Ο Αμπέλ Φερέιρα έκανε ό,τι ο Λουτσέσκου αλλά καλύτερα
Ο Αμπέλ Φερέιρα έχει το καλύτερο ποσοστό νικών στο πορτογαλικό πρωτάθλημα, έσπασε τα κοντέρ με την Μπράγκα και προσπαθεί να μιμηθεί τον... Ναπολέοντα στο Football Manager. Τα κοινά στοιχεία με τον Ραζβάν Λουτσέσκου που διαδέχεται στον ΠΑΟΚ είναι πολλά.
Το όνομα Αμπέλ Φερέιρα, του -εκτός απροόπτου- διαδόχου του Ραζβάν Λουτσέσκου στον ΠΑΟΚ, δεν θυμίζει πολλά πράγματα στους φίλους του ποδοσφαίρου, ούτε καν σε εκείνους της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που τον είδαν να σημειώνει ένα τέτοιο γκολ:
Τουναντίον, στην Πορτογαλία θεωρείται ο καλύτερος όλων, τουλάχιστον σε όσους δεν υπολογίζουν σε απόλυτους αριθμούς, αλλά βάζουν τα πράγματα στο σωστό ζύγι και λαμβάνουν υπόψιν και τα ‘όπλα’ που είχε ο καθένας. “Έχουμε τελείως διαφορετικά όπλα από τους αντιπάλους μας. Δεν μπορείς να δημιουργείς προσδοκίες όταν έχεις έσοδα 20.000.000 ευρώ και η Μπενφίκα έχει έσοδα 120.000.000 ευρώ. Οι πόροι μας δεν είναι ίδιοι”, εξηγεί. Γι’ αυτό και έχει ξεχωριστή σημασία όταν το ποσοστό νικών πρωταθλήματος στην Μπράγκα είναι ανώτερο από εκείνο του Λεονάρντο Ζαρντίμ, του Ζόρζε Ζεζούς, του Ζεσουάλδο Φερέιρα, του Σέρζιο Κονσεϊσάο, του Ντομίνγκος Πασιένσια, του Ζοζέ Πεσέιρο, του Πάουλο Φονσέκα, προπονητών που συνέχισαν στο top επίπεδο και που η φήμη τους είναι ανώτερη από εκείνη του πρώην δεξιού μπακ της Σπόρτινγκ Λισαβόνας.
Γι’ αυτόν τον λόγο η κίνηση του ΠΑΟΚ να καλύψει τη ρήτρα αποδέσμευσης του Φερέιρα με την Μπράγκα (η οποία παλιότερα γραφόταν -σε μη έγκυρα ΜΜΕ- ότι φτάνει τα 12.500.000 ευρώ) συνιστά βαρύγδουπο statement: το next big thing μιας ‘κολοσσιαίας’ προπονητικής σχολής, μέλος του top-50 του FourFourTwo, δεν καταλήγει στους Três Grande, αλλά στον νταμπλούχο Ελλάδας.
Ο τραυματισμός που του διέκοψε την καριέρα
Θα μπορούσε, πάντως, να βρεθεί στον πάγκο της Σπόρτινγκ όλο αυτό το διάστημα των σαρωτικών αλλαγών. Έπαιζε σε εκείνη από τον Ιανουάριο του 2006 μέχρι το 2011, όταν ένας επίπονος τραυματισμός τον ανάγκασε να σταματήσει το ποδόσφαιρο. “Μάθαινα ακόμα, όταν έπαιζα στη Σπόρτινγκ, σε ηλικία 31 ετών. Θυμάμαι τον διευθυντή ακαδημιών να με ρωτάει: ‘Δεν θες να αρχίσεις την προπονητική καριέρα σου τώρα;’ ‘Όχι τώρα. Θα παίζω μέχρι τα 40’. Έναν μήνα αργότερα, έπαθα σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο. Αυτός ο τραυματισμός ήρθε, όταν έληγε το συμβόλαιό μου με τη Σπόρτινγκ. Μου προσέφεραν την ευκαιρία να αναρρώσω στον σύλλογο και να δω αν μπορούσα να βρω άλλη ομάδα μετά, όμως δεν γινόταν. Όποτε έτρεχα, το γόνατο πονούσε. Πόνος, πόνος, πόνος. Συμβουλεύτηκα τους γιατρούς 3 φορές και κάθε φορά που έλεγαν ότι έπρεπε να αποσυρθώ. Έκλαιγα για μέρες, όταν τελικά αποδέχθηκα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω. Θρηνούσα. Ήμουν οργισμένος. Αισθανόμουν αδικία. Πώς είναι δυνατόν; Έφτασα μέχρι αυτήν την ηλικία χωρίς κανέναν τραυματισμό και τώρα αυτό;”
Ο δάσκαλος Ζεσουάλδο Φερέιρα
Εν τέλει, άρχισε να βοηθάει τον προπονητή της Κ19 και όταν προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα, ανέλαβε εκείνος. Στην πρώτη χρονιά του πήρε πρωτάθλημα και έφτασε στα ημιτελικά του Youth League, μαζί με Λίβερπουλ, Τσέλσι και Σαουθάμπτον. Προβιβάστηκε στη Σπόρτινγκ Β, ανέδειξε παίκτες όπως ο Κάρλος Μανέ, ο Έρικ Ντάιερ, ο Ζοάο Μάριο και στο τέλος… απολύθηκε μία εβδομάδα μετά από την έναρξη της 3ης σεζόν του στα τμήματα υποδομής.
Ο ιδιόρρυθμος πρόεδρος των ‘λιονταριών’, Μπρούνο ντε Καρβάλιο, ίσως να του έκανε χάρη, που τον έδιωξε χωρίς εξήγηση. Επέστρεψε στην Μπράγκα, εκεί όπου ως παίκτης έπαιξε για 1,5 χρόνο στα 24 του και κυρίως είδε με άλλο μάτι την προπονητική, χάρη σε έναν μετέπειτα τεχνικό του… Παναθηναϊκού. “Είναι σημαντικό να ρωτάς τα πώς και τα γιατί ως προπονητής. Το έμαθα πρώτα από έναν προπονητή που λέγεται Ζεσουάλδο Φερέιρα, εδώ στην Μπράγκα. Ήταν δάσκαλος. Είχα ορισμένους προπονητές που προπονούσαν. Άλλοι δίδασκαν. Αυτοί που προπονούσαν, φώναζαν ‘πίεση’. Όμως πότε; Πώς; Ποιος; Πού; Ο Ζεσουάλδο πάντα ρωτούσε ‘πού θα πας; Γιατί; Αν υπάρχει κι άλλος επιτιθέμενος εδώ, ποιον θα μαρκάρεις; Γιατί;’ Με αυτές τις συζητήσεις διασφαλίζεις ότι οι παίκτες ξέρουν τη δουλειά τους. Αυτή η προσέγγιση πραγματικά με βοήθησε και τώρα θεωρώ τον εαυτό μου προπονητή που του αρέσει να διδάσκει και να κάνει ερωτήσεις στους παίκτες. Τα πώς και τα γιατί που μου έμαθε ο Ζεσουάλδο”.
Διατάξεις, rotation και διαρκής πίεση
Μία δεκαετία αργότερα, όταν τελικά προβιβάστηκε από την Μπράγκα Κ19 στην Μπράγκα Β και ακολούθως στην Μπράγκα (πρώτα ως υπηρεσιακός και το καλοκαίρι του 2017 ως μόνιμος), κράτησε αρκετά από αυτά τα στοιχεία στη φιλοσοφία του. Οι παίκτες της Μπράγκα είχαν τη τάση να πιέζουν διαρκώς στη διάρκεια ενός αγώνα, αλλά με ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό: πειθαρχημένα. Το σύνολο του Φερέιρα ήταν ίσως το πιο υπάκουο στο πορτογαλικό πρωτάθλημα, αφού κάθε παίκτης ακολουθούσε πιστά τις εντολές του. Και αυτές, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν υπερβολικά πολλές, αφού ακόμα ένα χαρακτηριστικό του ήταν το overcoaching στη διάρκεια ενός αγώνα, το να αλλάζει συνέχεια διατάξεις. “Στο Europa League την περσινή σεζόν πήγαμε στο Χόφενχαϊμ. Άρχισαν με 3-5-2, που άλλαξε σε 4-3-3 στη διάρκεια του αγώνα, με 3 επιθετικούς και 2 ακραία μπακ να ανεβαίνουν. Αρχίσαμε με 4-4-2 και τελειώσαμε με 5-4-1 για να αντιμετωπίσουμε αυτό που έκαναν. Νικήσαμε με 2-1. Ως προπονητής, είναι το παιχνίδι για το οποίο είμαι πιο περήφανος”.
Η αγαπημένη διάταξή του είναι το 3-4-3 με την μπάλα στα πόδια και το 4-4-2 χωρίς. Είναι λάτρης του rotation, ωστόσο αντιλαμβάνεται ότι οι επιτυχίες δεν οφείλονται μόνο στο σχέδιο επί χάρτου. Θα πρέπει να υπάρχει και η κατάλληλη σπιρτάδα. “Αν ο αντίπαλος βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με σένα, τότε καλώς, μπορείς να επιτεθείς. Αν επιτίθεσαι σε ένα βουνό, όμως, πρέπει να το κάνεις διαφορετικά. Σε άλλα παιχνίδια θέλεις να είσαι ο πρωταγωνιστής, να έχεις την μπάλα. Μερικές φορές πρέπει να αποδεχθείς ότι ο αντίπαλός σου είναι δυνατότερος. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να εξισορροπήσεις. Όσο και να μας αρέσει η Μάντσεστερ Σίτι, δεν έχουμε έναν Πεπ Γκουαρδιόλα και δεν έχουμε έναν Μπερνάρντο Σίλβα. Οπότε πρέπει να είσαι ταπεινός, να γνωρίζεις ότι κάθε παιχνίδι απαιτεί διαφορετική προσέγγιση”.
“Δεν υπάρχει τέλεια συνταγή. Κανένα τέλειο αγωνιστικό σχέδιο. Μόνο αυτό στο οποίο πιστεύεις. Ίσως προτιμάς το δικό μου, ίσως του Γκουαρδιόλα, ίσως του Ντιέγκο Σιμεόνε. Το σημαντικό είναι να μπορείς να εξηγήσεις τι θες στους παίκτες σου. Αυτό κάνει έναν προπονητή καλό. Σήμερα έχουμε αυτό το στίγμα: είσαι καλός μόνο αν νικάς. Αν νικάς, είσαι σπουδαίος προπονητής. Και αν χάνεις, είσαι αδύναμος. Όμως αυτό, για μένα, είναι ψέμα. Κρίνεσαι το Σαββατοκύριακο, όταν δείχνεις τι έχεις κάνει όλη την εβδομάδα. Τότε ο κόσμος θα δει αν η ομάδα σου είναι οργανωμένη ή όχι. Αν δουλεύεις την μπάλα καλά ή όχι. Την Κυριακή είναι το τεστ σου. Όμως πάντα λέω στους παίκτες ‘ας επικεντρωθούμε στην αποστολή μας’. Επειδή όσο εστιάζεις στο αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ αγχώνεσαι. Δεν υπάρχει νόημα να αγωνιάς για να περάσεις το τεστ. Πρέπει να διαβάσεις γι’ αυτό. Να διαβάσεις καλά και δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Ασχολήσου με τη διαδικασία και θα έρθει το αποτέλεσμα”.
Ο… Ναπολέων του Football Manager
Ως ποδοσφαιριστής, δεν ήταν κάτι αξιόλογο, για τα δεδομένα της χώρας του. Άρχισε την καριέρα του στην Πεναφιέλ, την ομάδα της γενέτειράς του, ακολούθησε η Γκιμαράες και στη συνέχεια η Μπράγκα και η Σπόρτινγκ (και κάποιες κλήσεις στην εθνική Πορτογαλίας, χωρίς να μετουσιωθούν σε διεθνή συμμετοχή), μέχρι να έρθει ο Ζοάο Περέιρα να του πάρει τη θέση και ο τραυματισμός να ολοκληρώσει πρόωρα την καριέρα του. Η πορεία του δείχνει ότι από τον καιρό που ήταν ποδοσφαιριστής είχε μέσα του το… μικρόβιο της προπονητικής, με μία ιδιαιτερότητα: προτιμούσε να είναι το αουτσάιντερ και να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, όχι αυτές των χρημάτων.
Πριν απο εναν αγωνα, δινω στους παικτες μου 3 βασικες ιδεες και αυτο ειναι. Οπως οταν βλεπεις μια ταινια και στο τελος σε ρωταει καποιος ‘τι πηρες απο αυτην;’ Μπορει να ειναι ενα φιλι, οταν το ζευγαρι παντρευεται. Ομως θα ειναι παντα 3-4 πραγματα. Το ιδιο και με τους παικτες
“Οι φίλοι μου διάλεγαν την Μπαρτσελόνα ή τη Ρεάλ στο Football Manager, ομάδες με τις οποίες φυσικά και θα κερδίσεις. Μπορείς να αγοράσεις τον οποιονδήποτε. Όπως το βλέπω, η σπουδαία πρόκληση έρχεται όταν δεν είσαι σε αυτές τις μεγάλες ομάδες, αλλά όταν ανταγωνίζεται μαζί τους, με λιγότερες δυνατότητες. Οπότε προπονώ πάντα μικρές ομάδες. Ομάδες από τη 2η κατηγορία, όπως η Πεναφιέλ στην Πορτογαλία, όπου άρχισε την καριέρα μου ή η Μπράγκα. Ή ομάδες που ποτέ δεν κατακτούν τίτλους, όπως η Τότεναμ. Και πάντα πιστεύω ότι θα κερδίσω. Πώς; Ως ισάξιος; Κάνοντας επίθεση όπως και οι αντίπαλοι; Όχι. Πώς ένας μικροσκοπικός τύπος όπως ο Ναπολέων κατάφερε να κερδίζει; Με στρατηγική, με κόλπα”.
“Είμαι ο Αμπέλ, δεν με ξέρει κανείς”
Ο 40χρονος Πορτογάλος δεν είναι μικροσκοπικός, αλλά με 178 εκατοστά μπόι, δεν είναι και γιγαντόσωμος. Το έργο του στην Μπράγκα, όμως, είναι τέτοιο. Στην 1η σεζόν του κατέρριψε το ρεκόρ συγκομιδής βαθμών και επίτευξης τερμάτων του συλλόγου. Μπορεί και πέρυσι και φέτος να τερμάτισε στην 4η θέση, όμως ο σύλλογος ήταν πάντα εκεί, να ενοχλεί (και να απειλεί) Μπενφίκα, Πόρτο και Σπόρτινγκ. “Στην Μπράγκα δεν μπορώ να πω ‘είμαι ο Αμπέλ, δεν με ξέρει κανείς στον κόσμο και είμαι διεκδικητής τίτλου’. Ο κόσμος θα σκεφτεί ότι τον εμπαίζω. Πρέπει να είσαι ταπεινός και αυτό λέω στους παίκτες. Το μοναδικό καθήκον μας είναι να βάζουμε τα δυνατά μας κάθε μέρα. Να μην σκεφτόμαστε το αποτέλεσμα. Όπως και στις ομάδες μου στο Football Manager, θα είναι δύσκολο να κατακτήσω τίτλους εδώ. Ακόμα κι έτσι, ποτέ δεν τα παρατάω. Και τώρα, η φιλοδοξία και το όνειρο είναι εδώ. Θα το κυνηγήσουμε. Ο σπόρος έχει φυτευτεί. Αν αποδώσει καρπούς, δεν το ξέρω ακόμα”, κατέληγε το κείμενό του στο ‘Coaches Voice‘.
Η μετακίνησή του στον ΠΑΟΚ με συμβόλαιο 2.000.000 ευρώ ετησίως και η ευκαιρία να βρεθεί σε ένα πρωτάθλημα όπου μπορεί να κατακτήσει τρόπαια, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι το (σαφώς ανώτερο) πορτογαλικό, είναι η επιβεβαίωση του Φερέιρα. Παρότι γνώριζε ότι με την Μπράγκα δεν είχε τύχη να στερήσει κάποιο τρόπαιο από τους 3 μεγάλους (ακόμα και στην πιο μεγάλη στιγμή της ιστορίας της, την πρόκριση στον τελικό του Europa League 2010-2011, έχασε το τρόπαιο από έναν πορτογαλικό ‘κολοσσό’, την Πόρτο), συνέχισε να παλεύει. Και το αποτέλεσμα πιθανόν να τον δικαιώσει. Στην Ελλάδα.