωταθλήματος και με φωνάζουν ξανά στην Κ-19, στο πρωτάθλημα της Πριμαβέρα. Αρχικά λογιζόμουν ως εφεδρική λύση, ήμουν στον πάγκο. Μπαίνω αλλαγή με την Σασουόλο, με την Γιουβέντους, την Πεσκάρα, 15-20 λεπτά συμμετοχής. Σκεφτόμουν μήπως ήταν καλύτερο να είμαι στην Κ-18 για να παίρνω ματς. Ωστόσο τα αποτελέσματα στην Κ-19 ήταν άσχημα, δεν το περιμέναμε αφού ήταν καλό το υλικό. Σαν μονάδες μιλάμε για παιχταράδες. Ο Πομπέτι εξαιρετικό χαφ, παίζει τώρα στην Πίζα, ο Ντ’ Αμίκο που μπήκε μετά σε αποστολές της πρώτης ομάδας, έναν Σλοβένο που παίζει μπροστά, τον αδερφό του Μπαλντέ της Μονακό. Πολύ καλοί παίκτες. Αλλά σαν σύνολο είχαμε θέματα.

Κερδίζω μια θέση βασικού στο εκτός έδρας με την Κάλιαρι, σαν αμυντικό χαφ. Χάσαμε 2-0, αλλά μπόρεσα να κάνω πολύ καλό ματς. Την επόμενη αγωνιστική παίζαμε ντέρμπι. Για πρώτη φορά μέσα στη βδομάδα δεν έχω καταλάβει τι θα παίξουμε, πώς θα παίξουμε, ποιοι είναι για ενδεκάδα, τίποτα… Συνήθως μπορώ και διαβάζω τον προπονητή από τον Τρίτη και καταλαβαίνω πώς περίπου θα πάει το παιχνίδι. Τελικά αφήνει έξω τη μισή ομάδα και βάζει μέσα πέντε ‘μικρούς’ (σ.σ. γεννηθέντες το 2002), μεταξύ των οποίων και εγώ. Το γήπεδο μας είναι γεμάτο, ήταν και ο κ. Αποστολόπουλος εκείνη την ημέρα παρών. Σαστίσαμε με την επιλογή του προπονητή, να παίξουμε 5 παίκτες ηλικιακά μικρότεροι σε ντέρμπι που θα παρακολουθούσε ο τεχνικός διευθυντής της πρώτης ομάδας και ο πρόεδρος… Μιλάμε για ντέρμπι που η ήττα είναι απαγορευμένη λέξη. Αν δεν κερδίσεις υπάρχει η ισοπαλία και μέχρι εκεί. Όταν έχασε από την Τζένοα η Κ-15, οι άνθρωποι της ομάδας ήταν έξαλλοι. Στο δικό μας ντέρμπι κερδίσαμε 1-0, ευτύχησα να πιάσω υψηλά στάνταρ απόδοσης, αυτό το ντέρμπι μου ταιριάζει. Ενώ για παράδειγμα στα Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός εδώ συνήθως έμενα σε ρηχά νερά…”.

Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography Tourette Photography

Απαλλαγμένος από ανασφάλειες και απόλυτα συνειδητοποιημένος για το πώς πρέπει να πορευτεί στη συνέχεια, δεν περιμένει κάποιον να του δώσει κίνητρο, να τον παροτρύνει, να τον πάρει από το χέρι. Ξέρει πως έχει δρόμο ακόμη μπροστά του και για να τον διανύσει με επιτυχία οφείλει να βλετιώσει τις αδυναμίες του και να διατηρήσει τα κεκτημένα.

“Κλείνω στο γήπεδο 6,5 – 7 ώρα καθημερινά. Θέλει πολλή δουλειά για να παίζεις στην Κ-19 ενώ είσαι μικρότερος. Κάνω έξτρα πρόγραμμα, εγώ γνωρίζω πρώτος καλύτερα από τον καθένα πού οφείλω να βελτιωθώ. Ό,τι και να σου πει ο γυμναστής, εσύ ως ποδοσφαιριστής γνωρίζεις μέσα σου τι χρειάζεσαι. Πρέπει να φροντίζεις για τον εαυτό σου, αν δεν το κάνεις δεν θα έρθει κανείς να σε πάρει από το χεράκι. Ούτε ο γυμναστής. Κάνω πρόγραμμα πριν την προπόνηση, πρόγραμμα μετά την προπόνηση, αποθεραπεία και μετά πάω στις εγκαταστάσεις για να φάω και να ξεκουραστώ. Εσύ πρέπει να πιέσεις τον γυμναστή, όχι το αντίθετο. Πριν έρθει η πανδημία, καθόμουν πολλές ώρες με τους δύο βοηθούς προπονητές και δούλευα πολύ το δεξί μου πόδι. Είμαι καθαρός αριστεροπόδαρος και δεν χρησιμοποιούσα καθόλου το δεξί. Ούτε για αλλαγές παιχνιδιού, ούτε για τελειώματα, τίποτα. Έπρεπε να το βελτιώσω. Από θέμα τρεξιμάτων, αντοχής, δύναμης κτλ., δεν έχω πλέον κανένα πρόβλημα. Το δύσκολο ήταν να φτάσω εκεί, τώρα πρέπει να διατηρηθώ εκεί”.

Είναι φανατικός θαυμαστής της φιλοσοφίας του Γιόχαν Κρόιφ. Θέλει να ακολουθήσει την πορεία του ‘ιπτάμενου Ολλανδού’ όταν αποφασίσει να κρεμάσει τα παπούτσια του. Τα βάζει όλα σε κουτάκια στο μυαλό του. Ή κολλάει φωτογραφίες γύρω από την τηλεόραση παρακολουθώντας ένα ΑΕΚ-Παναθηναϊκός, με σκοπό να καταλάβει τι μαθαίνει ο ίδιος στα τμήματα υποδομής της Σαμπντόρια και τι συμβαίνει στο ελληνικό πρωτάθλημα.

“Όταν κάθομαι να δω ένα παιχνίδι, έχω πάντα στο μυαλό μου την φιλοσοφία του Γιόχαν Κρόιφ. Το βιβλίο του μου το είχε κάνει δώρο ο θείος μου. Η σκέψη μου ποδοσφαιρικά ταυτίζεται με του Κρόιφ. Ξέρω ήδη ότι θέλω να γίνω προπονητής ή τεχνικός διευθυντής όταν ολοκληρώσω την καριέρα μου ως ποδοσφαιριστής. Παρακολουθώντας λοιπόν ένα ματς, μπορείς να διακρίνεις το επίπεδο των δύο ομάδων. Κάποια στιγμή έκατσα να δω ένα ΑΕΚ-Παναθηναϊκός, έχοντας κολλήσει κάποιες φωτογραφίες γύρω γύρω στην τηλεόραση. Ήθελα να διακρίνω τι διδάσκομαι εγώ στην Κ-17 της Σαμπντόρια και τι έκαναν ΑΕΚ και Παναθηναϊκός στις πρώτες ομάδες. Και δεν βρήκα καμία σχέση… Ένιωσα πως τα πράγματα που κάνω εγώ στην Κ-17 της Σαμπντόρια ήταν πολύ πιο μπροστά από αυτά που παρακολουθούσα. Και αναφέρομαι στο επίπεδο τακτικής. Δεν κοιτάζω ατομικά την ποιότητα κάθε παίκτη, την τεχνική του. Αυτό είναι κυρίως χάρισμα και το φτιάχνεις μέχρι τα 12-13. Μετά βελτιώνεις την ποιότητα της σκέψης σου, που απαιτεί απίστευτα πολλή δουλειά και παιχνίδια. Για να καταλάβεις την διαφορά ένας παίκτης από την Κ-19 της Σαμπντόρια, μπορεί να σταθεί κατευθείαν σε μια μεγάλη ελληνική ομάδα από πλευράς τακτικής. Από την Ακαδημία θα βγεις έτοιμος για την πρώτη ομάδα. Δεν θα κάτσει ο Ρανιέρι να σου μάθει βασικά πράγματα. Τα ξέρεις ήδη, μετά όλα είναι στο χέρι σου”.

Το ιταλικό πρωτάθλημα εμπιστεύεται ολοένα και περισσότερο τους Έλληνες παίκτες. Την αρχή είχε κάνει ο Νίκος Αναστόπουλος το μακρινό 1987 (Αβελίνο). Ακολούθησαν πάρα πολλοί. Λάμπρος Χούτος, Τραϊανός Δέλλας, Δημήτρης Ελευθερόπουλος, Σάββας Γκέντσογλου, Γρηγόρης Γεωργάτος, Τάκης Γκώνιθας, Γιώργος Καραγκούνης,. Φάνης Κατεργιαννάκης, Γιώργος Βακουφτσής, Ζήσης Βρύζας, Θοδωρής Ζαγοράκης, Απόστολος Λιολίδης, Κώστας Λουμπούτης, Βαγγέλης Νάστος, Σωτήρης Νίνης, Δημήτρςη Παπαδόπουλος και την τελευταία δεκαετία οι Σωκράτης Παπασταθόπουλος, Βαγγέλης Μόρας, Νίκος Σπυρόπουλος, Αλέξανδρος Τζιόλης, Αλέξανδρος Τζόρβας, Βασίλης Τοροσίδης, Μάριος Οικονόμου, Ορέστης Καρνέζης, Παναγιώτης Ταχτσίδης, Παναγιώτης Κονέ, Σάββας Γκέντσογλου, Γιάννης Φετφατζίδης, Χοσέ Χολέμπας, Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος, Κώστας Μανωλάς, Δημήτρης Νικολάου, Μπάμπης Λυκογιάννης, Γιώργος Κυριακόπουλος. Γιατί αυτή η προτίμηση;

“Στην Ιταλία εμπιστεύονται αρκετά τους Έλληνες παίκτες. Η παρουσία του Μανωλά σε Ρόμα και Νάπολι έχει βοηθήσει πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Τον έχουν πολύ ψηλά στην εκτίμηση τους. Πολύ καλά πάει και ο Κυριακόπουλος στη Σασουόλο, όπως και ο Ταχτσίδης στην Λέτσε. Δεν είναι τυχαίο πως παίκτες που παίζουν ως αμυντικοί ή ανασταλτικοί μέσοι ‘κολλάνε’ περισσότερο στην Ιταλία. Δίνουν έμφαση εδώ στην αμυντική τακτική, είναι στην κουλτούρα τους και βρίσκουν τέτοια στοιχεία στους Έλληνες. Ποντάρουν και στο φιλότιμο και το πάθος μας. Εγώ για παράδειγμα, σε κάποιο ματς μπορεί να μην πάω καλά από πλευράς ποιότητας. Όμως από τρέξιμο, χιλιόμετρα και μάχες, τα νούμερα που θα γράψει το gps που φοράμε, θα είναι top. Ξέρουν πως τουλάχιστον δίνουμε το 100% όταν είμαστε στο γήπεδο”.

Την ζωή στη Γένοβα την συνήθισε, ξεπέρασε το θέμα της γλώσσας, ο χώρος που φιλοξενούνται τα παιδιά των τμημάτων υποδομής είναι εξαιρετικός. Παραδέχεται ωστόσο ότι υπάρχουν πράγματα που του λείπουν. Έστω κι αν η αφοσίωση του σε αυτό που κάνει δεν τον εγκαταλείπει ποτέ.

“Είχα μαθήματα Δευτέρα – Τετάρτη – Παρασκευή και μιλάω πλέον την γλώσσα κανονικά. Γιουβέντους, Ίντερ και Σαμπντόρια έχουν τις καλύτερες εγκαταστάσεις διαμονής για τα παιδιά που βρίσκονται στα τμήματα υποδομής. Τις ελεύθερες ώρες μου στην αρχή δεν έβγαινα. Το βραδινό μας είναι στις 20:00, μετά έχεις την δυνατότητα να κάνεις την βόλτα σου. Η ευθύνη για την συμπεριφορά σου έξω είναι δική σου. Όσο κι αν ένα παιδί στην ηλικία μου λέει πως δεν τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι φίλοι του, λέει ψέμματα. Όταν Παρασκευή βράδυ ετοιμάζομαι για το ματς της επόμενης μέρας και βλέπω την παρέα μου να ανεβάζει φωτογραφίες ή video στα social media, σκέφτομαι πως θα ήθελα να είμαι για λίγο μαζί τους. Αν σου πω το αντίθετο, δεν θα είμαι ειλικρινής. Δεν θα σου πω κάτι που δεν ισχύει επειδή κάνουμε τη συνέντευξη. Αυτά καλώς ή κακώς είναι χρόνια που δεν ξανάρχονται… Αναζητώ αυτή την ανεμελιά κάποιες στιγμές. Αλλά αγαπώ τόσο πολύ αυτό που κάνω, που μόλις μπω στο mood του αγώνα, τα ξεχνάω όλα”.

Προφανώς και οι προσδοκίες του δεν περιορίζονται σε όσα έχει ήδη καταφέρει. Αντιλαμβάνεται ωστόσο πως όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Και ξέρει πως συνεχίζοντας να περπατά στον δρόμο που έχει χαράξει, θα έρθει και η δική του στιγμή. Η στιγμή που θα πρέπει να εμφανιστεί έτοιμος.

“Θέλω να πηγαίνω βήμα βήμα. Δεν βιάζομαι. Βάζω τη συγκέντρωση μου όλη σε αυτό που κάνω τώρα. Αλλά ναι, προφανώς θέλω κι εγώ να κάνω προπονήσεις με την πρώτη ομάδα. Να μαρκάρω τον Κουαλιαρέλα. Να παίξω με τον Έκνταλ. Αλλά δεν αγχώνομαι. Ξέρω ότι αυτό θα έρθει. Έρχονται και μας παρακολουθούν συνέχεια από την πρώτη ομάδα. Ξέρω ότι αν συνεχίσω να δουλεύω σκληρά, αργά ή γρήγορα θα έρθει η ευκαιρία μου. Ούτως ή άλλως ο τεχνικός διευθυντής θα σου παρουσιάσει κάποια στιγμή το project. Είναι ομάδα οικογένεια η Σαμπντόρια, δίπλα στα παιδιά. Αισθάνομαι καλά. Δεν με αγχώνει ούτε το θέμα συμβολαίου μου, που λήγει το 2021. Εμπιστεύομαι απόλυτα τον κ. Αποστολόπουλο. Εγώ κοιτάζω τι θα κάνω στο γήπεδο και τίποτε άλλο”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ